Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΥΜΑΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΥΜΑΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Ραψωδία ρ Τηλεμάχου ἐπάνοδος πρὸς Ἰθάκην.


Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα, κι ὁ πολυαγαπημένος γιὸς τοῦ θεϊκοῦ Ὀδυσσέα
τὰ θεόμορφά του σάνταλα στὰ πόδια του ἀποδένει, καὶ στὴν παλάμη παίρνοντας τὸ δυνατὸ κοντάρι στὴ χώρα γιὰ νὰ κατεβῆ, λέει τοῦ χοιροβοσκοῦ του·
Καὶ τράβηξε ὁ Τηλέμαχος ὁλόγοργ' ἀπ' τὴ στάνη, γιὰ τοὺς μνηστῆρες χαλασμὸ στὸ νοῦ του μελετώντας.
Καὶ κάτου στὸ λαμπρόχτιστο σὰν ἔφτασε παλάτι, στὸ μακρὺ στύλο ἀκούμπησε τὸ σουβλερὸ κοντάρι,καὶ μπῆκε, τὸ κατώφλι του τὸ πέτρινο περνώντας. Τὸν εἶδε πρώτη καὶ καλὴ ἡ Εὐρύκλεια ἡ παραμάνα, καθὼς ἀπίθωνε προβιὲς πὰς στὰ θρονιὰ τοῦ πύργου, καὶ δακρυσμένη ζύγωσε· ὁλόγυρά του κι οἱ ἄλλες οἱ δοῦλες μαζωχτήκανε τοῦ ἀδάμαστου Ὀδυσσέα,  καὶ τὸν γλυκοφιλούσανε στὴν κεφαλή, στοὺς ὤμους. Κι ἡ φρόνιμη ἀπ' τὸ θάλαμο προβάλλει ἡ Πηνελόπη, σὰν Ἄρτεμη πανόμορφη, καὶ σὰ χρυσή Ἀφροδίτη· μὲ δάκρυα τὸ μονάκριβο παιδί της ἀγκαλιάζει, φιλώντας τὸ κεφάλι του καὶ τὰ λαμπρά του μάτια,  καὶ μὲ κλαψιάρικη φωνὴ τοῦ μίλησε καῖ τοῦ εἶπε·  “Τηλέμαχε, γλυκό μου φῶς, ἦρθες, κι ἐγὼ δὲ θάρρουν πὼς θὰ σὲ δῶ σὰν πρύμισες κρυφά μου κι ἄθελά μου στὴν Πύλο, τοῦ πατέρα σου μαντάτα γιὰ ν' ἀκούσης.
Ὡς τόσο τώρα ὅσ' ἄκουσες κι ὅσα εἶδες, ἔλα πές μου.”
 Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος ἀπάντησέ της κι εἶπε
“Μὴφέρνης πόνου βούρκωμα μὲς στὴ καρδιά μου, ὦ μάνα, τώρα ποὺ μόλις ξέφυγα κακὸ καὶ μαῦρο τέλος· μόνε σὰ λούσης τὸ κορμί, καὶ καθαρὰ τὸ ντύσης, ἀνέβαινε στ' ἀνώγι σου μὲ τὶς καλές σου βάγιες, καὶ σ' ὅλους ἑκατοβοδιὲς τοὺς ἀθανάτους τάξε, ἴσως κι ὁ Δίας γδίκιωση γιὰ χάρη μας τελέση.
Ἐγὼ θὰ πάω στὴν ἀγορά, τὸν ξένο νὰ καλέσω, ποὺ ἦρθε ἀπ' τὴν Πύλο ἀντάμα μου, γιὰ ἐδῶ σὰν ξεκινοῦσα, καὶ ποὺ μὲ τοὺς ὁμοιόθεους τὸν ἔστειλα συντρόφους στὸν Πείραιο, παραγγέλνοντας περίσσια νὰ τοῦ δείξη τιμὴ μέσα στὸ σπίτι του κι ἀγάπη ὥσπου νὰ φτάσω.”
Βγῆκε ὕστερα ὁ Τηλέμαχος κρατώντας τὸ κοντάρι, καὶ δυὸ γοργόποδα σκυλιὰ κατόπι ἀκολουθοῦσαν.
Μὲ χάρη τότε ἡ Ἀθηνᾶ θεϊκὴ τὸν περεχοῦσε, κι ὅλος ὁ κόσμος θάμαζε θωρώντας του τὰ κάλλη.
Τριγύρω του οἱ θεότολμοι μαζεύτηκαν μνηστῆρες, μὲ ὄμορφα λόγια, καὶ κακοὺς σκοποὺς στὸ λογισμό τους.
Ὅμως αὐτὸς ἀπόφυγε τὸ πλῆθος τους, καὶ πῆγε κάθισ' ἐκεῖ ποὺ ὁ Μέντορας, ὁ Ἄντιφος κι ὁ Ἀλιθέρσης· παλιοί του φίλοι πατρικοὶ καθόντουσαν κι ἐκεῖνοι.

Εἶπε, καὶ τὸν πολύπαθο ξένο ἔφερε στὸ σπίτι. Καὶ μέσα στὸ λαμπρόχτιστο σὰν ἔφτασαν παλάτι,
ἀπάνω σ' ἕδρες καὶ θρονιὰ τὶς χλαῖνες ἀποθέσαν, καὶ μὲς σὲ γοῦρνες σκαλιστὲς καθίσαν καὶ λουστῆκαν.
Κι οἱ δοῦλες σὰν τοὺς ἔλουσαν κι ἀλεῖψαν τους μὲ λάδι, καὶ τοὺς φορέσανε κρουστὲς χλαμύδες καὶ χιτῶνες, Καὶ μέσα στὸ λαμπρόχτιστο σὰν ἔφτασαν παλάτι, ἀπάνω σ' ἕδρες καὶ θρονιὰ τὶς χλαῖνες ἀποθέσαν, καὶ μὲς σὲ γοῦρνες σκαλιστὲς καθίσαν καὶ λουστῆκαν.
Κι οἱ δοῦλες σὰν τοὺς ἔλουσαν κι ἀλεῖψαν τους μὲ λάδι, καὶ τοὺς φορέσανε κρουστὲς χλαμύδες καὶ χιτῶνες,
“Τηλέμαχε, στ' ἀνώγι ἐγὼ θ' ἀνέβω νὰ πλαγιάσω στὴν κλίνη ποὺ μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα τὴ ραντίζω, ἀφότου στὸ Ἵλιο κίνησε ὁ Δυσσέας μὲ τοὺς Ἀτρεῖδες· κι ὅμως ἐσυ δὲ θὲς νὰ 'ρθῆς καὶ νὰ μοῦ πῆς καθάρια, μέσα στὸν πύργο πρὶ νὰ μποῦν οἱ θεότολμοι μνηστῆρες, γιὰ τοῦ γονιοῦ σου ἂν ἔμαθες τὸ γυρισμὸ στὰ ξένα.”


Καὶ τότες ὁ θεόμοιαστος Θεοκλύμενος τοὺς εἶπε· “Γυναίκα πολυσέβαστη τοῦ δοξαστοῦ Ὀδυσσέα,
δὲν τὰ γνωρίζει αὐτὸς σωστά, καὶ κάλλιο ἐμένανε ἄκου, ποὺ σοῦ μαντεύω ἀλάθευτα, καὶ τίποτις δὲν κρύβω. Ὁ Δίας νά 'ναι μάρτυρας, τὸ ξενικὸ τραπέζι, κι ἐτούτη ἡ στιὰ τοῦ θεόλαμπρου Ὀδυσσέα ποὺ μὲ δέχτη, ἐδῶ 'ναι στὴν πατρίδα του ὁ Δυσσέας, κι ἢ γυρίζει ἢ κάθεται, καὶ τὶς κακὲς αὐτὲς δουλειὲς μαθαίνει, καὶ σ' ὅλους φοβερὰ δεινὰ σκαρώνει τοὺς μνηστῆρες· εἶδα πουλὶ προφητικὸ στὸ πλοῖο σὰν καθόμουν, καὶ τότες τοῦ Τηλέμαχου τὰ λάλησα καὶ τὰ εἶπα.”

Τέτοια λαλοῦσαν κι ἔλεγαν ἐκεῖνοι ἀνάμεσό τους· καὶ στοῦ Ὀδυσσέα κατάμπροστα οἱ μνηστῆρες τἁ παλάτια δισκοβολώντας γλέντιζαν καὶ ρίχνοντας κοντάρια σὲ γῆς στρωτή, ποὺ ἀδιάντροπα ἐκεῖ πάντα μαζευόνταν.


