Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα JAN STYKA. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα JAN STYKA. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

ΡΑΨ.μ Σειρῆνες. Σκύλλα. Χάρυβδις. Βόες Ἡλίου.

O ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ  LEON BELLY  ( Musée Sandelin Saint-Omer )
Τοῦ Ὠκεανοῦ τὰ ρέματα τὸ πλοῖο σὰν ἀφῆκε, κι ἀπάνω ἀπὸ τὰ κύματα τοῦ διάπλατου πελάγου
ἦρθε στῆς Αἴας τὸ νησί, ποὺ κατοικεῖ ἡ Αὐγούλα, καὶ σὲ γλυκοὺς χορότοπους χρυσανατέλνει ὁ Ἥλιος, ἐκεῖ στὸν ἄμμο φτάσαμε κι ἀράξαμε τὸ πλοῖο, καὶ πήγαμε πλαγιάσαμε στὸ περιγιάλι ἀπάνω,
προσμένοντας τὴ λαμπερὴ νὰ γλυκοφέξη Αὐγούλα.
Κι ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα, καὶ στέλνω τοὺς συντρόφους μου στῆς Κίρκης τὰ παλάτια, τὸ λείψανο τοῦ Ἐλπήνορα νὰ πάρουν καὶ νὰ φέρουν.
Κι ἐκεῖ ποὺ αὐτὰ νοιαζόμασταν, δὲν ξέφυγε τῆς Κίρκης πὼς ἀπ' τὸν Ἅδη φτάσαμε, παρὰ ἦρθε στολισμένη κοντά μας· ἤρθανε μαζὶ κι οἱ βάγιες της καὶ φέρναν ψωμὶ καὶ κρέατα πολλὰ μὲ τὸ κρασὶ τὸ μαῦρο. Στάθηκε τότ' ἡ ὁλόλαμπρη θεὰ ὀμπροστά μας κι εἶπε·

“Ἀθεόφοβοι, ποὺ ζωντανοὶ πήγατ' ἐσεῖς στὸν Ἅδη, ποὺ δυὸ θανάτους θά 'χετε, οἱ ἄλλοι ξέρουν ἕναν
ἐλᾶτε τώρα ἐσεῖς ἐδῶ νὰ φᾶτε καὶ νὰ πιῆτε ὁλήμερα· κι ἡ χρυσαυγὴ καθὼς γλυκοχαράξη, κινᾶτε. Ἐγὼ τὸ δρόμο σας θὰ δείξω, καὶ τὰ πάντα θὰ σᾶς μαντέψω, μὴν κακὴ σᾶς πέση ἄξαφνα ὥρα,
καὶ μύρια πάθετε δεινὰ στεριᾶς ἢ καὶ πελάγου.”
Καὶ πρῶτα ταξιδεύοντας θὰ φτάσης στὶς Σειρῆνες, ποὺ ὅλους μαγεύουν τοὺς θνητοὺς ποὺ λάχουνε κοντά τους·
ὅποιος σιμώση ἀπ' ἀγνωσιὰ κι ἀκούση τὴ φωνή τους, ἀπὸ γυναίκα καὶ παιδιὰ χαρὰ νὰ μὴν προσμένη
μήτε πατρίδα πὼς θὰ δῆ, τὶ μὲ γλυκὰ τραγούδια αὐτὲς τόνε μαγεύουνε μὲς ἀπ' τὴ λιβαδιά τους.
Σωρὸς ἐκεῖ τ' ἀνθρωπινὰ τὰ κόκκαλα σαπίζουν γυμνὰ, ποὺ εἶναι τὸ δέρμα τους χυμένο ὁλοτριγύρω.
Προσπέρνα τις, καὶ στούπωνε καλὰ τ' αὐτιὰ τῶν ἄλλων μὲ μελοζύμωτο κερὶ νὰ μὴν μποροῦν ν' ἀκούσουν.

ΟΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ   EDUARD VEITH  1889
Κι ἂν ποθυμήσης ἴδιος σου ν' ἀκούσης, ἂς σὲ δέσουν ὁλόρθο χεροπόδαρα στοῦ καταρτιοῦ τὴ ρίζα,
κι ἂς καλοσφίξουν τῶ σκοινιῶν τὶς ἄκρες στὸ κατάρτι, καὶ τότες χαίροντας θ' ἀκοῦς μακρόθε τὶς Σειρῆνες. Μὰ ἀνίσως καὶ παρακαλῆς τοὺς ἄλλους νὰ σὲ λύσουν, ἐκεῖνοι ἀκόμα πιὸ σφιχτὰ νὰ δένουν τὰ σκοινιά σου.
Καὶ τὸ καράβι σου ἀπ' ἐκεῖ σὰ σώση νὰ περάση, δὲ σοῦ ὁρμηνεύω πιὰ ἀπὸ ποῦ τὸ δρόμο σου νὰ πάρης ἀτὸς σου κρῖνε· ἐγὼ τοὺς δυὸ θὰ σοῦ ἐξηγήσω δρόμους.
Ἀπὸ τὴ μιὰ εἶναι κρεμαστὲς οἱ πέτρες ποὺ ὁλοένα μὲ κύματα ἡ γλαυκόματη τὶς δέρνει ἡ Ἀμφιτρίτη·
αὐτὲς Πλανούμενες τὶς λὲν οἱ θεοἱ οἱ μακαρισμένοι.
Κι οὐδὲ πουλὶ τὶς προσπερνάει, καὶ μήτε οἱ περιστέρες τὴν ἀμβροσία ποὺ φέρνουνε στὸ Δία τὸν πατέρα, μόνε κι αὐτὲς κάθε φορὰ τὶς παίρνει ἡ γλιστροπέτρα· μὰ στέλνει κι ἄλλην ὁ θεός, λειψές νὰ μὴν τὶς ἔχη.
Θνητοῦ καράβι ἐκείθενε δὲν ἔφυγε, κι ἂν ἦρθε, μόνε καραβοσάνιδα καὶ ἀνθρώπινά κουφάρια
κυλιοῦνται ἀπὸ τὰ κύματα κι ἀπ' τῆς φωτιᾶς τὴ λύσσα.
Ἕνα μονάχο διάβηκε τῆς θάλασσας καράβι, ἡ κοσμολάλητη ἡ Ἀργώ, γυρνώντας ἀπ' τοῦ Αἰήτη-
κι αὐτὴ σὲ βράχους θά 'σπανε τρανούς, χωρὶς τὸ χέρι τῆς Ἥρας, ποὺ λυπήθηκε τὸν Ἰάσονα ἀπ' ἀγάπη.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ βράχοι οἱ δυὸ, ποὺ ὁ ἕνας ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανοὺς, κι ἡ σουβλερὴ κορφή του τοὺς ἀγγίζει μαύρη τὸν ζώνει συννεφιά, ποὺ πάντα 'ναι ἁπλωμένη,
μηδὲ λαμπρύνει ἡ ξαστεριὰ ποτὲς τὸ μέτωπό του, μὰ ἂς εἶναι θερισμοῦ καιρός, ἂς εἶναι χινοπώρι.
Ν' ἀνέβη ἐκεῖ ἢ νὰ κατεβῆ θνητὸς δὲ θὰ μποροῦσε ποτὲς κανένας, κι εἴκοσι χέρια καὶ πόδια ἂν εἶχε·
γιατ' εἶναι ὁ βράχος γλιστερός, σὰν πέτρα λιστρωμένη Καὶ σπήλιο ἀνοίγει σκοτεινὸ μὲς στὴν καρδιὰ τοῦ βράχου, στὴ Δύση, καὶ πρὸς στὸ Ἔρεβος· καὶ κατακεῖ τὴν πλώρη τοῦ καραβιοῦ θὰ στρέψετε, περίλαμπρε Ὀδυσσέα,
Μηδὲ πιδέξιος τοξευτὴς μέσ' ἀπὸ τὸ καράβι ρίχνοντας τὴ σαγίτα του δὲ θά 'φτανε στὸ σπήλιο.
Κεῖ μέσα ἡ Σκύλλα κατοικεῖ καὶ φοβερὰ γαυγίζει· ἔχει φωνούλα σκυλακιοῦ νιογέννητου, κι ὡς τόσο
εἶναι κακότροπο θεριό, κι οὔτε θνητὸς κανένας, κι οὔτε θεὸς θὰ χαίρονταν θωρώντας το ἀντικρύ του.
Ἔχει καὶ πόδια δώδεκα, ποὺ ξέκρεμα εἶναι ὅλα, κι ἕξι θεόμακρους λαιμούς, καὶ στὸν καθένα ἀπάνω
κεφάλι στέκει τρομερὸ μὲ τρεῖς ἀράδες δόντια, πυκνὰ καὶ σφιχτοκάρφωτα καὶ θάνατο γεμάτα.
Μὲς στὸ βαθὺ τὸ σπήλιο της ὡς τὰ μισὰ χωμένη, ἀπὸ τὸ μαῦρο βάραθρο τ' ἄγρια κεφάλια βγάζει,
Τὸν ἄλλο χαμηλότερο, Ὀδυσσέα, θὰ δῆς τὸ βράχο· κοντά 'ναι οἱ δυό τους, θά 'φτανε ἡ σαγίτα σου νὰ ρίξης.
Μεγάλος εἶναι ὀρνιὸς ἐκεῖ, μυριόφυλλος, καὶ κάτου ἡ θεία ἡ Χάρυβδη ρουφάει τὸ μελανὸ τὸ κῦμα.
Τὴ μέρα τρεῖς φορὲς ξερνάει, καὶ τρεῖς φορὲς ρουφάει·νὰ μὴ σοῦ τύχη καὶ βρεθῆς τὴν ὥρα ποὺ ρουφήξη, τὶ δὲ θὰ σὲ ξεγλύτωνε μηδὲ τοῦ κόσμου ὁ σείστης.

Κατόπι στὸ καλὸ νησὶ τῆς Θρινακίας θὰ φτάσης.
Βόδια ἐκεῖ βόσκουνε πολλὰ κι ἀρνιὰ παχιὰ τοῦ Ἥλιου, ἑφτὰ κοπὲς βοδιῶν, ἑφτὰ καλῶν ἀρνιῶν κοπάδια, πενήντα καθεμιὰ κοπή, κι αὐτὰ μήτε γεννοῦνε, καὶ μήτε λιγοστεύουνε· καὶ θεὲς τὰ κυβερνᾶνε, δυὸ νύφες ὡριοπλέξουδες, Φαέθουσα, Λαμπετία, τοῦ Ἥλιου τοῦ Ὑπερίονα καὶ τῆς Νεαίρας κόρες.
Ἡ μάνα ποὺ τὶς γέννησε καὶ γλυκοανάθρεψέ τις πὰς στὸ νησὶ τὶς ἔβαλε τῆς Θρινακίας νὰ ζοῦνε,
τὰ γονικά τους πρόβατα καὶ βόδια νὰ φυλάγουν.
[ Αὐτὰ ἂν τ' ἀφήσης ἄβλαβα, καὶ θὲς τὸ γυρισμό σου, ὅσο πολλὰ κι ἂν πάθετε, πάλε στὸ Θιάκι πᾶτε·
μὰ ἂν τὰ πειράξης, πρόσμενε ξολοθρεμὸ στὸ πλοῖο καὶ στοὺς συντρόφους· ἴδιος σου μπορεῖς νὰ ξεγλυτώσης, μὰ ἀργὰ θὰ φτάσης κι ἄσκημα, κι ἀπὸ συντρόφους ἔρμος ].”


