Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Η ΑΣΠΙΔΑ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ





Η χρυσελεφάντινη ασπίδα από τη χρυσοποίκιλτη πανοπλία του Φιλίππου Β’
 Κατασκευασμένη από ξύλο, δέρμα και ύφασμα που κάλυπτε την εσωτερική της επιφάνεια, αυτή η Ασπίδα είναι ένα κομψοτέχνημα. Επίχρυσα, ασημένια ελάσματα, προσηλωμένα με πολλά μικροσκοπικά ασημένια καρφάκια στο εσωτερικό της, στερέωναν το σύστημα ανάρτησης -τη λαβή που περνούσε στο μπράτσο ο πολεμιστής και την αντιλαβή από όπου την έπιανε- και μαζί με τα στεφάνια και τα μικρότερα διάσπαρτα μετάλλινα στοιχεία συγκρατούσαν τα αλλεπάλληλα στρώματα.
Η εξωτερική της πλευρά είναι εξ'ολοκλήρου επιχρυσωμένη με έναν εντυπωσιακό διάκοσμο , όπως,  ένα πολύπλοκο σύστημα μαιάνδρων και σπειρομαιάνδρων που καλύπτει την περιφέρεια της ασπίδας. Ελεφαντόδοντο στα κενά των οποίων προσαρμόζονται πλακίδια από διάφανο, χυτό γυαλί -το μεγάλο τεχνολογικό επίτευγμα της εποχής- που πίσω του λαμπυρίζουν χρυσά ελάσματα.
Στο κέντρο,  υπάρχει το χρυσελεφάντινο ανάγλυφο σύμπλεγμα ενός Έλληνα πολεμιστή που κατατροπώνει μια Αμαζόνα. Εικάζεται ότι πρόκειται για την μονομαχία του   Αχιλλέα με την Πενθεσίλεια στην μοιραία συνάντησή τους.
Οι εξαιρετικές λεπτομέρειες της σκηνής, παρόλη την φθορά των αιώνων  μαρτυρούν την εξαιρετική ικανότητα του δημιουργού που θα πρέπει να ήταν σπουδαίος καλλιτέχνης.
Η ΑΣΠΙΔΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ!



 

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Η ΑΣΠΙΔΑ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ

 

Για τους  Ελληνες η Ασπίδα ήταν σύμβολο Ορκου , αφού  ορκιζόταν σε αυτή  αλλά και την έστελναν ως ανάθημα, ως αφιέρωμα στους θεούς αφού την  θεωρούσαν πολύτιμο λάφυρο και με αυτήν έστηναν τρόπαια.
Η  ΑΣΠΙΔΑ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ  είναι απο τα σπάνια  ευρήματα και έφθασε στους Δελφούς  ως αφιέρωμα μέσω προσκυνητών/αναθετών, αποδεικνύοντας τη σπουδαιότητα του μαντείου των Δελφών και την επιρροή του όχι μόνο σε ελληνικές πόλεις-κράτη, αλλά και σε πολίτες άλλων εθνικοτήτων. Είναι κυλινδρική, κατασκευασμένη από λεπτό έλασμα χαλκού, που καρφωνόταν πάνω σε ξύλο, και διακοσμείται με έκτυπους ομόκεντρους κύκλους, που διακόπτονται από  μοτίβα σχήματος V, τέλος του 8ου αιώνα. Ανήκει στον τύπο που ονομάζεται «Λάμδα"
Παρόμοιες ασπίδες βρέθηκαν στην Παλαιπάφου και στο Ιδάλιο στην Κύπρο και πρέπει να αποτελούσαν ντόπια παραγωγή.
 Χάλκινες αυτού του είδους  βρέθηκαν και στην Ιαλυσό της Ρόδου, ενώ αντίστοιχες πήλινες ασπίδες, σίγουρα αναθηματικές, έχουν ανακαλυφθεί στο Ηραίο της Σάμου. Βρέθηκαν επίση στην περιοχή
Herzsprung της Βόρειας Ευρώπης.
 