Τότε ὁ Δυσσέας ὁ τρίξυπνος ἀπάντησέ του κι εἶπε·
“Ξέρω, καὶ νιώθω· τό 'χα ἐγὼ στὸ νοῦ μου αὐτὸ ποὺ μοῦ 'πες.
Μὰ ἂς πᾶμε, κι ἐσὺ δεῖχνε μου τὸ δρόμο πέρα ὡς πέρα, καὶ δῶσ' μου, ἂν ἔχης πουθενά, κουτσόραβδο κομμένο, γιὰ ν' ἀκουμπῶ, τὶ δύσκολος εἶναι μοῦ λέτε, ὁ δρόμος.”
Πῆραν τὸ πετρωτὸ στρατὶ καὶ ζύγωσαν τὴ χώρα, καὶ σάνε φτάσανε σιμὰ στὴν κρουσταλλένια βρύσηποὺ ὁ κόσμος ἔπαιρνε νερό, κι ὁ Νήριτος τὴν εἶχε, κι ὁ Ἴθακος κι ὁ Πολύχτορας, χτισμένη, κι ἦταν λεῦκες δάσος ἐκεῖ νερόθρεφτες ποὺ ὁλοῦθε τὴν κυκλῶναν, καὶ κατρακύλα κρυὸ νερὸ ψηλάθε ἀπὸ τὸ βράχο, κι ἦταν βωμὸς ἀπάνωθε χτισμένος, ποὺ θυσιάζαν , τοὺς βλέπει τοῦ Δολίου ὁ γιός, μὲ δυὸ βοσκοὺς κατόπι, ποὺ φέρναν τὰ πιὸ διαλεχτὰ τῶν κοπαδιῶνε γίδια γιὰ τῶ μνηστήρων τὸ φαγί· κι ἅμα τοὺς εἶδε ἐκεῖνος πειραχτικὰ τοὺς μίλησε καὶ μὲ μεγάλη κάκια, καὶ τὸ Δυσσέα πληγώνανε τ' ἀδιάντροπά του λόγια·“Ἕνας ἀχρεῖος τὸν ἄλλονε μὰ τὴν ἀλήθεια σέρνει κι ἔτσι παντοτινὰ ὁ θεὸς ὅμοιο στὸν ὅμοιον φέρνει.
Ποῦ τάχα, ὦ βρώμικε βοσκέ, τὸν πᾶς αὐτὸν τὸν χάφτη τὸν παλιοζήτουλα, μωρέ, τῶν τραπεζιῶν τὴ λώβα; Σὲ πόσες πόρτες θὰ σταθῆ τὴ ράχη του νὰ τρίβη, ὄχι λεβέτια καὶ σπαθιά, παρὰ βουκιὲς ζητώντας.
Δῶσ' τον ἐμένα, φύλακα τῆς στάνης νὰ τὸν ἔχω, νὰ μοῦ σαρώνη τὸ μαντρί, χλωρόκλαδα νὰ φέρνη
στὰ γίδια, καὶ νὰ πίνη ὀρό, παχιὰ μεριὰ νὰ κάνη. Τώρα ὅμως ποὺ κακόμαθε, δὲ θέ' δουλειὰ νὰ πιάση
μόνε τοῦ ἀρέσει σὲ χωριὰ νὰ σέρνεται καὶ χῶρες, νὰ θρέφη μὲ τὴ διακονιὰ τὴ λαίμαργη κοιλιά του.
Μὰ ἔχω δυὸ λόγια νὰ σοῦ πῶ, κι ὅ,τι σοῦ λέω θὰ γίνη· ἂν τύχη κι ἔρθη στοῦ θεϊκοῦ τοῦ Ὀδυσσέα τοὺς πύργους. τριγύρω στὴν κεφάλα του πολλὰ σκαμνιὰ ριγμένα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀντρῶν θὰ σπάσουν τὰ πλευρά του.” Καὶ καθὼς πέρναε, τοῦ 'δωσε κλωτσιὰ ὁ χαζὸς στὸ γόφο·
μὰ ἐκεῖνος δὲν ξεστράτισε, παρὰ ἔμεινε στὸ δρόμο·

 Κι ὁ Μελανθέας ἀπάντησε καὶ τοῦ 'πε· “Ὠχοῦ, τί κρένει, ὁ σκύλος ὁ παμπόνηρος, ποὺ ἐγὼ θὰ τὸν περάσω μακριὰ ἀπ' τὸ Θιάκι κάποτες μὲ μελανὸ καράβι κέρδος νὰ βγάλω περισσό. Ὅμως μακάρι τώρα τοῦ Φοίβoυ τοῦ ἀργυρότοξου οἱ σα.ί,τες νὰ σκοτώσουν στὸν πύργο τὸν Τηλέμαχο, γιὰ κονταριὲς μνηστήρων, σὰν ποὺ ὁ γονιός του χάθηκε στὰ μακρινὰ καὶ ξένα.”

Εὔμαιε αὐτά 'ναι τὰ λαμπρὰ παλάτια τοῦ Ὀδυσσέα· Ἀπ' τό 'να στὸ ἄλλο μέσα πᾶς, κι ἔχουν αὐλὴ κλεισμένη μὲ τείχισμα στεφανωτὸ καὶ στεριωμένες πόρτες δικάνατες καὶ ποιός μπορεῖ νὰ τὰ καταφρονέση; Βλέπω καὶ μέσα περισσοὶ πίνουν καὶ τρῶνε ἀνθρῶπο καπνοῦ προβάλλει μυρουδιά, κι ἀκούγουνται τῆς λύρας οἱ κόρδες ποὺ οἱ ἀθάνατοι γιὰ τὰ τραπέζια ὁρίσαν.”

Αὐτὰ καθὼς λαλούσανε κι ἀνάμεσό τους λέγαν, σκυλὶ ποὺ κοίτουνταν, τ' αὐτιὰ καὶ τὸ κεφάλι ὀρθώνει, ὁ Ἄργος, ποὺ ὁ ἀντρόψυχος Δυσσέας τὸν εἶχε θρέψει, ὅμως δὲν τόνε χάρηκε, γιατ' εἶχε φύγει ἐκεῖνος στὴ Τροία τότες τὴν ἱερή· σ' ἄλλους καιρούς οἱ νέοι τὸν παίρνανε, νὰ κυνηγοῦν λαγούς, ζαρκάδια, γίδια.
Τώρα, π' ὁ ἀφέντης ἔλειπε, τὸν ἄφηναν πεσμένο στὴν σωριασμένη τὴν κοπριὰ βοδιῶν καὶ μουλαριῶνε, ποὺ ὀμπρὸς στὴ θύρα ἁπλώνονταν, κι οἱ παραγιοὶ ἀποκεῖθε τὴν σήκωναν καὶ κόπριζαν τοὺς κήπους τοῦ Ὀδυσσέα. Ἀπάνω αὐτοῦ κοιτότανε τσιμπουριασμένος ὁ Ἄργος.
Καὶ τώρα, ἅμα μυρίστηκε σιμὰ τὸν Ὀδυσσέα, γοργοσαλεύει τὴν οὐρά, τ' αὐτιά του κατεβάζει,
μὰ πιὸ κοντὰ τοῦ ἀφέντη του δὲν μπόρειε νὰ ζυγώση. Γύρισ' αὐτὸς τὴν ὄψη του καὶ σφούγγισ' ἕνα δάκρυο κρυφὸ μὲ τρόπο, κι ὕστερα τὸν πιστικὸ ρωτοῦσε·
“Μεγάλο θάμα, στὴν κοπριὰ νὰ μνήσκη τέτοιος σκύλος· ὄμορφος σκύλος, μὰ ἇραγες νά 'ναι καὶ γοργοπόδης κοντὰ στὴν τόση του ὀμορφιά, γιά νά 'ναι δὰ ἀπὸ κείνους ποὺ στὰ τραπέζια στολισμὸ τοὺς ἔχουν οἱ ἀφεντάδες;”
Αὐτὰ σὰν εἶπε, στὰ λαμπρὰ παλάτια μέσα μπηκε, καὶ πηγε τοὺς καμαρωτοὺς μνηστῆρες ν' ἀνταμώση. Ὅμως τὸν Ἄργο θάνατος μαῦρος κι ἀχνὸς τὸν πῆρε, σὰν εἶδε τὸν ἀφέντη του, στὰ εἴκοσι χρόνια ἀπάνω.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΙΣΤΟ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟ ΑΡΓΟΣ 1854 JEAN AUGUSTE BARRE CHATEAU COMPIEGNE

 Κι ὁ θεόμοιαστος Τηλέμαχος πρῶτος ἀπ' ὅλους εἶδε μὲς στὰ παλάτια τὸ βοσκό νὰ μπαίνη καὶ τοῦ γνέφει νὰ πάη σιμά του· γύρω του τηράει αὐτός, καὶ παίρνει σκαμνὶ ποὺ τό 'χε ὁ μοιραστὴς ποὺ μοίραζε τὸ κρέας στοὺς ἥρωες ποὺ τρωγόπιναν μὲς στὰ λαμπρὰ παλάτια.
Ἀγνάντια στοῦ Τηλέμαχου ζυγώνει τὸ τραπέζι, κι ἐκεῖ καθίζει· ὁ κήρυκας τοῦ παραθέτει τότες
μερίδα ὀμπρός του, καὶ ψωμὶ τοῦ δίνει ἀπ' τὸ πανέρι.
 Εὐτὺς κατόπι του ἔφτασε στοὺς πύργους κι ὁ Ὀδυσσέας, ὅμοιος μὲ κακορίζικο καὶ γέρο ψωμοζήτη,
ἀκουμπισμένος σὲ ραβδί, καὶ κουρελοντυμένος  Ἄρχισ' αὐτὸς ἀπὸ δεξὰ καὶ καθενὸς ζητοῦσε
τὸ χέρι ἁπλώνοντας, παλιὸς σὰ νά 'τανε ζητιάνος.
Κι αὐτοὶ πονώντας τοῦ 'διναν, ὅμως πολὺ ἀποροῦσαν, κι ἕνας τὸν ἄλλον ρώταγε ποιός ἦταν κι ἀποποῦθε.
Κι ὁ Ἀντίνος τὸ χοιροβοσκὸ μάλωσε τότες κι εἶπε· “Τί μᾶς τὸν ἔφερες, κι ἐσὺ χοιροβοσκέ, στὴ χώρα;
Λὲς τάχα δὲ μᾶς ἔφταναν τόσοι ἄλλοι γυρολόγοι παλιοζητιάνοι βαρετοί, τῶν τραπεζιῶνε λῶβες;
Ἢ λίγοι ἐδῶ μαζώχτηκαν καὶ τρῶν τὸ βιὸς τοῦ ἀφέντη, καὶ πῆγες καὶ προσκάλεσες κι ἐτοῦτον ἐδῶ τώρα;”
Κι ὁ Ἀντίνος τότες φώναξε· “Μὰ ποιός θεὸς μᾶς φέρνει αὐτὸ τὸ μέγα βάσανο, τῶν τραπεζῶν τὴ λώβα;
Μακριὰ ἀπὸ τὸ τραπέζι μου, στὴ μέση ποὺ εἶσαι, στάσου, σὲ πιὸ πικρὴ νὰ μὴ βρεθῆς ἄλλη Αἴγυπτο καὶ Κύπρο, ἀδιάντροπος κι ἀπόκοτος σὰν πού 'σαι διακονιάρης.

