ΙΛΙΑΔΑ Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
«… ακουσεν ο Φοίβος Απόλλων τον μύθο του γέροντα Χρύση, που σιωπηλός πήγε και προσευχήθηκε στην άμμο της πολυφλοίσβητης θάλασσας, και κατέβηκε από του Ολύμπου τις κορυφές με χολωμένη την καρδιά, τόξο στους ώμους έχων και αμφίκλειστη φαρέτρα. Κλάγγηξαν τότε τα βέλη επί των ώμων του, χολωμένος αυτό ως εκινήθη και προχωρούσε με νύκτα όμοιος. Κάθισε έπειτα μακριά των νηών και μετά βέλος αφήκε δεινή κλαγγή έγινεν από τ΄αργυρένιο τόξο. Μουλάρια πρώτα τόξευε και κύνες γοργούς, αλλά όμως έπειτα σ΄αυτούς βέλη πευκόπικρα ρίχνοντας τους έβαλε και συνεχώς πυρές νεκρών καίοντο θαμειές. Εννέα μέρες στον στρατό διωχέτευε τα βέλη του ο θεός και την δέκατη σε αγορά κάλεσε τον λαό ο Αχιλλεύς, γιατί αυτό στις φρένες του έθηκεν η θεά λευκοχέρα Ηρα, γιατί νοιαζόταν για τους Δαναούς, θνήσκοντας ορώντας τους.
Η ΑΘΗΝΑ , ήρθε ουρανόθεν , την ώρα που ο Αχιλλέας ύστερα από τον καυγά του με τον Αγαμέμνωνα που του πήρε την Βρησιίδα, τράβηξε από την θήκη μέγα ξίφος για να σκοτώσει τον Ατρείδη. Η θεά όμως που την προέπεμψε η Ηρα, που αμφότερους πολύ αγαπούσε και φρόντιζε, εστάθη όπισθεν και την ξανθιά κόμη έπιασε του Πηλείωνα μόνο σε εκείνο φαινόμενη και για τους άλλους αόρατη. ΣΤΙΧ. 193-222
Η ΘΕΤΙΣ ανεδύθη από κύμα της θάλασσας κι αέρινη ανέβη στον μέγα ουρανό και τον Ολυμπο , εύρε τον ευρύοπα Κρονίδη μακρά καθήμενο των άλλων στην ακρότατη κορυφή του πολυκορύφου Ολύμπου, μπροστά του κάθισε κι έλαβε τα γόνατά του με το αριστερό της, ενώ με το δεξιό υπό το πηγούνι φέροντας παρακαλώντας τον Δία άνακτα να τιμωρήσει τον Αγαμέμνωνα που αδίκησε τον ταχυθάνατο γυιό της. ΣΤΙΧ. 495-535
ΡΑΨ. Β ΟΝΕΙΡΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
Ο ΔΙΑΣ στέλνει τον επίβουλο Ονειρο , που πήρε την μορφή του Νέστορα του Νηλείδη, στον Αγαμέμνωνα, και τον προτρέπει να βγάλει στον πόλεμο τους Ελληνες. Αυτός όμως θέλοντας να τους δοκιμάσει τους λέει να επιστρέψουν στις πατρίδες τους.
Η ΗΡΑ στέλνει ξανά την Ατρυτώνη Αθηνά , η οποία κατέβη από του Ολύμπου τις κορυφές πηδώντας και αμέσως αφίχθη στις γρήγορες νήες των Αχαιών.
Ευρεν τον Οδυσσέα, ίσον στην σύνεση με τον Δία να ίσταται. Αχγος στην καρδιά του και την ψυχή του άγγιζε, και η γλαυκώπις θεά προσείπεν.
« Διογενή, Λαερτιάδη, πολυμήχανε Οδυσσέα, έτσι λοιπόν θα φύγετε, καύχημα στον Πρίαμο και τους Τρώες, καταλιπόντες την Αργείτισσαν Ελένη……
Τράβε τώρα κατά τον λαό των Αχαιών και μη καθυστερής άλλο και με δικές σου αγανοίς επέεσσιν (μαλαγανιές) εμπόδισε έκαστον άνδρα και μην αφήσης στην θάλασσα να έλκουν τις αμφίκυρτες νήες.» ΣΤΙΧ.155-181
ΡΑΨ.Γ ΟΡΚΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΙ ΜΕΝΕΛΑΟΥ
Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ αρπάζει τον τραυματισμένο Πάρη από τον Μενέλαο και τον κάλυψε με ομίχλη πολλή και τον κάθισε σε θάλαμον ευώδη μοσχοβοληστόν.
Υστερα στην Ελένη πήγε , με γριά μοιάζοντας παλαιάς γενιάς γνέστρα, που στην Λακεδαίμονα, γνώριζε καλά, και της προσεφώνησε η θεά.
«.. Εδώ έλα, ο Αλέξανδρος σε καλεί στον οίκο να γυρίσης. Κείνος σε θάλαμο και σκαλιστό κρεββάτι, από κάλλος στίλβων και φορεσιά. Ούτε που θα έλεγες πως ήλθε από μονομαχίαν, αλλά πως σε χορόν έρχεται, ή από χορόν κάθησε που μόλις έληξε.»
Όταν όμως η Ελένη αρνήθηκε χολωμένη η Θεά προσεφώνησεν « Μη με ερεθίζης, δύστυχη μη χολωθώ και σε αφήσω και τόσο σε εχθρευτώ όσο ως τώρα ‘εκπαγλα σ΄αγάπησα…..» ΣΤΙΧ. 374- 424
ΡΑΨ. Δ ΟΡΚΙΩΝ ΣΥΓΧΙΣΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΩΛΗΣΙΣ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΟΣ
Ο Αλέξανδρος-Πάρις νικήθηκε από τον Μενέλαο, αλλά οι θεοί παρακαθήμενοι στον Ολυμπο, ενώ η πότνια Ηβη νέκταρ εωνοχόει, είχαν αποφασίσει άλλα για αυτούς.
Ο Ζεύς παραδέχεται ότι μέσα στην καρδιά του τιμά το Ιερόν Ιλιον και τον Πρίαμο και τον λαό του, η Ηρα του απαντά ότι τρείς πόλεις φίλτατες είναι, το Αργος, η Σπάρτη και οι Μυκήνες, με τις ευρείες αγυιές.
Η Φιλομειδής Αφροδίτη παραστέκεται στον γιό της Αινεία και στην μοίρα του αμύνεται ενώ ο Κρονίδης επειράτο ερεθιζέμεν Ηρην, με πειρακτικά έπη, και στέλνει την Αθηνά στο πεδίο της μάχης με εντολή να συνεχιστεί ο πόλεμος.
Ομοια με αστέρα , έτσι μοιάζοντας πήδησε στην γή η Παλλάς Αθηνά και βρέθηκε στο μέσον και θάμβος κάτεχε τους εισορόωντας. Και είπαν Τρώες ιπποδαμαστές και καλλικνήμιδες Αχαιοί. « Ε ή αμέσως πόλεμος κακός και μάχη σκληρή θα γίνη, ή φιλότητα σ΄αμφότερους θα θέση ο Ζεύς, που κυβερνήτης πολέμου στους ανθρώπους είναι.» ΣΤΙΧ. 75-85
Η Θεά πήρε την μορφή Λαόδοκου τον Αντηνορίδη κρατερόν αιχμομάχο πλησίασε τον Πάνδαρο και τον έπεισε να σαιτεύσει τον Μενέλαο.
Ερχεται ο Μαχάων ο Ασκληπιάδης να τον θεραπεύσει , ενώ ο Αγαμέμνων κρατώντας του το χέρι είπε. « Φίλε αδελφέ….οι Τρώες του όρκους πάτησαν….και ο Ολυμπος δεν ετέλεσεν αμέσως που και αργά τιμωρεί, με κάτι μεγάλο θα πληρώσουν, με τις δικές τους κεφαλές συν γυναιξί και τέκνοις.
Ο πόλεμος συνεχίζεται δριμύς, αφού οι Τρώες αθέτησαν τον λόγο τους και τον όρκο τους και ο Αρης , ο Δείμος ο Φόβος , η Ερις και η Αθηνά κατεβαίνουν στην μάχη με την συγκατάθεση του Διός. Πολύς ορυμαγδός ορθωνόταν, οιμωγή και ευχωλή (καυχησιά) ακουγόταν ανδρών που χάνονταν, πρηνείς στις σκόνες ή σκότωναν.ΣΤΙΧ 439-451
Ο Απόλλων εμψυχώνει του τρώες και τους λέει να μην υποχωρήσουν μπροστά στους Αργείους, αφού ο Αχιλλεύς είναι στις νήες χόλον αλγεινό χωνεύει. Τους Αχαιούς δε ορθώνει, βλέποντας να εγκαταλείπουν την μάχη, η του Διός θυγατέρα , η ένδοξη Τριτογένεια, ΣΤΙΧ.510-516
ΡΑΨ. Ε ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ ΑΡΙΣΤΕΙΑ
Η Αθηνά βοηθά τον Τυδείδη Διομήδη και του δίνει μένος και θάρρος ,ώστε κατάδηλος μεταξύ πάντων να γίνει και να πάρει κλέος εσθλόν. Και βγάζει από την μάχη τον Αρη και τον αφήνει στις όχθες του ποταμού Σκαμάνδρου. ΣΤΙΧ.1-8
Ο Διομήδης σκοτώνει τον Φηγέα έναν από τους γιούς του Δάρη, Ιερέα του Ηφαιστου, ο οποίος επεμβαίνει και σώζει τον άλλο γιό του τον Ιδαίο, αφού τον κάλυψε με νύκτα. ΣΤΙΧ. 9-37
Ο Διομήδης επικαλείται πάλι την Αθηνά και η θεά τον άκουσε, γόνατα του έθηκεν ελαφρά, πόδια και χέρια επάνω, κοντά δε ιστάμενη έπη φτερωτά είπε.
«Με θάρρος τώρα , Διομήδη…… γιατί στα στήθη σου μένος πατρικό έφερα ατρόμητο, που είχεν ο πάλλων τρην ασπίδα ιππότης Τυδεύς. Την αχλύν από τους οφθαλμούς σου πήρα καλά να ξεχωρίζεις τον θεό από τον άνδρα.» ΣΤΙΧ.115-132
Ο αγλαός γιός του Λυκάονα ,ο Πάνδαρος τραυματίζει τον Διομήδη , ο οποίος με την σειρά του ρίχνει το βέλος και με την βοήθεια της Αθηνάς που το κατευθύνει τον σκοτώνει. Και θα είχε απολεσθεί και ο Αινείας αν δεν ήταν η οξύνοη Αφροδίτη, η μητέρα του, που τον τραβά έξω από την μάχη. Βλέποντας την ο Διομήδης στο κιχ την πρόφθασε και την τραυμάτισε στο χέρι, λέγοντας της. « Φύγε θυγατέρα του Διός, από τον πόλεμο και την μαχη, δεν σου αρκεί ότι εξαπατάς γυναίκες χωρίς αλκήν.»…. και έρρεε το αθάνατον αίμα της θεάς , Ιχώρ, τέτοιο ρέει στους αθάνατους.
Με μεγάλη ιαχή κάτω έριξε τον γιό της που τον προστάτεψε ο Φοίβος σε κυανή νεφέλη, η Ιρις την συνοδεύει μαζί με τους ίππους του Άρη στον Όλυμπο, όπου η Αθηνά και η Ήρα με πειραχτικά έπη την ερέθισαν ενώ ο Δίας μειδιώντας την συμβούλεψε να αφήσει τα πολεμικά έργα που δεν της έχουν δοθεί αλλά μόνο τα όλο ίμερο έργα του γάμου. ΣΤΙΧ280-429
Ο βροντόφωνος Διομήδης ορμά πάνω στον Αινεία. Αν και γίγνωσκε ότι ο Απόλλων τον έσκεπε με τα χέρια του. Τρείς φορές προσπάθησε μαινόμενος και όταν την τέταρτη ρίχθηκε με δαίμονα ίσος, δεινά φωνάζοντας προσείπεν ο Απόλλων. « Σκέψου, Τυδείδη υπεχώρησε λίγον οπίσω, την μήνιν φοβούμενος του Εκατηβόλου Απόλλωνος» , και τον Αινεία πήρε στην Ιερή Πέργαμον στον ναό του. Εκεί η Λητώ και η τοξεύτρα Άρτεμις στο μεγάλο άδυτο γιάτρεψαν και ελάμπρυναν. ΣΤΙΧ 431-448
Ο Απόλλων είδωλον έφτιαξεν όμοιο του Αινεία και τα όπλα του ακόμη, γύρω από το οποίο Τρώες και Αχαιοί έσπαζαν αλλήλων τις γύρω από τα στήθη βόειες (ασπίδες από δέρματα βοοειδών), και προέτρεψε τον Θούριον Αρη να αποσύρει τον Διομήδη από την μάχη. Ο ολέθριος Αρης μοιάζοντας με τον γρήγορο Ακάμαντα τον ηγήτορα Θρακών στους γιούς του Πρίαμου απευθύνθηκε για να τους εγείρει την ψυχήν , στους Τρώες αρωγός. ΣΤΙΧ.449-469, και ξαναφέρνει τον Αινεία στην μάχη από το άδυτον και μένος εσθλόν βάζει στα στήθη του, οι Τρώες χάρηκαν που τον είδαν αρτιμελή και ζωντανό αλλά δεν πρόλαβαν να τον ρωτήσουν τι είχε συμβεί γιατί δεν τους άφηνε ο αγώνας που ο Άρης και η βροτολοιγός Ερις που άμετρα μαίνεται.
