Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΑΙΑΚΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΑΙΑΚΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

ΡΑΨ.ν Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ CLAUDE LORRAIN 1644

Αὐτὰ τοὺς εἶπε, κι ὅλοι τους σωπαίνανε ὀμπροστά του, δεμένοι ἀπὸ τὸ μάγιο του μὲς στὰ ἰσκιερὰ παλάτια.
Τότες ἀπολογιέται του ὁ Ἀλκίνος καὶ τοῦ κρένει·  “Μιὰς κι ἦρθες στὰ χαλκόστρωτα καὶ στ' ἁψηλά μου σπίτια, θαρρῶ πὼς δὲ θὰ πλανεθῆς, Δυσσέα, στὸ γυρισμό σου, μόνε ὅσα πρὶν κι ἂν ἔπαθες, στὸν τόπο σου θὰ φτάσης.

Καθένας τότες κίνησε στὸ σπίτι νὰ πλαγιάση.
Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα, καὶ μὲ τὸ στέριο χάλκωμα πᾶνε γιὰ τὸ καράβι. Ἴδιος του μπῆκε ὁ ἀντρόκαρδος ὁ Ἀλκίνος στὸ καράβι, καὶ μέσα τὰ καλόθεσε στοὺς πάγκους ἀποκάτου, νὰ μὴ σκοντάβουν σὰν τραβᾶν κουπὶ τὰ παλληκάρια.
Κι ἐκεῖνοι πῆγαν νὰ χαροῦν τοῦ Ἀλκίνου τὸ γιορτάσι.   Καὶ βόδι αὐτὸς τοὺς ἔσφαξε, θυσία στὸ γιὸ τοῦ Κρόνου, τὸ Δία τὸ μαυρονέφελο, πού 'ναι ὅλων βασιλέας.
Καὶ τὰ μεριὰ σὰν ἔκαψαν, στὸ θεόλαμπρο τραπέζι φραινόνταν· καὶ τραγούδα τους ὁ κοσμοτιμημένος
καὶ θεϊκὸς τραγουδιστὴς Δημόδοκος. Ὡς τόσο συχνὰ στὸν ἥλιο γύριζε τὴν κεφαλὴ ὁ Δυσσέας, τὸ γέρμα λαχταρίζοντας, καὶ γυρισμὸ ποθώντας.
Καὶ σὰν ποὺ δεῖπνο ὀρέγεται ὁ ἀργάτης ποὺ ὁλημέρα τὰ μαῦρα βόδια τοῦ 'σερναν τὸ ἀλέτρι στὰ χωράφια, καὶ βλέπει μὲ χαρὰ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου νὰ βασιλεύη, καὶ στὸ φαγὶ πηγαίνοντας τὰ γόνατά του τρέμουν,τέτοια χαρά 'φερε τοῦ ἥλιου τὸ γέρμα στὸ Δυσσέα.
Καὶ γλήγορα στοὺς Φαίακες ποὺ τὸ κουπὶ ἀγαπᾶνε, μὰ στὸν Ἀλκίνο ξέχωρα, μίλησε τότες κι εἶπε· “Ἀλκίνο, πρῶτε βασιλιά, καὶ τῶ λαῶν καμάρι, κάμετε στάξες, στεῖλτε με μὲ τὸ καλό, καὶ γειά σας. Τὶ τώρα πιὰ τελέστηκαν ὅσα ἤθελε ἡ καρδιά μου, ταξίδι καὶ χαρίσματα, ποὺ οἱ θεοὶ νὰ τὰ βλογᾶνε,
νὰ ξαναβρῶ τὸ σπίτι μου καὶ τὴν καλὴ γυναίκα, καὶ νὰ γυρίσω ἀνάμεσα στοὺς ἀκριβούς μου φίλους.
Κι ἐσεῖς ποὺ ἐδῶ ἀπομνήσκετε, νά 'στε ἡ χαρὰ γιὰ πάντα τῶ γυναικῶν καὶ τέκνω σας, κι οἱ θεοὶ νὰ σᾶς φυλᾶνε, καὶ συφορὲς ἡ χώρα σας ποτὲς νὰ μὴ γνωρίση.”
Τότες σηκώθηκε ὁ τρανὸς Δυσσέας, στῆς Ἀρήτης τὰ χέρια τὸ διπλόκουπο παράδωσε ποτήρι,
καὶ λάλησε της κι εἶπε της μὲ φτερωμένα λόγια· “Γειά σου, χαρά σου ὁλοζωῆς, βασίλισσα, ὥσπου νά 'ρθουν τὰ γερατειὰ κι ὁ θάνατος, ποὺ τοὺς θνητοὺς προσμένουν· μισεύω τώρα, κι εὔκουμαι νὰ χαίρεσαι ἐδῶ μέσα τὰ τέκνα σου καὶ τὸ λαὸ καὶ τὸ γενναῖο Ἀλκίνο.”


Καὶ στὸ γιαλὸ σὰ φτάσανε, καὶ στὸ καράβι μπῆκαν, τὰ παλληκάρια οἱ προβοδοὶ στὸ κουφωτὸ καράβι
πῆραν καὶ βάλαν τὰ πιοτὰ καὶ τὶς προμήθειες ὅλες· καὶ τοῦ Ὀδυσσέα στρώσανε βελέντζα καὶ σεντόνι
στοῦ καραβιοῦ τὸ κάσαρο, γιὰ νὰ γλυκοκοιμᾶται στὴν πρύμη· αὐτὸς ἀνέβηκε καὶ πλάγιασ' ἐκεῖ τότες
σιωπώντας· κι αὐτοὶ κάθισαν ἀραδιαστοὶ στοὺς πάγκους, καὶ τὸ παράγγι ξέλυσαν ἀπὸ τὴν τρύπια δέστρα. Καὶ πίσω καθὼς γέρνανε καὶ τὰ νερὰ σκορποῦσαν, ὕπνος βαρὺς κατέβαινε πὰς στὰ ματόφυλλά του, βαθὺς περίσσια καὶ γλυκός, μὲ θάνατο παρόμοιος.
Σὰν πρόβαλε τὸ φωτερὸ τ' ἀστέρι ποὺ στὰ οὐράνια τῆς νυχτογέννητης αὐγῆς πρωτομηνάει τὴ φέξη, τὸ πλοῖο τὸ πελαγόδρομο ζύγωνε πιὰ στὸ Θιάκι.Βρίσκετ' ἐκεῖ τοῦ Φόρκυνα, τοῦ πελαγήσου γέρου,
κάποιο λιμάνι, καὶ σ' αὐτὸ δυὸ κάβοι ποὺ προβάλλουν, βραχόσπαρτοι, πρὸς τὴν μπασιὰ τοῦ λιμανιοῦ συγκλίνουν, κι ὄξω κρατοῦν τὰ κύματα ποὺ οἱ τρικυμιὲς σηκώνουν μὰ μέσα τὰ καλόφτιαστα συχάζουνε καράβια, δίχως δεσίματα, ἅμα μποῦν καὶ βροῦνε ἀραξοβόλι.
Εἶναι κι ἐλιὰ μακρόφυλλη βαθιὰ μὲς στὸ λιμάνι· καὶ δίπλα της ἀχνόθαμπη σπηλιὰ χαριτωμένη,
ἱερὸ λημέρι τῶν Νυφῶν ποὺ λέγουνται Ναϊάδες. Κροντήρια καὶ διπλόχερες λαγῆνες ἐκεῖ βρίσκεις,
ποὺ τὰ μελίσσια μέσα τους πηγαίνουν καὶ φωλιάζουν.
Εἶναι καὶ πέτρινοι ἀργαλειοὶ περίτρανοι, ποὺ οἱ Νύφες φαίνουν σκουτιὰ πορφυρωτὰ ποὺ βλέπεις καὶ θαμάζεις. Ἔχει κι ἀστείρευτα νερά, καὶ θύρες δυό· μιὰ θύρα πρὸς τὸ Βοριὰ ποὺ δύνουνται ν' αὐλίζουνται καὶ ἀνθρῶποι, κι ἡ ἄλλη, θεϊκιά, πρὸς τὸ Νοτιά, ποὺ ἀνθρῶποι δὲν περνᾶνε,
μόνε εἶναι τῶν ἀθάνατων ἡ θύρα ἐκείνη δρόμος.
ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΘΑΝΑΤΟΥΣ

Καὶ στὴ στεριὰ σὰ βγήκανε ἀπ' τὸ γερὸ καράβι, πρῶτ' ἀπ' τὸ πλοῖο τὸ κουφωτὸ τὸν Ὀδυσσέα σηκῶσαν· μὲ τὸ σεντόνι τὸ λινὸ καὶ τὸ λαμπρὸ στρωσίδι στὴν ἀμμουδιὰ τὸν ἔθεσαν καθὼς βαριοκοιμόταν, κι ὕστερα βγάλαν τὰ καλὰ ποὺ οἱ Φαίακες τοῦ δῶκαν ποὺ ἐρχόταν μὲ τῆς Ἀθηνᾶς τὴ χάρη στὴ πατρίδα.
Τά 'θεσαν ὅλα στῆς ἐλιᾶς τὴ ρίζα σωριασμένα, ὄξω ἀπ' τὸ δρόμο, μὴν τὰ δῆ περαστικὸς κανένας,
καὶ πάη καὶ τὰ πειράξη πρὶν ξυπνήση ὁ Ὀδυσσέας.
 Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΠΟΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΣ ΤΟΠΟΘΕΤΕΙΤΑΙ   ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ  1550Le Primatice (ζωγραφική πάνω σε ξύλο)

Κι αὐτοὶ ξαναγυρίζανε στὸν τόπο τους. Μὰ ὁ Σείστης δὲν ξέχναε τὶς φοβέρες του στο θεϊκὸ Ὀδυσσέα, καὶ πῆγε τοῦ Δία στὸν Ὄλυμπο τὴ γνώμη νὰ ρωτήξη· “ Δία πατέρα, ἐγὼ τιμὴ δὲ θά 'χω πιὰ καὶ δόξα μὲς στοὺς θνητούς, μιὰς καὶ θνητοὶ δὲ μὲ τιμοῦν ἐμένα, οἱ Φαίακες δά, ποὺ λέγουνται κι ἀπόγονοι δικοί μου.
Γιὰ τὸ Δυσσέα τὸ εἶπα ἐγὼ πὼς στὴν πατρίδα θά 'ρθη, πολλὰ σὰν πάθη· γυρισμὸ νὰ τοῦ ἀρνηθῶ ποτές μου δὲ θέλησα, τὶ τό 'ταξες ἐσὺ πὼς θὰ γυρίση.