Τότε ὁ Δυσσέας ὁ τρίξυπνος τραβήχτηκε καὶ τοῦ 'πε·
“Κρῖμας ποὺ σὰν τὰ κάλλη σου κι ἡ γνώση σου δὲν εἶναι· μήτ' ἅλας ἀπ' τὸ σπίτι σου δὲ θά 'δινες ποτές σου, ἀφοῦ σὲ ξένο κάθεσαι τραπέζι, καὶ νὰ δώσης βουκιὰ ψωμὶ δὲ βάσταξες, ποὺ τά 'χεις τόσα ὀμπρός σου.”

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΜΕΓΑΛΑ ΕΘΝΗ, ΕΛΛΑΔΑ"
 Εἶπε, κι ὁ Ἀντίνος πιὸ βαριὰ τότες χολώνει ἀκόμα, κι ἀγριοκοιτώντας τον, μ' αὐτὰ τοῦ μίλησε τὰ λόγια· “Τώρα δὲν ἔχει πιὰ, γερὸς ἀπ' τὸ παλάτι ἐτοῦτο πίσω θαρρῶ πὼς δὲ γυρνᾶς, ἀφοῦ μᾶς βρίζεις κιόλας.”
 Εἶπε, κι ἁρπώντας τὸ σκαμνί, τοῦ τὸ πετάει στὴν ἄκρη τοῦ ὤμου τοῦ δεξοῦ· μὰ αὐτός, ἀσάλευτος σὰ βράχος, δὲ λύγισε ἀπ' τὸ χτύπημα τοῦ Ἀντίνου, μόν' σωπώντας τὴν κεφαλή του κούνησε, τ' εἶχε κακὸ στὸ νοῦ του.
Καὶ στὸ κατώφλι γύρισε, καὶ κάθισε, καὶ χάμου τ' ὁλόγεμό του βάζοντας σακί, στοὺς ἄλλους εἶπε·
 “Ἀκοῦτε με, τῆς δοξαστῆς βασίλισσας μνηστῆρες, ὅσα ἐγὼ μέσα μου ἀγρικῶ θὰ σᾶς τὰ φανερώσω.
Κανέναν πόνο ὁ ἄνθρωπος δὲν ξέρει, μήτε λύπη σὰ χτυπηθῆ παλεύοντας νὰ σώση τὸ δικό του,
ἂς εἶναι βόδια ἢ ἄσπρα ἀρνιά· μὰ ἐμένανε ὁ Ἀντίνος μὲ βάρεσε γιὰ τὴν κοιλιὰ τὴ σιχαμένη κι ἔρμη,
καὶ ποὺ μ' ἀρίθμητα δεινὰ τὸν κόσμο βασανίζει. Ὅμως κι οἱ ζήτουλοι θεοὺς ἂν ἔχουν κι Ἐρινύες,
πρὶν ἔρθη ὁ γάμος, θάνατος θὰ σβήση τὸν Ἀντίνο.”
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ,Ο ΕΥΜΑΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ PALAZZO MILZETTI GIANI FELICE

Αὐτὰ οἱ μνηστῆρες λέγανε, μὰ ἐκεῖνος τ' ἀψηφοῦσε.
Πικράθηκε ὁ Τηλέμαχος τὸ βάρεμα τηρώντας, μὰ δάκρυο ἀπὸ τὸ μάτι του δὲ χύθη, μόν' σωπώντας
τὴν κεφαλή του κούνησε, τ' εἶχε κακὸ στὸ νοῦ του.
Κι ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη σὰν ἔμαθε τοῦ Ἀντίνου τὸ κάμωμα, εἶπε στὶς καλὲς ἀγνάντια παρακόρες·
“Κι αὐτὸν ὁ χρυσοδόξαρος ἔτσι ἂς χτυπήση ὁ Φοῖβος.”
Καὶ τότες ἡ κελάρισσα τῆς κάνει ἡ Εὐρυνόμη·
“Ἂν πιάσουν οἱ κατάρες μας, ἀπ' αὐτονοὺς κανέναςνὰ ζήση ὡς τὴ χρυσόθρονη δὲ σώνει τὴν Αὐγούλα.”

“Καλὰ στοχάζεται, ὦ κερά, κι ἔτσι θὰ κάναν ἄλλοι, τῶν ἔρμων τὴν ἀποκοτιὰ μνηστήρω νὰ ξεφύγουν·
καὶ νὰ προσμείνης σοῦ μηνάει ὥσπου νὰ γείρη ὁ ἥλιος.
Καλύτερο, ὦ βασίλισσα, θαρρῶ 'ναι καὶ γιὰ σένα, μονάχη σου νὰ τοῦ μιλᾶς, νὰ τὸν ἀκοῦς μονάχη.”
 Κι ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη γυρίζει καὶ τοῦ κρένει·
“Ὁ ξένος δὲν εἶν' ἄμυαλος· σωστὰ τὰ βλέπει ὁ νοῦς του· τὶ ἄλλους δὲν ἔχει ἐδῶ θνητοὺς ἀνθρώπους σὰν ἐτούτους, νὰ συλλογιένται τὸ κακό, καὶ ν' ἀδικοῦν τὸν κόσμο.”
Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΗ N.C WYETH (ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ 1929)
 

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

ΡΑΨ.π Τηλεμάχου ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως
 
 
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ PALAZZO MILZETTI FAENZA GIANNI FELICE 1802

Καὶ στὸ καλύβι ὁ πάγκαλος βοσκὸς μὲ τὸ Δυσσέα, ἀνάψαν τὴν αὐγὴ φωτιὰ καὶ τὸ φαῒ τοιμάζαν,
καὶ στεῖλαν ὄξω τοὺς πιστοὺς μαζὶ μὲ τὰ κοπάδια.
Κι οἱ σκύλοι στὸν Τηλέμαχο ποὺ ἐρχόταν, τὴν οὐρά τους σαλεῦαν καὶ δὲ γαύγιζαν· τοὺς νιώθει ὁ Ὀδυσσέας, ἀκούει τὸ ποδοβολητό, καὶ λέει εὐτὺς τοῦ γέρου· “Κάποιος ἐδῶ θὰ σοῦ 'ρχεται, καλέ μου, σύντροφός σου, ἢ κι ἄλλος γνώριμος, ἀφοῦ δὲν ἀλυχτοῦνε οἱ σκύλοι, μόν' ὅλο σειοῦνε τὴν οὐρὰ· καὶ πόδια ἀνθρώπου ἀκούγω
Tὸ λόγο δὲν ἀπόσωσε, κι ὁ ἀκριβογιός του φάνη, καὶ στάθηκε στὰ ξώθυρα· ξαφνίζεται ὁ γερούλης,
ἀναπηδάει, καὶ τοῦ 'πεσαν ἀπὸ τὰ χέρια οἱ κοῦπες, ποὺ τὸ φλογάτο μέσα τους καλόσμιγε κρασί του·
κι ἔτρεξε, βρέθηκε ὀμπροστὰ στὸν ἀκριβό του ἀφέντη, τοῦ φίλησε τὴν κεφαλή, τὰ δυὸ λαμπρά του μάτια, τὰ δυό του χέρια, κι ἔχυσε δάκρυο μαργαριτάρι.
Καὶ σὰν ποὺ τρυφερόκαρδος γονιὸς παιδὶ ἀγκαλιάζει, σὰν ἔρχετ' ἀπ' τᾶ μακρινά, ποὺ ἔλειπε χρόνους δέκα, κι ἦταν στερνὸ καὶ μοναχό, καὶ τοῦ 'καιγε τὰ σπλάχνα, ἔτσι ὁ καλὸς χοιροβοσκὸς τὸ θεόμοιαστό του ἀφέντη στὴν ἀγκαλιά του σφίγγοντας, γλυκὰ τόνε φιλοῦσε, τὸ χάρο σὰ νὰ ξέφυγε, καὶ τοῦ 'λεγε θρηνώντας·

 
Ο ΕΥΜΑΙΟΣ  ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ The Odyssey of Homer (1929) - as illustrated by Wyeth