Ο Αντίλοχος χτυπά τον Μύδωνα ηνίοχο θεράποντα και τους ίππους φέρνει στο στρατόπεδο των Αχαιών, ενώ ο Εκτωρ βλέποντας όρμησε κεκλήγων (κραυγάζοντας). Συνάμα έπονται των Τρώων οι φάλαγγες όπου αρχήγευε ο Αρης ανεμίζοντας πελώριον έγχος και η σεβασμία Ενυώ. ΣΤΙΧ.580-595
Ο Τληπόλεμος (αυτός που αντέχει τον πόλεμο) σκοτώνεται ενώ τραυματίζει τον Σαρπηδόνα, αλλά οι θεικοί εταίροι να σώζουν, και η Αθηνά τρέπει την γνώμη του Οδυσσέα που μάνιασε το φίλον ήτορ (φιλοκάρδι του) και ήθελε να σκοτώσει τον Σαρπηδόνα και κατά το πλήθος των Λυκίων ορμά, όπου πλείονες εξ ΄αυτών απεκτείνει. ΣΤΙΧ.627-680
Η Ήρα ενόησε τον Εκτορα με τον Αρη που εξωλόθρευαν τους Αργείους και προείπε στην Ατρυτώνη Αθηνά να ξαναθυμηθούν την θούριαν αλκή τους και να μην αφήσουν τον Αρη να μαίνεται. Τους χρυσοστέφανους ετοίμασεν ίππους ενώ η Ηβη στα οχήματα έβαλε καμπύλους τροχούς χάλκινους οκτάκτινους και υπο τον ζυγόν ήγαγεν η Ηρα τους ταχύποδες ίππους, επιθυμώντας έριδα και αλαλαγμόν. ΣΤΙΧ.711-732
Οι πύλες μυκήθηκαν τ΄ουρανού, που τις έχουν οι Ωρες γιατί σε αυτές έχουν ανατεθεί τον μέγαν Ουρανό και τον Ολυμπο ν΄ανοίγουν με πυκνό νέφος να κλείνουν. Στην ακρότατη κορυφή έυρον καθήμενο τον Κρονίωνα που της προσείπεν « Εμπρός , συνάγειρε και σπρώξε πάνω στον Αρη την λαφυραγωγόν Αθηνά που συνηθίζει κακές οδύνες να του δίνει.» ΣΤΙΧ.748-765.
Η Αθηνά αφού άφησε πέπλο να χυθή τον απαλό του πατρός το κατώφλι, το ποικιλοστόλιστο που αυτή εποίησε κι απέκαμε με τα χέρια της, χιτώνα ενδυθείσα του νεφεληγερέτου Διός με όπλα για τον πόλεμο θωρακίστηκε τον δακρυόεντα. Γύρω στους ώμους έβαλεν αιγίδα με θύσανο δεινή, που από παντού ο φόβος στεφανώνει κι εντός η Ερις και η Αλκή και η κρύα Ιωκή και της Γοργούς η κεφαλή δεινή πελώρια φοβερή, Διός σημάδι του αιγιδοφόρου.
Στο κεφάλι περικεφαλαία με λοφίο γύρω έθεκεν τετράφαλη χρυσή, στο φλογερόν όχημα με τα πόδια ανέβηκε και έλαβεν δόρυ βαρύ μέγα στιβαρό, με το οποίο δαμάζει στίχες ανδρών ηρώων, όσους την κόρη του οβριμοπάτρη έχουν θυμώσει.
ΙΛΙΑΔΑ ΡΑΨ.Ε ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ ΑΡΙΣΤΕΙΑ
Ο Διομήδης με την βοήθεια της Αθηνάς αριστεύει και πολλούς φονεύει.Τραυματίζει μάλιστα την Αφροδίτη στο χέρι και τον Αρη στο λαγόνι.Ο Αινείας που πληγώθηκε απο λίθο τον σώζει ο Απόλλων. Τον Αρη και την Αφροδίτη τους επιπλήττει ο Ζεύς.
ΣΤΙΧ.733
Και ενώ η λευκοχέρα θεά Ήρα στον Στέντορα μοιάζοντας εμψυχώνει τους Αχαιούς και παρώτρυνε το μένος τους… « Αιδώς Αργείοι,κατησχυμένοι, στην όψιν ωραίοι……» Η Αθηνά έτρεξε κοντά τον Διομήδη τραυματισμένο από τον Πάνδαρο «…..Τυλείδη Διομήδη που σε χαίρεται το θυμικό μου μήτε δέος για τον Αρη να σε πιάνει μήτε για κάποιον άλλο των αθανάτων, γιατί εγώ επίκουρος σου είμαι. Στέψε κατά του Αρεως του ίππους σου και χτύπα τον από κοντά….και ούτε να τον σεβαστείς…»
Βλέποντας τον ο Αρης χάλκινο έγχος του ρίχνει για να του πάρει την ζωή αλλά η Αθηνά το άπωσε μακρυά, ενώ το έγχος που έριξε ο Διομήδης πέτυχε και έσχισε το όμορφο δέρμα του Αρη, με την βοήθεια της Αθηνάς βέβαια.
Βρυχήθηκε ο χάλκινος Αρης ως να ιαχούσαν εννέα και δέκα χιλιάδες άνδρες , τρόμος έπιασε τους Τρώες και τους Αχαιούς, και φθάνοντας στων θεών την έδρα , κάθισε πικραμένος, αθάνατον αίμα καταρρέον εκ της πληγής και ολοφυρόμενος είχαν ένα έντονο διάλογο με τον Δία, ο οποίος ιπόδρα ιδών διέταξε τον Παιήονα να πάει να τον ιάση. ΣΤΙΧ>850-902.
ΡΑΨ. Ζ ΕΚΤΟΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗΣ ΟΜΙΛΙΑ
Εδώ, οι θεοί απομακρύνθηκαν από την μάχη , οι Ελληνες σκοτώνουν πολλούς Τρώες και ο Εκτωρ ακολουθώντας την συμβουλή του Ελενου παρακινεί την μητέρα του Εκάβη να προσευχηθούν και να θυσιάσουν στην Αθηνα για να την εξευμενίσουν.
ΡΑΨ. Η ΕΚΤΟΡΟΣ ΚΑΙ ΑΙΑΝΤΟΣ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ
Μόλις η θεά γλαυκώπις Αθηνά, Αργείους ενόησεν να σκοτώνουν στην κρατερή μάχη κατέβηκε από του Ολύμπου τις κορυφές πηδώντας στο Ιλιον το ιερό. Σ΄αυτήν ενάντιος ορθώθηκε ο Απόλλων από την Πέργαμο κάτω ιδών, και στους Τρώες βούλετο νίκην, και συναντήθηκαν κοντά στην βαλανιδιά.ΣΤΙΧ.17-22
Ηρθε και ο άναξ Απόλλων του Διός γιός και της προσείπε να παύσουν τον πόλεμο για εκείνη την μέρα και συνεχίζουν μετά μέχρι το τέρμα του Ιλίου να εύρουν, αφού «…έτσι αποφασίσατε εσείς οι δύο αθάνατες, να εκπορθηθή τούτο το άστυ.»!!!.
Συμφώνησαν δε να ορθώσουν κρατερό μένος στον Εκτορα και να προκαλέση μόνος του σε μονομαχία ένα από τους Αχαιούς για να πολεμήσουν.
Ορθώθηκαν ,πρώτος ο Αγαμέμνων, ο Τυδείδης ο Διομήδης, οι Αίαντες με θούρια ντυμένοι αλκή, ο Ιδομενεύς, ο Μηριόνης, ο Ευρύπυλος του Ευαόμονος ο αγλαός γιός, ο Θόας Ανδραιμονίδης και ο θεικός Οδυσσεύς, ο δε Νέστωρ φώναξε « ..Είθε να ήμουν στην ήβη, κι η ορμή μου εμπεδωμένη να ήταν και τότε ταχειά αντίπαλο μάχης θα είχεν ο κορυθαίολος Εκτωρ. Ο κλήρος έπεσε στον Τελαμώνιο Αίαντα, που οπλίστηκε με αστραφτερό χαλκό και όρμησε εις την μάχη όμοιος με τον Αρη. Ολοι προσεύχοντο στον Δία Κρονίωνα άνακτα κοιτάζοντας τον ευρύν ουρανό. « Ζεύ πάτερ, που από την Ιδη κυβερνάς, κύδιστε μέγιστε, δώσε νίκη στον Αίαντα και αγλαό καύχημα να πάρη. Αν πάλι τον Εκτορα αγαπάς και κήδεσαι γι΄αυτόν ίση σε αμφότερους δύναμι και δόξα σύμπεψε» ΣΤΙΧ.155-210
Η Αθηνά και ο Απόλλων κάθισαν με όρνια μοιάζοντας, γυπαετοί σε υψηλή βαλανιδιά του πατρός Διός του αιγιδοφόρου.
Η νύχτα έπεσεν και η μονομαχία σταμάτησε, οι Αχαιοί και τοι Τρώες μαζεύουν τους νεκρούς τους. Η Αυγή δεν είχε φέξει ήταν ακόμη το λυκαυγές της νύκτας και οι καρη κομόωντες Αχαιοί πονέοντο (κατεπονούντο) φτιάχνοντας τείχος με πύργους ψηλούς για να προστατεύσουν τις νήες τους, ενώ οι θεοί στον Δία παρακαθήμενοι, τον αστραπηβόλον εθεώντο με θαυμασμό το μέγα έργο των χαλκοχιτώνων Αχαιών και είπε ο ενοσίχθων Ποσειδών. « Ζεύ, ε λοιπόν υπάρχει θνητός στην άπειρη γή που θα πή στους αθανάτους την σκέψη και την απόφασή του; Δεν οράς ότι πάλιν οι Αχαιοί τείχος ετείχισαν υπέρ των νηών και γύρω τάφρον ετράβηξαν, κι ούτε θεούς έδωσαν περικλεείς εκατόμβες; Τούτο το κλέος θα λάμπη μακριά ώσπου η αυγή φωτίζει. Και θα λησμονήσουν αυτό που εγώ και ο Φοίβος Απόλλων στον ήρωα Λαομέδοντα με κόπο κτίσαμε γύρω από την πόλιν.» Και σ΄αυτόν με αγανάκτησιν είπεν ο νεφεληγερέτης Ζεύς.
«πω πώ, κοσμοσείστη ευρύσθενε, τι είπες. Άλλος θεός θα φοβόταν μια τέτοια απόφασι, που από σε πολύ πιο αδύνατος στα χέρια και το μένος. Γιατί το δικό σου κλέος θα λάμπη μακρυά…… λοιπόν μόλις οι Αχαιοί φύγουν για την φίλη πατρίδα γή στην θάλασσα όλα να τα γκριμίσης και μετά με άμμο κάλυψε την πλατειάν ακτήν, ώστε ν΄αφανισθή το μέγα τείχος των Αχαιών.»
Τρώες και Αχαιοί τρώγαν και όλη την νύκταν κακά σκεπτόταν ο Ζεύς γι΄αυτούς, τρομερά βροντώντας, και χλωρό δέος τους έπιανε, οίνο από τα κύοπελλα χάμω έχεαν και κανείς δεν τολμούσε να πιή πριν κάνη σπονδή στον υπεδύναμο Κρονίωνα.
Κοιμήσαντ΄αρ΄έπειτα και ύπνου δώρον έλοντο.
ΣΤΙΧ.410-480
ΡΑΨ. Θ ΘΕΩΝ ΑΓΟΡΑ .ΚΟΛΟΣ ΜΑΧΗ
Ηώς μεν κροκόπεπλος εκίδνατο πάσαν επ΄αίαν, και ο Ζεύς ο τερπικέραυνος συνέλευσιν θεών ποιήσατο στην ακρότατη κορυφή του πολυκορύφου Ολύμπου. Αυτός αγόρευε και οι θεοί υπάκουαν. Και απαγορεύει σε όλους θεούς και θέαιναι , αψηφώντας το έπος του να έρθουν αρωγοί σε Τρώες ή σε Αχαιούς. Πάντες εσίγησαν κι εσιώπησαν εκτός από την Αθηνά που ζήτησε την άδεια μια συμβουλή να δώσουν στους Αργείους για να μην απωλεσθούν όλοι. Και προς αυτήν μειδιώντας είπεν ο Ζεύς. «Θάρρεψε, Τριτογένεια, φίλο τέκνο με καρδιά ανυποχώρητη δεν μιλώ και θέλω ήπιο να σου είμαι.» και όχημα έζεψε και στην Ιδη έφθασε , όπου τέμενός του και βωμός με θυμιάματα υπήρχε, και αφού ομίχλην περιέχυσεν στην κορυφή κάθισε για το κύδος χαίρων εισορώντας των Τρώων την πόλιν και τις νήες των Αχαιών.
Ο Τυδείδης έτρεξε να βοηθήσει τον Νέστορα και τους ίππους, σκοτώνοντας τον ηνίοχο του Εκτορα. Ολεθρος και αμήχανα έργα θα γινόταν αν δεν έβλεπε ευθύς ο πατήρ ανδρών και θεών , βροντήσας τότε δεινόν αφήκε λαμπρό κεραυνό και μπρός στους ίππους του Διομήδη δεινή φλόγα ορθώθηκε.
Ο Νέστορα φωνάζει στον Δι0μήδη « Τυδείδη, πάρε και έχε για φευγιό τους μονώνυχες ίππους. Δεν γνωρίζεις ότι εκ Διός δεν σ΄ακολουθεί βοήθεια πιά…. Και κανένας άνδρας του Διός τον νού δεν θα εμπόδιζε, ουδέ και πιο δυνατός, επειδή εκείνος πολύ υπέρτερος είναι.»