Κι ὁ Δίας τοῦ ἀποκρένεται ὁ συννεφομαζώχτης·“Σείστη, μεγαλοδύναμε, τὶ λόγο πῆγες κι εἶπες ;
Δὲ σ' ἀψηφοῦν οἱ ἀθάνατοι· καὶ πῶς θ' ἀποκοτοῦσαν ἐσένα τὸ μεγάλο τους καὶ πρῶτο ν' ἀψηφήσουν ;
Κι ἂν ἄντρας κάποιος δυνατὸς κι ἀπόκοτος θελήση νὰ σὲ προσβάλη, ἐσὺ μπορεῖς νὰ γδικιωθῆς κατόπι.  Κάμε ὅπως θέλεις, καὶ καθὼς καλὸ τὸ κρίνει ὁ νοῦς σου.”

Αὐτὸ ἀπ' τὸ Δία σὰν ἄκουσε τοῦ κόσμου ὁ μέγας σείστης πρὸς τὴ Σκερία ξεκίνησε, τὸν τόπο τῶν Φαιάκων, καὶ στάθηκε· σὰν πρόβαλε τ' ἀνάφρυδο καράβι στὸ κῦμα γοργολάμνοντας, ζυγώνει ὁ Ποσειδώνας, μὲ τήν παλάμη τὸ βαράει, στὰ βάθια τὸ ριζώνει, πέτρα τὸ κάνει, ξεκινάει καὶ χάνεται ἀποκεῖθε.
Η ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ Charles Lebrun The Wrath of Neptune 1670

Κι ὁ Ἀλκίνος τότε ὁ βασιλιὰς ξαγόρεψέ τους κι εἶπε· “ Γιὰ δῆτε πῶς οἱ παλαιϊκὲς μᾶς βγαίνουν προφητεῖες τοῦ κύρη μου, σὰν ἔλεγε πὼς μᾶς φτονοῦσε ὁ Σείστης, ποὺ ὅλους ἐμεῖς ἀπείραχτοι στὴ γῆς τους προβοδᾶμε,.....κι ἂς σφάξουμε τοῦ Ποσειδώνα τώρα δώδεκα ταύρους διαλεχτούς, ἴσως καὶ σπλαχνιστῆ μας, καὶ μὲ τρανὸ τὴ χώρα μας βουνὸ δὲν τριγυρίξη.”
Κι ὁ μέγας ὁ Ὀδυσσέας σηκώθη ἀπὸ τὸν ὕπνο του στὴ γῆς τὴν πατρική του,
καὶ μήτε τήνε γνώρισε, καιροὺς ξενιτεμένος· τὶ ἡ διογέννητη Ἀθηνᾶ μ' ἀχνὸ τὸν περεχοῦσε,
νὰ τὸν φυλάξη ἀγνώριστο, καὶ νὰ τὸν δασκαλέψη, μὴν τόνε νιώση ἡ σύγκοιτη κι οἱ φίλοι κι οἱ πολῖτες, πρὶν κάθε τους ἀδίκημα πλερώσουν οἱ μνηστῆρες.
Γιὰ δαῦτο καὶ τοῦ σφάνταζαν ἀλλιώτικα ὅλα γύρω, τὰ μονοπάτια τὰ μακριὰ, τὰ ὁλόκλειστα λιμάνια,
τὰ δέντρα τὰ ὁλοφούντωτα, κι οἱ βραχουριὲς παντοῦθε.
Πετιέται ἀπάνω, στέκεται, κοιτάζει τὴν πατρίδα, καὶ τότε θλιβερὰ βογγάει, καὶ τὰ μεριὰ βαρώντας
μὲ τὶς παλάμες, κλαίγεται καὶ λέει μοιρολογώντας· “Ἀλλοίς μου, καὶ σὲ τί λογῆς ἀνθρώπων ἦρθα χώρα ; νά 'ναι ἆραγες ἀσύστατοι κι ἀδικοπράχτες κι ἄγριοι, ἢ νά 'χουνε φιλοξενιὰ καὶ θεοφοβιὰ στὸ νοῦ τους ;
Ποῦ φέρνω αὐτοὺς τοὺς θησαυρούς ; καὶ ποῦ πλανιέμαι ἀτός μου;...........
Σὰν εἶπε αὐτά, τοὺς τρίποδες μετροῦσε τοὺς πανώριους, καὶ τὰ λεβέτια, τὰ σκουτιά, καὶ τὸ λαμπρὸ χρυσάφι, καὶ τίποτες δὲν τοῦ 'λειπε· μὰ ἔκλαιγε γιὰ τὴ γῆς του, καὶ πικραναστενάζοντας σερνότανε στὴν ἄκρη τοῦ πολυτάραχου γιαλοῦ. Κι ἦρθε ἡ Ἀθηνᾶ σιμά του, μοιάζοντας νέο πιστικὸ ποὺ πρόβατα φυλάγει, περίσσια τρυφερόκορμο, καὶ σὰ βασιλοπαίδι.
Εἶχε διπλὴ στὸν ὦμο της καλόφτιαση φλοκάτα, στὰ ὡραῖα πόδια σάνταλα, στὰ χέρια της κοντάρι,
Ἅμα τὴν εἶδε χάρηκε καὶ ζύγωσε ὁ Δυσσέας, καὶ φώναξέ την, κι εἶπε της μὲ λόγια φτερωμένα·
“Φίλε, ποὺ πρῶτος ἔλαχες σ' αὐτὴ τὴ χώρα ὀμπρός μου, γειά σου, καὶ μὴ μοῦ φέρνεσαι κακόγνωμα· μόν' σῶσε κι ἐτοῦτα ἐδῶ κι ἐμένανε· τὶ σὰ θεό μου ἐσένα κοιτώντας καὶ δοξάζοντας στὰ γόνατά σου πέφτω.
Καὶ τοῦτο τώρα ξήγα μου μὲ ἀλήθεια, νὰ τὸ ξέρω· Ποιά γῆ 'ναι αὐτή, καὶ ποιός λαός; τί ἀνθρῶποι ἐδῶ γεννιοῦνται; νά 'ναι νησάκι ξάστερο κι αὐτό, γιά μήπως ἄκρη τῆς καρπερῆς εἶναι στεριᾶς πρὸς τὸ γιαλὸ ἁπλωμένη ; ”

Τότε γυρνᾶ καὶ τοῦ μιλᾶ ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα·
“Γιά κούφιος εἶσαι, ὦ ξένε μου, γιὰ ἀπὸ μακριὰ μᾶς ἦρθες, καὶ μὲ ρωτᾶς γι' αὐτὴ τὴ γῆς. Δὲν εἶναι δὰ καὶ τόσο στὸν κόσμο ἀγνώριστη· πολλοὶ τὴν ξέρουν κι ὅσοι ζοῦνε πρὸς τοῦ ἥλιου τὴν ἀνατολή, κι ὅσοι στὰ μέρη ζοῦνε ποὺ πέφτουν καταπίσωθε πρὸς τ' ἀχνερὰ σκοτάδια.
Δὲν εἶναι γῆς γιὰ ἀλόγατα, παρὰ γεμάτη πέτρα· μὰ πάλε μήτε γῆς φτωχή, κι ἁπλόχωρη ἂς μὴν εἶναι.
Στάρι περίσσιο καὶ κρασὶ καλὸ μᾶς δίνει ὁ τόπος, τὶ πάντα πέφτει ἐδῶ βροχὴ καὶ μᾶς δροσαίνουν πάχνες· γίδια καὶ βόδια βρίσκουνε καλὴ βοσκὴ ἐδῶ πέρα, μὰ καὶ τὰ δέντρα μὲ νερὰ ποτίζουνται περίσσια.
Η ΑΘΗΝΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΣΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ Giuseppe Bottani
 