Καὶ τὸ κερὶ τὸ ζέσταινε ἡ μεγάλη δύναμη μου, κι ὁ Ἥλιος ὁ Ὑπερίονας μὲ τὶς θερμές του ἀχτίδες·
ἀράδα τότες ἔφραξα τ' αὐτιά τους ὁλωνῶνε, κι ἐκεῖνοι χεροπόδαρα μὲ δέσανε στὸ πλοῖο ὁλόρθο, καὶ καλόσφιξαν τὶς ἄκρες στὸ κατάρτι· καὶ τὸν ἀστραφτερὸ γιαλὸ μὲ τὰ κουπιὰ βαροῦσαν.
Σὰν ἤρθαμε τόσο κοντὰ ποὺ ἀκούγεται ἂν φωνάξης, γοργὰ τραβώντας, τό 'νιωσαν αὐτὲς τοῦ καραβιοῦ μας τὸ διάβα, καὶ μᾶς σύρανε ψιλόφωνο τραγούδι· “Ἔλα, καμάρι τῶν Ἀχαιῶν, πολύμνητε Ὀδυσσέα,τὸ πλοῖο σου κράτα, τὴ γλυκειὰ φωνή μας γιὰ ν' ἀκούσης,
Δὲν πέρασε ἀπ' ἐδῶ κανεὶς μὲ μελανὸ καράβι, χωρὶς ν' ἀκούση ἀπὸ κοντὰ τὸ γλυκολάλημά μας,
παρὰ μισεύει χαίροντας ποὺ ἔμαθε κι ἄλλα ἀκόμα, τὶ ξέρουμε ὅσα τράβηξαν μὲς στὴν πλατειὰ Τρωάδα  καὶ Τρωαδῖτες κι Ἀχαιοί, καθὼς οἱ θεοὶ τὰ ὁρίσαν,  καὶ ξέρουμε ὅσα γίνουνται στὴ γῆς τὴν πολυθρόφα.” Αὐτὰ μᾶς γλυκολάλησαν κι ἐγὼ ὅλο λαχταροῦσα ν' ἀκούσω, καὶ τοὺς ἔγνεφα τοὺς ἄλλους νὰ μὲ λύσουν· μὰ ἐκεῖνοι πέσαν στὸ κουπὶ κι ὀμπρὸς γοργοτραβοῦσαν.

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ VICTOR MOTTEZ ΜΟΥΣΕΙΟ ΝΑΝΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑ

Καὶ τὸ στενὸ περνούσαμε μὲ βόγγο καὶ λαχτάρα· ἐδῶθε ἡ Σκύλλα, κι ἀντικρὺ τῆς Χάρυβδης τὸ τέρας ξαναρουφοῦσε τ' ἁρμυρὰ νερὰ τῆς κυματούσας.
Καὶ σὰν τὰ ξέρναε, σὰ βρασμὸς μὲς στὸ πυρὸ καζάνι γουργούριζε ὅλη ἀνάκατη, κι ἡ ἄχνη ξεπετιόταν
ψηλά, ὡς ἀπάνω στὶς κορφὲς τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου βράχου Κι ἐκεῖ καθὼς κοιτάζαμε, καταστροφὴ φοβώντας, μοῦ ἁρπάζει ἡ Σκύλλα ἀπ' τὸ βαθὺ καράβι ἕξι νομάτους,
στὰ χέρια καὶ στὴ δύναμη τὰ πρῶτα παλληκάρια.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΑΡΥΒΔΗ  Fuseli, Henry 1796 (ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ)

Κι ἐγὼ γυρίζοντας νὰ δῶ τοὺς ἄλλους στὸ καράβι, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τους ἀπάνωθε ἀγναντεύω,
ποὺ σηκωμένοι ἀνάερα χουγιάζανε μὲ πόνο, καὶ μὲ φωνάζανε στερνὴ φορὰ μὲ τ' ὅνομά μου.
Κι ἀπ' τὴ φριχτὴ τὴ Χάρυβδη, τὴ Σκύλλα, καὶ τοὺς βράχους σὰ φύγαμε, στὸ ὁλόχαρο νησί 'ρθαμε τοῦ Ἥλιου, ποὺ οἱ ὥριες πλατυμέτωπες βοσκοῦσαν ἀγελάδες, καὶ πρόβατα μαζὶ παχιὰ ποὺ ὁρίζει ὁ θεὸς περίσσια.
Κι ἦρθε στὸ νοῦ μου ὁ λόγος τοῦ Τειρεσία, τοῦ τυφλοῦ προφήτη ἀπὸ τὴ Θήβα,
μὰ καὶ τῆς Κίρκης, ποὺ πολὺ μοῦ σύσταιναν κι οἱ δυό τους μακριὰ νὰ φεύγω ἀπ' τὸ νησὶ τοῦ Ἥλιου τοῦ φωτοδότη.


Κι ἡ Λαμπετὴ ἡ μακρόπεπλη τρέχει μηνάει στὸν Ἥλιο πὼς τὶς καλές του πήγαμε καὶ σφάξαμε ἀγελάδες.
Κι ἐκεῖνος στοὺς ἀθάνατους φωνάζει χολωμένος· “Δία πατέρα, καὶ θεοὶ μακαριστοὶ κι αἰώνιοι,
τοὺς φίλους γδικιωθῆτε μου τοῦ Ὀδυσσέα, ποὺ πῆγαν καὶ μὄσφαξαν ἀδιάντροπα τὰ βόδια ποὺ χαιρόμουν νὰ τὰ θωρῶ ἀνεβαίνοντας τὸν οὐρανὸ μὲ τ' ἄστρα, καὶ σὰ γυρνοῦσα πρὸς τὴ γῆς ἀπ' τ' οὐρανοῦ τὰ ὕψη.
Κι ἂν πλερωμὴ πρεπούμενη δὲ δώσουνε, θὰ φύγω κάτου στὸν Ἅδη, στοὺς νεκροὺς τὸ φῶς μου νὰ χαρίζω.” Κι ὁ Δίας τοῦ ἀποκρένεται ὁ συννεφομαζώχτης· “Τὸ φῶς σου στοὺς ἀθάνατους χύνε ἐσὺ τώρα, ὦ Ἥλιε, καὶ στοὺς θνητοὺς ποὺ κατοικοῦν τὴ γῆς τὴν τροφοδότρα, καὶ μὲ τ' ἀστροπελέκι μου, στὴ μέση τοῦ πελάγου, θὰ τοὺς τὸ σκίσω ἐγὼ στὰ δυὸ τὸ γοργοκάραβὀ τους.”
Τ' ἄκουσ' αὐτὰ ἀπ' τὴν Καλυψὼ τὴν ὀμορφομαλλοῦσα, ποὺ ἀπ' τὸν Ἑρμῆ τὸ μηνυτὴ μοῦ εἶπε πὼς τά 'χε ἀκούσει.