Ο Εκτορας γνωρίζοντας ότι προφρόνως του κατένευσεν ο Κρονίων νίκη και μέγα κύδος και στους Δανούς συμφορά με έπη ονείδιστα φωνάζει στον Διομήδη, ο οποίος τρείς φορές διχογνώμησε και στοχάσθηκε να γυρίσει πίσω κατά φρένα και κατά θυμό και τρίς από τα Ιδαία όρη βρόντησεν ο βαθύγνωμος Ζεύς, σαν μήνυμα στους Τρώες ότι αυτοί θα νικήσουν.ΣΤΙΧ. 100-184
Θυμώνει η Ηρα με το καύχημα του Εκτορα που ήθελε να γκρεμίσει τα τείχη των Αχαιών και σείσθηκε ο θρόνος και τακούνηθήκε ο Ολυμπος, στον ποσειδώνα στράφηκε και είπε. « Κοσμοσείστη μεγαλόσθενε, καθόλου εσύ ενώ χάνονται οι Δαναοί δεν ολοφύρεσαι μέσα σου…… γιατί αν θέλαμε όσι των Δαναών αρωγοί είμαστε , τους τρώες να απωθήσουμε και να εμποδίσουμε τον ευρύοπα Δία ….» Αλλά ο ποσειδώνας δεν θέλει να μαχηθεί μαζί του γιατί ισχυρότερος είναι. ΣΤΙΧ.190-211
Και ο Εκτορας θα είχε εμπρήσει τις νήες αν η Ηρα στις φρένες του Αγαμέμνωνα δεν έθετε να τρέξη γρήγορα να παροτρύνη τους Αχαιούς.
Στου Οδυσσέα την μεγαλόκητη μελανή νήα στάθηκε και φώναξε . «Αιδώς Αργείοι….» και στον Δία ζήτησε την χάριν να μην αφήση τους Τρώες να τους δαμάσουν. Ο Ζεύς ολοφυρόμενος γι΄αυτόν που έχυνε δάκρυ ένευσε σώος ο λαός να μείνη ουδέ ν΄απολεσθή και αετόν ευθύς έστειλε στον περικαλλή βωμό, εκεί που στον πανφάντη Δία θυσιάζουν οι Αχαιοί. Εκείνοι μόλις είδαν το όρνιο θυμήθηκαν τον πόλεμον και όρμησαν προς τους Τρώες. ΣΤΙΧ.215-272
Πάλιν στους Τρώες όμως ο Ολύμπιος μένος όρθωσεν και ο Εκτορας με έπαρση πολλή και σθένος μπροστά με τους πρώτους όρμησε όπως ο κύων αγριόχοιρου και έλεος έδειξε η θεά Ηρα για τους Αχαιούς και την Αθηνά φωνάζει, η οποία θυμωμένη με τον πατέρα της που τις βουλές της Θέτιδος εκπληρώνει, με του πολέμου τα όπλα θωρακίζεται . Η Ηρα με μάστιγα τους ίππους άγγιξε και οι αυτόματες πύλες τα΄ουρανού έτριξαν, αυτές που οι Ωρες και σ΄εκείνες έχει ανατεθεί ο μέγας Ουρανός και ο Ολυμπος να τον ανοίγουν με πυκνό νέφος και να τον κλείνουν. ΣΤΙΧ.350-396
Χολώθηκε ο Ζεύς όταν τις είδε και την Ιρις παρώτρυνε αγγελία να πάη.
«Σήκω πήγαινε, Ιρις ταχεία, πίσω να τρασπούν μη αφήνοντας ενάντιά μου να έρχονται, γιατί σε καλό δεν θα τις βγή αν πολεμήσουμε…… και τα έλκη δεν θα γιατρευτούν αν τις εγγίση κεραυνός. Για να δή η γλαυκώπις όταν με τον πατέρα μάχεται. Με την Ηρα δεν θυμώνω τόσο ούτε χολώνομαι γιατί παντα συνηθίσει να με ανακόπτη ότι κι αν είπω.» ΣΤΙΧ.397-424
Και γύρισαν πίσω και έλυσαν οι ωρες τους καλλίτριχας ίππους και ο ένδοξος κοσμοσείστη στην βάσι του το άρμα βάζει και απλώνει πάνω του το σκέπασμα. Μόνες χωριστά από τον Δία κάθησαν η Αθηνά και η Ηρα που τίποτε δεν τον ρώτησαν, όμως εκείνος γνωρίζοντας τι έχουν στις φρένες τους φώνησε. « Γιατί έτσι τεθλιμμένες…….»
Και η Αθηνά σιωπούσε κι ούτε κάτι είπε σκυζομένη με τον πατέρα Δία χόλος άγριος την έπιασε, ενώ στης Ηρας το στήθος ο χόλος δεν χωρούσε.
Ο Δίας της αποκαλύπτει να σχέδια του, ότι πολύς στρατός αιχμομάχων των Αργείων θα σκοτωθεί γιατί την μάχη ο Εκτορας δεν θα σταματήσει μέχρι τον θάνατο του Πάτροκλου, γιατί έτσι θέσφατον είναι. ΣΤΙΧ.425-483
ΡΑΨ. Κ ΝΥΚΤΕΓΕΡΣΙΑ ΚΑΙ ΔΟΛΩΝΟΦΟΝΙΑ
Η θεά Αθηνά εγγύθεν ισταμένη στον Διομήδη, ο οποίος συλλογιζόταν στις φρένες του τι να κάνει αν θα πάρει τα όπλα και θα γυρίσει πίσω στις νήες ή την ζωή και άλλων Θρακών να πάρει, του είπε. «Τον νόστο θυμήσου, τουτ μεγαθύμου Τυδέως γιέ, στις κοίλες νήες, μήπως κυνηγημένος φύγης και μήπως του Τρώες εγείρη άλλος θεός.»
Και μόλις είδε ο αργυρότοξος Απόλλων την Αθηνα μετα του του Τυδέως τον γιο να έπεται, με εκείνη κακιωμένος στων Τρώων κατεδύθη τον πολύν όμιλο και όρθωσε του Ρήσου ανεψιόν εσθλόν, τον βουληφόρο Ιπποκόωντα. ΣΤΙΧ. 505-525
ΡΑΨ.Λ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΑ
Ο Ζεύς την Εριδα προέπεμψε στις γρήγορες νήες των Αχαιών την δεινή, του πολέμου το σημάδι στα χέρια έχουσαν και εστάθη στου Οδυσσέως την μεγάκητη μελανή νήα που στην μέσην ήταν για να ακούγεται εκατέροθεν και από του Αίαντος τις σκηνές και από του Αχιλλέως.Εκεί εστάθη η θεά φώναξε δυνατά και δεινά, όρθια, και στους Αχαιούς μέγα σθένος έβαλε εκάστου την καρδιάν, άληκτα να πολεμά και να μάχεται. Και σε αυτούς αίφνης ο πόλεμος γλυκύτερος έγινεν από τον νόστο με τις κοίλες νήες στην φίλη πατρίδα γήν.
Ντύθηκε ο Ατρείδης με αστραφτερό χαλκό, θώρακα φόρεσε περί τα στήθη,γύρω από τους ώμους έβαλε ξίφος με χρυσά καρφιά σε θήκη αργυρή, επήρε και προστατευτική πολυδαίδαλη θούριαν ασπίδα, που επιστεφάνωνε η βλοσυρή Γοργώ και γύρω ο Δείμος και ο Φόβος. Φόρεσε και στο κεφάλι περικεφαλαία με γείσο, πήρε και δύο δόρατα οπλισμένα με χαλκό που έλαμπε μακριά κι εγδούπησαν Αθηνά και Ηρα τιμώντας τον βασιλιά της πολύχρυσης Μυκήνας. Αλαλαγμό όρθωσε ο Κρονίδης, κι από ψηλά έστειλε νωπές αίματος σταγόνες εξ αιθέρος, ένεκα που έμελλε πολλές γενναίες κεφαλές στον Αδη να στείλη. ΣΤΙΧ. 3-55
Τρώες και Αχαιοί επ΄αλλήλων ορμώντες αφάνιζαν, κι ούτε κανένας σκεφτόταν την ολέθριαν φυγήν. Μάχη ήταν ισόβαρη και η Ερις έχαιρεν η πολυστέναχτη βλέποντας, γιατί μόνο εκείνη παρετύγχανε στους μαχητές και κανένας άλλος από τους θεούς δεν παραστεκόταν , αλλ΄αμέριμνοι στα μέγαρά τους κάθονταν, στις πτυχές του Ολύμπου. Και όλα αυτά εξαιτίας του μελανόνεφου Κρονίωνα, ένεκα που στους Τρώες εβούλετο κύδος να δώση. ΣΤΙΧ.70-80
Πολλοί πρηνείς και ύπτιοι έπεφταν από τους ίππους υπό του Ατρείδου τα χέρια γιατί περαν εμπρός με το έγχος έτρεχε και ως έμελλε στην πόλη και στο ψηλό της τείχος να φθάσουν, τότε ο πατέρας των ανδρών και θεών ουρανόθεν καταβάς κι είχεν αστραπή στα χέρια. Εστειλε την Ιριν να πεί στον Εκτορα ότι μόλις χτυπηθεί ο Αγαμέμνων τότε δύναμι θα του δώση να σκοτώνει ώσπου στις καλοκατάστρωτες νήες ν΄αφιχθή και δύση ο Ηλιος και σκότος ιερόν επέλθη.
ΡΑΨ. Μ ΤΕΙΧΟΜΑΧΙΑ
Η τάφρος αυτή που εποίησαν οιΔαναοί μαζί με το τείχος το ευρύ δεν θα έμενε έμπεδον ,γιατί ουδέ στους θεούς έδωσαν περικλεείς εκατόμβες έδωσαν, αλλά έμελλε , με την εκπόρθηση του Πριάμου την πόλιν στον δέκατο χρόνο και μόλις οι Αργείοι με τις νήες στην φίλη πατρίδα γήν έβαιναν, τότε ο Ποσειδών και ο Απόλλων το τείχος αυτό θα χαλάσουν, των ποταμών το μένος στρέφοντας πάνω του.
Οσοι από τα Ιδαία όρη στην θάλασσαν εκρέουν, ο ΡΗΣΟΣ, Ο ΕΠΤΑΠΟΡΟΣ, Ο ΚΑΡΗΣΟΣ, Ο ΡΟΔΙΟΣ, Ο ΓΡΑΝΙΚΟΣ Ο ΑΙΣΗΠΟΣ , Ο ΘΕΙΚΟΣ ΣΚΑΜΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΙΜΟΕΙΣ, αυτών τα στόματα θα στρεψει ο Φοίβος Απόλλων και επί εννέα μέρες στο τείχος θα αφήσει την ροήν, υετόν (βροχή) θα ρίχνει ο Ζευς συνεχώς…… ΣΤΙΧ.3-33
Ο Εκτορας αρνείται να λάβη υπόψη του τον οιωνό του Δία και δεν ακούει τα λόγια και την ερμηνεία του Πολυδάμαντος που του λέει να μην πάνε μέχρι τις νήες. «Ενας οιωνός άριστος ν΄αμύνεσαι για την πατρίδα. Γιατί εσύ φοβάσαι τον πόλεμο και την μάχη; …» Ετσι αφού μίλησε ηγήθηκε και τον ακολούθησαν όλοι με ήχο θεσπέσιο. Τότε ο τερπικέραυνος Ζεύς ώρθωσεν από τα Ιδαίας όρη ανεμοθύελλα που ευθύς στις νήες σκόνην έφερε και των Αχαιών θέλγοντας τον νού, στους Τρώες και τον Εκτορα κύδος έδωσεν. ΣΤΙΧ.200-255
Ορθώνει και τον Σαρπηδόνα ο συνετός Ζεύς επι των Αργείων, ως λέοντα ορεσίτροφος σε βόδια ελικοκέρατα. Και ενώ ο Τεύκρος και ο Αίας που έτρεξαν να βοηθήσουν τον γιό τουν Πετεού , τον Μενεσθέα, ορμούν πάνω του και ένα βέλος τον έβαλε στον τελαμώνα τον, φαεινό γύρω από τα στήθη, αλλά ο Ζεύς την μοίραν απέκρουσε του παιδιού του, για να μην δαμασθή στων νηών τις πρύμνες. ΣΤΙΧ.292, 400
Και ενώ παντού οι πύργοι και οι επάλξεις με αίμα ανδρών ραντίζονταν αμφοτέρωθεν από Τρώες και Αχαιούς, και έτσι επί τα ίσα η μάχη απλωνόταν και ο πόλεμος, ο Ζεύς υπέρτατη δόξα θέλησε να δώση στον Εκτορα τον πριαμίδη, ο οποίος φώναξε διαπρύσια στους Τρώες ακουσθείς. «Ορθιοι, ιπποδαμαστές Τρώες, να διαρρήξετε το τείχος των Αργείων και στις νήες να βάλετε θεσπέσιο πύρ.» και ευθύς αρπάζει λίθον που πίσω παχύς ήταν και από πάνω οξύς, δύο άνδρες του δήμου δεν θα μπορούσαν να σηκώσουν, εκείνος όμως εύκολα τον έπαλλε μόνος του, αφού του τον έκαμεν ελαφρό το παιδί του πανούργου Κρόνου και κατ΄ευθείαν στις σανίδες που πύλες κρατούσαν πυκνά στιβαρά αρμοσμένες δύφυλλες υψηλές. Αμέσως οι τρώες στις καλοκάμωτες νήες χύθηκαν κι οι Δαναοί έφυγαν προς τις κοίλες νήες, και αλίαστος (οχλοβοή) έγινε δυνατή. ΣΤΙΧ.430-471
ΡΑΨ. Ν Η ΕΠΙ ΝΑΥΣΙ ΜΑΧΗ
Ο Ζεύς αφού Τρώες και Εκτορα στις νήες έφερε, τους άφησε σ΄αυτές κόπους να έχουν και βάσαν συνεχώς, και αυτός πίσω έστρεψε τους φαεινούς οφθαλμούς, μακριά επί των ιπποτρόφων Θρακών καθορώμενος την γαία και των Μυσών των αγχεμάχων και των γενναίων Ιππημολγών των γαλακτοφάγων, και των Αβίων δικαιοτάτων ανθρώπων.
Στην Τροία καθόλου δεν έστρεφε πια τους οφθαλμούς γιατί δεν ήλπιζε κατά θυμόν ότι κάποιος των αθανάτων ελθών ή στους Τρώες θα δώση αρωγήν ή στους Δαναούς.