Κι ἔτσι τὸ Θιάκι ἀκούστηκε κι ὡς τὴν Τρωάδα ἀκόμα, ποὺ λένε ἀπ' τὴν Ἀχαϊκὴ τὴ γῆς μακριὰ πὼς εἶναι.”
..............................
 Εἶπε, καὶ χαμογέλασε ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα, κι ἁπλώνοντας το χέρι της τὸν χάδεψε, καὶ φάνη
σὰ δέσποινα ὥρια καὶ τρανὴ σ' ἔργα λαμπρὰ πιδέξια. Καὶ φώναξέ τον κι εἶπε του μὲ λόγια φτερωμένα·  “Μαριόλος καὶ παμπόνηρος θά 'ναι ὅποιος σὲ περάση σὲ κάθε ἀπάτη, μὰ καὶ θεὸς ἂν τύχη νά 'ναι ἀκόμα.
Σκληρὲ καὶ μυριοσόφιστε κι ἀχόρταγε στοὺς δόλους, ὡς καὶ στὴ γῆς σου σὰ βρεθῆς δὲν τὸ ἀστοχᾶς τὸ ψέμα, μήτε τὰ λόγια τὰ πλαστά, ποὺ ἀρχῆθες τ' ἀγαποῦσες.
Μὰ τώρα αὐτὰ ἂς τ' ἀφήσουμε· σοφοὶ εἴμαστε κι οἱ δυό μας, πρῶτος κι ἐσὺ μὲς στοὺς θνητοὺς στὴ γνώση καὶ στὰ λόγια, καὶ πάλε ἐγὼ μὲς στοὺς θεοὺς γιὰ νοῦ καὶ γιὰ ξυπνάδα
εἶμ' ἀκουσμένη. Τοῦ Διὸς τὴν κόρη τὴν Παλλάδα, τὴν Ἀθηνᾶ δὲ γνώρισες ἐσὺ, ποὺ μερανύχτα
σοῦ παραστέκω, σ' ὅλα σου τὰ πάθια φύλακάς σου, καὶ ποὺ ἔκαμα τοὺς Φαίακες νὰ σ' ἀγαπήσουν ὅλοι.
Καὶ τώρα ἀκόμα βγῆκα ἐδῶ, γιὰ νὰ συλλογιστοῦμε πῶς νὰ σοῦ κρύψω τὰ καλὰ ποὺ οἱ Φαίακες σοῦ δῶκαν καθὼς ὁ νοῦς μου τὰ ὅρισε, μαζί σου νὰ τὰ φέρης.
Μὰ νὰ σοῦ πῶ, καὶ τί δεινὰ στὸ σπιτικό σου ἡ μοῖρα σοῦ φύλαξε· κι ἐσὺ καρδιὰ νὰ κάμης ν' ἁπομένης, καὶ σὲ κανένα μὴν ξηγᾶς οὔτ' ἄντρα οὔτε γυναίκα, πὼς ἀπ' τὰ ξένα γύρισες, παρὰ ὅσα κι ἂν παθαίνης ἀπὸ κακόβουλους θνητούς, ἀμίλητα νὰ τά 'χης.”
“ Μὲ τέτοιες πάντα συλλογὲς τὸ νοῦ σου βασανίζεις· γι' αὐτὸ κι ἐγὼ στὰ πάθια σου μονάχο δὲ σ' ἀφήνω, πού 'σαι δὰ τόσο γνωστικός, καλὸς κι ἀνοιχτομάτης.
Ἂν ἦταν ἄλλος κι ἔρχονταν στὸν τόπο του ἀπ' τὰ ξένα, θένα ' τρεχε, τὴ σύγκοιτη νὰ δῆ καὶ τὰ παιδιά του· μὰ ἀκόμα ἐσὺ δὲ λαχταρεῖς νὰ μάθης καὶ ν' ἀκούσης, μόν' πρῶτα τὴ γυναῖκα σου ζητᾶς νὰ δοκιμάσης, ποὺ μὲς στὸν πύργο κάθεται καὶ τυραννιέται ἡ ἔρμη, κι οἱ νύχτες της, κι οἱ μέρες της περνᾶνε μὲ τὰ δάκρυα.
Ποτὲς δὲν τὸ φοβόμουνα, μόν' τό 'χα ἐγὼ στὸ νοῦ μου, πὼς πίσω θένα 'ρθῆς χωρὶς κανένα σύντροφό σου· ὅμως στὸν Ποσειδώνα ἐγώ, στ' ἀδέρφι τοῦ γονιοῦ μου, δὲν ἤθελα ν' ἀντισταθῶ, τὶ σοῦ ἦταν χολωμένος, τὸ μάτι ἀφότου τύφλωσες τοῦ ἀγαπημένου γιοῦ του.
Τώρα τοὺς τόπους τοῦ Θιακιοῦ γιὰ νὰ πειστῆς σοῦ δείχνω.
Νά, τοῦ παλιοῦ θαλασσινοῦ τοῦ Φόρκυνα ὁ λιμιώνας· νά, κι ἡ μακρόφυλλη ἡ ἐλιὰ στοῦ λιμανιοῦ τὴν ἄκρη, καὶ δίπλα της ἡ ἀχνόθαμπη σπηλιά, ἡ χαριτωμένη, ἱερὸ λημέρι τῶν Νυφῶν ποὺ λέγουνται Ναϊαδες· ἐκεῖ 'ναι καὶ τὸ θολωτὸ τὸ σπήλιο ποὺ σ' ἐκεῖνες πολλὲς ἐσὺ ἑκατοβοδιὲς καλόδεχτες τελοῦσες· νά, καὶ τὸ Νήριτο βουνό, τ' ὁλόσκεπο ἀπὸ δάσια.” Εἶπε, καὶ σκόρπισε ὁ ἀχνός, καὶ φάνη ἡ γῆς τριγύρω· τὴν εἶδε κι ἀναγάλλιασε ὁ πολύπαθος Δυσσέας, καὶ χαίροντας σὰ φίλησε τὴ γῆς τὴν πλουτοδότρα, στὶς Νύφες προσευκήθηκε σηκώνοντας τὰ χέρια· “Ὦ Νύφες, κόρες τοῦ Διός, ν' ἀξιωθῶ σας πάλε δὲν τό 'λπιζα· σᾶς χαιρετῶ μὲ τὶς γλυκειὲς εὐκές μου, καὶ δῶρα θὰ σᾶς φέρνουμε σὰν πρῶτα ἐμεῖς περίσσια, ἂν ἡ νικήτρια ἡ Ἀθηνᾶ, τοῦ Δία ἡ θυγατέρα, ζωὴ μοῦ δώση, καὶ ἀντρειὰ στὸ γιὸ τὸν ἀκριβό μου. ”
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟΝ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ 1944 MOOR HENRY SPENCER UNIVERSITY OF EAST ANGLIA

Τότες καθίσαν στῆς ἱερῆς ἐλιᾶς τὴ ρίζα οἱ δυό τους, νὰ δοῦν πὼς θὰ ξεκάμουνε τοὺς ἄτιμους μνηστῆρες.
Η ΕΛΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΤΗΝ ΙΘΑΚΗ
Κι ἄρχισε πρώτη ἡ Ἀθηνᾶ, ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα·.............μὲ ραβδὶ τὸν ἄγγιξε ἡ Παλλάδα, καὶ ζάρωσε τὸ λυγερὸ καὶ τ' ὄμορφο κορμί του, καὶ τὰ ξανθά του ἀφάνισε μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς του,
καὶ σκέπασε μὲ γέρικο πετσὶ τὰ μέλη του ὅλα· τὰ δυό του μάτια θάμπωσε ποὺ πρῶτα ἀστραποφέγγαν, καὶ μ' ἄσκημα παλιόρουχα τοῦ 'ντυσε τὸ κορμί του, κουρελιασμένα καὶ λερὰ καὶ μαῦρα ἀπὸ καπνίλα, μ' ἀπάνω λάφινη προβιὰ μακριὰ καὶ μαδημένη· τοῦ δίνει καὶ ραβδὶ χοντρό, κι ἕναν τορβὰ στὸν ὦμο σκισμένο καὶ μὲ πρόστυχο σκοινὶ γιὰ κρεμαστήρι.
 
Η ΑΘΗΝΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΙ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΕ ΖΗΤΙΑΝΟ 1775 Bottani,Giuseppe ΠΑΒΙΑ Musei Civici Del Castello Visconteo, Pinacoteca Malaspina ( ΙΤΑΛΙΑ

Αὐτὰ εἶπαν, καὶ χωρίστηκαν κι ἐκείνη πῆγε νά 'βρη στὴ θεία τὴ Λακεδαίμονα τ' ἀγόρι τοῦ Ὀδυσσέα.

  
 
ΙΘΑΚΗ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
Αὐτὰ εἶπαν, καὶ χωρίστηκαν κι ἐκείνη πῆγε νά 'βρη  στὴ θεία τὴ Λακεδαίμονα τ' ἀγόρι τοῦ Ὀδυσσέα.
 

 

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

ΡΑΨ. θ  Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαιάκας.

Η ΑΘΗΝΑ ΒΟΗΘΑ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ Homer's Odyssey by John Rush


 Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα, κι ὁ Ἀλκίνος ὁ τρανόψυχος σηκώθη ἀπὸ τὸν ὕπνο·
σηκώθη κι ὁ διογέννητος, ὁ κουρσευτὴς Δυσσέας· κι ὁ Ἀλκίνος ὁ τρανόψυχος τὸν πῆρε στῶ Φαιάκων τὴν ἀγορά, ποὺ βρίσκονταν παράδιπλα τῶν πλοίων. Ἦρθαν καὶ κάθισαν ἐκεῖ στὰ σκαλιστὰ λιθάρια ἀντάμα οἱ δυό· κι ἡ Ἀθηνᾶ τριγύριζε στὴ χώρα, μοιασμένη μὲ τὸν κήρυκα τοῦ γνωστικοῦ τοῦ Ἀλκίνου, κι ἀπὸ ἄντρα σὲ ἄντρα πήγαινε, καὶ καθενοῦ λαλοῦσε, τοῦ Ὀδυσσέα τὸ γυρισμὸ στὸ νοῦ της μελετώντας· “Ὀμπρὸς, ἀμέτε, ὦ ἀρχηγοὶ καὶ προεστοὶ τῶ Φαιάκων, στὴν ἀγορά, ν' ἀκούσετε τὸν ξένο ποὺ ὅτι ἦρθε στὸν πύργο του περίξυπνου τοῦ Ἀλκίνου, ἀπὸ πελάγη ριγμένος· σὰν ἀθάνατος τ' ἀνάστημά του μοιάζει. Αὐτὰ εἶπε, καθενὸς καρδιὰ καὶ νοῦ παρακινώντας.
Κι εὐτὺς γεμίζει ἡ ἀγορὰ καὶ τὰ θρονιὰ ἀπὸ κόσμο· καὶ θάμαζαν πολλοὶ τὸ γιὸ τηρώντας τοῦ Λαέρτη, τὸν Ὀδυσσέα τὸ γνωστικό, ποὺ ἡ Ἀθηνᾶ μὲ χάρη θεόσταλτη περέχα του τὴν κεφαλή, τοὺς ὤμους,  καὶ μέγας κι ἁψηλόκορμος τὸν ἔκανε νὰ δείχνη, ὥστε σ' ὅλους τοὺς Φαίακες νὰ γίνη ἀγαπημένος, καὶ φοβερὸς καὶ σεβαστός, καὶ στοὺς πολλοὺς ἀγῶνες ἄξιος νὰ βγῆ, ποὺ οἱ Φαίακες τοῦ στῆσανε κατόπι.
Καὶ σὰ μαζώχτηκαν ἐκεῖ καὶ κάθισαν ἀντάμα, ὁ Ἀλκίνος τότε ὁ γνωστικὸς ξαγόρεψέ τους κι εἶπε· “Ἀκοῦστε με, ἐσεῖς ἀρχηγοὶ καὶ πρῶτοι τῶ Φαιάκων, τὰ ὅσα μέσα μου ἀγρικῶ νὰ σᾶς τὰ φανερώσω.
Μοῦ ἦρθε ὁ ἀγνώριστος αὐτὸς καὶ πλανεμένος ξένος, ἂν ἀπὸ δύση φάνηκε γιά ἀνατολὴ δὲν ξέρω, καὶ μᾶς ζητάει προβόδωση ποὺ βέβαιο νά 'χη τέλος.
Κι ἐμεῖς ἂς τόνε στείλουμε σὰν τόσους ἄλλους πρὶν του, γιατὶ κανένας ποὺ ἔρχεται στοὺς πύργους μου δὲ μνήσκει πολὺν καιρὸ ἀπροβόδωτος καὶ παραπονεμένος.