Τότες ὁ Δίας βρόντηξε, καὶ μὲ τ' ἀστροπελέκι χτυπάει τὸ πλοῖο, κι ὁλόβολο τ' ἀναποδογυρίζει,
γεμάτο θειάφι· πέφτουνε στὴ θάλασσα οἱ συντρόφοι, γύρω στὸ μαυροκάραβο γυρνώντας σὰν κουροῦνες, καὶ χέρι θεοῦ τοὺς ἔκοβε τοῦ γυρισμοῦ τὴ γλύκα.
Ἡ ἄγρια τότες ἔπαψε φουρτούνα τοῦ Πονέντη, κι ἦρθε καὶ φύσηξε Νοτιάς, σὲ πάθια νὰ μὲ ρίξη,
στὴν τρομερὴ τὴ Χάρυβδη καὶ πάλε ν' ἀρμενίσω.
Ὁλονυχτὶς δερνόμουνα, καὶ σάνε φάνη ὁ Ἥλιος στὴ μαύρη Χάρυβδη ἔφτασα καὶ στὸν γκρεμὸ τῆς Σκύλλας.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΧΑΡΥΒΔΗ JAN STYKA

Καθὼς ρουφοῦσε ἡ Χάρυβδη τῆς θάλασσας τὴν ἅρμη, ἐγὼ κατὰ τὸν ἁψηλὸ τοῦ βράχου ὀρνιὸ πετιέμαι, καὶ τὸ κορμί μου κόλλησε σὰ νυχτερίδα ἀπάνω.
Δὲν εἶχα ποῦ τὸ πόδι μου νὰ βάλω νὰ πατήσω, τὶ οἱ ρίζες ἤτανε μακριά, καὶ τὰ τρανὰ κλωνιά του
ἁπλώνονταν ἀνάερα τὴ Χάρυβδη νὰ ἰσκιώσουν.
Ἐκεῖ γερὰ κρατιόμουνα, προσμένοντας τὸ τέρας νὰ μοῦ ξεράση στὰ νερὰ καρίνα καὶ κατάρτι.
Ἀργὰ πολὺ φανήκανε, σὰ μ' ἔφαγε ἡ λαχτάρα·
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΊΖΕΙ ΤΙΣ ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΧΙΖΕΙ ΤΗΝ ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΗ Primatice, Francesco Primaticcio - R.Ruggieri 1550 (το πρωτοτυπο έργο βρίσκεται στο Chantilly  musée Condé

Μέρες ἐννιὰ πλανιόμουνα· τὴ δέκατη τὴ νύχτα στὴν Ὠγυγία μὲ φέρανε οἱ θεοὶ, ποὺ λημεριάζει
ἡ Καλυψὼ ἡ ὡριόμαλλη κι ἡ φοβερὴ θεούλα. Μ' ἀγάπαε καὶ μὲ νοιάζονταν. Τί νὰ τὰ ξαναλέγω ;
Ἐχτὲς μὲς στὸ παλάτι σου κι ἐσὲ καὶ τῆς κυρᾶς σου, σᾶς τὰ διηγήθηκα ὅλ' αὐτά· καὶ δὲ μ' ἀρέσει ἐκεῖνα ποὺ καθαρὰ ἀνιστόρησα, νὰ τὰ διηγέμαι πάλε.
 
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΝΑΥΑΓΕΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΟΥΣ  Henry Fuseli  1794-96
 

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

ΡΑΨ.ε  Ὀδυσσέως σχεδία.

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΣΧΕΔΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ BERTHOLD MAHN


Ἀπ' τοῦ πανώριου Τιθωνοῦ τὴν ἀγκαλιὰ ἡ Αὐγούλα σηκώθη, κι ἔφερε τὸ φῶς σὲ ἀθάνατους κι ἀνθρώπους. Καὶ συγκαθίζαν οἱ θεοί, καὶ μὲς σ' αὐτοὺς κι ὁ Δίας ὁ ἁψηλοβρόντης, ποὺ τρανὴ στὰ οὐράνια ἡ δύναμή του. Κι ἡ Ἀθηνᾶ, θυμήθηκε τὰ πάθια τοῦ Ὀδυσσέα, πονώντας τον ποὺ ἡ Καλυψὼ τὸν κράταε, καὶ τοὺς εἶπε· “Πατέρα Δία, καὶ θεοὶ μακαριστοὶ κι αἰώνιοι,
κανένας βασιλιὰς γλυκός, καλόβουλος καὶ δίκιος πιὰ ἂς μὴ φανῆ, παρὰ σκληρὸς καὶ κακοπράχτης νά 'ναι, ἀφοῦ κανένας τὸ θεϊκὸ Ὀδυσσέα δὲ θυμᾶται μὲς στὸ λαὸ ποὺ σὰ γονιὸς μὲ ἀγάπη κυβερνοῦσε.
Πὰς σὲ νησὶ αὐτὸς κοίτεται καὶ δέρνεται ἀπὸ πόνους, στῆς θέαινας τῆς Καλυψῶς, ποὺ μὲ τὸ ζόρι ἐκεῖθε κρατάει τον, καὶ δὲ δύνεται νὰ δῆ γλυκειὰ πατρίδα· τὶ μήτε πλοῖα μὲ τὰ κουπιὰ μήτε συντρόφους ἔχει, νὰ τόνε ταξιδέψουνε στῆς θάλασσας τὰ πλάτια. Καὶ τώρα θὲν τὸ γιόκα του στὸ γυρισμὸ νὰ κόψουν, ποὺ νὰ γυρέψη μίσεψε μαντάτα τοῦ γονιοῦ του, στὴ θεία τὴ Λακεδαίμονα καὶ στὴν καλὴ τὴν Πύλο.”
Κι ὁ Δίας γυρνάει καὶ κρένει της, ὁ συννεφομαζώχτης·
“Τί λόγο ἀπὸ τὰ χείλη σου ξεστόμισες, παιδί μου ; δὲν εἶσαι ἐσὺ ποὺ τό' βαλες στὸ νοῦ σου νά 'ρθη πίσω ὁ Ὀδυσσέας, καὶ γδικιωμὸ σ' ὁλους αὐτοὺς νὰ φέρη; Μὲ τρόπο τὸν Τηλέμαχο, σὰν ποὺ ἐσὺ ξέρεις, στεῖλ' τον, νὰ φτάση στὴν πατρίδα του χωρὶς κακὸ νὰ τοῦ 'ρθη, καὶ νὰ γυρίσουν ἀδειανοὶ οἱ μνηστῆρες μὲ τὸ πλοῖο.”   Κι αὐτὰ σὰν εἶπε, γύρισε πρὸς τὸν Ἑρμῆ τὸ γιό του, καὶ λέει· “Ἑρμῆ, ποὺ σὲ ὅλα ἐσὺ μαντάτορας μᾶς εἶσαι, πὲς τῆς ὡριόμαλλης θεᾶς τὴν ἄσφαλτη βουλή μας,
πὼς θέμε ὁ καρτερόψυχος Δυσσέας στὰ χώματά του, χωρὶς ἀνθρώπου ἢ καὶ θεοῦ συνέργεια νὰ γυρίση· σὲ σάλι αὐτὸς γερόδετο πολλὰ σὰν κακοπάθη, σὲ εἴκοσι μέρες τῆς Σκεριᾶς τὴν πλούσια γῆς θὰ φτάση  ποὺ κατοικοῦνε οἱ Φαίακες οἱ θεογεννημένοι· αὐτοὶ μὲ πρόθυμη καρδιὰ σὰ θεὸ θὰ τὸν τιμήσουν, καὶ στὴ γλυκειὰ πατρίδα του μὲ πλοῖο θὰ τόνε στείλουν, χαλκό, χρυσάφι, φορεσὲς περίσσιες δίνοντάς του, ποὺ μήτε ἀπ' τὴν Τρωάδα αὐτὸς δὲ θά 'φερνε μαζί του, ἂν πίσω ἐρχόταν ἄβλαβος μὲ δίκιο μερτικό του.
Τὶ εἶναι γραφτὸ νὰ ξαναδῆ δικοὺς κι ἀγαπημένους, καὶ ν' ἀξιωθῆ τὸν τόπο του καὶ τ' ἁψηλά του σπίτια.”