Κι ἐσύ, Εὔμαιε χοιροβοσκέ, τοῦ ἀπολογήθης κι εἶπες·
“Τὴν πᾶσα ἀλήθεια, τέκνο μου, θ' ἀκούσης ἀπὸ μένα· ἀπ' τὴν πλατύχωρη κρατάει ἡ φύτρα του τὴν Κρήτη, καὶ λέει πὼς σὲ πολλὲς θνητῶν πλανήθηκε αὐτὸς χῶρες γυρνώντας· ἔτσι ἡ μοῖρα του τὸ θέλησε· καὶ τώρα ἀπὸ καράβι Θεσπρωτῶν πάλε ἔφυγε, καὶ φάνη μὲς στὸ καλύβι μου· κι ἐγὼ τὸν παραδίνω ἐσένα. Πρᾶξε ὅπως βούλεσαι καὶ θές· ἱκέτη σου τὸν ἔχεις.”
 Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος τοῦ ἀπολογήθη κι εἶπε·
“Ἀλλοίς, καὶ τί καρδιόπονο μοῦ φέρνει αὐτός σου ὁ λόγος·καὶ πῶς νὰ τὸν ἀποδεχτῶ τὸν ξένο ἐγὼ στὸ σπίτι, ποὺ νέος ὄντας δύναμη στὸ χέρι μου δὲ νιώθω, μπρὸς σ' ἄντρα νὰ διαφεντευτῶ ποὺ θἀ μὲ βρίση πρῶτος· τῆς μάνας πάλε, μέσα της ὁ νοῦς της ἀναδεύει, τάχα τὴν κλίνη νὰ ντραπῆ τοῦ ἀντρός της καὶ τὸν κόσμο, κι ἔτσι μαζί μου μνήσκοντας νὰ κυβερνάη τὸ σπίτι, γιά ἀπ' τοὺς μνηστῆρες Ἀχαιοὺς ν' ἀκολουθήση ἐκεῖνον, ποὺ τῆς φανῆ ὁ καλύτερος, καὶ φέρη πλέρια δῶρα.
Ὅμως τὸν ξένο τώρα αὐτόν, στὸ σπίτι σου μιὰς κι ἦρθε, θὰ τόνε ντύσω μὲ λαμπρὸ χιτώνα καὶ χλαμύδα, σπαθί μου θά 'χη δίκοπο, καὶ σάνταλα στὰ πόδια, θὰ τόνε στείλω ὅπου ἡ καρδιὰ κι ὁ νοῦς του ἀποθυμήση.
Κάλλιο ἐσὺ κράτα τον ἂν θὲς ἐδῶ, καὶ φίλεψέ τον, κι ἐγὼ σοῦ στέλνω τὰ σκουτια καὶ τὶς προμήθειες ὅλες, νὰ μὴ σᾶς γίνεται ζημιὰ κι ἐσένα καὶ τῶν ἄλλων. Δὲν τὸν ἀφήνω ἐγὼ νὰ ρθῆ κειπέρα στοὺς μνηστῆρες, πὄχουνε τόση ἀποκοτιὰ κι ἀδιαντροπιὰ καὶ κάκια· μὴν τὸν πειράξουν, κι ὕστερα καημὸ πολὺ θὰ τό 'χω.
Στὸν ἄντρα ποὺ χτυπάει πολλούς, μὰ ἂς εἶν' κι ἀντρειωμένος, δύσκολη ἡ νίκη, τὶ πολὺ πιὸ δυνατοί 'ναι ἐκεῖνοι.”

Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος τοῦ ἀπολογήθη κι εἶπε·
“Γι' αὐτὰ ὅλα ἐγὼ ξάστερα θὰ σοῦ μιλήσω, ὦ ξένε· μήτ' ὁ λαὸς γιὰ μένανε δὲν ἔχει μῖσος κι ἔχτρα, καὶ μήτ' ἀδέρφια δὲ μοῦ φταῖν, ποὺ αὐτοὶ σὰ σηκωθοῦνε, καὶ μάχη ἂ γίνη φοβερή, μᾶς φέρνουν πάντα θάρρος.
Νά, πῶς ὁ Δίας μᾶς ἔκαμε μονόκληρο τὸ γένος· μοναχογιὸ τὸν γέννησε ὁ Ἀρκείσιος τὸ Λαέρτη·
τὸν Ὀδυσσέα μοναχογιὸ τὸν εἶχε κι ὁ Λαέρτης· καὶ πάλε ὁ Ὀδυσσέας ἐμὲ μοναχοπαίδι μὲ εἶχε,
καὶ στὸ παλάτι μ' ἄφησε, καὶ δὲ μὲ καλοχάρη.  Καὶ τώρα ὀχτροὶ κακόβουλοι μᾶς γέμισαν τὸ σπίτι·
γιατὶ ὅσοι γύρω στὰ νησιὰ πρωτοστατοῦν ἀρχόντοι, Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυθο μὲ τὰ δασὰ τὰ δέντρα,
κι ὅσοι στὸ βραχορίζωτο τὸ Θιάκι ἐδῶ ἀρχοντεύουν, ὅλοι ζητοῦν τὴν μάνα μου καὶ μοῦ χαλνοῦν τὸ βιός μου.
Κι ἐκείνη μήτε ἀρνιέται τους γάμο φριχτό, καὶ μήτε τέλος νὰ δώση δύνεται· κι ὁλοένα αὐτοὶ τὸ σπίτι
μοῦ καταλοῦνε· γλήγορα κι ἐμένα θὰ μὲ φᾶνε.
Στὰ χέρια ὡς τόσο τῶν θεῶν ἂς μείνουν ὅλα ἐτοῦτα· τρέξε, κυρούλη, τώρα ἐσύ, καὶ πὲς τῆς Πηνελόπης τῆς φρόνιμης, πὼς ἔφτασα γερὸς ἀπὸ τήν Πύλο.
Ἐγὼ θὰ μείνω ἐδῶ, κι ἐσὺ τὸ μήνυμα σὰ δώσης μόνο σ' αὐτή, γύρισε ἐδῶ· ὅμως Ἀχαιὸς κανένας
νὰ μὴν τὸ μάθη, τὶ πολλοὶ γυρεύουν τὸ κακό μου.”

Τῆς Ἀθηνᾶς δὲν ξέφυγεν ὁ πηγαιμός του ὡς τόσο, μόνε κατέβη ἡ θέαινα, πῆρε μορφὴ γυναίκας
ὥριας καὶ μεγαλόκορμης, σ' ἔργα λαμπρὰ τεχνίτρας, ἔξω ἀπ' τὴ θύρα στάθηκε, καὶ φάνη τοῦ Ὀδυσσέα. Δὲν ἔνιωσε ὁ Τηλέμαχος μήτε εἶδε τὴν Παλλάδα,
τὶ θεὸς δὲ φανερώνεται καθάρια στὸν καθένα· μὰ ὁ Δυσσέας τὴν ξάνοιξε καὶ τὰ σκυλιὰ τὴν εἶδαν,
καὶ δίχως γαύγισμα ἔφυγαν βογγώντας μὲς στὰ βάθια τῆς στάνης. Τοῦ 'γνεψε ἡ θεά, κι ἔνιωσ' αὐτὸς καὶ βγῆκε δίπλα στὸν τοῖχο τῆς αὐλῆς, καὶ στάθηκε ὀμπροστά της· κι ἡ Ἀθηνᾶ κοιτώντας τον τοῦ μίλησε καὶ του εἶπε·  “Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα, ὅλα πιὰ τώρα ξήγα τα τοῦ γιοῦ σου, μὴν τὰ κρύβης· κι ἅμα τοιμάσετε μαζὶ τὸ φόνο τῶ μνηστήρων, στὴ χώρα τὴν περίλαμπρη νὰ πᾶτε· δὲ θ' ἀργήσω κι ἐγὼ νὰ ἐρθῶ, ποὺ λαχταρῶ ν' ἀγωνιστῶ κοντά σας”.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΘΗΝΑ by John Rush

Εἶπε, καὶ μὲ χρυσὸ ραβδὶ τὸν ἄγγιξε ἡ Παλλάδα καὶ φόρεμα σὰν τοῦ 'βαλε καθάριο καὶ χιτώνα,
τοῦ λάμπρυνε ὅλο τὸ κορμὶ μὲ τὸν ἀνθὸ τῆς νιότης.
Μελαχρινὸς ξανάγινε μὲ πιὸ γεμάτην ὄψη, καὶ μὲ τὰ γένια ὁλόμαυρα τριγύρω στὸ πηγούνι.
Αὐτὰ σὰν τοῦ 'καμε ἡ θεά, τὸν ἄφησε· κι ἐκεῖνος μὲς στὴν καλύβα γύρισε· κι ὁ γιός του σαστισμένος, γύρναε τὰ μάτια κατ' ἀλλοῦ, θεὸς μὴν τύχη κι ἦταν.
Καὶ φώναξέ τον, κι εἶπε του με λόγια φτερωμένα·  “Ἀλλιώτικος μοῦ φάνηκες, ὦ ξένε, ἀπὸ τὰ πρῶτα·
ἄλλα φορεῖς κι ἡ ὄψη σου κι αὐτὴ ἀλλαγμένη τώρα.
Ἕνας θένα 'σαι ἀπ' τοὺς θεοὺς ποὺ κατοικοῦν τὰ οὐράνια. Ἐλέησέ μας, σοῦ τάζουμε καλόδεχτες θυσίες, καὶ δῶρα χρυσοδούλευτα· προσπέφτω σου, λυπήσου”.
Τότες τοῦ ἀπάντησε ὁ τρανός, πολύπαθος Δυσσέας·
“Θεὸς δὲν εἶμ' ἐγώ· γιατὶ μὲ θεοὺς μὲ παρομοιάζεις; παρὰ εἶμ' ἐγὼ πατέρας σου, ποὺ ἐσὺ γι' αὐτὸν πονώντας τόσα τραβᾶς ἀπὸ κακοὺς καὶ δύστροπους ἀνθρώπους.”
Μ' αὐτὰ τὰ λόγια φίλησε τὸ γιό του, καὶ τὰ δάκρυα τοῦ τρέξαν ἀπ' τὰ μάγουλα, ποὺ ὡς τότες τὰ κρατοῦσε.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΓΚΑΛΙΑΖΕΙ ΤΟΝ ΤΗΛΕΜΑΧΟ ,ΠΙΣΩ ΤΟΥΣ Η ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ "Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ" Henri-Lucien Doucet  Ecole nationale supérieure des beaux-arts ΠΑΡΙΣΙ