Δώδεκ' ἀρνιὰ τοὺς ἔσφαξε ὁ Ἀλκίνος, ὀχτὼ χοίρους ἀσπρόδοντους καὶ βόδια δυὸ λοξόποδα τοὺς κόβει, ποὺ τά 'γδαραν καὶ τά 'σφαξαν καὶ στρώσανε τραπέζια. Φέρνει κι ὁ κράχτης τὸν καλὸ τραγουδιστή μαζί του, ποὺ ἡ Μοῦσα τὸν ἀγάπησε, καὶ τοῦ 'δωσε σμιγμένο καλὸ μαζὶ μὲ τὸ κακό. Τὸ φῶς του αὐτὴ τοῦ πῆρε, μὰ τοῦ 'φερε γλυκειὰ φωνή. Θρονὶ ἀργυροδεμένο στοὺς καλεστοὺς ἀνάμεσα τοῦ στήνει ὁ κράχτης, δίπλα στύλου ἁψηλοῦ, καὶ σὲ καρφὶ τὴ λύρα του κρεμώντας ποπάνωθέ του, τοῦ 'δειξε πρὸς ποῦ ν' ἁπλοχερίση.
Καὶ τοῦ 'βαλε τραπέζι ὀμπρὸς μ' ἀπάνω του πανέρι, καὶ τάσι μὲ καλὸ κρασί, νὰ πιῆ σὰν τοῦ δοκήση.
Τὰ χέρια τότε ὅλοι ἅπλωναν στὰ καλοφάγια ὀμπρός τους.
Κι ἀπὸ πιοτὸ κι ἀπὸ φαῒ σὰ φράνθηκε ἡ καρδιά τους, τὸν ψάλτη ἡ Μοῦσα κίνησε νὰ ψάλη ἀντρῶνε δόξες, ἀπὸ τραγούδι ποὺ ἔφτανε ἡ φήμη του στὰ οὐράνια, τοῦ Ὀδυσσέα τὸ μάλωμα καὶ τοῦ Ἀχιλλέα, σὰν πιάσαν μεγάλο λογομαχητὸ πὰς σὲ ἱερὴ θυσία καὶ μέσα του ὁ Ἀγαμέμνονας χαιρότανε ὁ μεγάλος
ποὺ λογοφέρνανε μαζὶ τῶν Ἀχαιῶν οἱ πρῶτοι. Τὶ τέτοια τοῦ προφήτευε ὁ Ἀπόλλωνας ὁ Φοῖβος, τὸ πέτρινο σὰν πέρασε κατώφλι τῆς Πυθώνας, νὰ μάθη τὰ μελλούμενα· κι ἀρχίσανε οἱ φουρτοῦνες
Τρωαδιτῶν καὶ Δαναῶν, κατὰ τοῦ Δία τὸ θέλει.
Αὐτὰ τραγούδαε ὁ ξακουστὸς ὁ ψάλτης· κι ὁ Ὀδυσσέας τὸ πορφυρένιο φόρεμα μὲ τὰ δυὸ χέρια σέρνει στὴν κεφαλή, καὶ τ' ὥριο του τὸ πρόσωπο σκεπάζει· τὶ ντράπηκε τὰ δάκρυα οἱ Φαίακες νὰ τοῦ βλέπουν.
Κι ὅταν ὁ ψάλτης ὁ θεϊκὸς σταμάταγε, ὁ Δυσσέας τὰ δάκρυα του σφουγγίζοντας ξεσκέπαζε τὴν ὄψη,
κι ἀπὸ διπλόχερο ἔσταζε καυκὶ στοὺς Ὀλυμπήσους.
Σ' ὅλους τοὺς ἄλλους ἄφαντα τὰ δάκρυα του κυλοῦσαν, καὶ μόνε ὁ Ἀλκινος τά 'νιωσε καὶ τὰ εἶδε, ποὺ σιμά του καθόταν, καὶ τὸν ἄκουγε νὰ βαριαναστενάζη.
    Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΡΥΒΕΙ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥ Francesco Hayez 1814-1815 ΜΟΥΣΕΙΟ ΝΑΠΟΛΗΣ