Ο ΟΛΥΜΠΟΣ PAOLO VERONESE VILLA BARBARO ΤΟ ΤΑΒΑΝΙ  ΑΠΟ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ 1560-1561
Ξύλα περίσσια στὴ γωνιά, κέδροι καὶ θυὲς σκισμένες, ποὺ μοσκοβόλαε τὸ νησι παντοῦ ἀπ' τὴ μυρουδιά τους. Στὸν ἀργαλειό της ὀμπροστὰ γλυκοτραγούδαε ἐκείνη, καὶ τὸ πανί της ἔφαινε μὲ τὴ χρυσὴ σαγίτα, Τριγύρω δάσια φουντωτὰ μὲ σκλῆθρες καὶ μὲ λεῦκες, καὶ μυρωδάτα ἀνάμεσα στεκόνταν κυπαρίσσια. Λογῆς πυκνόφτερα πουλιὰ κουρνιάζανε στὰ δέντρα, γκιώνηδες, καὶ γεράκια, καὶ φωναχτερὲς κουροῦνες τῆς θάλασσας, ποὺ χαίρουνται νὰ ζοῦνε στὰ νερά της.
Καὶ γύρω στὶς βαθειὲς σπηλιὲς τῆς νύφης ἁπλωνόταν ἥμερο κλῆμα θαλερὸ σταφύλια φορτωμένο·ἀράδα βρύσες τέσσερες ἄσπρο νεράκι χύναν, κοντὰ κοντὰ, μὰ καθεμιὰ κι ἀλλοῦ κατρακυλοῦσε.
Πλάγι λιβάδια μαλακὰ μὲ σέλινα καὶ βιόλες, ποὺ ἀθάνατος κι ἂν ἤρχουνταν σὲ τέτοιες πρασινάδες,
μὲ θαμασμὸ θὰ κοίταζε καὶ θ' ἄνοιγε ἡ καρδιά του.


Μέσα τὸ μεγαλόψυχο δὲ βρῆκεν Ὀδυσσέα, τὶ αὐτὸς καθόταν κι ἔκλαιγε στῆς θάλασσας τὴν ἄκρη,
ψυχοπονώντας σὰν προτοῦ μὲ στεναγμοὺς καὶ θρήνους, καὶ βλέποντας τὴ θάλασσα μὲ μάτια δακρυσμένα.
Καὶ τὸν Ἑρμῆ τότες ρωτάει ἡ Καλυψὼ ἡ θεούλα, καθίζοντάς τον σὲ θρονὶ λαμπρὸ καὶ γυαλισμένο·“Τί ἦρθες ἐδῶ, χρυσόραβδε, καλὲ κι ἀγαπημένε Ἑρμῆ μου ; Δὲν τὸ συνηθᾶς νὰ μοῦ 'ρχεσαι δὰ τόσο.
Λέει πὼς κοντά σου βρίσκεται ὁ πιὸ ἄμοιρος ἀπ' ὅλους· τοὺς ἄντρες ποὺ πολέμησαν τὰ κάστρα τοῦ Πριάμου· χρόνους ἐννιὰ πολέμησαν, στοὺς δέκα τοὺς τὰ πῆραν· καὶ πίσω καθὼς γύριζαν τὴν Ἀθηνᾶ θυμῶσαν, κι αὐτὴ τοὺς σήκωσε κακοὺς ἀνέμους καὶ φουρτοῦνες.