Όμως αλαοσκοπιήν(τυφλοσκοπιά) δεν είχεν ο κραταιός γαιοσείστης, γιατί εκείνος θαυμάζων καθόταν τον πόλεμο και την μάχην υψού επ΄ακροτάτης κορυφής της δασώσους Σάμου της Θρακικής. Γιατί από εκεί εφαίνετο πάσα η Ιδη, εφαίνετο και του Πριάμου η πόλις και οι νήες των Αχαιών.
Εκεί αυτό έξω από την θάλασσαν ελθών καθέζετο, λυπόταν τους Αχαιούς από τους Τρώες δαμαζόμενους, και με τον Δία κρατερά θύμωνεν. Ευθύς εκ του όρους κατέβη του απόκρημνου, με γρήγορα βήματα κι έτρεμαν όρη μακρά και δάσος κάτω από τα αθάνατα πόδια του Ποσειδώνος καθώς προχωρούσε.
Στα ξακουστά του δώματα στο βάθος του πελάγους αφίκετο και πάνω στο όχημά του με δύο χαλκόποδες ίππους ταχύπετους, με χρυσότριχες κόμες, χρυσό και αυτός εντύθη κι έβη ελαύνοντας επι τα κύματα, κι από την χαράν η θάλασσα διίστατο, και εκείνοι πετούσαν πολύ γρήγορα και ούτε βρεχόταν ο χάλκινος άξων, και στων Αχαιών τις νήες οι καλόσκιρτοι τον έφεραν ίπποι.
ΣΤΙΧ.1-38
Και ενώ οι Τρώες με φλόγα όμοιοι όλοι τους και με θύελλα του Εκτορος έποντο με θόρυβο και ιαχές, ελπίζοντας τιςε νήες των Αχαιών να πάρουν, ο γαιήοχος Ποσειδών ο κοσμοσείστης του Αργείους παρώτρυνε, όμοιος μες τον Κάλχαντα στο δέμας και την αδάμαστη φωνή στουςε Αίαντες πρώτα είπε
«Αίαντες, εσείς οι δύο θα σώσετε τον λασό των Αχαιών την αλκήν αφού θυμηθείτε και όχι τον κρυερό φόβο. Γιατί αλλού εγώ δεν τα φοβάμαι τις αάπτους χείρας ( τα ακαταμάχητα χέρια) Τρώων, γιατί θα τους αναχαιτίσουν όλους οι καλλικνήμιδες Αχαιοί……..» Είπε και με το σκήπτρον αμφότερους κτυπώντας ενέπλησε με μένος κρατεερό, τα μέλη τους έκανε ανάλαφρα, πόδια και χέρια ύπερθεν (πάνω).
Τον αναγνώρισε πρώτος του Οιλέως ο ταχύς Αίας και αίψα (στο άψε) του Αίαντος τον γιό του Τελαμώνος είπε «Αίαντα σε μας κάποιος των θεών που τον Ολυμπον έχουν με μάντι όμοιος κελεύει στις νήες να μαχώμαστε…..εύκολα τον γνώρισα, πασίγνωστοι οι θεοί….» ΣΤΙΧ.39-80
Ο Ιδομενεύς ,ο ένδοξος στο δόρυ συναντά τον Ποσειδώνα, χολωμένος που ο εγγονός του , ο Αμφίμαχος ,γιός του Κτεάτου Ακτορίωνος έπεσε στην σκληρή μάχη, και ενώ ετοίμαζε όλεθρον για τους Τρώες.. Σ΄αυτόν προσείπε ο κραταιόςε ενοσίχθων μοιάζοντας στην φθογγή με τον Ανδραίμονα τον γιό του Θόαντος, που στους Αιτωλούς άνασσε. «Ιδομενέα, των Κρητών βουληφόρε που οι απειλές σου πήγαν…. Εμπρός τα όπλα αφού λάβης έλα μαζί μου , μ΄αυτά χρεία να σπεύσουμε….» και τρέχει ο Ιδομενεύς στην σκηνή του και ντύθηκε τα όπλα καλά περί το σώμα, και έπιασε και δύο δόρατα ΣΤΙΧ.210-243
Τον Αντίλοχο, τον γιό του Νέστορα, προστάτευε ο κοσμοσείστης ποσειδών, ενώ ορμούσε στην μάχη, οι Τρώες τον περικύκλωσαν, αλλά ο κυανοχαίτης αρνήθηκε στο τόξο του Αδάμαντα του Ασιάδη να του πάρη την ζωή.ΣΤΙΧ. 550-565
Και έποντο του Εκτορος οι Τρώες με ήχο θεσπέσιο, κι ιαχούσεν ο λαός όπισθεν, κι οι Αργείοι από την άλλην ιαχούσαν και δεν λησμονούσαν την αλκή τους, και ο ήχος αμφοτέρων ίκετ΄αιθέρα και Διός αυγάς ( έφθανε στον αιθέρα και του Διός τις αντάυγειες). ΣΤΙΧ.835
ΡΑΨ. Ξ ΔΙΟΣ ΑΠΑΤΗ
Δεν φύλαγε άδικα ο ένδοξος σείστης της γής, αλλά ανάμεσα σ΄αυτούς ήλθεν όμοιος με παλαιόν άνδρα, κι έπιασε το δεξί χέρι του Αγαμέμνωνος και φώναξε έπεα πτερέοντα.
« Ατρείδη, τώρα του Αχιλλέως η ολέθρια καρδιά θα χαίρεται στα στήθη του, τον φόνο και την φυγή των Αχαιών καθώς θα βλέπει…… με σένα όμως οι θεοί δεν κάκιωσαν τόσο».. Και ως ειπών φώναξε δυνατά ορμώντας στο πεδίο, και όσην ιαχή βγάζουν εννέα και δέκα χιλιάδες άνδρες, σαν πέφτουν μαζί στην έριδα του Αρεως τόσην έβγαλε από τα στήθη φωνήν ο κραταιός ενοσίχθων κσαι σε εκάστου των Αχαιών μέγα σθένος έβαλε την καρδιάν άληκτα να πολεμά και να μάχεται. ΣΤΙΧ. 135-152
Η Ηρα η χρυσόθρονη είδε με τους οφθαλμούς της ως στάθηκε στην άκρη του Ολύμπου και αμέσως τον γνώρισε να τρέχη μες στην μάχη που άνδρες δοξάζει, τον αδελφό της και κουνιάδο της και χάρηκε κατά θυμό. Ενώ βλέποντας τον Δία επί της ακρότατης κορυφής της Ιδης με τους πολλούς πίδακες καθήμενον μίσος γέμισεν η ψυχή της, και σκέφτηκε πώς να εξαπατήσει τον νούν του Διός. Αυτή κατά θυμό της φαινόταν αρίστη βουλή, να έλθη στην Ιδη αφού καλά ενδύση εαυτήν μήπως και ίμερος τον έπιανε για ερωτική συνεύρεση και ύπνο αβλαβή και γλυκό να του χύση στα βλέβαρα και στις γνωστικές του φρένες.
Στον θάλαμο που ο προσφιλής της γιός ο Ηφαιστος έφτιαξε και κανείς άλλος θεός δεν μπορούσε να ανοίξη. Με αμβροσία καθάρισε το ποθητό της δέρμα, αλείφθηκε με λίπος ελαίου αμβρόσιον ηδύ που το είχε θυμιατισμένο, χτένισε τα μαλλιά της και έπλεξε πλοκάμους φαεινούς από το αθάνατο κεφάλι της να κρέμονται , ντύθηκε με αμβρόσιο πέπλο που το ύφανε και φιλοτέχνησε η Αθηνά. Ζώστηκε με ζώνη όπου εκατό θύσανοι είχαν αρμοσθή, και σκουλαρίκια κρέμονταν από τους λοβούς με τρείς λίθους και έλαμπεν απ΄αυτά όλο χάρις πολλή. Με κεφαλόδεσμο καλύφθηκε η έξοχη θεά και ήταν σαν λευκός ήλιος και αφού στα λαμπερά της πόδια έδεσε πέδιλα καλά και κοσμήματα έθηκε στο κορμί της , κάλεσε την Αφροδίτη και της ζήτησε δολοφρονούσα η σεβαστή Ηρα. « Δώσε μου τώρα τον έρωτα και τον πόθο, που μ΄αυτόν εσύ όλους δαμάζεις αθανάτους και θνητούς…..»
Από τα στήθη της έλυσε η φιλομειδής Αφροδίτη, κεντητόν ιμάντα ποικιστόλιστον όπου παντα τα θελκτήρια ( μάγια) είχαν φτιαχθή. Εκεί ο έρωτας, κι ο πόθος , και τα γλυκόλογα του ξελογιάσματος, που έκλεψε τον νού κι εκείνων που πυκνώ φρονούν. ΣΤΙΧ. 153-220
Και πηδώντα η Ηρα εγκατέλειψε το άκρο του Ολύμπου και βαίνοντας πάνω από την Πιερία και την ωραία Ημαθία , ώρμησε στα σκεπασμένα με νιφάδες όρη των ιπποτρόφων Θρακών και ούτε την γήν άγγιξε με τα πόδια, από τον Αθω στον κυματώδη πόντον έβη και στην Λήμνο αφίχθη, την πόλιν του θεικού Θόαντος, όπου αντάμωσε τον Υπνο, τον αδελφό του θανάτου. Το χέρι του έπιασε και του ζήτησε να κοιμήση τους φαεινούς οφθαλμούς του Διός υπό τα φρύδια αμέσως μόλις ξαπλώσει ερωτικά μαζί του. Σαν δώρο θα του δώσει έναν καλό θρόνο άφθαρτο για πάντα , χρυσόν, που θα το φιλοτεχνήση ο Ηφαιστος.
Φοβήθηκε όμως ο νήδυμος Υπνος μήπως και χολωθεί ο Ευρύοπας Ζεύς και τον ρίξει από τον αιθέρα στον πόντο να αφανισθή, όπως είχε γίνει ξανά και τον έσωσε η Νύκτα που δαμάζει θεούς και άνδρες.
Επιμένει όμως η Ηρα και την Πασιθέα , μία από τις νεότερες των Χαρίτων, ορκίζεται ότι θα του δώσει να παντρευτεί. ΣΤΙΧ.225-268
Ως την είδε ο νεφεληγερέτης Ζεύς την Ηρα που ανέβηκε στο γάργαρον άκρο της υψηλής Ηδης, ευθύς ο έρως τις συνετές του φρένες αμφεκάλυψεν, όπως όταν το πρώτον έσμιξαν ερωτικά, λαθρα από τους προσφιλείς γονείς τους.
« Ποτέ μέχρι τώρα ούε θεάς έρως ούτε γυναικός περιχυθείς στα στήθη δεν δάμασε νου την καρδιά…..» της είπε και την κάλυψε με νέφος χρυσόν για να μην τους είδε ούτε ο Ηλιος. Γι΄αυτούς φύτρωσε νεοθαλή πόα και λωτό δροσερό και κρόκο και υάκινθο και στιλπνές έπεφταν οι δροσοσταλίδες. ΣΤΙΧ. 292-351
Και ενώ ο Ζεύς από ύπνο και έρωτα δαμασθεί στην αγκαλιά της σύγκοιτης του άτρεμα κοιμόταν ο Υπνος την αγγελία να ειπή στον έχοντα και σείοντα την γή και κοντά ιστάμενος έπεα πτερέοντα προσείπε. «Προφρόνως τώρα τους Δαναούς, Ποσειδώνα βοήθα, και δώσε τους την νίκη έστω και για λίγο όσο καθεύδει ο Ζεύς, επειδή αυτρόν εγώ με μαλακό κώμα περιεκάλυψα και η Ηρα τον απέπεισε οι δυό τους να πλαγιάσουν ερωτικά.»
Και ο Ποσειδών πήδησε εμπρός και εκέλευσε τοους Δαναούς να ορμήσουν στην μάχη. Πρόθυμα τον άκουσαν όλοι και ο Τυδείδης, ο Οδυσσέας και ο Ατρείδης ο Αγαμέμνων αν και πληγωμένοι. Ο Τελαμώνιος Αίας χτυπά με λίθο τον Εκτορα και τον τραυματίζει. ΣΤΙΧ.364-439
ΡΑΨ.Ο ΠΑΛΙΩΞΙΣ ΠΑΡΑ ΝΕΩΝ
Εγέρθηκεν ο Δίας όταν είδε τους Τρώες σε ταραχή και Αχαιούς να τους διώκουν, τον δε Εκτορα από δεινό κατεχόταν άσθμα ξεπνοισμένος και ανάμεσά τους τον άνακτα Ποσειδώνα.. Και λυπήθηκε ο πατέρας ανδρών και θεών και ιπόδρα ιδών την Ηρα προσείπεν μύθο.
«Ε πολύ κακότεχνος ο δόλος σου αδάμαστη Ηρά…… Δεν γνωρίζω αν πάλι για την αλεγεινήν κακορραφίη πρώτη πληρώσης κι αν θα σε μαστιγώσω. Η μήπως λησμόνησες που κρεμόσουν υψόθεν κι από τα πόδια σου άκμονες έδεσα δύο και γύρω από τα χέρια σου έβαλα χρυσήν αλυσίδα άρρηκτη. Και σύ στον αιθέρα και τις νεφέλες κρεμόσουν……» ΣΤΙΧ.1-46.
Η Ηρα καλεί την Ιρις και τον Απόλλων να μεταβούν τάχιστα στον Ολυμπο όπου ο Ζεύς θέλει να τους μιλήσει. Ο Ανακτας στέλνει την Ιρις στον Ποσειδώνα να του αναγγείλη να παύση την μάχη και να γυρίσει στα γένη των θεών ή στην θεική θάλασσα.. Ο Ποσειδώνας υποχώρησε, θυμωμένος που ο Ζεύς αν και ισόμοιρος και πεπρωμένος για όμοια μοίρα είναι φιλονικεί μαζί του με πικρόχολα έπη. Και αν τελικά του απόκρημνου Ιλίου φεισθή και ούτε θελήση να το εκπορθήση, ούτε να δώσει μέγα κράτος στους Αργείους, να ξέρη τούτο ότι αναμεσά τους χόλος ανήκεστος θα μείνη. Αυτά είπς ο κοσμοσείστης και εγκατέλειψε τον Αχαικό λαό. ΣΤΙΧ. 160-217.