Κι εὐτὺς στοὺς Φαίακες γυρνάει τοὺς ναυτικοὺς καὶ κρένει·  “Ἀκοῦτε, τῶ Φαιάκωνε ὦ προεστοὶ κι ἀρχόντοι· τώρα ποὺ ἐδῶ χαρήκαμε τὸ μοιραστὸ τραπέζι, καὶ τὴ γλυκειὰ συντρόφισσα τῶν τραπεζιῶν, τὴ λύρα, ἂς βγοῦμε γιὰ νὰ παίξουμε, καὶ σ' ὅλους, τοὺς ἀγῶνες, ποὺ νὰ δηγέται ὁ ξένος μας στοὺς φίλους καὶ δικούς του, σὰν πάη στὴ γῆς του, πόσο ἐμεῖς τοὺς ἄλλους ξεπερνοῦμε
στὸ πόλεμο καὶ στὴ γροθιά, στὸ πήδημα, στὰ πόδια.”
καὶ σάνε καλογλέντησαν μὲ τοὺς ἀγῶνες ὅλοι, τοῦ Ἀλκίνου ὁ γιὸς τὰ λόγια αὐτὰ τοὺς εἶπε, ὁ Λαοδάμας· καὶ σάνε καλογλέντησαν μὲ τοὺς ἀγῶνες ὅλοι, τοῦ Ἀλκίνου ὁ γιὸς τὰ λόγια αὐτὰ τοὺς εἶπε, ὁ Λαοδάμας· τὰ χέρια, οἱ ἄντζες, τὰ μεριά, κι ὁ σβέρκος ὁ γερός του δείχνουν περίσσια δύναμη· μηδὲ του λείπει ἡ νιότη, μόνε ποὺ πάθια ἀρίθμητα τὸν ἔχουν τσακισμένο.
Τὶ σὰν τὴν πικροθάλασσα κακὸ δὲν ἔχει κι ἄλλο νὰ καταλῆ τὸν ἄνθρωπο, κι ἂς εἶναι σιδερένιος.”
“Ἔλα, πατέρα ξενικέ, νὰ βγῆς κι ἐσὺ σὲ ἀγώνα, ἂν ξέρης, καὶ μοῦ φαίνεσαι πὼς ξέρεις ἀπὸ ἀγῶνες·
τὶ δόξα μεγαλύτερη στὴ ζωὴ δὲν ἔχει ὁ ἄντρας, ἀπ' ὅση τὰ ἔργα τῶ χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν τοῦ φέρνουν. Ἔλα, ἀγωνίσου, σκόρπισε τὶς ἔννοιες ἀπ' τὸ νου σου, τὶ δὲ θ' ἀργήση ἐσένα πιὰ πολὺ τὸ γυρισμά σου· καὶ τὸ καράβι σου ἕτοιμο, κι οἱ διαλεχτοὶ συντρόφοι.”
Τότε γυρνᾶ ὁ πολύβουλος Δυσσέας κι ἀπολογιέται· “Τί μὲ πειράζετε μ' αὐτὰ ποὺ λέτε, ὦ Λαοδάμα;
Ἔννοιες περίσσιες ἔχω ἐγὼ στὸ νοῦ μου, κι ὄχι ἀγῶνες ποὺ πάμπολλα εἶδα κι ἔπαθα, κι έδῶ στὴ σύναξή σας ποὺ ἔφτασα τώρα κάθουμαι, τὸ βασιλιά σας κι ὅλους παρακαλώντας γυρισμὸ πατρίδας νὰ μοῦ δώσουν.”
Καὶ τότες τὸν ἀντίσκοψε ὁ Εὐρύαλος καὶ τοῦ εἶπε· “Πολύξερος ἀλήθεια ἐσὺ δὲ μοῦ σφαντᾶς, ὦ ξένε,
στὰ τόσα τ' ἀγωνίσματα ποὺ συνηθίζει ὁ κόσμος.
Μόνε σὰν κάποιος φαίνεσαι ποὺ μὲ καράβι βγαίνει, κι ὁρίζει ναῦτες ποὺ καλοὶ περνοῦν πραματευτάδες,κι ὁ νοῦς του πάντα στὸ φορτιό, τὸ μάτι στὴν πραμάτεια, κέρδη ζητώντας ἁρπαχτά· ὄχι, ἀθλητὴς δὲ μοιάζεις.”
Τότες λοξὰ κοιτώντας τον τοῦ κάνει ὁ Ὀδυσσέας·
“Ἄσκημα τά 'πες, φίλε, αὐτά, καὶ φαφλατὰς μοῦ μοιάζεις. Σ' ὅλους τοὺς ἄντρες οἱ θεοὶ κάθε καλὸ δὲ δίνουν, οὔτε ὄψη κι οὔτε καύκαλα, κι οὔτε μιλιὰ καὶ γλῶσσα. Μόνε ἄλλος ἄντρας στὴ μορφιὰ ἀδικήθηκε, κι ὡς τόσο ὁ θεὸς μὲ λόγια τὴ μορφὴ στολίζει τέτοιου ἀνθρώπου,
καὶ τὸν θωροῦν καὶ χαίρουνται ποὺ εὐκολοσυντυχαίνει γλυκὰ καὶ συσταζούμενα, καὶ λάμπει μὲς στοὺς ἄλλους, καὶ τὸν τηρᾶνε σὰ θεὸ ἀπ' τὴ χώρα σὰ διαβαίνη.
Κι ἀλλονοῦ πάλε τὸ κορμὶ μὲ ἀθάνατου λὲς μοιάζει, ὅμως τὰ λόγια του αὐτουνοῦ δὲν τὰ στολίζει ἡ χάρη.
Ἔτσι κι ἐσὺ λαμπρὸ κορμὶ μᾶς δείχνεις, ποὺ δὲν μπόρειε θεὸς νὰ πλάση ἀνώτερο, κι ὅμως ὁ νοῦς σου κλούβιος.
Μοῦ τάραξες τὰ μέσα μου μὲ τ' ἄπρεπά σου λόγια, τὶ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀνήξερος ἀπὸ καλοὺς ἀγῶνες,
Εἶπε, χωρὶς νὰ γυμνωθῆ πετιέται, ἁρπάει λιθάρι τρανό, χοντρό, βαρύτερο πολὺ ἀπὸ τὰ λιθάρια
ποὺ ρίχτανε σὰν παίζανε οἱ Φαίακες συνατοί τους.
Τὸ στρίβει, καὶ τὸ σφεντονάει μὲ τὴ βαρειά του χέρα. Βούϊξ' αὐτό, κι οἱ Φαίακες στὴ γῆς ἀπ' τὴν ὁρμή του σκύψανε, οἱ μακρόλαμνοι καὶ θαλασσακουσμένοι·
Πέταξ', ἡ πέτρα ἀπάνωθε ἀπ' τῶν ἄλλων τὰ σημάδια, γοργογυρνώντας· ἡ Ἀθηνᾶ σημάδεψε τὴν ἄκρη,
μὲ ἄντρα στὴν ὄψη μοιάζοντας, καὶ φώναξέ τον κι εἶπε·“Τέτοιο σημάδι καὶ τυφλὸς ψάχνοντας θά 'βρη, ὦ ξένε· μὲ τ' ἄλλα αὐτὸ δὲ σμίχτηκε, μόν' εἶναι πρῶτο πρῶτο,
καὶ μὴ φοβᾶσαι· Φαίακας κανένας δὲν τὸ φτάνει.”
Καὶ τώρα ἐλᾶτε, οἱ Φαίακες οἱ πιὸ ἄξιοι χορευτάδες, χορέψτε, ὁ ξένος γιὰ νὰ λέη στοὺς φίλους καὶ δικούς του, πίσω σὰν πάη, ὡς πόσο ἐμεῖς τοὺς ἄλλους ξεπερνᾶμε στ' ἀρμένισμα καὶ στὸ χορό, στὰ πόδια, στὸ τραγούδι.
Κι ἀμέσως τὴ γλυκόχορδη τὴ λύρα ἂς τρέξη κάποιος νὰ φέρη τοῦ Δημόδοκου, 'πομέσα ἀπ' τὸ παλάτι.”
 Καὶ μὲ τή λύρα του ἄρχισε γλυκὰ τραγούδια ἐκεῖνος, τῆς Ἀφροδίτης τῆς λαμπρῆς καὶ τοῦ Ἄρη τὶς ἀγάπες, κρυφὰ σὰν πρωτοσμίξανε στοῦ Ἡφαίστου τὰ παλάτια, καὶ δῶρα ὁ Ἄρης δίνοντας ἀτίμασε τὸ στρῶμα τοῦ Ἡφαίστου· καὶ μηνύτορας ὁ Ἥλιος τοῦ ἦρθε τότες, τὶ αὐτὸς τοὺς δυό τους μάτιασε ποὺ ἀγκαλιαστὰ φιλιόνται, Κι ὁ Ἥφαιστος σὰν τ' ἄκουσε βαριὰ τοῦ κακοφάνη· πηγαίνει στ' ἀργαστήρι του μὲ πονηριὰ στὸ νοῦ του, μεγάλο ἀμόνι στύλωσε, καὶ βάρεσε καὶ κόβει δεσμὰ ἄσπαστα κι ἀξέλυτα, γιὰ νὰ πιαστοῦνε μέσα.
Τέτοια λαλοῦσαν κι ἔκρεναν οἱ θεοὶ ἀναμεταξύ τους· καὶ λέει τοῦ Ἑρμῆ ὁ Ἀπόλλωνας, τοῦ Δία ὁ γιός, ὁ ρήγας.“Ὦ γιὲ τοῦ Δία, μηνυτὴ καὶ πλουτοδότη Ἑρμῆ μου, σὲ τέτοια δίχτυα δυνατὰ δὲ θά 'στεργες νὰ πέσης, ἂν εἶχες τὴν ὡριόχρυση Ἀφροδίτη στὸ πλευρό σου;”
Κι ὁ μηνυτὴς ὁ Ἀργοφονιὰς, ἀπολογήθη κι εἶπε· “Δοξαριστή μου Ἀπὀλλωνα, μακάρι νὰ γινόταν.Τρεῖς φορὲς τόσα ἂς μοῦ 'ριχταν δεσμὰ γύρω τριγύρω, κι ἂς μὲ κοιτάζατε οἱ θεοὶ κι οἱ θεὲς μαζί σας ὅλες, σώνει μὲ τὴν πανώρια ἐγὼ νὰ πλάγιαζα Ἀφροδίτη.”
 Εἶπε, κι οἱ ἀθάνατοι θεοὶ ξεσπάσανε στὰ γέλια. Μὰ παρακάλειε ἀγέλαστος ὁ Ποσειδώνας πάντα τὸν τεχνοξάκουστο Ἥφαιστο τὸν Ἄρη νὰ ξελύση, καὶ τοῦ λαλοῦσε κι ἔλεγε μὲ φτερωμένα λόγια·   “Λῦσε τον, καὶ σοῦ τάζω ἐγώ, πὼς σὰν πού ἐσὺ γυρεύεις, αὐτὸς μπρὸς στοὺς ἀθάνατους τὸ δίκιο θὰ πλερώση.” Κι ὁ ζαβοπόδης ὁ Ἥφαιστος τοῦ ἀπάντησε καὶ τοῦ εἶπε· “Αὐτὸ μὴν τὸ γυρεύης μου, γαιοκράτη Ποσειδώνα· κακή 'ναι ἡ τέτοια ἐγγύηση γιὰ τὸν κακὸ νὰ γίνη.
Πῶς στοὺς ἀθάνατους ὀμπρὸς θὰ σὲ κρατῶ δεμένο, ἂν ὁ Ἄρης φύγη σὰ λυθῆ, χωρὶς νὰ μὲ πλερώση;”
Καὶ τότε ἔτσι τοῦ μίλησε ὁ σείστης Ποσειδώνας·“Κι ἂν τύχη ὁ Ἄρης, Ἥφαιστε, καὶ φύγη κι ἀστοχήση τὸ χρέος, ξέρε πὼς ἐγὼ θένα 'μαι ὁ πλερωτής σου.”
Κι ὁ ζαβοπόδης ὁ Ἥφαιστος ἀπολογήθη κι εἶπε·
“Στὸ λόγο σου δὲ γίνεται νὰ πῶ ὄχι, μηδὲ πρέπει.”  Εἶπε, καὶ τὰ δεσμὰ ὁ τρανὸς ὁ Ἥφαιστος ξελύνει.
Κι αὐτοὶ σὰ λευτερώθηκαν ἀπ' τῶ δεσμῶν τὸ βάρος, πετάξανε, καὶ κίνησε κατὰ τὴ Θράκη ὁ Ἄρης,
κι ἡ φιλογέλαστη θεὰ στῆς Κύπρος πῆε τὴν Πάφο, ποὺ ἔχει ναό της καὶ βωμὸ μοσκολιβανισμένο.
Οἱ Χάρες τήνε λούσανε, μὲ λάδι τὴν ἀλεῖψαν ἀθάνατο, ποὺ γιὰ θεῶν κορμιὰ μονάχα τό 'χουν,
καὶ μὲ σκουτιὰ τὴν ἔντυσαν, ποὺ θάμαζες νὰ βλέπης.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΡΗΣ ΞΑΦΝΙΑΣΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΦΑΙΣΤΟ Lagrenée - Musée du Louvre
Αὐτὰ ὁ καλὸς τραγουδιστὴς τραγούδαε· κι ὁ Δυσσέας φραινότανε ἀγρικώντας τα· φραινόντουσαν κι οἱ ἄλλοι οἱ Φαίακες οἱ μακρόλαμνοι κι οἱ θαλασσακουσμένοι.