Gérard de Lairesse - Ο ΕΡΜΗΣ ΔΙΝΕΙ ΕΝΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ(1682) Amsterdam, Rijksmuseum

“Σκληροί, ζουλιάρηδες θεοί, ποὺ δὲ σᾶς ἔφτασε ἄλλος· ποὺ μὲ θνητὸ δὲ στέργετε θεὰ νὰ συγκοιμᾶται στὸ φανερό, κι ἂς εἶναι της ἀγαπημένο ταίρι.
Ἔτσι τὴ ροδοδάχτυλη ζουλέψτε ἐσεῖς Αὐγούλα, σὰν πὴρε τὸν Ὠρίωνα, γλυκόζωοι θεοί μου,
ὥσπου ἡ χρυσόθρονη Ἄρτεμη, ἡ ἁγνή, στὴν Ὀρτυγία μὲ τὶς ψιλές της σαϊτιὲς τοῦ πῆρε τὴ ζωή του.
Ἔτσι κι ἡ ὥρια ἡ Δήμητρα, σὰν ἔτρεξε ἡ καρδιά της στὸν Ἰάσιο, καὶ πῆρε την αὐτὸς στὴν ἀγκαλιά του μὲς στὸ χωράφι τ' ὀργωτό, μόλις τ' ἀκούει ὁ Δίας, κι ἀστράφτει, καὶ θανατερὸ τοῦ ρίχτει ἀστροπελέκι............................
.....Πρὸς τὸ μεγαλόκαρδο Ὀδυσσέα κινάει ἡ νύφη, σὰν ἄκουσε τὶς προσταγὲς τοῦ Δία τοῦ Ὀλυμπήσου.
Τὸν εἶδε καὶ καθότανε μονάχος στ' ἀκρογιάλι· δὲ στέγνωναν τὰ μάτια του ποτὲς ἀπὸ τὰ δάκρυα,
μόν' ἔλυωναν οἱ μέρες του οἱ χρυσὲς ἀπὸ τὸν πόνο τῆς ξενιτειᾶς, κι ἡ θέαινα δὲν τοῦ 'δινε πιὰ γλύκα.
Μόνε τὶς νύχτες στὴ σπηλιὰ μὲ τὸ στανιὸ κοιμόταν σὰν ἄκουσε τὶς προσταγὲς τοῦ Δία τοῦ Ὀλυμπήσου.

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΤΕΝΙΖΕΙ ΠΕΡΙΛΥΠΟΣ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΟΥΣ Arnold Böcklin

Τὸν εἶδε καὶ καθότανε μονάχος στ' ἀκρογιάλι· δὲ στέγνωναν τὰ μάτια του ποτὲς ἀπὸ τὰ δάκρυα,
μόν' ἔλυωναν οἱ μέρες του οἱ χρυσὲς ἀπὸ τὸν πόνο τῆς ξενιτειᾶς, κι ἡ θέαινα δὲν τοῦ 'δινε πιὰ γλύκα.
Μόνε τὶς νύχτες στὴ σπηλιὰ μὲ τὸ στανιὸ κοιμόταν  “Καημένε, μὴ μοῦ κλαίγεσαι πιὰ ἐδῶ, καὶ τὴ ζωή σου τοῦ κάκου λυώνεις· πρόθυμα ἐγὼ τώρα θὰ σὲ στείλω.
Μόν' ἔλα, καὶ μακρόξυλα μὲ τὸ πελέκι κόψε, καὶ σάλι ἁπλόχωρο μ' αὐτὰ καλὰ σὰ συνεδέσης,
κάσαρα σκάρωσε ἁψηλὰ ἀποπάνωθε, καὶ τότες

“Γιὲ τοῦ Λαέρτη διόθρεφτε, πολύσοφε Ὀδυσσέα, λοιπὸν ἐσὺ στὸ σπίτι σου καὶ στὴ γλυκειὰ πατρίδανὰ σύρης τώρα λαχταρεῖς; Ἐτσι ἂς γενῆ, καὶ χαίρου.
Ὅμως ὁ νοῦς σου ἂν τό 'βαζε τὸ πόσα κακοπάθια σένα φυλάει ἡ μοῖρα σου, στὸν τόπο σου ὡς νὰ φτάσης, σ' αὐτὸ τὸ σπήλιο θά 'μνησκες ἀθάνατος νὰ γίνης, κι ἂς εἶχες τὸ βαρὺ καημὸ τῆς ὥριας σου γυναίκας, ποὺ μέρα νύχτα νὰ τὴ δῆς τό 'χεις πολλὴ λαχτάρα.
Παινιέμαι δὰ πὼς ἀπ' αὐτὴ χειρότερη δὲν εἶμαι στὴν ὅψη μήτε στὸ κορμί, καὶ δὲν ταιριάζει κιόλας
θνητὲς μ' ἀθάνατες ποτὲς στὰ κάλλη νὰ μετριοῦνται.”