Στον Απόλλωνα , ο Ζεύς προσείπεν να τρέξει παρά του Εκτορα, και αφού στα χέρια λάβη την αιγίδα με τους θυσάνους και επισείοντας την να φευγατίζει τους Αχαιούς. «… Από εκεί και πέρα εγώ ο ίδιος θα σκεφθώ με έργο και με έπος, πως πάλιν οι Αχαιοί θ΄αναπνεύσουν από την καταπόνησιν» Αυτά είπε ο Ζεύς και ο Απόλλων δεν παράκουσε. ΣΤΙΧ. 220-235.
Δεν παράκουσε τον πατέρα του ο Απόλλων και κατέβη από τα Ιδαία όρη με γεράκι όμοιος, και εύρε τον Εκτόρα , που ο νούς του αιγιδοφόρου Διός τον είχε εγείρει, και τον θάρρεψε και μέγα μένος τον ενέπνευσε. ΣΤΙΧ. 236-270.
Προχωρούσαν οι Τρώες αθρόοι και πρώτος ο Εκτορας με μακρά βήματα, έμπροσθεν αυτού ο Φοίβος Απόλλων ντυμένος στους ώμους με νεφέλη κι είχε θούριαν αιγίδα, δεινή δασειά μεγαλοπρεπή ,που ο χαλκιάς Ηφαιστος στον Δία έδωσε να φέρη, τους άνδρες να φοβίζη.
Κατ΄ενώπα ιδών του Δαναούς, αύσε μάλα μέγα, εκείνων δε η ψυχή στα στήθη πάγωσε, λάθοντο θούριδος αλκής, και έφυγαν ανάλκιδες οι Αχαιοί, γιατί μέσα τους ο Απόλλων έφερε φόβο, στους Τρώες και τον Εκτορα έδωσε δόξα. ΣΤΙΧ.306-327
Οι Αχαιοί τρέχουν να σωθούν πίσω προς τις νήες, ενώ ο Απόλλων εύκολα κλωτσώντας με τα πόδια (ποσσίν ερείπων) γκρέμισε την βαθειά τάφρο γεφυρώνοντας τον δρόμο και χύθηκαν κατά φάλαγγες (φαλαγγηδόν) οι Τρώες. Και εγκρέμισε το τείχος των Αχαιών ο Φοίβος, όπως την άμμο κοντά στην θάλασσα, που αφού ποιήση αθύρματα νηπιακά και πάλι τα γκρεμίζει με πόδια και χέρια παίζοντας. ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΣΥ ΗΙΕ ΦΟΙΒΕ ΌΣΑ ΜΕ ΠΟΛΥ ΚΑΜΑΤΟ ΚΑΙ ΜΟΧΘΟΝ ΟΙ ΑΡΓΕΙΟΙ ΕΚΤΙΣΑΝ ΓΚΡΕΜΙΣΕΣ ΚΙ ΑΥΤΟΥΣ ΣΕ ΦΥΓΗΝ ΕΤΡΕΨΕΣ. ΣΤΙΧ 352-366
Ο Νεστωρ απλώνοντας στον αστερόεντα ουρανό τα χέρια ευχόταν στον Ζεύ να αποκρούση την ανηλεή ημέρα και να μην αφήση τους τρώες να δαμάσουν τους Αχαιούς. Και βρόντηξε δυνατά ο βαθύγνωμος Δίας. ΣΤΙΧ. 370-378
Η άγρια μάχη όμως συνεχίζεται, ο Τεύκρος βέλος έβγαλε για τον χαλκοντυμένο Έκτορα, δεν διέλαθεν όμως από το πυκνό νού του Διός που τον εφύλασσε, και από τον Τελαμώνιο Τεύκρο πήρε την καυχησιά, και παρεσύρθη αλλού το χαλκόβαρο βέλος, ενώ το τόξον έπεσεν από τα χέρια του. Αμέσως κατάλαβε ότι ο θεός ολότελα διακόπτει της μάχης τα σχέδια τους.
Ο Έκτωρ ως είδεν του Τεύκρου τα βέλη να έχουν αχρηστευθεί, εκέλευσε από μακρυά φωνάζοντας. « Τρώες, Λύκιοι και Δάρδανοι….. δείξατε την θούριαν αλκή σας…. Πασίγνωστη γίνεται του Διός η αλκή και σε ποιους υπέρτερη δόξα προσδίδει και σε ποιους την μικραίνει και δεν θέλει για αυτούς να αμύνεται…..» ΣΤΙΧ.458- 490
ΡΑΨ. Π ΠΑΤΡΟΚΛΕΙΑ
Ο Σαρπηδών του Διός ο γιός βλέποντας τους άζωστους ετίρους κάτω από τα χέρια του πατρόκλου Μενοιτιάδου να έχουν δαμασθή , φώναξε στους Λυκίους. Μόλις τον είδε ο Πάτροκλος πήδησεν έξω του δίφρου ως γυπαετός γαμψώνυχας με αγκύλο ράμφος.
Τους είδε του Κρόνου το παιδί και στην Ηρα προσείπε
« Αλοίμονο μου, ο Σαρπηδών μου, ο φίλτατος των ανδρών της μοίρας είναι από τον Πάτροκλο να δαμασθή. Και δίχα η καρδιά μου στις φρένες ταλαντεύεται ή να τον πάρω ζωντανό από την δακρυόεσσα μάχη και να τον θέσω αρπάζοντας τον σε εύφορο δήμο της Λυκίας, ή πλέον με τα χέρια του Μενοιτιάδου να τον δαμάσω.»
Σε αυτόν απάντησε η βοώπις Ηρας « Σκληρότατε Κρονίδη, ποιόν μύθο είπες. Ανδρα που είναι θνητός, από παλιά πεπρωμένη η μοίρα του, θέλεις τώρα ξανά από τον κακόηχο θάνατο να τον σώσης. Κάμε το αλλά δεν θα συναινέσουμε πάντες οι θεοί. Σκέψου αν ζωντανό πέμψης τον Σαρπηδόνα στον δόμο του, μήπως κάποιος έπειτα από τους θεούς θελήση και άλλος να πέμψη τον προσφιλή γιό του έξω από την κρατερή μάχη. Γιατί πολλοί περί το μέγα άστυ του Πριάμου μάχονται, γιοί αθανάτων, αυτών τον θυμό θα ξεσηκώσης……..» Και ούτε απείθησεν ο Ζεύς και αιματόεσσες ψεκάδες κατέχυσε στην γή το προσφιλές παιδί τιμώντας, που ο Πάτροκλος έμελλε να φθείρη στην εύφορη Τροία, μακριά από την πατρίδα. ΣΤΙΧ.419-461
Επεσε ο Σαρπηδόνας από το φαεινό βέλος του Πατρόκλου , ως δρύς ή λεύκα, βεβρυχώς ( βρυχώμενος) έχοντας αδράξει την αιμοτόεσσα σκόνη, και ενώ πέθαινε στέναζε και φώναξε τον φίλο του και εταίρο τον Γλαύκο που βαρύ άγχος του ήλθεν ως την φθογγήν του άκουσε, ράγισεν η καρδιά του γιατί δεν μπορούσε να βοηθήσει. Τον πονούσε το έλκος που ο Τευκρος του έκαμε βάλλοντας με βέλος στον βραχίονα και ευχόμενος είπε στον εκηβόλον Απόλλωνα. « Ακουσε Αναξ, που κάπου στον εύφορο δήμο της Λυκίας είσαι ή στην Τροία, γιατί δύνασαι σύ από παντού ν΄ακούς άνδρα λυπημένο. Οξείες οδύνες ελαύνουν και ούτε το αίμα μου να στεγνώση δύναται…. Και άριστος άνδρας απωλέσθη, ο Σαρπηδών, του Διός ο γιός. Αυτός ούτε για το παιδί του αμύνεται. Αλλά εσύ άναξ, τούτο το κρατερόν βέλος θεράπευσέ μου και κοίμησε τις οδύνες και δός μου δύναμη…»
Και τον άκουσεν ο Φοίβος Απόλλων και ευθύς έπαυσε τις οδύνες από το επίπονον έλκος στέγνωσε το αίμα και δύναμη του έβαλε στο στήθος. ΣΤΙΧ. 480-531
Ολέθρια νύχτα ο Ζεύς τάνυσε πάνω από την κρατερήν μάχην, ώστε ολέθριος αγών να γίνει γύρω από το παιδί του, και πολλοί κατέπεσαν όσο την κρατερήν έριδα ξεσήκωνε. ΣΤΙΧ.567-662
Την υψίπυλη Τροία θα έπαιρναν οι γιοί των Αχαιών υπό του Πάτροκλου τα χέρια, γιατί περά μπρός με το έγχος λυσσούσε, αν ο Φοίβος Απόλλων επί καλοδμήτου πύργου δεν στεκόταν, γι΄αυτόν ολέθρια φρονών, στους Τρώες δίνοντας αρωγή. Τρείς φορές ανέβηκε ο Πάτροκλος στο υψηλό τείχος και τρείς φορές ο Απόλλων τον απώθησεν με τα αθάνατά του χέρια την φαεινήν ασπίδα του νύσσοντας. Και όταν για τέταρτη φορά ώρμησε με δαίμονα ίσος δεινά καλώντας τον έπη φτερωτά προσείπεν. « Υποχώρησε , διογενή Πάτροκλε δεν είναι της μοίρας από το δικό σου δόρυ να εκπορθηθή η πόλις των αγέρωχων Τρώων, ούτε από τον Αχιλλέα, που από σε πολύ καλύτερος.»
Και υποχώρησε ο Πάτροκλος την μήνιν αποφεύγοντας του εκατηβόλου Απόλλωνος ΣΤΙΧ. 697-711
Ως ο Εύρος και ο Νότος ερίζουν μεταξύ τους σε όρους φαράγγι και αναταράζουν το βαθύ δάσος έτσι Τρώες και Αχαιοί επ΄αλλήλων πηδώντας έσφαζαν κι ούτε κανένας τους έβαζε στο νού του την φυγήν.
Οσον ο ήλιος στο μέσον του ουρανού έβαινε τόσο εμφο΄τερων τα βέλη έπιαναν και έπιπτεν ο λαός. Μόλις ο ήλιος πήρε να γέρνη , την ώρα που λύνουν τα βόδια, πέρα από την μοίρα οι Αχαιοί καλλίτεροι ήσαν. Και ο Πάτροκλος ώρμησεν όμοιος με τον Αρη τρομερά ιαχώντας και τρίς εννέα άνδρες σκότωσε και όταν για τέταρτη φορά ξανα ώρμησε , τότε Πάτροκλε εφάνη του βίου σου το τέλος, γιατί ενάντιά σου ήλθε ο Φοίβος στην κρατερή μάχη δεινός. Εκείνος δεν τον ένοιωσε στην ταραχή της μάχης , έτσι όπως ήταν καλυμμένος με πολλήν ομίχλη. Οπισθεν του στάθηκε και τον έπληξε στην πλάτη και τους ευρείς ώμους με του χεριού την παλάμη και του στρεφογύρισαν οι οφθαλμοί, του έβγαλε από το κεφάλι την περικεφαλαία , του έλυσε και τον θώρακα, και τότε ένα Δάρδανος άνδρας ο Εύφορβος Πανθοίδης τον χτύπησε στους ώμους . Από του θεού το πλήγμα και το δόρυ δαμασθείς Ο Πάτροκλος υποχώρησε την μοίραν του προσπαθώντας να αποφύγη. Βλέποντας τον ο Εκτωρ ήρθε κοντά του και με το δικό του δόρυ τον έπληξε και δάμασε του Μενοιτίου τον γιό που ολιγανασαίνων του είπε « Τώρα πια , Εκτορα, να μεγαλοκαυχάσαι γιατί σου έδωσε νίκην ο Κρονίδης Ζεύς και ο Απόλλων που με δάμασαν έυκολα, γιατί αυτοί μου πήραν από τους ώμους μου τα όπλα.. Άλλο όμως θα σου πώ και σύ βάλε το στις φρένες σου, ούτε σύ ο ίδιος για πολύ θα ζήσης, αλλά σε σένα ήδη κοντά παραστέκεται ο θάνατος και η κραταιή μοίρα αφού θα δαμασθής από τα χέρια του αμώμου Αχιλλέως Αιακίδου.» ΣΤΙΧ.765-854.
ΡΑΨ. Ρ ΑΡΙΣΤΕΙΑ ΜΕΝΕΛΑΟΥ
Ουδ΄έλαθεν από τον γιό του Ατρέως, τον φιλοπόλεμο Μενέλαον, ότι ο Πάτροκλος από τους Τρώες δαμάσθηκε στην μάχην, και έβη αρματωμένος περί τον Πάτροκλον. Εκεί τον γιό του Πάνθου συναντά και ώρμησε με χαλκόν και τον χτύπησε στον αυχένα, και γδούπησε πεσών και βρόντηξαν τα όπλα επ΄αυτού. Ετσι τον ακοντιστήν Εύφορβον απέκτεινε και τα όπλα του εσύλησεν. Τον εφθόνησεν όμως ο Φοίβος Απόλλων, που πήρε την όψιν άνδρα, του ηγήτορος των Κικόνων Μέντη και εναντίον του ώρθωσεν τον Εκτορα όμοιο με τον γρήγορο Αρη, φωνάζοντας του έπη φτερωτά.