Κι ο Ἀλκίνος σήκωσε τοὺς δυό, Ἅλιο καὶ Λαοδάμα, χορὸ νὰ στήσουν μόνοι τους, τὶ δὲν τοὺς ἔφτανε ἄλλος.
Κι ἐκεῖνοι, σφαῖρα παίρνοντας στὰ χέρια πορφυρένια καὶ λαμπερή, ποὺ ὁ Πόλυβος τὴν ἔφτιαξε ὁ τεχνίτης, ὁ ἕνας τὴν ἔρριχτε ἁψηλὰ πρὸς τὰ ἰσκιερὰ τὰ νέφια, γέρνοντας πίσω· ἀπὸ τὴ γῆς πετιόταν τότε ὁ ἄλλος, κι ἀνάερα τὴν ἅρπαζε τὸ χῶμα πρὶν ἀγγίξη.
Κι ἀφοῦ πηδώντας ἔπαιξαν ἐκεῖνοι μὲ τὴ σφαῖρα χορὸ τότες ἀρχίσανε στὴ γὴ τὴν πολυθρόφα,
συχνὰ ξαλλάζοντας· πολλὰ τὰ χέρια κουρταλώντας, ἀγόρια ἐκεῖ παράστεκαν, κι ἦταν ὁ ἀχὸς μεγάλος.
Τότε ὁ Ὀδυσσέας γύρισε καὶ λάλησε τοῦ Ἀλκίνου·“Ἀλκίνο, πρῶτε βασιλιὰ καὶ τῶ λαῶν καμάρι,
καὶ τὸ καυκιόσουν πὼς αὐτοὶ λαμπροί 'ναι χορευτάδες, κι ἀληθινὰ τὸ δείξανε· τοὺς βλέπω καὶ σαστίζω.” Αὐτὰ εἶπε, καὶ τὰ χάρηκε ὁ ἥρωας ὁ Ἀλκίνος, καὶ στοὺς καλοὺς θαλασσινοὺς τοὺς Φαίακες τότε κρένει· “Ἀκοῦστε με ὅλοι, ὦ προεστοὶ κι ἀρχόντοι τῶ Φαιάκων, ἀλήθεια γνώση περισσὴ μᾶς δείχνει αὐτὸς ὁ ξένος, καὶ δῶρα ἂς τὸν φιλέψουμε ποὺ πρέπουνε σὲ ξένους.
Δώδεκα ἐδῶ τὴ χώρα μας ὁρίζουν βασιλιάδες, κι ἐγὼ ἄλλος ἕνας, δεκατρεῖς· καθένας ἂς τοῦ φέρη
καθάρια καὶ καλόπλυτη χλαμύδα μὲ χιτώνα, κι ἀπό 'να τάλαντο σωστὸ βαριότιμο χρυσάφι·
κι ὅλ' ἂς τὰ βάλουμε μαζὶ γιὰ νὰ τὰ πάρη ὁ ξένος στὰ χέρια του, καὶ μὲ χαρὰ στὸ δεῖπνο νὰ καθίση.
Ἂς ἔρθη κι ὁ Εὐρύαλος μὲ λόγια καὶ μὲ δῶρο νὰ τὸν γλυκάνη, τὶ ἄπρεπα τοῦ 'χε μιλήσει πρῶτα.”
Αὐτὰ εἶπε, κι ὅλοι πρόθυμα συφώνησαν, καὶ στεῖλαν καθένας ἕναν κήρυκα τὰ δῶρα νὰ τοὺς φέρη.
Κι ὁ Εὐρύαλος σηκώθηκε καὶ λάλησέ του κι εἶπε·
“Ἀλκίνο, πρῶτε βασιλιά, καὶ τῶν λαῶν καμάρι, τὸν ξένο θὰ φιλιώσω ἐγὼ καθὼς μοῦ παραγγέλνεις.
Αὐτὸ τ' ὁλόχαλκο σπαθὶ μὲ τ' ἀσημένιο χέρι, ποὺ ἔχει καὶ νιοπριόνιστο φηκάρι φιλντισένιο, θὰ τοῦ τὸ δώσω, δῶρο του νὰ τό 'χη τιμημένο.”
Ὡς τόσο ὁ ἥλιος ἔγειρε, κι ἦρθαν τὰ ὡραῖα δῶρα, ποὺ τά 'φερναν οἱ κήρυκες στοῦ Ἀλκίνου τὸ παλάτι.
Οἱ γιοὶ τὰ παραλάβανε τοῦ δοξασμένου Ἀλκίνου, καὶ στὸ πλευρὸ τῆς σεβαστῆς μητέρας τ' ἀπιθῶσαν.
Τότες πρὸς τ' ἁψηλὰ θρονιὰ ὁ ἥρωας ὁ Ἀλκίνος κίνησε πρῶτος, κι ἤρθανε κι οἱ ἄλλοι καὶ καθίσαν.
Κι ὁ Ἀλκίνος τότε ὁ ἥρωας λάλησε τῆς Ἀρήτης· “Φέρε τὸ πιὸ ξεχωριστὸ σεντούκι μας γυναίκα, καὶ βάλε μέσα νιόπλυτη χλαμύδα καὶ χιτώνα.
Κατόπι βάλε χάλκωμα μὲ τὸ νερὸ νὰ βράση, γιὰ νὰ λουστῆ, καὶ σὰν τὰ δῆ μὲ τάξη ὅλα τὰ δῶρα,
ποὺ οἱ Φαίακες οἱ διαλεχτοὶ τοῦ φέραν ἐδῶ πέρα, νὰ κάμη κέφι τρώγοντας, κι ἀκούγοντας τραγούδι.
Κι ἐγὼ θὰ τοῦ χαρίσω αὐτὸ τ' ὥριο χρυσὸ ποτήρι, νὰ μὲ θυμᾶται ὁλοζωῆς στ' ἀρχοντικό του μέσα,
στὸ Δία καὶ στοὺς ἀλλονοὺς ἀθάνατους σὰ στάζη.”
.....
Κι οἱ κόρες σὰν τὸν ἔλουσαν καὶ λάδι τὸν ἀλεῖψαν, τοῦ φόρεσαν ὡριόπλουμη χλαμύδα καὶ χιτώνα·
καὶ βγαίνοντας ἀπ' τὸ λουτρὸ ξεκίναε στοὺς λεβέντες ποὺ πίνανε. Κι ἡ Ναυσικᾶ μὲ κάλλη θεοσταλμένα, κοντὰ στῆς καλοκάμωτης σκεπῆς τὸ στῦλο στάθη,
καὶ θάμαζε κατάματα τὸν Ὀδυσσέα τηρώντας, καὶ μὲ δυὸ λόγια φτερωτὰ τοῦ λάλησε καὶ τοῦ εἶπε·
 “Γειά σου, χαρά σου, ξένε μου, καὶ σὰ βρεθῆς στὴ γῆς σου νὰ μὲ θυμᾶσαι, ποὺ τὴ ζωὴ χρωστᾶς σ' ἐμένα πρώτη.”
 Καὶ γύρισε ὁ τετράξυπνος Δυσσέας καὶ τῆς εἶπε· νὰ δώση ὁ Δίας ὁ βροντηχτής, ὁ σύγκλινος τῆς Ἥρας, στὴ γῆς μου νά 'ρθω, νὰ χαρῶ τοῦ γυρισμοῦ τὴ μέρα, καὶ τότε ὁλοχρονὶς ἐγὼ σὰ θεὰ θὰ σὲ δοξάζω, ποὺ ἀλήθεια ἐσὺ, παρθένα μου, τὴ ζωὴ μοῦ 'χεις σωσμένη.”
“Ὦ Ναυσικᾶ, τοῦ ἀντρόψυχου τοῦ Ἀλκίνου θυγατέρα,
Ἔφερε τότε ὁ κήρυκας καὶ τὸν τραγουδιστή τους, τὸ λατρευτὸ Δημόδοκο, τὸν πολυτιμημένο,
καταμεσὶς τὸν κάθισε τῶν ἄλλων, καὶ σὲ στῦλο ἀκούμπησέ τον ἁψηλό. Κι ὁ θεόξυπνος Δυσσέας στὸν κήρυκα γυρίζοντας τοῦ μίλησε καὶ τοῦ 'πε, ἀφοῦ ἀπὸ ράχη ἀσπρόδοντου ἀγριόχοιρου κομμάτι
γεμάτο πάχος τοῦ 'κοψε, κι ἔμνησκε κι ἄλλο ἀκόμα· “Νὰ, κράχτη, τοῦ Δημόδοκου νὰ δώσης γιὰ προσφάγι, ποὺ γκαρδιακὰ τὸν χαιρετῶ, κι ἂς εἶμαι καὶ θλιμμένος.
Σ' ὅλον τὸν κόσμο τοὺς τιμοῦν τοὺς ψάλτες οἱ ἀνθρῶποι, τὶ ἡ θεία ἡ Μοῦσα τὰ γλυκὰ τοὺς δίδαξε τραγούδια, ἀγάπη πάντα δείχνοντας ξεχωριστὴ σ' ἐτούτους.”

“Ἐσένα ἀπ' ὅλους τοὺς θνητούς, Δημόδοκε, δοξάζω.
Γιά ἡ κόρη τοῦ Δία σ' ἔμαθε ἡ Μοῦσα, γιά κι ὁ Φοῖβος, καὶ τὰ δεινὰ τῶν Ἀχαιῶν μὲ τόση τέχνη ψέλνεις, τὰ ὅσα πράξαν κι ἔπαθαν καὶ τράβηξαν ἐκεῖνοι· κἂν ὁ ἴδιος ἐκεῖ βρέθηκες, κἂν τ' ἄκουσες ἀπ' ἄλλους.
Τώρα ἔλα, σὲ ἄλλο πέρασε, καὶ τ' ἄλογο δηγήσου τὸ ξύλινο ποὺ ὁ Ἐπειὸς κι ἡ Ἀθηνᾶ σκαρῶσαν,
καὶ ποὺ μὲ δόλο τό 'φερε στὸ κάστρο ὁ Ὀδυσσέας, ἄντρες γεμάτο, καὶ μ' αὐτὸ κουρσέψαν τὴν Τρωάδα.
Ἂ μᾶς τὰ δηγηθῆς κι αὐτὰ σωστὰ μὲ τὴ σειρά τους, σ' ὅλο τὸν κόσμο τότε ἐγὼ γιὰ πάντα θὰ τὸ κρένω, πὼς ὁ θεὸς σοῦ χάρισε τοῦ τραγουδιοῦ τὸ μάγιο.”
Η ΜΟΥΣΑ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΜΕ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ  MEYNIER Charles, 1789 Cleveland Museum of Art, OH, USA 
......
Κι ἔψελνε πῶς τὴ ρήμαξαν οἱ Ἀχαιοὶ τὴ χώρα, ἀπὸ τὰ μέσα τὰ βαθιὰ χουμίζουντας τοῦ ἀλόγου.
Κι ἔψελνε πῶς διαγούμιζαν ἄλλος ἀλλοῦ τὴ χώρα, πῶς ὁ Ὀδυσσέας ξεκίνησε στὸν πύργο τοῦ Δῃφόβου μαζὶ μὲ τὸν ἰσόθεο Μενέλαο σὰν Ἄρης, κι ἐκεῖ, λέει, ἔπιασε βαρειὰ καὶ λυσσασμένη ἀμάχη, κι ἡ μεγαλόκαρδη Ἀθηνᾶ τοῦ χάρισε τὴ νίκη.
Αὐτὰ τραγούδαε ὁ ξακουστὸς ὁ ψάλτης· κι ὁ Ὀδυσσέας ἔλυωνε, καὶ τὰ δάκρυα στὰ μάγουλά του τρέχαν.
Στοὺς ἄλλους κι ἂ δὲ φαίνουνταν, μὰ τά 'νιωθε ὁ Ἀλκίνος, ποὺ ἦταν σιμά του, κι ἄκουγε τὸ βαριοστέναγμα του.
 