Αλλά και ο Ηρόδοτος αναφέρει ασπίδα χρυσή ως ανάθημα (αφιέρωμα) στους Δελφούς από τον Πέρση βασιλά Κροίσο:
92. Κροίσῳ δὲ ἐστὶ ἄλλα ἀναθήματα ἐν τῇ Ἑλλάδι πολλὰ καὶ οὐ τὰ εἰρημένα μοῦνα. ἐν μὲν γὰρ Θήβῃσι τῇσι Βοιωτῶν τρίπους χρύσεος, τὸν ἀνέθηκέ τῷ Ἀπόλλωνι τῷ Ἰσμηνίῳ, ἐν δὲ Ἐφέσῳ αἵ τε βόες αἱ χρύσεαι καὶ τῶν κιόνων αἱ πολλαί, ἐν δὲ Προνηίης τῆς ἐν Δελφοῖσι ἀσπὶς χρυσέη μεγάλη. ταῦτα μὲν καὶ ἔτι ἐς ἐμὲ ἦν περιεόντα, τὰ δ᾽ ἐξαπόλωλε τῶν ἀναθημάτων·

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Η ΑΣΠΙΔΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ


 
Η ΑΣΠΙΔΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ  Ludwig von Schwanthaler 1842 Liebieghaus in Frankfurt am Main, Germany
"...Τέλος πήρε στα χέρια του την ομορφοπλουμισμένη ασπίδα...κι ήταν ένα έξοχο πράγμα να την κοιτάζεις..."ΑΣΠΙΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ" Στην Ασπίδα, ένα σύντομο επικό ποίημα που αποδίδεται στον Ησίοδο , περιγράφεται η μάχη του Ηρακλή με τον Κύκνο, το γιο του Άρη. 
Εχει κοινά σημεία με την Ομηρική Ασπίδα του Αχιλλέα
α) και οι δύο Ασπίδες είναι  κυκλικές και θεικό δώρο , φτιαγμένες  απο τον Ηφαιστο  
β) όταν περιγράφει τον πόλεμο γύρω από κάποια πόλη και δίπλα στην παράσταση αυτή τοποθετεί μία πόλη ειρηνική με γάμο, χορό, όργωμα, τρύγο, κυνήγι και μία αρματοδρομία,
γ) όταν  ο ποιητής τοποθετεί τον Ωκεανό στην περιφέρεια της Ασπίδας, ενώ πρωτοτυπεί παρουσιάζοντας  μέσα αυτόν κύκνους που κολυμπούν ψάλλοντας, και μπροστά τους φεύγουν κοπαδιαστά τα ψάρια.
δ) Και οι δύο περιγραφές τελειώνουν με την ίδια έκφραση " σάκος μέγα τε στιβαρόν τε"
Σε αντίθεση με την ασπίδα του Αχιλλέα, στην οποία ο ποιητής περιγράφει ποικίλες σκηνές από την καθημερινή ζωή, ο Ησίοδος προτιμά να εντυπωσιάσει, γι' αυτό και στο ποίημά του πληθαίνουν οι αποτρόπαιες εικόνες και τα φοβερά όντα. Επίσης αφιερώνει περισσότερους στίχους για να εκφράσει την κοσμοαντίληψη του.
 Ο Ομηρος δεν επιδιώκει  να εντυπωσιάσει  ούτε χάνεται σε λεπτομέρειες. Περιγράφει την ζωή και όλα αυτά που την ακολουθούν,την χαρά την λύπη, τον πόλεμο την ειρήνη, τον χορό με λιτό τρόπο, αγγίζοντας την τρυφερά την ψυχή.
Ξεκινώντας από το κέντρο της ασπίδας ο Ησίοδος, παρορμημένος από γνωστά θέματα ζώων πάνω σε διαζώματα, βάζει να πολεμούν αναμεταξύ τους, όπως πολεμούν οι ήρωες, δύο κοπάδια ζώα, κάπροι και λιοντάρια, και ύστερα τον πόλεμο των Κενταύρων, που είναι μισοί ζώα και μισοί άνθρωποι, με τους Λάπιθες.
Ακολουθούν παραστάσεις του Άρη, της Αθηνάς και μιας συγκέντρωσης των θεών, όπoυ ο Απόλλωνας κιθαρίζει και οι Μούσες τραγουδούν. Ακολουθεί ο Περσέας, σκίζοντας τον αέρα με τα φτερωτά πέδιλα και τη μαγική περικεφαλαία που τον κάνει αόρατο,κυνηγημένος από τις Γοργόνες.
Μαύρες είναι οι Κήρες, με αγριεμένα μάτια, ματωμένες, φριχτές, τεράστιες, τρίζοντας τα δόντια κυνηγιούνται στο πεδίο της μάχης, ποια να πρωτοαρπάξει τους σκοτωμένους.
Πέρα από τους δαίμονες του θανάτου, εκεί βρίσκεται και ηἉχλύς (το σκοτάδι που περικυκλώνει αυτούς που πεθαίνουν), πετσί και κόκαλο, με νύχια αρπαχτικά, με μύτη που στάζει, με μάγουλα αιματοστάλαχτα.
«Άντρες πολεμούσανε φορώντας τα πολεμικά τους άρματα, από τη μιαν αυτοί να σώσουν τον εαυτό τους, υπερασπίζοντας από τον όλεθρο την πόλη τους και τους γονιούς τους, κι από την άλλη εκείνοι θέλοντας την πόλη να κουρσέψουν. Πολλοί κείτονταν που έπεσαν, μα πιο πολλοί στη μάχη που 'χαν στήσει πολεμούσαν. Πάνω από τα χυτά στο χάλκωμα καλοχτισμένα καστροπύργια γοερά οι γυναίκες φώναζαν και σχίζανε τα μάγουλά τους — κι ήτανε σάμπως ζωντανές, δουλειά του ξακουστού Ηφαίστου [...]. Και οι σκοτεινές ανάμεσά τους Κήρες τ' άσπρα χτυπώντας δόντια τους, τρομάρα να τις βλέπεις, ζοφερές, αιματωμένες και φριχτές για τα κορμιά που επέφταν συνερίζαν· κι όλες ορμούσανε να πιούνε μαύρο γαίμα. Κι όποιον πεσμένο πρωταρπάζανε, ή μόλις χτυπημένον που έπεφτε του μπήγαν στο κορμί τα νύχια τα μεγάλα τους, και του κατέβαινε στον Άδην η ψυχή, στον παγωμένο Τάρταρο. Κι όταν η ψυχή τους χόρταινε αίμα ανθρώπινο, ξωπίσω το κουφάρι ερίχνανε, και ξαναφέρνανε τη λύσσα τους στης μάχης μέσα την αντάρα. [.....................................