« Εκτορα , τώρα εσύ τρέχεις ανέφικτα διώκων τους ίππους του ανδρείου Αιακίδου. Εκείνους όμως δύσκολο άνδρες θνητοί να δαμάσουν ή να κυβερνήσουν, κανένας άλλος εκτός του Αχιλλέως που αθάνατη έτεκε μητέρα. Στο μεταξύ ο Μενέλαος, ο πολεμικός του Ατρέως γιός, δίπλα στον Πάτροκλο, τον άριστο των Τρώων σκότωσε, τον Εύφορβο Πανθοίδη και του έπαυσε την Θούριαν αλκήν.» και του Εκτορος δεινόν άγχος γέμισε τις μελανές του φρένες.
Ο Μενέλαος βλέπει τον κορυθαίολο Εκτορα να πλησιάζει και υποχωρεί γιατί γνωρίζει ότι εκ θεού πολεμά. « Οποτε άνδρας θέλει ενάντια σε θέλησι θεού άνδρα να μάχεται που ο θεός τιμά, ταχειά σε μέγα πάθημα κυλίεται.» ΣΤΙΧ.1-105
Και φορά ο Εκτορας τα αθάνατα όπλα του Πηλειάδου Αχιλλέως, αυτά που με βίαν από τον Πάτροκλο άρπαξε, και που ουρανίωνες θεοί στον φίλο πατέρα του επόρισαν κι αυτός στο παιδί του τα έδωσεν όιταν εγέρασεν, αλλά ο γιός στα όπλα του πατρός δεν εγέρασεν. Και τον βλέπει από μακριά ο νεφεληγερέτης Ζεύς με τα όπλα να αρματώνεται, κινήσας το κεφάλι του προς την καρδιά του είπεν. « Αχ δύστυχε, ούτε που στον νού σου έρχεται ο θάνατος, που κοντά σου είναι και εσύ τα΄αθάνατα όπλα ντύνεσαι ανδρός αρίστους, που τον τρέμουν και άλλοι, εκείνου τον εταίρο σκότωσες, προσηνή και κρατερό και τα όπλα απρεπώς από το κεφάλι και τους ώμους του επήρες. Όμως τώρα μεγά΄λη δόξα θα σου δώσω, σε αντίποινο που από την μάχη δεν θα νοστήσης κι η Ανδρομάχη δεν θα δεχθή τα ξακουστά όπλα του Αχιλλέως.»
Είπε και με τα κυανά του φρύδια ένευσεν ο Κρονίων. ΣΤΙΧ.188-209
Στου Εκτορος το κορμί άρμοσε τα όπλα, εισέδυσε μέσα του ο Αρης δεινός φονικός κι ενεπλήσθησαν τα μέλη του εντός με αλκή και σθένος και στους ξακουστούς του επικούρους ( τον Μέσθλη, τον Γλαύκο, τον Μέδοντα, τον Θερσίλοχο, τον Αστεροπαίο, τον Δεισήνορα και τον Ιππόθοο, τον Φόρκυ, τον Χρόμίο και τον Εννομο τον οιωνοσκόπον ) έβη με μεγάλην ιαχήν και τους παροτρύνει στην μάχη να ριχτούν και το κορμί του Πάτροκλου να σύρουν προς την μεριά των Τρώων.
Και κραύγασε διαπρυσίως στους Δαναούς ο Μενέλαος για να μην γίνει ο Πάτροκλος στους κύνες των Τρώων μέλπηθρα (έδεσμα). Και έτρεξαν μοντά του ο Αίας του Οιλέως, ο Ιδομενεύς και ο Μηριόνης.
Και όρμησαν οι Τρώες αθρόοι και ήρχεν ο Εκτορας, ως όταν εκεί όπου χύνεται ο ουρανόπεμπτος ποταμός βρυχάται το μέγα κύμα στο ρέμα ενάντια κι οι δύο ακραίες όχθες βούν, όπως η θάλασσα με ορμή έξω πετάγεται, με τόσην οι Τρώες ιαχή προχωρούσαν.
Οι Αχαιοί πάλι στάθηκαν γύρω από τον μενοιτιάδη ένα θυμόν έχοντες, φραγμένοι στις χάλκινες ασπίδες, και γύρω σ΄εκείνων τις λαμπρές περικεφαλαίες ο Κρονίων αντάρα πολλήν έχυνεν, γιατί ούτε και πρώτα εχθρέυοταν τον Μενοιτιάδη, όσο ζούσε και ήταν θεράπων του Αιακίδου. Και μισητό του φάνηκε να γίνη λεία στους εχθρικούς κύνες των Τρώων, γι΄αυτό εγκάρδιωσε τους εταίρους ν΄αμυνθούν εκείνου. ΣΤΙΧ.210-273
Απώθησαν πρότεροι οι Τρώες τους ελίκωπας (αστραφτομάτες) Αχαιούς που εγκατέλειψαν για λίγο τον νεκρό αλλά επιστρέφει ο γιός του εξόχου και Τελαμώνος ο Αίαςκαι σκόρπισε τις φάλαγγες αποφεύγοντας το δόρυ που του έριξε ο Εκτορας. ΣΤΙΧ.274-318
Κυνηγημένοι οι τρώες στο Ιλιο θα ανέβαιναν από την δειλία τους δαμασθέντες, και οι Αρχείοι κύδος θα έπαιρναν με την κραταιότητα και το σθένος τους, αλλά ο ίδιος ο Απόλλων τον Αινεία παρώτρυνε, στην όψι του Περίφαντος μοιάζοντας του κήρυκα Ηπυτίδου « Αινεία πως και δίχως να θέλουν οι θεοί θα σώζατε το απόκρημνον Ιλιον….σ΄εμάς δε ο Ζεύς πολύ βούλεται παρά στους Δαναούς την νίκην να χαρίση, αλλά σείς τρέμετε ανείπωτα και ούτε μάχεσθε.» και ο Αινείας τον εκατηβόλον Απόλλωνα εγνώρισε αντίκρυ του ιδών και μέγας αγώνας έριδος ωρθώθη φοβερής. Και μεγάλος ήταν ο χόλος της Αθηνάς τέτοιον ο Ζεύς πάνω στον Πάτροκλο ετάνυσε κακόν αγώνα ανάβοντας το μένος εκάστου. ΣΤΙΧ.319-422
Ο σιδηρούς ορυμαγδός στον χάλκινον ουρανόν έφθανε δια του ατρυγήτου αιθέρος. Οι Ιπποι του Αιακίδου μακρυά της μάχης όντες έκλαιαν, επειδή πρώτοι έμαθαν πως ο ηνίοχος στις σκόνες έπεσεν από τον Εκτορα τον ανδροφονιά . Και ούτε στον πόλεμο ήθελαν να πάνε ούτε να γυρίσουν πίσω στις νήες, έτσι ασάλευτοι έμεναν στον περικαλλή δίφρο ζεμένοι και δάκρυα θερμά εκ των βλεφάρων χάμω έχυναν και θρηνούσαν τον ηνίοχο που ποθούσαν. Και τους είδε ο Κρονίων και τους ελέησεν και κινήσας την κάρα μές την καρδιά του είπε, « Βαρυόμοιροι, τι σας δώσαμε στον άνακτα Πηλέα τον θνητόν, ενώ σείς είστε αγέραστοι και αθάνατοι. Για να έχετε άλγη με τους δυστυχισμένους άνδρες. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο δύστυχο από τον άνδρα από όλα όσα στην γή αναπνέουν και έρπουν. Αλλά όμως σε σας και τα στολισμένα σας άρματα δεν θα ανεβή ο Εκτωρ ο Πριαμίδης γιατί δεν θα τον αφήσω. Δεν του αρκεί που έχει τα όπλα και τόσο καυχάται. Στα γόνατά σας θα βάλω μένος και στην καρδιά σας, ώσπου και τον Αυτομέδοντα να σώσετε εκ του πολέμου στιςε κοίλες νήες γιατί ακόμη σε κείνους κύδος θα παρέξω ν΄αποκτείνουν, ώσπου στις καλοκατάστρωτες νήες ν΄αφιχθούν και να δύση ο Ηλιος και κνέφι (σκοτάδι) ιερόν έλθη.» ΣΤΙΧ. 424-465
Πίσω στον Πάτροκλο απλώθηκε πάλι κρατερή μάχη φοβερή πολυδάκρυτη , και διέγειρε την μάχην η Αθηνά ουρανόθεν καταβάσα, γιατί την έπεμψεν ο ευρύοπας Ζεύς να ορθώση τους Δαναούς, γιατί ο νούς του μετεστράφη.
Ως όταν την πορφυρην ίριδα στους θνητούς τανύη ο Ζεύς εξ ουρανού, σημάδι να είναι ή πολέμου, ή και χειμώνος ψυχρού, που από τα έγα των αγρών παύει τους ανθρώπους, και τα κοπάδια βλάπτει, έτσι και κείνη σε προφυρη νεφέλη τυλίγοντας εαυτήν καταδύθηκε στων Αχαιών τον γιό παροτρύνουσα προσείπε, στον γενναίο Μενέλαο, με τον Φοίνικα μοιάζοντας στο κορμί και στην δυνατρή φωνή. « Σε σένα τώρα Μενέλαε, ταπείνωση και όνειδος θα είναι αν του ενδόξου Αχιλλέως τον εταίρο υπο τα τείχη των Τρώων οι ταχείς κύνες σύρουν. Κρατερός λοιπόν μείνε και παρότρυνε τον λαόν άπαντα.» και δύναμη στους ώμους και τα γόνατα έθηκε και με θάρρος του ενέπλησε τις μελανές του φρένες. ΣΤΙΧ.543-574
Και χτύπησε ο ξανθός Μενέλαος στον ζωστήρα τον γιό του Ηετίωνος τον Ποδή, εταίρο και φίλο ομοτράπεζο του Εκτορα, πλούσιο και γενναίο, και νεκρόν τον έσυρε από τους Τρώες. Τον Εκτορα εγγύς ιστάμενος παρώτρυνεν ο Απόλλων με τον Φαίνοπα Ασιάδην όμοιος, που στην Αβυδο κατοικούσε. Και εκείνον νεφέλη άγχους τον εκάλυψε μελανή και έβη δια των προμάχων αρματωμένος με λαμπερό χαλκό. Και τότε ο Κρονίδης πήρε την θιυσανωτήν αιγίδα την ακτινοβόλο και την Ιδη νεφέλες κατεκάλυψε, κι αφού άστραψε πολύ και βρόντηξε μεγάλως, την ετίναξε, νίκη στους Τρώες δίνοντας, και φευγατίζοντας τους Αχαιούς. Και ούτε διέλαθεν από τον μεγαλόκαρδο Αίαντα και τον Μενέλαο ότι ο Ζεύς στους Τρώες χάριζε τέλεια Νίκη ΣΤΙΧ.575-634
Ο Αντίλοχος την παραγγελία του Μενέλαου έβη τρέχοντας να εκτελέση και να αναγγείλη στον Πηλείδη Αχιλλέα το κακόν έπος, οι Αργείοι σηκώνουν τον νεκρό και οι Τρώες ορμούν σαν κύνες ιαχώντας, και ο ορυμαγδός συνεχίζεται, πολλά ωραία όπλα έπεσαν γύρω από την τάφρο καθώς έφευγαν οι Δαναοί , γιατί του πολέμου δεν σταματούσεν η ερωή.. ΣΤΙΧ.694-761
ΡΑΨ. Σ ΟΠΛΟΠΟΙΙΑ
Μαθαίνει από τον γιό του Νέστορος την αλεγεινήν αγγελίην, ο Αχιλλέας και νεφέλη άγχους τον εκάλυψε μελανή, με αμφότερα τα χέρια πιάνοντας κόνιν αιθαλόεσσαν και έχυσε στο κεφάλι . Το χαρίεν ασχήμισε το πρόσωπο στο ευωδιαστό ως νέκταρ χιτώνα η μελανή κατακάθισε τέφρα. Και αυτός στις σκόνες μέγας μεγαλωστί τανυσθείς ( φαρδύς πλατύς τεντωθείς) έκειτο και με τα προσφιλή του χέρια την κόμην ανακάτευε ξερριζώνοντας. Ακουσε την φοβερή οιμωγή (θρήνος) η σεβασμία μητέρα του καθισμένη στα βάθη της θάλασσας κοντά στον γέροντα πατέρα, και γόγγυξε κι εκείνη. Γύρω της μαζεύτηκαν οι θεές όλες όσες στο βάθος της θάλασσας ήσαν, οι Νηρηίδες, Γλαύκη ,Θάλεια, Κυμοδόκη, Νησαία, Σπειώ, Θόη, Αλίηη βοιδομάτα, Κυμοθόη, Ακταία, Λιμνώρεια, Μελίτη,Ιαιρα,Αμφιθόη, Αγαύη, Δωτώ, πρωτώ, Φέρουσα, Δυναμένη,Δεξαμένη, Αμφινόμη, Καλλιάνειρα, Δωρίς, πανόπη, η ξακουστή Γαλάτεια, Νημερτής, Αψευδής, Καλλιάνασσα, Κλυμένη, Ιάνειρα, Ιάνασσα, Μαίρα, Ωρειθυια, και η καλλιπλόκαμη Αμάθεια. Κι απ ΄αυτές το αργυρόφωτο ενεπλήσθη σπήλαιο και συνάμα πάσαι τα στήθη έπλητταν.ΣΤΙΧ.20-55
Και εγκαταλείπει το σπήλαιο η σεβασμία μητέρα οξυθρηνούσα και στον αβρυστέναχτο παρίστατο παιδί της, την κάρα αυτού έλαβε και ολοφυρόμενη έπη φτερωτα προσείπε. «Τέκνο , τι κλαίεις, Ποιο στις φρένες σου αφίκετο πένθος….» ΣΤΙΧ.65-126
Η θεά θέτις συμβουλεύει τον Αχιλλέα να μην καταδυθεί ακόμη στον αγώνα μέχρι να φέρει τα όπλα που θα φτιάξει ειδικά γι΄αυτόν ο Ηφαιστος.ΣΤΙΧ. 127-144
Αλλά έρχεται αγγελιαφόρος τρέχοντας από τον Ολυμπο η ποδήνεμος ωκέα Ιρις, που την έστειλε η Ηρα, και είπε. «Ορθώσου Πηλείδη, πάντων εκπαγλότατε ανδρών του Πατρόκλου να αμυνθείς, ένεκα του οποίου μάχη τρομερή στήθηκε προ των νηών. Εκείνοι αλληλοσκοτώνονται οι μεν αμυνόμενοι του τεθνεώτος νεκρού, οι δ΄άλλοι να τον σύρουν προς το ενμώδες Ιλιον ορμούν οι Τρώες και μάλιστα ο φαίδιμος Εκτωρ να τον σύρη πείσμωσε… Αλλά σήκω , μη κοίτεσαι άλλο, σέβας στην καρδιά σου ας έλθη για να μην γίνη ο πάτροκλος στους Τρωικούς κύνες μέλπηθρα, ντροπή σε σένα αν στους νεκρούς κατησχυμένης έλθη.»