Δὲν ἤθελε ὁ Τηλέμαχος νὰ τὸ πιστέψη ἀκόμα πὼς ἦταν ὁ πατέρας του, κι αὐτὰ τοῦ ἀπολογήθη·
“Δὲν εἶσ' ἐσὺ ὁ πατέρας μου ὁ Ὀδυσσέας, μόν' εἶσαι κάποιος θεὸς καὶ μὲ πλανᾶς, γιὰ νὰ τραβήξω κι ἄλλα·
τὶ δὲ θὰ μπόρειε αὐτὰ θνητὸς νὰ πλάση μοναχός του, δίχως νὰ ἐρθῆ κάποιος θεὸς σιμά, κι ὅπως τοῦ ἀρέσει, τὸν κάμη γέρο ἔτσι εὔκολα, κι ἄξαφνα πάλε νέο.
Τὶ ὡς τώρα γέρος ἤσουνα καὶ φτωχικὰ ντυμένος, καὶ τώρα μοιάζεις τοὺς θεοὺς ποὺ κατοικοῦν τὰ οὐράνια.”  Τότε ὁ Δυσσέας ὁ τρίξυπνος ἀπάντησέ του κι εἶπε·
“Κι ἂν τάχα ξαναφάνηκε, Τηλέμαχε, ὁ γονιός σου, δὲ σοῦ ταιριάζει ν' ἀπορῆς καὶ νὰ θαμάζης τόσο·
ἄλλος πιὰ ἐδῶ κατόπι μου δὲν ἔρχεται Ὀδυσσέας· ἐγώ 'μαι αὐτός, κι ἀφοῦ πολὺ πλανήθηκα στὰ ξένα, τώρα στὰ χρόνια τὰ εἴκοσι γυρίζω στὴν πατρίδα.
Εἶναι κι αὐτὸ τῆς Ἀθηνᾶς τῆς νικηφόρας ἔργο, ποὺ ὅπως θελήση δύνεται νὰ κάνη με νὰ μοιάζω,
πότε φτωχὸς καὶ ταπεινός, καὶ πότε πάλε νέος, μὲ τὸ κορμί μου ἀρχοντικὰ φορέματα ντυμένο.
Κι εἶν' εὔκολο γιὰ τοὺς θεοὺς ποὺ κατοικοῦν τὰ οὐράνια, ἢ νὰ δοξάσουν ἄνθρωπο θνητό, ἢ νὰ ταπεινώσουν.”  Εἶπε, καὶ κάθισε· κι ὁ γιὸς στὴν ἀγκαλιά του πῆρε τὸ δοξαστὸ πατέρα του μὲ θρήνους καὶ μὲ δάκρυα. Τότες κι οἱ δυὸ ξεβούρκωσαν, καὶ δυνατὰ στριγγλίζαν,
κι ἀπ' ὄρνια ξεφωνίζοντας πιὸ ἁψὰ κι ἀπὸ σπαράχτες ἀγιοῦπες ἢ θαλασσαϊτούς, ποὺ πῆραν τὰ μικρά τους, ἀκόμα πρὶ φτερώσουνε, τῆς ἐξοχῆς οἱ ἀργάτες· τόσο πικρὰ ἀπ' τὰ βλέφαρα τὰ δάκρυα τους χυνόνταν. Κι ὁ γήλιος θὰ βασίλευε, κι ἀκόμα αὐτοὶ θὰ κλαῖγαν, ἂν ἄξαφνα ὁ Τηλέμαχος τὸν Ὀδυσσέα δὲ ρώτα· “Μὲ τί καράβι φάνηκες ὡς τόσο ἐδῶ, πατέρα; κι οἱ ναῦτες ποὺ σὲ φέρανε ποιοί λέγανε πὼς ἦταν ; Γιατὶ πεζὸς ἐσὺ θαρρῶ δὲν ἦρθες ὡς τὸ Θιάκι.”
Κι ἀπολογήθη του ὁ τρανός, πολύπαθος Δυσσέας· “Ὅλη ἀπ' ἐμένα, τέκνο μου, θ' ἀκούσης τὴν ἀλήθεια. Μὲ φέραν ἐδῶ Φαίακες θαλασσοξακουσμένοι, ποὺ κάθε ξένον προβοδοῦν ποὺ φτάση στὸ νησί τους· μὲ τὸ γοργὸ καράβι τους, καθὼς γλυκοκοιμόμουν, ἦρθαν στὸ Θιάκι, μ' ἔβγαλαν, καὶ μὲ λαμπρὰ μ' ἀφῆκαν δῶρα, χρυσὰ καὶ χάλκινα, καὶ μὲ φαντὰ περίσσια· ὅλα κρυμμένα σὲ σπηλιὰ μὲ θεϊκιὰ βοήθεια.
Τώρα ἦρθα ἐδῶ, τῆς Ἀθηνᾶς τὰ λόγια ἀκολουθώντας, μαζὶ νὰ κανονίσουμε τὸ φόνο τῶν ὀχτρῶ μας.
Καὶ τοὺς μνηστῆρας ἔλα ἐσὺ, κι ἕνα πρὸς ἕνα πές μου, νὰ μάθω πόσοι εἶν' ὅλοι τους, καὶ ποιός εἶν' ὁ καθένας· καὶ μέσα στὸν ἀλάθευτο θὰ μελετήσω νοῦ μου, ἂν ἐμεῖς σώνουμε μαζὶ μ' ἐκείνους νὰ πιαστοῦμε δίχως βοηθοὺς καὶ μοναχοί, γιά κι ἄλλους θὰ χρειαστοῦμε.”
Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος τοῦ ἀπάντησε καὶ του εἶπε·
“Πατέρα, πάντα τ' ἄκουγα τὸ δοξαστὸ ὄνομά σου, πόσο στὸ χέρι μαχητής, στὸ νοῦ μεγάλος ἤσουν·
ὅμως αὐτὸς ὁ λόγος σου τὰ φρένα μου σαστίζει· πῶς δυὸ νομάτοι θὰ πιαστοῦν μὲ τόσους ἀντρειωμένους ;
Κι αὐτοὶ δὲν εἶναι μήτε μιὰ μήτε καὶ δυὸ δεκάδες, μόνε πολὺ περσότεροι· θὰ μάθης τώρα πόσοι.
Ἀπὸ Δουλίχι πρόβαλαν πενήντα δυὸ μνηστῆρες, νέοι ἕνας κι ἕνας, καὶ μ' αὐτοὺς δοῦλοι ἕξ ἀκολουθᾶνε· ἔχουμ' εἰκοσιτέσσερεις λεβέντες ἀπὸ Σάμη. Ἀπὸ τή Ζάκυθο εἴκοσι παιδιὰ Ἀχαιῶν μᾶς ἦρθαν, κι ἀπὸ τὸ Θιάκι δώδεκα μετροῦμε παλληκάρια.
Εἶναι μ' αὐτοὺς κι ὁ Μέδοντας, ὁ κήρυκας καὶ θεῖος τραγουδιστής, μὲ δυὸ μαζὶ παράξιους μοιραστάδες.
Σ' ὅλους αὐτοὺς ἂν πέσουμε σὰ βρίσκουνται ἐκεῖ μέσα, φοβᾶμαι, μὴ μᾶς βγῆ πικρὴ καὶ μαύρη ἡ γδίκιωσή μας.
Μόνε στοχάσου ἂ δύνεσαι νὰ βρῆς στὸ νοῦ σου μέσα διαφεντευτὴ ποὺ πρόθυμα βοήθεια θὰ μᾶς φέρη.”

Ὡς τόσο ἐσύ, καθὼς γλυκοχαράξη, τρέξε, καὶ τοὺς περήφανους ζύγωσ' ἐκεῖ μνηστῆρες·
κατόπι ἐμένανε ὁ βοσκὸς στὴ χώρα θὰ μὲ φέρη, μὲ κακορίζικου μορφὴ καὶ γέρου διακονιάρη.
Κι ἀνίσως μοῦ κακοφερθοῦν ἐκεῖνοι στὸ παλάτι, κράτα τὸν πόνο μέσα σου τὰ πάθια μου θωρώντας·
μὰ κι ἂ μὲ ποδοσέρνουνε στὴ θύρα, καὶ σαγίτες μοῦ ρίχτουν, στέκου ἀτάραγος ἐσὺ κι ἀπόμενέ τα·
καὶ μόνε λέγε τους γλυκὰ τὴν τρέλλα τους νὰ πάψουν· ἀγκαλὰ αὐτοὶ δὲ θὰ σ' ἀκοῦν, τὶ ἡ ὥρα τους ἀγγίζει.

Μὰ κι ἄλλο τώρα θὰ σοῦ πῶ κι ἐσὺ ἔχε το στὸ νοῦ σου·παιδί μου ἀλήθεια ἂν εἶσαι ἐσύ, κι ἀπὸ δικό μας αἶμα, κανένας νὰ μὴ μάθη ἐκεῖ πὼς ἦρθε ὁ Ὀδυσσέας.
Λαέρτης καὶ χοιροβοσκὸς μὴν τύχη καὶ τ' ἀκούσουν· μήτε κανένας τοῦ σπιτιοῦ, καὶ μήτε ἡ Πηνελόπη, παρὰ μονάχοι ἐμεῖς οἱ δυὸ νὰ μάθουμε τὶς γνῶμες  τῶ γυναικῶν, καὶ δοκιμὴ νὰ κάνουμε στοὺς ἄντρες, ποιός ἀπ' τοὺς δούλους μᾶς τιμάει, κι ἀκόμα μᾶς φοβᾶται, καὶ ποιὸς ξεχνᾶ μας κι ἀψηφάει λεβέντη σὰν κι ἐσένα.”
Καὶ τότες ὁ μυριόχαρος τοῦ ἀπολογήθη γιός του·
“Πατέρα, ἀργότερα θαρρῶ θὰ νιώσης τὴν ψυχή μου, καὶ πὼς δὲν ἔχω θένα βρῆς τὰ λογικά μου κούφια· μὰ αὐτὸ ποὺ τώρα μελετᾶς δὲν τό 'χω γιὰ καλό μας.
Στοχάσου το· πολὺν καιρὸ θὰ χάσης ἂν καθέναν νὰ δοκιμάσης ξέχωρα στὰ χτήματα γυρίζης·
κι αὐτοὶ στὸ μεταξὺ θὰ τρῶν τὸ βιὸς μὲς στὰ παλάτια, ἀναπαμένοι, ἀδιάντροποι, καὶ δίχως νὰ λυποῦνται.
Καλό 'ναι ἀλήθεια νὰ κοιτᾶς νὰ μάθης τὶς γυναῖκες, ποιές ἄτιμα σοῦ φέρνουνται καὶ ποιές δὲν ἔχουν κρῖμα· μὰ νὰ γυρνοῦμε τὶς αὐλὲς νὰ δοκιμάζουμε ἄντρες, αὐτὸ δὲν τό 'θελα· στερνὰ νὰ γίνουν κάλλιο ἐτοῦτα, σημάδι ἂν ἔχης φανερὸ τοῦ αἰγιδοφόρου Δία.”