Κι ήτανε πλάι μια πόλη μ' όμορφο καστρί. Εφτά πόρτες χρυσές καλοπροσαρμοστές στα πανωπόρτια τη σφαλούσαν. Οι άντρες με γιορτάσια και χορούς γλεντούσανε. Πολλοί φέρνανε μ' άμαξα καλότροχη τη νύφη προς το σπίτι του γαμπρού κι ανέβαινε μακρύ-μακρύ του υμεναίου τραγούδι, ενώ απ' τις αναμμένες δάδες που κρατούσαν δούλες μια γλυκιά από μακριά χυνόταν λάμψη [...]. Άλλοι μπροστά στην πόλη καβάλα σ' άλογα γυμνάζονταν. Κι οι γεωργοί τη γη τη θεία σχίζανε, κι είχανε τους χιτώνες αναζώσει. Κι ήταν πολύς καρπός για θέρισμα παρέκει· άλλοι θερίζανε με κοφτερά δρεπάνια τα γερτά καλάμια με τ' αστάχυα τα πυκνά — ήταν σα να 'βλεπες στ' αλήθεια τον καρπό της Δήμητρας· κι άλλοι τα δέναν σε χερόβολα και τα 'ριχναν στ' αλώνι· κι άλλοι τρυγούσανε σταφύλια [...]».