Και σ΄αυτήν απαντά ο ποδάρκης δίος (γοργοπόδαρος) Αχιλλεύς « Ιρι, θεά ποιος από τους θεούς άγγελο σε μένα σ΄έστειλε»
«Η Ηρά με προέπεμψε, του Διός η τιμημένη σύγκοιτη, τίποτε δεν γνωρίζει ο υψίθρονος Κρονίδης ούτε άλλος των αθανάτων» απαντά η Ιρις και τον προτρέπει να εμφανιστεί έστω και χωρίς όπλα γιατί οι Τρώες μόλις τον δούν θα φοβηθούν και θα απόσχουν του πολέμου. ΣΤΙΧ.165-201
Ωρθώθηκε ο Αχιλλεύς ο προσφιλής του Διός και γύρω η Αθηνά στους δυνατούς του ώμους έβαλεν αιγία θυσανωτή και γύρω την κεφαλή του με νέφος έστεφεν η έξοχη θεά χρυσό, και εξ΄αυτού έκαιγε φλόγα παμφανόωσαν (ολόλαμπρη), και από την κεφαλή του το σέλας στον αιθέρα έφθανε. Στάθηκε στην τάφρον χωρίς με τους Αχαιούς να αναμιχθή ακολουθώντας την συμβουλή της μητρός του και εκεί κραύγασε, και χωριστά η Παλλάς Αθηνά έσυρε φωνή και στους Τρώες ώρθωσεν άσπετον κυδοιμόν (ανείπωτη ταραχήν). Ολων ετρόμαξε η καρδιά μόλις άκουσαν την χάλκινη φωνή του Αιακίδου και οι ηνίοχοι εξεπλάγησαν όταν είδαν το ακάματο πύρ δεινόν υπέρ της κεφαλής του μεγαλοθύμου Πηλείωνος να καίη. Το άναβεν η θεά γλαυκώπις Αθηνά. Τρις υπέρ της τάφρου μεγάλην ιαχήν έβγαλεν ο θεικός Αχιλλεύς και τρίς ταράχθηκαν οι Τρώες και οι ένδοξοι επίκουροι. ΣΤΙΧ.202-238
Τον ακάματο ήλιον η βοιδομάτα σεβασμία Ηρα έπεμψε στου Ωκεανού τις ροές άκοντα να πάη και έδυσε και έπαψαν οι Αχαιοί τη κρατερή μάχη και τον εξωμοιωμένο πόλεμον. Οι τρώες αποχωρούν από και αυτοί και λύνουν τα άρματα από τους ίππους, τον λόγο παίρνει ο Πολυδάμας ίδια νύχτα γεννημένος με τον Εκτορα , δυνατό στον λόγο , ενώ ο άλλος είναι δυνατός στο έγχος. Προτείνει να κλειστούν στα τείχη τους και να πολεμήσουν από εκεί αφού τώρα μπήκε στην μάχη και ο Αχιλλέας, αλλά υπόδρα ιδών αυτόν ο κορυθαίολος Εκτωρ προσείπε « Πολυδάμα καθόλου αρεστά σε με αυτά που συ αγορεύεις……. Κι αν αλήθεια στις νήες ανέστη ο Αχιλλεύς τόσο χειρότερο σ΄αυτόν θα είναι, γιατί εγώ δεν θα φύγω από τον κακόηχο πόλεμο αλλ΄ανέντιά του θα σταθώ…» Και αλάλαξαν οι Τρώες, οι νήπιοι, γιατί τις φρένες τους επήρεν η Παλλά Αθηνά, και με τιςε κακές συμβουλές του Εκτορα πήγαν. ΣΤΙΧ.239-312
ΡΑΨ.Τ ΜΗΝΙΔΟΣ ΑΠΟΡΡΗΣΙΣ
Η Θέτις φέρνει τα λαμπρά όπλα του Ηφαίστου και τα καταθέτει έμπροσθεν του γιού της που τον βρήκε πεσμένο πάνω στον Πάτροκλο κλαίοντα λυγέως (λυγμικά). Και ευφράνθηκε ο Αχιλλεύς στα χέρια έχων του θεού τα αγλαά όπλα και μένος πολυθάρρητο του εμφύσησε η μητέρα του, και έβη παρά θίνα θαλάσσης ο δίος Αχιλλεύς τρομερά ιαχώντας και ώρθωσε τους ήρωες Αχαιούς. Πρώτοι ήρθαν ο Τυδείδης ο μενεπτόλεμος (ανδρειωμένος) και ο δίος Οδυσσεύς, ακουμπώντας στο έγχος γιατί ακόμη έλη επώδυνα είχαν και τελευταίος ήρθε ο αναξ ανδρών Αγαμέμνων έλκος έχων και αυτός. Και όλοι μαζί ενωμένοι πλέον οι κάρη κομοώντες Αχαιοί ετοιμαζόταν να μπούν στην μάχη.ΣΤΙΧ.4-94
Βλέποντας ο Ζεύς τον Αχιλλέα να μοιρολογεί τον Πάτροκλο στην Αθηνά προσείπε «Τέκνο μου τελείως απαρνήθηκες τέτοιον άνδρα. Αλήθεια λοιπον καθόλου πια δεν νοιάζεσαι τον Αχιλλέα που προ των ρθοκεράτων νηών κάθεται οδυρόμενος νηστικός και άφαγος. Ελα , νέκταρ και αμβροσία τερπνή στάξε στα στήθη του για να μην τον πιάση ο ατερπής (δυσάρεστος) λιμός»
Και πετάχτηκε η Αθηνά που τόθελε και από πρίν με αρπακτικόν ομοία που απλώνει τα φτερά οξύφωνον εξ΄ουρανού σάλταρε κάτω του αιθέρος.
Και οι Αχαιοί γοργά εθωρακίζονταν μέσα στον στρατό, και ως όταν πυκνές νιφάδες του Διός πετιούνται ψυχρές, υπό την ριπή του αιθερογεννήτου Βορέως, έτσι πυκνές περικεφαλαίες λαμπρογανωμένες από τις νηες ξεπετάγονταν και ασπίδες ομφαλόεσσες και θώρακες κρατερόκυρτοι και δόρατα μελιά.
Και η αίγλη στον ουρανόν έφθανε και γέλασε πάσα η γή από του χαλκού την αστραπή, κι ο κτύπος κάτω από τα πόδια υψωνόταν των ανδρών, στο μέσον ωπλιζόταν ο δίος Αχιλλεύς. ΣΤΙΧ.338-395
Και έβη πάνω στην άμαξα ντυμένος μέσα στα όπλα του ο Πηλείδης ως ακτινοβόλος Υπερίων, και την ασπίδα του, την καλή και στολισμένη, το σέλας στον αιθέρα έφθανε, και η περικεφαλαία του ως αστήρ έλαμπε και από την θήκην το πατρώον έγχος έβγαλε βριθύ, μέγα,στιβαρόν, που μόνο ο ίδιος μπορούσε να πάλλη και εκέλευσε του ίππους του « Ξάνθε και τον Βαλία, τηλεξάκουστα τέκνα της Ποδάργης, καλύτερα να σκεφτείτε να σώσετε τον ηνίοχο και να μην τον εγκαταλείψετε όπως τον Πάτροκλο» Αυδή έδωσε στον Ξάνθο η Ηρα « και πάλι τώρα θα σε σώσουμε δυνατέ Αχιλλέα αλλά σε σένα εγγύς η ολέθρια ημέρα όχι εμείς οι αίτιοι αλλά ο μέγας θεός και η κραταιά η Μοίρα. Γιατί όχι από την ημετέρα βραδύτητα και νωχέλεια οι Τρώες από τους ώμους του Πατρόκλου τα όπλα πήραν. Αλλά των θεών ο άριστος, που η καλλίκομος Λητώ απέκτεινε μεταξύ των προμάχων και στον Εκτορα κύδος έδωσεν. Οι δύο εμείς σαν την πνοή του Ζέφυρου να τρέξουμε μπορούμε που ελαφρότατη λένε πως είναι, αλλά και σε σένα τον ίδιο της μοίρας είναι από θεό και άνδρα δυνατό να δαμασθής.» Και οι Ερινύες του ανέσχεσαν την αυδή.
Ο ταχύπους Αχιλλεύς οχθήσας είπε «Γνωρίζω καλά την μοίρα μου» και μεταξύ των πρώτων ιαχώντας κίνησε για τον πόλεμο. ΣΤΙΧ.370-424
ΡΑΨ.Υ ΘΕΩΝ ΜΑΧΗ
Και ενώ οι Αχαιοί ακόρεστοι για την μάχην, παρά των καμπυλοκόρωνων νηών εθωρακίζοντο γύρω από τον Πηλέα, και οι Τρώες στο ύψωμα του πεδίου, ο Ζεύς την Θέμιδα κέλευσε τους θεούς σε αγορά να καλέση από την κορυφή του πολυπτύχου Ολύμπου. Κανείς δεν ήταν απών, πλήν του Ωκεανού, ούτε οι νύμφες, που τα καλά άλση νέμονται και τις πηγές των π[οταμών και τους χλοερούς λειμώνες, ούτε κάποιος εκ των ποταμών. Σε στίλβουσες αίθουσες κάθιζαν, τις οποίες στον Δία πατέρα ο Ηφαιστος ποίησε με το σοφό μυαλό του. Και ο κοσμοσείστης που δεν νηκούστησε την θεά, αλλά από την θάλασσα ήλθε και στην μέση κάθισε ρώτησε για του Διός την βουλή.
« Τι πάλι αργυροκέραυνε, τους θεούς σε αγορά κάλεσες; Μήπως κάτι για τους Τρώες και τους Αχαιούς συλλογάσαι, γιατί μεταξύ τους σύντομα μάχη και πόλεμος θ΄ανάψη.»
«Κατάλαβες, κοσμοσείστη, την βουλή μου στα στήθη, ένεκα της οποίας σας συνάγειρα, με μέλλουν που αφανίζονται. Εγώ θα μείνω σε φαράγγι του Ολύμπου. Όπου ορώντας θα τέρπομαι. Εσείς όμως πηγαίνετε στους Τρώες και τους Αχαιούς και σ΄αμφότερους αρωγή δώσατε με όποιον ο νούς είναι εκάστου. Γιατί μεγάλος είναι ο θυμός του Αχιλλέως και φοβάμαι μη και το τείχος πέραν της μοίρας εκπορθήση.» Ετσι απάντησε ο Κρονίδης και πόλεμον αλύγιστον έγειρε. ΣΤΙΧ. 1-31
Και έβησαν να πάνε στον πόλεμον οι θεοί διχα θυμόν έχοντες (διχογνωμούντες), η Ηρα πήγε προς την συγκέντρωση των νηών, και η Παλλάς Αθηνά, ο Ποσειδάων γαιήοχος, ο Ερμειας ο αγαθοποιός, που ξεχωρίζει για το γνωστικό μυαλό του και μαζί τους και ο Ηφαιστος με έπαρση για το σθένος του, χωλαίνων. Στους Τρώες πήγε ο κορυθαίολος Αρης, ο Φοίβος με την μακιά κόμη ,η Αρτεμις η σαιτεύτρα, η Λητώ και ο Ξάνθος και η φιλομειδής Αφροδίτη. ΣΤΙΧ. 32-40
Οσον ήταν μακρυά οι θεοί τόσον οι Αχαιοί μέγα κύδος έπαιρναν ένεκα που ο Αχιλεύς φάνηκε στην μάχη και τρόμος φοβερός επήλθε στα γόνατα εκάστου από τους Τρώες. Όταν όμως φάνηκαν οι Ολύμπιοι ωρθώθηκε η κρατερή Ερις λαοσσόος (που λαούς ξεσηκώνει), φώναζε η Αθηνά στεκούμενη άλλοτε στην τάφρο εκτός τείχους,άλλοτε επι των βαρύγδουπων ακτών μακροφωνάζοντας.Φώναζε και ο Αρης εξ ετέρου, με σκοτεινή λαίλαπα ίσος οξύτατα από την ακρότατη πόλι τους Τρώες κελεύων, και άλλοτε κοντά στον Σιμόεντα τρέχων προς την Καλλικολώνα.(λόφος στην Τροία όπου φιλονίκησαν η Ηρα, η Αφροδίτη και η Αθηνά για το έπαθλο της ωραιότητας.)
Ετσι αμφότερους οι μακάριοι θεοί παροτρύνοντες έβαλαν στην μάχην και έρριξαν έριδα βαρειά και δεινά βρόντηξε ο πατήρ ανδρών και θεών από ψηλά, και από κάτω ο Ποσειδών ετίναξε την απέραντη γή και των ορέων τις απόκρημνες κορυφές. Και σείοντο οι πρόποδες της Ιδης και οι κορυφές, και των Τρώων η πόλις και των Αχαιών οι νήες.