Καὶ στὸ λαμπρὸ σὰν μπήκανε τοῦ Ὀδυσσέα παλάτι, ὁ κήρυκας ἀνάμεσα στὶς παρακόρες εἶπε·
“Ἦρθε ὁ μονάκριβός σου γιός, βασίλισσα, ἀπ' τὴν Πύλο.”
Ζυγώνει κι ὁ χοιροβοσκὸς καὶ λέει τῆς Πηνελόπης ὅλα ὅσα τοῦ παράγγειλε τ' ἀγαπητὸ παιδί της.
Καὶ τοὺς μνηστῆρες ἔπιασε βαρειὰ καρδιὰ καὶ λύπη· καὶ βγῆκαν δίπλα ἀπ' τῆς αὐλῆς τὸν τοῖχο τὸ μεγάλο, καὶ πήγανε, κι ὁλόμπροστα καθίσανε τῆς θύρας.
 Καὶ τότες τοῦ Πολύβου ὁ γιὸς ὁ Εὐρύμαχος τοὺς εἶπε·
“Ἔργο τρανὸ ὁ Τηλέμαχος κατόρθωσε μὲ τόλμη, τέτοιο ταξίδι,— κι εἴπαμε πὼς δὲ θὰ τὸ τελέση·
τώρα καράβι διαλεχτὸ μὲ λαμνοκόπους ἄξιους ἂς ρίξουμε, ποὺ ὁλόταχα τὸ μήνυμα νὰ φέρουν στοὺς φίλους, νὰ γυρίσουνε γοργὰ στὸ Θιάκι πίσω.”
Καὶ τότες τοῦ Εὐπείθη ὁ γιός ὁ Ἀντίνος, σ' αὐτοὺς εἶπε· Ὠχοῦ, πῶς ἀπ' τὸν ὅλεθρο οἱ θεοὶ τόνε γλυτωσαν; Στὰ βράχια τ' ἀνεμόδαρτα σκοποὶ καθόνταν πάντα,
κι ἀπανωτὰ ξαλλάζανε· καὶ σὰ βουτοῦσε ὁ ἥλιος, δὲν ξενυχτούσαμε στὴ γῆς, παρὰ μὲ τό καράβι
γυρνούσαμε ὡς τὸ χάραμα, φυλάγοντας καρτέρι θάνατο στὸν Τηλέμαχο, νὰ πᾶμε πιάνοντάς τον.Κι ὡς τόσο θεὸς τὸ θέλησε, καὶ γύρισε στὸ Θιάκι.
Μὰ ἐμεῖς ἐδῶ ἂς κοιτάξουμε τὸ τέλος του τό μαῦρο, μὴ μᾶς ξεφύγη· τὶ θαρρῶ πὼς ὅσο ζῆ δὲ βγαίνει
πέρα ἡ δουλειά μας, τὶ καὶ νοῦ καὶ γνώση ἐκεῖνος ἔχει, κι ἐμᾶς ἀγάπη ὁ λαὸς σὰν πρῶτα δὲ μᾶς ἔχει.
Μὰ ἀπάνω ἐκεῖ ὁ Ἀμφίνομος ξαγόρεψέ τους κι εἶπε, ὁ γιόκας ὁ μυριόχαρος τοῦ ρήγα Νίσου, γόνου
τοῦ Ἀρήτου, ποὺ ἦρθεν ἀρχηγὸς καὶ κάλλιος τῶ μνηστήρων ἀπ' τὸ Δουλίχι τὸ χλωρό, τὸ σιταροσπαρμένο, καὶ ποὺ τὰ λόγια του ἄρεσαν τῆς ὥριας Πηνελόπης, γιατ' εἶχε πάντα στὴν καρδιὰ περίσσια καλωσύνη.
Αὐτὸς λοιπὸν καλόγνωμα ξαγόρεψέ τους κι εἶπε· Ὦ φίλοι, τὸν Τηλέμαχο ποτὲς δὲ θὰ χαλνοῦσα·
κακό, βασιλικὴ γενιὰ μὲ φονικὸ νὰ σβήσης· τὴ γνώμη κάλλιο ἂς μάθουμε τῶν ἀθανάτων πρῶτα.
Ἂν εἶναι μὲ τὸ θέλημα τοῦ Δία τοῦ βροντορίχτη, κι ἴδιος ἐγὼ τόνε χαλνῶ, κι ὅλους τοὺς ἄλλους σπρώχνω· Μὰ ἂν τὸ μποδίζουνε οἱ θεοί, νὰ πάψετε σᾶς λέγω.”
Εἶπε, καὶ σ' ὅλους ἄρεσαν τοῦ Ἀμφίνομου τὰ λόγια. Κι ἀμέσως σηκωθήκανε καὶ στοῦ Ὀδυσσέα πῆγαν τὸν πύργο, καὶ καθίσανε πὰς στὰ λαμπρὰ θρονιά του.

Τότες στὸ νοῦ τῆς φρόνιμης τῆς Πηνελόπης ἦρθε ὀμπρὸς στοὺς παραδιάντροπους νὰ κατεβῆ μνηστῆρες, γιατὶ ἔμαθε πὼς γύρευαν τὸ τέλος τοῦ παιδιοῦ της, τὶ ὁ κήρυκας ὁ Μέδοντας ποὺ τ' ἄκουσε τῆς τό 'πε. Καὶ μὲ τὶς βάγιες συντροφιὰ μὲς στὰ παλάτια μπῆκε. Κι ἡ ζουλεμένη ἀρχόντισσα σὰν πῆγε στοὺς μνηστῆρες, σιμὰ στὸ στύλο στάθηκε τῆς δουλεμένης στέγης, σηκώνοντας στὴν ὄψη της τὸ λιόλαμπρο φακιόλι, καὶ τὸν Ἀντίνο μάλωσε καὶ μίλησέ του κι εἶπε· “Ἀντίνο, ἀδιάντροπε, κακέ, ποὺ μὲς στὸ Θιάκι σ' ἔχουν γιὰ πρῶτο ἀπ' τοὺς ὁμήλικους στὴ γνώση καὶ στὰ λόγια·μὰ τέτοιος δὲν ἤσουν ἐσύ. Ζουρλέ, πῶς πᾶς καὶ πλέχνεις τοῦ γιοῦ μου μαῦρο θάνατο, καὶ μήτε καὶ σὲ μέλει
γιὰ τοὺς ἱκέτες πὄχουνε τὸ Δία γιὰ μάρτυρά τους;
Μεγάλο κρῖμα εἶναι κακὸ νὰ πλέχνη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Ξεχνᾶς πὼς ὁ πατέρας σου μᾶς ἦρθε ἐδῶ ἱκέτης,  σὰν ἔφευγε ἀπὸ τὸ λαὸ ποὺ χόλιασε μαζί του, γιατ' εἶχε πάρει συντροφιὰ ληστὲς ἀπὸ τὴν Τάφο, καὶ χάλασε τοὺς Θεσπρωτοὺς πού 'ταν δικοί μας φίλοι.
Καὶ νὰ τοῦ πάρουν τὴ γλυκειὰ ζωὴ γυρεῦαν τότες, κι ὅλο τ' ἀρίθμητό του βιὸς ν' ἁρπάξουν καὶ νὰ φᾶνε·  μὰ ὅσο αὐτοὶ κι ἂ μάνιαζαν, τοὺς μπόδισ' ὁ Δυσσέας.
Καὶ τώρα, χωρὶς δίκιο ἐσὺ τοῦ καταλεῖς τὸ σπίτι, γυρεύεις τὴ γυναίκα του, σκοτώνεις τὸ παιδί του,
κι ἐμένα μὲ λυπεῖς πικρά. Μὰ ἐγὼ σοῦ λέω νὰ πάψης, νὰ πῆς καὶ τῶ συντρόφω σου νὰ πάψουνε κι ἐκεῖνοι.”
ΠΗΝΕΛΟΠΗ  1843 Jens Adolph Jerichaü  Carlsberg Glyptotek, Copenhagen.