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΑΛΚΙΝΟΟ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΗΜΟΔΟΚΟ JAN STYKA


Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

ΡΑΨ. ζ    Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαιάκας.



 Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ RUBENS 1630-35 Palazzo Pitti ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ

Ἐκεῖ ὁ πολυβασάνιστος, ὁ μέγας Ὀδυσσέας κοιμόταν ἀπὸ κούραση κι ἀγρύπνια ἀφανισμένος.
Κι ἡ Ἀθηνᾶ ξεκίνησε στὴ χώρα τῶ Φαιάκων, ποὺ πρῶτα στὴν ἁπλόχωρη Ὑπέρεια κατοικοῦσαν, παράδιπλα στοὺς Κύκλωπες, ἀνθρώπους ἀλαζόνες,ποὺ ὅντας περίσσια δυνατοὶ πολλὰ κακὰ τοὺς  φτιάναν.
Κι ὁ θεόμορφος Ναυσίθοος τοὺς πῆρε στὴ Σκερία, κι ἀπὸ ἄντρες σιταρόθρεφτους μακριὰ συμμάζωξέ τους, σὲ πόλη τοὺς τοιχόκλεισε, τοὺς ἔχτισ' ἐκεῖ σπίτια, τοὺς ἔστησε ναοὺς θεῶν, καὶ μοίρασε τὴ γῆς τους.
Καὶ σὰν τὸν πῆρε ὁ θάνατος στὸν Ἄδη, τότ' ὁ Ἀλκίνος βασίλεψε, ποὺ ἡ γνώμη του θεοκατέβαστη ἦταν. Σ' ἐκείνου ἦρθε τὰ μέγαρα ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα, τὸ γυρισμὸ τοῦ ἀντρόψυχου Ὀδυσσέα μελετώντας
. Καὶ μπῆκε μὲς στὸ θάλαμο τὸ λαμπροδουλεμένο, ποὺ κόρη μὲ ὅψη κι ὀμορφιὰ θεόμοιαστη κοιμόταν, ἡ Ναυσικᾶ, τοῦ ἀντρόψυχου τοῦ Ἀλκίνου ἡ θυγατέρα.
Σιμά 'τανε δυὸ κοπελιὲς χαριτοστολισμένες, στὰ πλάγια θύρας σφανταχτῆς μὲ τὰ κλεισμένα φύλλα. Σὰν ἀγεράκι χύθηκε στὴν κλίνη τῆς παρθένας, καὶ στάθηκε ἀποπάνω της καὶ μίλησέ της κι εἶπε,
τῆς θυγατέρας μοιάζοντας τοῦ θαλασσακουσμένου τοῦ Δύμαντα, ποὺ ὁμήλικη τὴν εἶχε κι ἀκριβή της. Μ' αὐτῆς τήν ὄψη μίλησε ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα· “Ὀκνὴ μαθές, ὦ Ναυσικᾶ, σὲ γέννησε ἡ μανούλα, καὶ κάθουνται ἀσυγύριστα τὰ λαμπερά σου ροῦχα.
Μὰ ἀγγίζει ὁ γάμος, ποὺ ὄμορφα κι ἐσὺ νὰ βάλης πρέπει, νὰ δώσης γιὰ νὰ βάλουνε κι ἐκεῖνοι ποὺ σὲ πάρουν. Αὐτὰ δὰ φέρνουν ὄνομα καλὸ στὸν κόσμο μέσα, ποὺ κι ὁ γονιὸς τὰ χαίρεται κι ἡ βλογημένη ἡ μάνα.
Μόν' πᾶμε πιὰ νὰ πλύνουμε ἡ αὐγὴ καθὼς χαράξη. Θά 'ρθω κι ἐγὼ νὰ δώσω σου βοήθεια, νὰ προφτάξηςνὰ τοιμαστῆς, γιατὶ πολὺ δὲ μνήσκεις πιὰ παρθένα,παρ' ἀπὸ τώρα    οἱ διαλεχτοὶ τῆς χώρας τῶ Φαιάκων γυρεύουνέ σε, ποὺ κι ἐσὺ μ' αὐτοὺς μαζὶ μετριέσαι.
Μόνε ἔλα, βάλ' τὸ δοξαστὸ γονιό σου τὴν αὐγούλα, τὰ ζὰ νὰ παραγγείλη αὐτός, κι ἁμάξι ποὺ νὰ πάρη τὶς ζῶνες, τὰ φορέματα καὶ τὰ λαμπρὰ τὰ χράμια.
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΝΑΥΣΙΚΑΣ Du Fresnoy, Charles Alphonse 1665
Κι ἦρθε ἡ Αὐγὴ ἡ καλόθρονη καὶ σήκωσ' ἀπ' τὴν κλίνη τὴ λαμπροφόρα Ναυσικᾶ, ποὺ τ' ὄνειρο θυμόταν, καὶ θάμαζε. Καὶ κίνησε μὲς στὰ παλάτια ἀμέσως νὰ τὸ μηνύση τοῦ ἀκριβοῦ γονιοῦ της καὶ τῆς μάνας,
Βρῆκε τὴ μάνα στὴ γωνιὰ σιμὰ στὶς παρακόρες, κι ἔκλωθε νῆμα πορφυρί· τὸν κύρη εἶδε παρόξω,
στοὺς βασιλέους σὰν πήγαινε τοὺς δοξαστούς, ποὺ κάναν βουλή, καὶ τὸν καλούσανε οἱ Φαίακες οἱ λεβέντες.
Καὶ φτάσανε  στοῦ ποταμιοῦ τὸ ρέμα τὸ πανώριο, βρῆκαν ἀστείρευτα νερὰ γιὰ πλύση, ποὺ ἀναβρύζαν λαμπρὰ, καὶ ποὺ τὰ πιὸ λερὰ σκουτιὰ θὰ καθαρίζαν·,σιμὰ στὸ χόχλιο ποταμό,  νὰ βόσκουν καὶ νὰ τρῶνε τὴν ἀγριάδα τὴ γλυκειά. Σηκῶσαν ἀπ' τ' ἁμάξι
τὰ ροῦχα, καὶ βουτώντας τα μὲς στὰ νερὰ τὰ σκοῦρα, γοργὰ καὶ μὲ συνερισιὰ στοὺς λάκκους τὰ πατοῦσαν.
Η ΝΑΥΣΙΚΑ ΣΤΗ ΠΗΓΗ

Lucien Simon (1861-1945  Musée de la Ville de Paris, Musée du Petit-Palais, Paris

Καὶ σὰν τὰ πλῦναν κι ἔβγαλαν κάθε λερὸ σημάδι, πῆγαν ἀράδα τ' ἄπλωσαν ἀπάνω στ' ἀκρογιάλι, κεῖ ποὺ τὶς πέτρες λεύκαινε πὰς στὴ στεριὰ τὸ κῦμα,
Κι ἡ ἀσπροχέρα ἡ Ναυσικᾶ τοὺς γλυκοτραγουδοῦσε. Πῶς ἡ σαϊτεύτρα ἡ Ἄρτεμη, στὶς ράχες  ροβολώνταςτοῦ θεόρατου τοῦ θεόρατου Ταΰγετου, ἢ στοῦ Ἐρύμανθου τὰ ὄρη, βρίσκει χαρὰ σ' ἀγριόχοιρους στὰ γοργὰ τὰ λάφια.
Σφαῖρα σὲ μιά της κοπελιὰ πετάει ἡ βασιλοπούλα, μὰ ἀστόχησε, καὶ στὸ βαθὺ τὴν ἔρριξε ποτάμι.
Φωνὴ τότε ὅλες σέρνουνε, ξυπνάει ὁ Ὀδυσσέας, μισοσηκώνεται, κι αὐτὰ στὸ νοῦ του διαλογιέται·
 “Ἀλλοίς μου, καὶ σὲ τί λογῆς ἀνθρώπων νὰ ἦρθα χώρα; νά 'ναι ἆραγες ἀσύστατοι κι ἀδικοπράχτες κι ἄγριοι, ἢ νά 'χουνε φιλοξενιὰ καὶ θεοφοβιὰ στὸ νοῦ τους;
Σὰν κοριτσιῶν ψιλὴ φωνὴ στ' αὐτιά μου νὰ βουΐζη, σὰ νύφες, ποὺ ἔχουν κατοικιὰ ψηλὰ στὰ κορφοβούνια, καὶ στὶς πηγὲς τῶν ποταμῶν καὶ στὰ χλωρὰ λιβάδια. Ἢ νά 'μαι μέσα σὲ θνητούς ποὺ ἀνθρώπινα λαλοῦνε; Ἂς πάω μονάχος μου νὰ δῶ καὶ νὰ καλοξετάσω.”
Καὶ βγῆκε ἀπ' τὰ χαμόδεντρα ὁ μέγας ὁ Ὀδυσσέας, κι ἀπὸ τὸ δάσο τὸ πηχτὸ μὲ τὴ βαρειά του χέρα
κόβει πολύφυλλο κλωνὶ τὴ γύμνια του νὰ κρύψη. Καὶ σὰ λιοντάρι χούμιξε βουνόθρεφτο, ποὺ ξέρει
τὴ δύναμη του, ποὺ βροχὴ κι ἀνέμους δὲ φοβᾶται, μόνο μὲ μάτια φλογερὰ βόδια κι ἀρνιὰ ζυγώνει,
ἢ τ' ἀγριολάφια κυνηγάει· γιά καὶ σὲ στέρια μάντρα ἡ πεῖνα του θὰ τό 'σπρωχνε τὰ πρόβατα ν' ἀρπάξη· ἔτσι στὶς ὡριοπλέξουδες κοπέλες ὁ Ὀδυσσέας ἐρχόταν, ἂν κι ὁλόγυμνος, τὶ ἀνάγκη τὸν τραβοῦσε.
Σκιάζονται αὐτὲς στὴν ὄψη του τὴ θαλασσοδαρμένη, καὶ λαφιασμένες στοῦ γιαλοῦ σκορπιένται τὶς ἀκροῦλες·μονάχα ἡ κόρη ἀπόμεινε τοῦ Ἀλκίνου, τὶ στὰ στήθια θάρρος τῆς ἔβαλ' ἡ θεά, καὶ πῆρε της τὸ φόβο.
Ἀγνάντια στάθη ἀσάλευτη· κι ἐκεῖνος διαλογιόταν, ν' ἀγγίξη της τὰ γόνατα τῆς νέας καὶ νὰ προσπέση, γιά ἀπὸ μακρόθε μὲ γλυκὰ νὰ τὴ ρωτήξη λόγια ποῦ πέφτει ἡ χώρα, καὶ σκουτιὰ συνάμα νὰ γυρέψη.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΝΑΥΣΙΚΑ Ludwig Thiersch  ΑΧΙΛΛΕΙΟΝ ΚΕΡΚΥΡΑ