Η ΚΑΛΥΨΩ ΥΠΟΣΧΕΤΑΙ ΤΗΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΣΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ Jan Styka
Σὰ φάνη ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα, πῆρε ὁ Δυσσέας καὶ φόρεσε χιτώνα καὶ χλαμύδα,κι ἔβαλε φόρεμα ἡ θεὰ περίλαμπρο, μεγάλο, ψιλόφαντο καὶ λιμπιστό· κατόπι ὡριὸ ζωνάρι
ὁλόχρυσο στὴ μέση της, καὶ σκέπη στὸ κεφάλι· καὶ τότες τοῦ τρανοῦ Ὀδυσσέα νοιαζόταν τὸ ταξίδι.
Πρῶτα πελέκι τοῦ 'δωσε, καλὸ στὶς ἀπαλάμες, τρανό, χαλκένιο, δίκοπο, ποὺ μέσα του στειλιάρι
ὥριο, ἐλατένιο τοῦ 'χανε βασταγερὰ μπηγμένο·
 Ὅλα σὲ μέρες τέσσερις τά 'χε ἀποτελειωμένα. Τὴν πέμπτη μέρα ἀπ' τὸ νησὶ ἡ θεὰ τὸν προβοδοῦσε·
τὸν ἔλουσε, τὸν ἔντυσε μὲ ροῦχα μυρισμένα, τοῦ 'βαλε ἀσκὶ μαῦρο κρασί, νερὸ σὲ ἀσκὶ μεγάλο,
τοῦ γέμισε σακκὶ θροφὲς καὶ διαλεχτὰ προσφάγια, καὶ πρύμο τοῦ 'στειλε ἁπαλὸ κι ἀπείραγο, ποὺ ὁ μέγας Δυσσέας ἀναγαλλιάζοντας ἁπλώνει τὰ πανιά του.
Μὲ τὸ τιμόνι τεχνικὰ κυβέρναε καθισμένος, κι ὁ ὕπνος δὲν κατέβαινε στὰ μάτια του ὅσο 'κοίτα
τὴν Πούλια, τὸ Βοδοζευγὰ ποὺ ἀργεῖ νὰ βασιλέψη, καῖ τὴν Ἀρκοὐδα, -- κι Ἅμαξα τὴ λέν, -- ποὺ αὐτοῦ γυρίζει καὶ τὸν Ὠρίωνα τηράει, καὶ μόνη αὐτὴ ποτές της
στὰ πέλαγα δὲ λούζεται ἐκείνη τοῦ 'πε ἡ νύφη, νὰ τὴ φυλάη ἀπ' τὴ ζερβὴ μεριὰ σὰν ἀρμενίζη.
Ἀρμένιζε ἔτσι δεκαφτὰ μερόνυχτα ὁ Δυσσέας, στὰ δεκοχτὼ φανήκανε τὰ ὄρη τὰ ἰσκιωμένα,τῶ Φαιάκων, πού κοντύτερα στὸ δρόμο του βρισκόνταν, καὶ σὰν ἀσπίδα μὲς στ' ἀχνὰ φαντάζανε πελάγη.
 Ὡς τόσο ἀπ' τοὺς Αἰθίοπες κινάει ὁ Κοσμοσείστης. καὶ μακρινὰ ξανοίγει τον ἀπ' τῶ Σολύμων τὰ ὄρη, καὶ στ' ἀνοιχτὰ κοιτώντας τον, θυμὸς πολὺς τὸν πιάνει·βαριοκουνάει τὴν κεφαλὴ καὶ λέει στὸ νοῦ του μέσα   “Γιὰ δὲς ποὺ οἱ θεοὶ βουλεύτηκαν ν' ἀποφασίσουν ἄλλα γιὰ τὸ Δυσσέα, σὰν ἔλειπα στῆς Αἰθιοπίας τὰ μέρη, καὶ νά τος ἄξαφνα τὴ γῆς ζυγώνει τῶ Φαιάκων, καῖ νᾶ ξεφύγη εἶναι γραφτὸ τὸ μαῦρο τέλος τώρα τῆς συφορᾶς ποὺ τοῦ 'πεσε. Μὰ κι ἄλλα ἀκόμα πάθια θαρρῶ θὰ τοῦ κατέβουνε, γιὰ νὰ καλοχορτάση.” Λέει, καὶ μαζώνει σύγνεφα καὶ θάλασσες ταράζει, κρατώντας τὸ τρικράνι του, καὶ κάθε ἀνέμου φούρια σηκώνει· γῆς καὶ πέλαγα μὲ σύγνεφα σκεπάζει, καὶ νύχτα περιχύνεται ἀποπάνω ἀπ' τὰ οὐράνια.
Πέφτει ὁ Σορόκος κι ὁ Νοτιὰς κι ὁ δυνατὸς Πονέντης κι ὁ αἰθερογέννητος Βοριὰς ποὺ κύματα ἄγρια φέρνει,
Κοπήκανε τὰ γόνατα κι ἡ ἀνάσα τοῦ Ὀδυσσέα, καὶ πικραμένος ἔλεγε μὲς στὴν τρανὴ ψυχή του·
“Ἀλλοίς μου, τὸ φτωχό· καὶ τί θὰ μοῦ συβοῦνε ἀκόμα ;


Κι ἡ κόρη ἡ λευκαστράγαλη τοῦ Κάδμου Ἰνὼ τὸν εἶδε, ἡ Λευκοθέα, ποὺ θνητῆς λαλιᾶ μιλοῦσε πρῶτα, μὰ τώρα θεᾶς στὰ πέλαγα τιμὲς ἀπολαβαίνει· καὶ τὸ Δυσσέα σπλαχνίστηκε ποὺ τυραννοπλανιόταν, καὶ μ' ὅφιας πεταχτῆς μορφὴ κινάει ἀπὸ τὰ βάθια· στὸ σάλι τὸ καλόδετο καθίζει καὶ τοῦ κρένει·  “Τί τόσο μῖσος σοῦ κρατάει μεγάλο ὁ Κοσμοσείστης, κακόμοιρε, καὶ βάσανα περίσσια ὅλο σοῦ σπέρνει ;
Μὰ ὅσο κι ἂ χολιάζη αὐτός, δὲ σ' ἀφανίζει ἐσένα. Μόν' ἔλα, κάμε ὅ,τι σοῦ πῶ, γιατὶ χαζὸς δὲ δείχνεις· βγάλ' τὰ σκουτιά σου, κι ἄφησε τὸ σάλι στοὺς ἀνέμους, καὶ μὲ τὰ χέρια πλέοντας, πολέμησε νὰ φτάσης στοὺς Φαίακες, ποὺ 'ναι γραφτὸ νὰ βρῆς τὸ γλυτωμό σου.
Ζῶσε τὰ στήθια σου μ' αὐτὸ τ' ἀθάνατο μαγνάδι, καὶ τότες φόβο ἀπὸ κακὸ κι ἀπὸ χαμὸ δὲν ἔχεις.
Ὅμως ἀπάνω στὴ στεριὰ τὰ χέρια σου ἅμ' ἀγγίξης, ξεζώσου το καὶ πέτα το στὰ μελανὰ πελάγη, ἀλάργα ἀπὸ τὴ γῆς πολύ, τὴν ὄψη ἀλλοῦ γυρνώντας.” Αὐτὰ τοῦ μίλησε ἡ θεά, καὶ τοῦ 'δωσε μαγνάδι,
καὶ πάλε ξαναβούτηξε στὰ κύματα σὰν ὄφια, καὶ τ' ἀφρισμένα τὰ νερὰ τὴ σκέπασαν ἀμέσως
 
 
Η ΛΕΥΚΟΘΕΑ ΒΟΗΘΑ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ Pellegrino Tibaldo 1551 PALAZZO POGGI BOLOGNA