Κι ὁ Εὐρύμαχος τῆς ἀπαντάει, ὁ γόνος τοῦ Πολύβου·  Ὦ Πηνελόπη γνωστικιά, τοῦ Ἰκάριου θυγατέρα, θάρρος, κι ἂς μὴν τὰ νοιάζεται καθόλου ἐδαῦτα ὁ νοῦς σου.
Δὲν ἦρθε ἀκόμα ἐδῶ στὴ γῆς καὶ μήτε θά 'ρθη ἐκεῖνος ποὺ χέρι στὸν Τηλέμαχο τὸ γιό σου θένα βάλη, ὅσο ἐγὼ ζῶ, καὶ βλέπουνε τὰ μάτια μου στὸν κόσμο. Γιατὶ ἕνα λόγο θὰ σοῦ πῶ, κι ὁ λόγος μου θὰ γίνη· θὰ τρέξη στὸ κοντάρι μου εὐτὺς τὸ μαῦρο του αἷμα, τὶ ὁ πολεμόχαρος συχνὰ κι ἐμένανε Ὀδυσσέας στὰ γόνατά του μ' ἔπαιρνε, καὶ μοῦ 'βαζε στὰ χέρια κρέας ψημένο καὶ κρασὶ στὰ χείλη πορφυρένιο.Γι' αὐτὸ καὶ τοῦ Τηλέμαχου περίσσια τοῦ 'χω ἀγάπη, κι ἀπ' τοὺς μνηστῆρες θάνατο νὰ μὴ φοβᾶται ἐκεῖνος· μὰ ἂν εἶναι νά 'ρθη ἀπ' τοὺς θεούς, πῶς νὰ σωθῆ δὲν ἔχει.”
 Μὲ τέτοια τήνε θάρρευε, μὰ φόνο μελετοῦσε. Κι ἐκείνη μὲς στ' ἀνώγια της τὰ θεόλαμπρα ἀνεβαίνει, καὶ κλαίει τὸν Ὀδυσσέα της, ὥσπου ἡ γαλανομάτα θεὰ κατέβασε γλυκὸ στὰ βλέφαρά της ὕπνο.
Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΑΙ ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ John Waterhouse 1912 ABERDEEN ART GALLERY & MUSEUMS  Guestrow , Aberdeen - Scotland


Αὐτὰ εἶπε, κι ὁ Τηλέμαχος χαμογελώντας ρίχτει ματιὰ πρὸς τὸν πατέρα του, κρυφὰ ἀπ' τὸ χοιροτρόφο. Καὶ τὶς δουλειὲς σὰν τέλειωσαν καὶ τοίμασαν τὸ δεῖπνο, καθίσανε κι ἀπόλαψαν τοῦ τραπεζιοῦ τὰ δῶρα. Κι ἀπὸ φαῒ κι ἀπὸ πιοτὸ σὰ φράνθηκε ἡ καρδιά τους, τὴν κλίνη θυμηθήκανε, καὶ χάρηκαν τὸν ὕπνο.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ  Angelica Kauffmann 1770 



  

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

ΡΑΨ. ξ Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.

ΑΝΗΦΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΥΒΙ ΤΟΥ ΕΥΜΑΙΟΥ

Κι ἀπ' τὸ λιμάνι πῆρε αὐτὸς βουνήσιο μονοπάτι σὲ δάσια μέσα, ποὺ ἡ θεὰ τοῦ τό 'χε πῆ πὼς ζοῦσε
ὁ πάγκαλος χοιροβοσκὸς ποὺ νοιάζουνταν τὸ βιός του πιότερο ἀπ' ὅλους ποὺ ὁ τρανὸς Δυσσέας εἶχε δικούς του.Τὸν βρῆκε καὶ καθότανε στὰ ξώθυρα μονάχος, μπρὸς σὲ μεγάλο αὐλόγυρο ἁψηλόστεκο κι ὡραῖο, μὲ δρόμο γύρω, ποὺ ἴδιος του τὸν εἶχε ἐκεῖ φτιασμένο γιὰ τοῦ ξενιτεμένου του τοῦ ἀφεντικοῦ τοὺς χοίρους, δίχως νὰ ξέρη ἡ ἀφέντισσα κι ὁ γέρος ὁ Λαέρτης, ἀπὸ βουνόπετρες συρτές, μ' ἀγριαπιδιὲς φραγμένο.
Κι ἀπόξω ὀρθόστησε πολλὰ παλούκια πυκνωμένα γύρω τριγύρω ἀπὸ ἰδρυὰ καλὰ πελεκημένα·
καὶ χοιρομάντρες δώδεκα μὲς στὴν αὐλὴ εἶχε χτίσει κοντὰ κοντά, κι ἡ καθεμιὰ κλειοῦσε πενήντα μάνες γουροῦνες χαμοπλαγιαστές· τ' ἀσερνικὰ μαντρίζαν ἔξω, πολὺ πιὸ λιγοστά· τὶ οἱ θεϊκοὶ οἱ μνηστῆρες τὰ τρῶγαν, κι ὁ χοιροβοσκὸς τοὺς ἔφερνε ὁλοένα κι ἀπό 'να, τὸ καλύτερο καὶ πιὸ παχὺ θρεφτάρι· γουροῦνες χαμοπλαγιαστές· τ' ἀσερνικὰ μαντρίζαν ἔξω, πολὺ πιὸ λιγοστά· τὶ οἱ θεϊκοὶ οἱ μνηστῆρες τὰ τρῶγαν, κι ὁ χοιροβοσκὸς τοὺς ἔφερνε ὁλοένα κι ἀπό 'να, τὸ καλύτερο καὶ πιὸ παχὺ θρεφτάρι· γυρίζαν οἱ ἄλλοι ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ τὰ χοιροκοπάδια, οἱ τρεῖς· τὸν τέταρτο ὁ βοσκὸς στὴ χώρα εἶχε σταλμένο, θρεφτάρι στοὺς ἀπόκοτους μνηστῆρες γιὰ νὰ φέρη, γιὰ νὰ τὸ σφάξουνε, νὰ φᾶν καὶ κρέας νὰ χορτάσουν.


“Ὁ Δίας κι οἱ ἀθάνατοι θεοὶ ἂς σοῦ δίνουν, ξένε, γιὰ τὸ καλό σου δέξιμο, τὰ ποὺ ζητάει ἡ καρδιά σου. ” Κι ἐσὺ, Εὔμαιε χοιροβοσκέ, τοῦ ἀπολογήθης κι εἶπες·
“ Μὰ κι ἀπὸ σένα πιὸ μικρὸς νὰ ἐρχότανε, δὲ θά 'ταν, ὦ ξένε μου, πρεπούμενο νὰ μὴν τιμήσω ξένο·
τ' εἶναι τοῦ Δία ὅλ' οἱ φτωχοὶ κι οἱ ξένοι· κι ἀρεστό 'ναι τὸ λίγο ποὺ ἐμεῖς δίνουμε· νόμος αὐτὸς τῶ δούλων, ποὺ τὸν καινούργιο ἀφέντη τους τόνε, φοβοῦνται πάντα.
Τὶ τοῦ 'κοψαν οἱ ἀθάνατοι τὸ γυρισμό του ἐκείνου, ποὺ θὰ μ' ἀγάπαε γκαρδιακὰ καὶ θά 'δινέ μου πλούτια, σπίτι καὶ χτῆμα καὶ μαζὶ γυναίκα ζηλεμένη, κι ὅσα ὁ ἀφέντης ὁ καλὸς χαρίζει σὲ ἄνθρωπό του, ποὺ καλοδούλεψε, κι ὁ θεὸς τὰ ἔργατά του ἀξαίνει,
καθὼς ἐμένα τὰ ἔργατα ποὺ κάνω αὐτὰ μοῦ ἀξαίνει.
Ἂ γέραζε κι ὁ ἀφέντης μου δῶ πέρα, τί χαρά μου. Μὰ χάθηκε, ποὺ ἂς χάνουνταν ἡ φύτρα τῆς Ἑλένης
ἁλάκερη, ποὺ ἀντρῶν ψυχὲς πλῆθος γι' αὐτὴ χαθῆκαν· γιατί γιὰ τοῦ Ἀγαμέμνονα τὴ χάρη κι αὐτὸς πῆγε στὸ Ἴλιο τ' ἀλογάρικο, τοὺς Τρῶες νὰ πολεμήση. ”
 Τρῶγε ἀπὸ δούλου χοιρινὸ κρεάσι τώρα, ὦ ξένε·
τὰ παχουλὰ θρεφτάρια μας τὰ χαίρουνται οἱ μνηστῆρες, ποὺ μέσα τους εἶναι ἄσπλαχνη κι ἀθεόφοβη ἡ ψυχή τους. Μὰ τ' ἄνομα οἱ μακαριστοὶ θεοὶ δὲν τ' ἀγαπᾶνε, παρὰ τὰ δίκια καὶ καλὰ τιμοῦν καμώματά μας.
Κι ἂν κακοπράχτες κι ἄτιμοι πατήσουνε γῆς ξένη, καὶ λάφυρα ν' ἁρπάξουνε τοὺς βοηθήση ὁ Δίας,
τὸ πλοῖο φορτώνουν, καὶ γοργὰ στὸν τόπο τους γυρνοῦνε, τὶ τήν ψυχή τους τυραννεῖ θεϊκῆς ὀργῆς τρομάρα. Μὰ ἐτοῦτοι ἀπὸ θεοῦ φωνή θ' ἀκοῦσαν καὶ θὰ μάθαν τὸ μαῦρο τέλος του ἐπειδὴς δὲν προξενεύουν δίκια, μήτε γυρνοῦν στὰ σπίτια τους, μόν' κάθουνται καὶ τρῶνε,
τὰ πλούτια μας μ' ἀδιαντροπιὰ χωρὶς νὰ τὰ λυποῦνται.
Τὶ κάθε μέρα καὶ νυχτιὰ ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Δίας, ἕνα σφαχτὸ δὲ σφάζουνε, καὶ μήτε δυὸ μονάχα·ἀτέλειωτα καὶ τὸ κρασὶ τραβοῦν καὶ τὸ ρουφᾶνε, γιατ' εἶχε βιὸς ἀρίφνητο, κι ὅσο κανένας ἄλλος δὲν εἶχε στὴ μαυροστεριὰ μηδὲ στὸ Θιάκι μέσα.
Εἴκοσι ἀρχόντοι μαζωχτοὶ δὲν ἔχουν τόσα πλούτια· νὰ σ' τὰ μετρήσω. Δώδεκα κοπὲς βοδιῶνε κεῖθε·
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΥΜΑΙΟΣ 17th century
Theodor van Thulden (1606 - 1669)
Fine Arts Museums of San Francisco
Μήτε γιὰ κείνους τόσο ἐγὼ δὲ θά 'κλαιγα, κι ἂς θέλω νὰ τοὺς χαροῦν τὰ μάτια μου στὴν ποθητὴ πατρίδα· μὰ τοῦ Ὀδυσσέα ποὺ χάθηκε μὲ συνεπαίρνει ὁ πόθος. Ποὺ τ' ὄνομά του ντρέπουμαι νὰ πῶ, κι ἂς λείπη, ὦ ξένε, τὶ μ' ἀγαποῦσε ὁλόψυχα καὶ μὲ πονοῦσε ἐκεῖνος· φίλο ἀδερφὸ τὸν κράζω ἐγώ, κι ἂς βρίσκεται μακριά μου.”
Τότες τοῦ λάλησε ὁ τρανὸς, πολύπαθος Δυσσέας·
“Φίλε, ποὺ ἀρνιέσαι ὁλότελα νὰ πῆς πὼς θὰ ξανάρθη ἐκεῖνος πάλε, κι ἄπιστος ὁλοένα μένει ὁ νοῦς σου, ἐγὼ τοῦ βρόντου δὲ μιλῶ, παρὰ σοῦ λέω μὲ ὅρκο, πὼς ὁ Δυσσέας ἔρχεται· κι ὅσο γιὰ συχαρίκια,
εὐτὺς ποὺ στὰ παλάτια του ὁ ἀφέντης σου πατήση, μὲ ὥρια χλαμύδα καὶ καλὸ χιτώνα θὰ μὲ ντύσης·