“Προσπέφτω σου, ὦ βασίλισσα, θνητὴ γιά ἀθάνατη εἶσαι· ἂν εἶσαι ἀπ' τὶς ἀθάνατες ποὺ κατοικοῦν τὰ οὐράνια, παρόμοια μὲ τὴν Ἄρτεμη, τοῦ μέγα Δία τὴν κόρη, στὴν ὄψη καὶ στ' ἀνάστημα καὶ στὴ μορφὴ σὲ κρίνω· ἂν εἶσαι πάλε ἁπλὴ θνητή, τοῦ κόσμου κατοικήτρα, καλότυχοι, κι ὁ κύρης σου κι ἡ βλογημένη ἡ μάνα, καλότυχα τ' ἀδέρφια σου, ποὺ πάντα στὴν ψυχή τους περίσσιας γίνεσαι ἀφορμὴ χαρᾶς,καὶ καμαρώνουν τέτοιο βλαστάρι σὰ θωροῦν μὲς στοὺς χοροὺς νὰ μπαίνη.
Μὰ ἀκόμα πιὸ καλότυχος ἀπ' ὅλους εἶν' ἐκεῖνος, ποὺ βγῆ στὰ δῶρα νικητής, καὶ ταίρι του σὲ πάρη.
Τὶ σὰν κι ἐσένα ἄλλο θνητὸ τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν, ἄντρα ἢ γυναίκα· θαμασμὸς μὲ πιάνει σὰν θωρῶ σε. Τέτοια στὴ Δῆλο, στὸ βωμὸ τοῦ Ἀπόλλωνα τὸ πλάγι,νιοβλάσταρη εἶδα φοινικιὰ κάποτε νὰ φουντώνη· τὶ κι ἀποκεῖθε πέρασα μὲ λαὸ πολὺ μαζί μου, παίρνοντας δρόμο ποὺ ἤτανε γραφτὸ νὰ μὲ παθιάση.
Καὶ καθὼς τότες σάστισα τὴ φοινικιὰ σὰν εἶδα, τὶ τέτοιο ἀπὸ τὴ γῆς δεντρὶ ποτὲς δὲ βλάστησε ἄλλο,
τώρα μ' ἐσένα, ὦ κορασιά, θαμάζω καὶ σαστίζω, κι ὅσο ἂν πονῶ, τὰ γόνατα φοβᾶμαι νὰ σοῦ ἀγγίξω.


ΝΑΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΟΔΥΣΣΕΑΣ Alessandro Allori τοιχογραφια-1560, ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ  Palazzo Salviati Banca Toscana

Καὶ στὸ ποτάμι πλένονταν ὁ μέγας Ὀδυσσέας, ξαρμίζοντας τὴ ράχη του καὶ τοὺς πλατιοὺς τοὺς ὤμους, κι ἀπ' τὸ κεφάλι τρίβοντας τῆς θάλασσας τὴν ἄχνη.
Καὶ σάνε λούστηκε καλὰ κι ἀλείφτηκε μὲ λάδι, καὶ τὰ σκουτιὰ ποὺ τοῦ 'δωσε ἡ παρθένα σάνε 'ντύθη,
τοῦ Δία ἡ γέννα, ἡ Ἀθηνᾶ τὸν ἔκαμε νὰ δείχνη σὰν πιὸ μεγάλος καὶ παχύς, κι ἀπὸ τὴν κεφαλή του
ὥρια κρεμιόντανε σγουρά, ποὺ μοιάζανε ζουμπούλια, Καὶ σὰν ποὺ χύνει μάλαμα στὸ ἀσήμι ἄντρας τεχνίτης,ποὺ ὁ Ἤφαιστος τὸν ἔμαθε κι ἡ Ἀθηνᾶ ἀπὸ τέχνη, καὶ δίνει χάρη στὰ ἔργα του, παρόμοια τοῦ περέχα τοὺς ὤμους καὶ τὴν κεφαλὴ μὲ περισσὴ μιὰ χάρη.
Πῆγε ἔπειτα καὶ κάθισε στῆς θάλασσας τὴν ἄκρη, στράφτοντας χάρες κι ὀμορφιές· τὸν θάμασε ἡ παρθένα, καὶ πρὸς τὶς ὡριοπλέξουδες κόρες γυρνάει καὶ κρένει· “Ἀκοῦστε με, ὦ ἀσπρόχερες κοπέλες, τί σᾶς κρένω·στοὺς Φαίακες τοὺς θεόμοιαστους δὲν ἦρθε αὐτὸς ὁ ἄντρας
χωρὶς νὰ τὸ θελήσουνε οἱ ἀθάνατοι τοῦ Ὀλύμπου·σὰν τὸν πρωτόειδα φάνηκε φτωχὸς καὶ τιποτένιος,
μὰ τώρα μοιάζει τῶν θεῶν ποὺ κατοικοῦν τὰ οὐράνια.
Μακάρι τέτοιος νά 'βγαινε κι ὁ ἄντρας ὁ δικός μου,καὶ νά 'στεργε στὸν τόπο αὐτὸ μ' ἐμᾶς νὰ λημεριάζη. Μὰ δῶστε του, κοπέλες μου, φαῒ πιοτὸ τοῦ ξένου.”

Ἄκου με, ὦ ξένε, κι ἔρχου ἐσὺ, ἂν θὲς ἀπὸ τὸν κύρη στὸν τόπο σου προβόδημα, καὶ γλήγορο ταξίδι.
Στὸ δρόμο θά 'βρης τὸ λαμπρὸ τῆς Ἀθηνᾶς τὸ δάσο, λεῦκες μ' ἀνάβρυσμα νεροῦ, κι ὁλόγυρα λιβάδι·
ἐκεῖ 'ναι τοῦ γονιοῦ μου ἡ γῆς καὶ τ' ἀνθοπεριβόλια· ἀπὸ τὴ χώρα ὡς ἐκειδὰ μπορεῖς βουητὸ ν' ἀκούσης, Κάθισ' ἐκεῖ καὶ πρόσμενε νὰ φτάσουμε στὴ χώρα, καὶ μέσα νὰ κατέβουμε στὰ γονικά μου σπίτια.
Καὶ πιὰ σὰν πῆς πὼς εἴμαστε φτασμένοι ἐμεῖς στὰ σπίτια, τότες ξεκίνα κατακεῖ καὶ ρώτα τοὺς διαβάτες, ποῦ 'ναι τοῦ μεγαλόκαρδου τοῦ Ἀλκίνου τὰ παλάτια, Εὔκολα βρίσκουνται· παιδὶ μπορεῖ νὰ σοῦ τὰ δείξη· τὶ τ' ἄλλα δὲ χτιστήκανε τὰ σπίτια τῶν Φαιάκων, σὰν ποὺ χτιστῆκαν τοῦ ἥρωα τοῦ Ἀλκίνου τὰ παλάτια.
Καὶ σὰ βρεθῆς στὸ πρόσπιτο καὶ στὴν αὐλή, προχώρα μὲς στὰ παλάτια γλήγορα, τὴ μάνα ν' ἀντικρύσης ποὺ κάθεται πρὸς τὴ γωνιά, μὲς στῆς φωτιᾶς τὸ φέγγος, καὶ κλώθει πορφυρὶ μαλλί, ποὺ νὰ τὸ δῆς θαμάζεις, στὸ στῦλο ἀκουμπισμένη αὐτή, κι οἱ δοῦλες πίσωθέ της.
Ἐκεῖ στημένος βρίσκεται καὶ τοῦ γονιοῦ μου ὁ θρόνος, ποὺ πίνοντας θὰ κάθεται μὲ ἀθάνατο παρόμοιος.Πέρασ' τον, καὶ στὰ γόνατα τῆς μάνας βάλε χέρια, ἂν θὲς νὰ σοῦ 'ρθη γλήγορα τοῦ γυρισμοῦ σου ἡ μέρα, καὶ νὰ σοῦ ἀνοίξη τὴν καρδιά, κι ἂς εἶναι ἡ γῆς σου ἀλάργα,
Τὶ μιὰς κι ἡ μάνα μέσα της σὲ συμπονέση, ξέρε πὼς τοὺς δικούς σου θένα δῆς, καὶ γλήγορα θὰ φτάσης στὸ σπίτι τὸ καλόχτιστο καὶ στὴ γλυκειὰ πατρίδα.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΣΙΚΑ  (1821)  Pierre Antoine Augustin Vafflard

”Ὁ θεϊκὸς Δυσσέας ἐκεῖ κάθισε. Καὶ σὲ λίγο στὴν κόρη προσευκήθηκε τοῦ τρισμεγάλου Δία·“Τοῦ Δία τοῦ αἰγιδόσκεπου ἀδάμαστη ἐσὺ κόρη, συνάκουσε με τώρα, ἐσὺ ποὺ ἄλλοτες ἀρνιόσουν
ν' ἀκούσης με, σὰ δέρνομουν ἀπὸ τὸν Κοσμοσείστη· καὶ κάνε οἱ Φαίακες σπλαχνιὰ κι ἀγάπη νὰ μοῦ δείξουν,”
Τὴν προσευκὴ συνάκουσε ἡ Ἀθηνᾶ ἡ Παλλάδα, μὰ δὲν τοῦ φανερώνουνταν ὀμπρός του, τὶ φοβόταντὸ γονικό της ἀδερφό· βαριὰ ἦταν χολωμένος μὲ τὸ θεϊκὸ Ὀδυσσέα αὐτός, στὸν τόπο του ὡς νὰ φτάση.

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ JAN STYKA 1901