Εὐτὺς γύρω στὰ στήθη του ζώνεται τὸ μαγνάδι, καὶ μπρουμυτώντας στὰ νερὰ τὰ χέρια του τεντώνει νὰ κολυμπήση· κι ὁ τρανὸς τὸν εἶδε ὁ Κοσμοσείστης, καὶ σείνοντας τὴν κεφαλὴ στὸ νοῦ του μέσα κρένει·   “Τώρα ποὺ τόσα τράβηξες, ἄμε στὰ πέλαα γύρνα, ὥσπου μ' ἀνθρώπους διόθρεφτους νὰ σμίξης. Μὰ δὲ θά 'χης θαρρῶ παράπονο πιὰ ἐσὺ πὼς συφορὲς δὲ σοῦ 'ρθαν.”  Καὶ τὰ λαμπρότριχ' ἄλογα μαστίγωσε, καὶ φτάνει ὡς τὶς Αἰγές, ποὺ τ' ὥριο του βρισκότανε παλάτι.
 Καὶ τότες ἄλλο ἡ Ἀθηνᾶ, τοῦ Δία ἡ κόρη, βρῆκε. Φράζει ἄξαφνα καὶ σταματάει κάθε ἄλλου ἀνέμου δρόμο, καὶ τοὺς προστάζει νὰ σταθοῦν καὶ νὰ συχάσουν ὅλοι.

 Ἐκεῖ θαλασσοπάλευε δυὸ νύχτες καὶ δυὸ μέρες,κι ἀνέπαυα καταστροφὴ προμάντευε ἡ ψυχή του.Μὰ ἡ ὥρια Αὐγὴ σὰν ἔφερε τὸ φῶς τῆς τρίτης μέρας, ἔπεσε τότες ὁ Βοριᾶς κι ἁπλώθηκε γαλήνη·
καὶ ρίχνοντας καλὴ ματιὰ βλέπει τὴ γῆς κοντά του, καθὼς τὸν ἀνασήκωνε θεόρατο ἕνα κῦμα.
Μὰ σὲ ὥριου στόμα ποταμοῦ σὰν ἦρθε κολυμπώντας, λαμπρὸς ἐκεῖ τοῦ φάνηκε κι ἀπάνεμος ὁ τόπος,
μὲ δίχως πέτρες. Τό ' νιωσε τὸ ρέμα ποὺ κυλοῦσε, κι ἀμέσως προσευκήθηκε μὲς στὴν ψυχὴ του κι εἶπε·  “Ἄκου με, βασιλιὰ καλὲ, καὶ παρακαλεστέ μου, ὅποιος κι ἂν εἶσαι· σοῦ ἔρχουμαι καὶ σοῦ προσπέφτω ἐσένα ἀπ' τὶς φοβέρες φεύγοντας τοῦ Ποσειδώνα πέρα.
Ὡς κι οἱ ἀθάνατοι οἱ θεοὶ μὲ σεβασμὸ τιμοῦνε τὸν ἄντρα ποὺ πλανήθηκε καὶ πού 'ρχεται ὀμπροστά τους· ἔτσι κι ἐγὼ στὸ γόνα σου προσπέφτω ἀποσταμένος. Σπλαχνίσου με, καὶ ἰκέτης σου παινιέμαι, βασιλιά μου.” Κι αὐτὸς τὸ ρέμα κόβει εὐτὺς, καὶ σταματάει τὸ κῦμα, κι ἁπλώνει ὀμπρός του σιγαλιά, καὶ τόνε σώζει στὸ ἔβγα τοῦ ποταμοῦ· καὶ λύγισε ὁ Δυσσέας τὰ γόνατά του, καὶ τ' ἀντρειωμένα χέρια του, κομμένος ἀπ' τὸ κῦμα.

Καὶ αὐτὸ νὰ κάνη φάνηκε στὸ νοῦ του πιὸ συφέρο· σὲ δάσο γυροθώρητο ποὺ ηὖρε σιμὰ στὸ ρέμα,
μπῆκε καὶ χώθηκε σὲ δυὸ χαμόδεντρ' ἀποκάτω, ποὺ ἀπὸ μιὰ ρίζα βγαίνανε· ἐλιά 'τανε κι ἀγρίλι.
Μήτ' οἱ ἀνέμοι οἱ σύνυγροι ἐκεῖ πέρα ἀγριοφυσοῦσαν, μήτε τοῦ ἥλιου οἱ φωτερὲς ἀχτίδες κατεβαῖναν, μήτε βροχὴ τὰ πέρναγε· τόσο πυκνὰ πλεγμένα τό 'να μὲ τ' ἄλλο βρίσκουνταν· ἐκεῖ ὁ Δυσσέας τραβήχτη, καὶ μὲ τὰ χέρια στοίβαξε μεμιὰς μεγάλη στρώση·
γιατ' εἶχε φύλλα περισσὰ τριγύρω σκορπισμένα, ποὺ σώνανε καὶ δυὸ καὶ τρεῖς νομάτους νὰ σκεπάσουν,μήτε βροχὴ τὰ πέρναγε· τόσο πυκνὰ πλεγμένα τό 'να μὲ τ' ἄλλο βρίσκουνταν· ἐκεῖ ὁ Δυσσέας τραβήχτη, καὶ μὲ τὰ χέρια στοίβαξε μεμιὰς μεγάλη στρώση·
γιατ' εἶχε φύλλα περισσὰ τριγύρω σκορπισμένα, ποὺ σώνανε καὶ δυὸ καὶ τρεῖς νομάτους νὰ σκεπάσουν, καὶ σώζεις σπόρο τῆς φωτιᾶς, μὴν ἀπ' ἀλλοῦθε ἀνάψης, ἔτσι ὁ Δυσσέας σκεπάστηκε μὲ φύλλα· κι ἡ Παλλάδα ὕπνο στὰ μάτια τοῦ 'σταξε γιὰ νὰ τὸν ἀλαφρώση ἀπ' τὴ βαρειὰ τὴν κούραση, τὰ βλέφαρα του κλειώντας.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΝΑΥΑΓΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ JAN STYKA