Καὶ τώρα ἂς τὸν ἀφήσουμε τὸν ὅρκο, ἂν καὶ μακάρι νά 'ρθη ὁ Δυσσέας, καθὼς κι ἐγὼ ποθῶ κι ἡ Πηνελόπη, κι ὁ θεόμοιαστος Τηλέμαχος κι ὁ γέρος ὁ Λαέρτης.
Ὡς τόσο τὸν Τηλέμαχο, τὸ τέκνο τοῦ Ὀδυσσέα, τὸν πικροκλαίω, ποὺ οἱ θεοὶ τὸν θρέψαν σὰ βλαστάρι, κι εἶπα, δὲ θά 'βγη πιὸ ἀχαμνὸς ἀπ' τὸ λαμπρὸ γονιό του,
τὸν ξακουστὸ στὴν ὀμορφιὰ καὶ στὸ κορμί, μὰ τώρα κάποιος θνητὸς ἢ ἀθάνατος τοῦ θάμπωσε τὰ φρένα·, στὴν ὥρια Πύλο τράβηξε ν' ἀκούση τοῦ γονιοῦ του μαντάτα. Κι οἱ καμαρωτοὶ μνηστῆρες τοῦ 'χουν στήσει καρτέρι πὰς στὸ γυρισμό, γιὰ νὰ χαθῆ τὸ γένος καὶ τ' ὄνομα τοῦ ἰσόθεου τοῦ Ἀρκείσιου ἀπ' τὸ Θιάκι.
Μὰ ἂς τὸν ἀφήσουμε, ἢ πιαστῆ ἀπ' αὐτούς, ἢ καὶ γλυτώση, σὰ βάλη ὁ Δίας τὸ χέρι του καὶ τόνε διαφεντέψη.


Ἀπ' τὴν ἁπλόχωρη βαστάει ἡ φύτρα μου τὴν Κρήτη, καὶ πλούσιου ἀνθρώπου εἶμαι παιδί· κι ἄλλους πολλοὺς στὸ σπίτι γέννησε γιοὺς κι ἀνάθρεψε μὲ τὴ στεφανωτή του, μὰ ἐμένα ἐκεῖ μὲ γέννησε σκλάβα ἀγαπητικιά του.
Ὅμως σὰν τ' ἄλλα του παιδιὰ κι ἐμένα μὲ τιμοῦσε, ὁ Κάστορας τοῦ Ὕλακα· θρέμμα του ἐγὼ παινιέμαι, ποὺ τόνε λάτρευε σὰ θεὸ στὴν Κρήτη ὁ κόσμος ὅλος, τὶ πλούτια καὶ καλοτυχιὰ καὶ ξακουστὰ εἶχε τέκνα.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ  ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ  ΕΥΜΑΙΟ  John Flaxman
1805
Μὰ ἐμένα τοῦ πολύπαθου τετράψηλο κατάρτι μοῦ βάζει ἀπ' τὸ μαυρόπλωρο καράβι ὁ γιὸς τοῦ Κρόνου στὰ χέρια, ἀπὸ τὴ συφορὰ γιὰ νὰ γλυτώσω ἐκείνη.
Τ' ἀγκάλιασα, καὶ μ' ἔπαιρναν οἱ λυσσασμένοι ἀνέμοι. Μέρες ἐννιὰ πλανιόμουνα, τὴ δέκατη τὴ νύχτα
μεγάλο κῦμα μ' ἔρριξε στῶν Θεσπρωτῶν τὴ χώρα.
Ἐκεῖ μὲ δέχτη ὁ Φείδωνας ὁ ρήγας, δίχως λύτρα τὶ ὁ γιός του, ποὺ μὲ πρόφτασε ἀπ' τὸ κρύο κι ἀπ' τὸν κόπο κατακομμένο μ' ἔφερε στὸ πατρικὸ παλάτι, κι ὁ ρήγας τότες μ' ἔντυσε χλαμύδα καὶ  χιτώνα.  Γιὰ τὸ Δυσσέα ἔμαθα ἐκεῖ, τὶ μοῦ 'λεγε κι ὁ ἴδιος πὼς τόνε δέχτη φιλικά, στὸν τόπο του σὰ γύρνα· καὶ μοῦ 'δειξε ὅσους θησαυροὺς εἶχε ὁ Δυσσέας συνάξει, χαλκό, χρυσάφι, σίδερο μὲ τέχνη δουλεμένο,  ποὺ σῶναν καὶ τὴ δέκατη νὰ θρέψουνε γενιά του· τόσα τοῦ μένανε καλὰ στοῦ βασιλέα τὰ σπίτια.
Καὶ στὴ Δωδώνη μοῦ 'λεγε πὼς εἶχε αὐτὸς περάσει, ἀπ' τ' ἁψηλόκορφο τὸ ἰδρὺ τὸ θέλημα τοῦ Δία
ν' ἀκούση πὼς θὰ ξαναρθῆ στὸ πλούσιο τὸ νησί του, κρυφὰ μαθὲς ἢ φανερά, τόσον καιρὸ ποὺ λείπει.
Καὶ μὲς στὸ σπίτι στάζοντας μοῦ ὁρκίστη πὼς τὸ πλοῖο ἦταν ριγμένο, κι ἕτοιμοι στεκόνταν οἱ συντρόφοι, στὴ γῆς νὰ τόνε φέρουνε τῆς ποθητῆς πατρίδας.
Ἐμένα ὅμως πρωτόστειλε, γιατ' ἔτυχε καράβι  Θεσπρωτικὸ νὰ ξεκινάη στὸ καρπερὸ Δουλίχι.

..................
Σὲ μέρη ἑφτὰ τὰ χώρισε· στὶς Νύφες θεὲς τὸ πρῶτο καὶ στὸν Ἑρμῆ, τῆς Μαίας τὸ γιό, μαζὶ μ' εὐκὲς προσφέρνει, καὶ τ' ἄλλα στὸν καθένα τους· καὶ τοῦ Ὀδυσσέα χωρίζει τὸ ψαρονέφρι ἁλάκερο τοῦ χοίρου γιὰ τιμή του· καὶ τὸ εἶδε αὐτὸς καὶ χάρηκε, κι ὀνόμασέ τον κι εἶπε·
“Ὅσο σ' ἀγάπησα, Εὔμαιε, κι ὁ Δίας νὰ σ' ἀγαπήση, ποὺ ἐμένα τὸν ἀσήμαντο τιμᾶς μὲ τέτοια δῶρα.
ΕΥΜΑΙΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ  "Ulysses" 1902by Stephen Phillips

.
Νύχτα ἦρθε χασοφέγγαρη κι ἀγριωπή, ποὺ ὁ Δίας ἔβρεχε, κι ἄνεμος ὑγρὸς ὁλονυχτὶς φυσοῦσε.
Τότες τοῦ γέρου μίλησε ὁ Δυσσέας, νὰ δοκιμάση ἂν ὁ ἴδιος τὴ χλαμύδα του θὰ βγάλη νὰ τοῦ δώση,
ἢ σὲ ἄλλο σύντροφο θὰ πῆ, ἀφοῦ τόση τοῦ εἶχε ἀγάπη·

Ἔτσι ὁ Δυσσέας κοιμήθηκε, κοιμήθηκαν καὶ τ' ἄλλα τὰ παλληκάρια πλάγι του· μὰ ὡς τόσο ὁ χοιροτρόφος δὲν ἔστεργε νὰ κοιμηθῆ μακριάθε ἀπὸ τοὺς χοίρους, μόνε ἀρματώθηκε νὰ βγῆ· καὶ χάρηκε ὁ Δυσσέας ποὺ γιὰ τὸ βιός του νοιάζουνταν σὰν ἔλειπε ὁ ἀφέντης.
Πρῶτα στοὺς ὤμους τοὺς πλατιοὺς κρεμάζει τὸ σπαθί του, βάζει χλαμύδα χοντρουλή, προφύλαμα τοῦ ἀνέμου, κι ἔρριξ' ἀπάνω του προβιὰ παχειᾶς μεγάλης γίδας, πῆρε κοντάρι σουβλερό, νὰ διώχνη σκύλους κι ἄντρες, καὶ πῆγε πλάγιασε κοντὰ στ' ἀσπρόδοντα θρεφτάρια, κάτου ἀπὸ πέτρα θολωτὴ καὶ στοῦ Βοριᾶ τὸ ἀπάγγιο.

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΘΕΤΑΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗΝ ΦΩΤΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΜΑΙΟ ΕΝΩ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ Ο ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ  by Bonaventura Genelli, 1798-1868.