Τόσος κτύπος ωρθώθηκε από την έριδα των συμπλακέντων θεών που φοβήθηκε από κάτω ο άναξ καταχθονιών Αδης, και με δέος εκ του θρόνου εσάλταρε και ιάχησε μήπως ύπερθε την γή νδιαρρήξη ο Ποσειδών και η οικία του φανή στους θνητούς και αθανάτους, η τρομερά μουχλιασμένη, στυγερή και στους θεούς. Τόσος κτύπος ωρθώθηκε από την έριδα των συμπλακέντων θεών. ΣΤΙΧ.41-66
Ενάντια του Ποσειδώνος ίστατο ο Φοίβος Απόλλων, έχων βέλη φτερωτά, απέναντι στον Ενυάλιον η θεά γλαυκώπις Αθηνά, στην Ηρα αντέστη η χρυσότοξη κελαδεινη Αρτεμιςη σαιτεύτρα, αδελφή του μακροσαιτευτή, στην Λητώ αντέστη ο σωτήριος αγαθοποιός Ερμής, και έναντι στον Ηφαιστο ο μέγας ποταμός με τις βαθειές δίνες, που Ξάνθον αποκαλούν οι θεοί και οι άνδρες Σκάμανδρον. ΣΤΙΧ.62-74
Και ενώ οι θεοί ενάντια θεών πήγαιναν, και ο Αχιλλεύς στου Εκτορος ποθούσε να εισδύση τον όμιλο, στον Αινεία έβαλε μένος δυνατό ο Απόλλων, με τον γιό του Πρίαμου τον Λυκάονα μαοίαζοντας την φωνή, και τον ξεσηκώνει ενάντια στον Πηλείδη. Ο Αινείας όμως φοβάται ενάντια στον Αχιλλέα να σταθή αφού άλλοτε με δόρυ τον φευγάτισεν από την Ιδη, και τον έσωσε ο Ζεύς, και προσείπεν ότι κανείς δεν μπορεί να πολεμήση μαζί του γιατί πάντα ένας θεός πλάι του παραστέκει και τον θάνατο διώχνει.
« Ηρωα, έλα και σύ στους αθανάτους θεούς ευχήσου, και σύ λένε από του Διός την κόρην Αφροδίτη γεννήθηκες, ενώ εκείνος από μικρότερη θεά είναι, γιατί η μεν εκ Διός είναι , η δε εκ του θαλασσινού γέροντος. Αλλά ίσια φέρε τον σκληρό χαλκό και ούτε καθόλου να σε αποτρέψη με σκληρά έπη και φοβέρες.» είπε ο γιός του Διός ο Αναξ Απόλλων, και ενέπνευσε μένος μέγα στον ποιμένα λαών και έβη ωπλισμένος με αστραφτερό χαλκό.
Δεν έλαθεν όμως το παιδί του Αγχίση η λευκοχέρα Ηρα και μάζεψε γύρω της την Αθηνά και τον Ποσειδών και ζήτησε να στραφούν οπίσω του και κάποιος να παρασταθή στον Αχιλλέα δίνοντάς του θάρρος.
Ο Ποσειδών όμως σκέφτηκε να καθίσουν μακρυά από τον πόλεμο και να επέμβουν μόνο αν ο Φοίβος ή ο Αρης αρχίσουν ή εμποδίσουν τον Αχιλλέα και ως εφώναξεν ηγήθηκεν ο κυανοχαίτη προς το περίχυτο τείχος του θεικού Ηρακλέους, το υψηλό, που οι Τρώες και η Παλλάς Αθηναά του το εποίησαν, για να ξεφεύγη από το κήτος όποτε τον κυνηγούσεν από την ακτή στο πεδίον.. Εκεί κάθισεν και οι άλλοι θεοί μαζί του κι άρρηκτη νεφέλη γύρω από του ώμους ντύθηκαν και οι υπόλοιποι θεοί αντίκρυ στο φρύδι της Καλλικολώνης γύρω από τον Ηιο Φοίβο και τον καστροπορθητή Αρη., και μητιόωντες βουλές (σκεπτόταν τεχνάσματα), αλλά ν΄αρχίσουν πόλεμον τον πολύπικρον ωκνούσαν αμφότεροι κι ας τους το πρόσταζεν ο Ζεύς καθήμενος ψηλά. ΣΤΙΧ.75-155Ο Πηλείδης μοναμαχεί με τον Αινεία και θα τον σκότωνε αν δεν πρόφθαινε ο Ποσειδών « Ω πόποι, άγχος με πιάνει για τον μεγαλόκαρδο Αινεία, που ταχειά από τον Πηλείωνα δαμασθείς στον Αδη θα κατέβη, γιατί πείσθηκε στους μύθους του Απόλλωνος, ο νήπιος, κι ούτε από τον όλεθρο θα τον φυλάξη τώρα… Ελάτε όμως εμείς από τον θάνατο να τον πάρουμε, μήπως και ο Κρονίδης χολωθή αν ο Αχιλλεύς τον σκοτώση. Από την μοίρα του είναι να ξεφύγη, ώστε να μη απολεσθ΄λη άσπερμη και άφαντη η γενεά του Δαρδάνου, που πάνω απ΄ όλα τα παιδιά του αγαπούσεν ο Κρονίδης. Γιατί ήδη την γενεά του πριάμου εμίσησεν ο Κρονίων. Τώρα η ρώμη του Αινεία στους Τρώες θα βασιλεύση και τα παιδιά των παιδιών του, που όπισθεν θα γεννηθούν.»
Η Ηρα όμως είναι αντίθετη γιατί αφού μαζί με την Αθηνά ωμόσανε όρκους ποτέ να μην απομακρύνουν από τους Τρώες την κακήν μέρα ούτε κι όταν από δυνατό πύρ πάσα πυρποληθή η Τροία και καίγεται και θα την καίνε οι πολεμικοί γιοί των Αχαιών.
Αφού άκουσεν αυτά ο Ποσειδών κίνησε για το πεδίο της μάχης , αχλύν έχυσε στους οφθαλμούς του Αχιλλέα και σηκώνει τον Αινεία από την γή ψηλά και πίσω τον τινάζει, και έφτασε στην εσχατιά του πολύ σκληρού πολέμου εκεί όπου οι Καύκωνες θωρακίζονταν για πόλεμο. Και ήρθεν εγγύς του ο Θεός και με φωνήν του είπε « Αινεία, ποιος θεός έτσι τυφλωμένο σε κελεύει ενάντια στον άφοβο Πηλείωνα να μάχεσαι…..υποχώρησε μήπως υπέρ την μοίρα στο δόμο του Αδου κατεβής…..» . Και ξαναγυρίζει στον Αχιλλέα όπου σκορπά την αχλύν από τα μάτια του, ενώ ο ίδιος καταλαβαίνει και με παράπονο είπε προς την μεγάλη του καρδιά « ο Αινείας φίλος των αθανάτων θεών είναι τελικά και όχι ανόητα καυχάται.» ΣΤΙΧ.160-350.
Ο Φοίβος Απόλλων συμβουλεύει τον Εκτορα να μην προμαχίση καθόλου μπροστά στον Αχιλλέα αλλά στο πλήθος και στον θόρυβο να τον δεχτή για να μην τον χτυπήση και χώθηκε ο Εκτωρ στον ουλαμόν των ανδρών φοβηθείς, όταν άκουσε θεού φωνήν. Αλλά μόλις είδε τον αδελφό Πολύδωρο δαμασθείς από τον Αχιλλέα δεν άντεξε και ενάντιον ήλθε, οξύ δόρυ κραδαίνων, με φλόγα όμοιος και μόλις τον είδε ο Αχιλλεύς αναφώνησε « Εγγύς μου ο άνδρας που από όλους πιο πολύ πλήγωσεν την ψυχή μου… για πολύ ακόμη δεν θα κρυβόμαστε στους δρόμους του πολέμου…πιο κοντά έλα, ώστε το θάττον στους ολέθρου τα πέρατα να φθάσης.» είπε ιππόδρα ιδών τον Εκτορα που αναπάλλοντας έριξε το δόρυ. Αλλά η Αθηνά με μία πνοή το έστρεψε πίσω από τον ένδοξο Αχιλλέα, ο οποίος εμμανής εφώρμησε με αγρίαν ιαχή. Ο Απόλλων όμως παρενέβηκε και τον κάλυψε με πυκνήν ομίχλην. Τέσσερις φορές όρμησε με το χάλκινον έγχος ο ταχύπους θεικός Αχιλλέας αλλά σκοτεινό αέρα έτυψεν και κατάλαβε ότι ο Φοίβος τον προστάτεψε. ΣΤΙΧ.375-454
ΡΑΨ. Φ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΟΣ ΜΑΧΗ
Ο Αχιλλέας καταδιώκει τους Τρώες που διαιρέθηκαν σε δύο μέρη, άλλοι προς τις δίνες του ποταμού Ξάνθου συνωθούντο τον βαθύρροο, όπου ομίχλην άπλωσε η Ηρα πυκνή για να τους αναχαιτίση και άλλοι προς την πόλιν . και πολλούς σκότωσε με τα χέρια του μόνο, ανάμεσά τους και τον Λυκάονα , τον γιό του Πριάμου του Δαρδανίδου, που κάποτε στου πατέρα του τον κήπο έπιασε να κόφει βλαστάρια από μία αγριοσυκιά, και τον ήρωα Αστερόπαιο τον γιό του Πηλέγονου, από την γενιά του Αξιού του ευρύρροου. Και χολώθηκε ο ποταμός Ξάνθος με τόσους σκοτωμένους νέους, τους οποίους ο Αχιλλεύς άσφαζε μες στην ροή του ανελέητα και σκεπτόταν πως θα κατέπαυε τον αγώνα του κι από το κακό τους Τρώες να αποκρούση. Και του φωνάζει με άνδρα όμοιος από την βαθειά του δίνην. « Αχιλλέα, επικρατείς, αλλ΄’ ανόσια πράττεις πιο πολύ απ΄όλους τους άνδρες, γιατί αμύνονται σε σένα οι ίδιοι οι θεοί. Αλλά έξω από μένα ελαύνοντας τους στο πεδίο σκότωσέ τους, γιατί πλήθη οι νεκροί στα ερατεινά μου ρείθρα, κι ούτε δύναμαι να προχύνα την ροή μου στην θεική θάλασσα. Αλλ΄άμε και άσε με, τα έχω χαμένα , αρχηγέ λαών.» και του απαντά ο Αχιλλέας « Θα γίνουν αυτά , Σκάμανδρε διοτρεφή, όπως κελεύεις. Τους υπερφίαλους όμως Τρώες δεν απολήξω να σκοτώνω μέχρι με τον Εκτορα δοκιμάσω στήθος με στήθος, και ή αυτός να μες δαμάση ή εγώ αυτόν.» ΣΤΙΧ.1-226
Και πήδησε ο ξακουστός στο δόρυ Αχιλλέας μέσα από τον κρημνό ορμώντας και ο ποταμός εφώρμησε με φουσκωμένο κύμα και είπε στον Απόλλωνα «Ω πόποι, αργυρότοξε , Διός τέκνο, συ τις βουλές δεν κράτησες του Κρονίωνος, που πολλές φορές σου επέτελε στους Τρώες να παραστέκεσαι και να τους προστατεύης, ώσπου να έλθη το δειλινό που πέφτει αργά, και να σκιάση την εύφορη γή.» ΣΤΙΧ.229-232
Και δεινόν, γύρω από τον Αχιλλέα ταραγμένον ίστατο κύμα και δεν είχε που τα πόδια να στηρίξει, μια φτελιά έπιασε καλόφυτη μεγάλη που όμως ξεριζώθηκε, και στο πεδίο έτρεξε τρομαγμένος με τα γοργά του πόδια, ούτε όμως που έληγεν ο μέγας θεός, ώρμησε επ΄αυτού ακρομέλανος, για να καταπαύση από τον πόλεμο τον Πηλείδη , που πήδησεν ός του δόρατος η πεταξιά, του αετού την όψιν έχων του μέλανος, του θηρευτήρος, που συνάμα κράτιστος και τάχιστις είναι των πετεινών. Αλλά ο ποταμός ρέων τον ακολουθούσε με μεγάλον ορυμαγδόν. Κι ο Πηλείδης νομίζοντας ότι θα πεθάνει αναφώνησε « Ζεύ πάτερ, κανένας από τους θεούς εμέ τον άμοιρο δεν βρέθηκε από τον ποταμό να σώση, έπειτα ότι είναι ας πάθω. Ας ήταν ο Εκτορ να με σκότωνε, τώρα από άθλιο θάνατο ήταν η ειμαρμένη ν΄απολεσθώ, ζωσμένος από μεγάλο ποταμό…» Γρήγορα έτρεξαν εγγύς του ο Ποσειδών και η Αθηνά με άνδρες μοιάζοντας και με το χέρι τους τον έπιασαν και τον καθησύχασαν με έπη. Πρώτος ο Ποσειδών μίλησε , πριν απεβή στους αθανάτους « Πηλείδη, μήτε να τρέμης λίαν μήτε και να τρομάζης, γιατί εμείς οι δύο σε σένα εκ των θεών επίκουροι είμαστε του Διός συγκατανεύσαντος, εγώ και η Αθηνα, επειδή από ποταμό συ να δαμασθής δεν είναι γραφτό. Να μην πάψουν τα χέρια σου τον ισοδύναμο πόλεμο και στα τείχη του Ιλίου τον λαό να περικλείσεις και του Εκτορα την ζωή να πάρης και θα σου δώσουμε δόξα τρανή.»ΣΤΙΧ.233-304
Μα ο Σκάμανδρος δεν έληγε το μένος του και τον χόλο του για τον Πηλείωνα και κόρωνε το κύμα της ροής και τον Σιμόεντα κάλεσε φωνάζοντας « Φίλε, αδελφέ, το σθένος του ανδρός αμφότεροι ν΄ανασχέσουμεν, επειδή ταχειά το μέγα άστυ του άνακτος Πριάμου θα εκπορθήση, και οι Τρώες στην μάχη δεν θα αντέξουν….Γέμισε τα ρείθρα σου με ύδατα εκ των πηγών μου και τα ρέματά σου κάνε να φουσκώσουν για να πιάσουμε τον άγριο άνδρα….» Ετσι είπε κι εφώρμησε στον Αχιλλέα μυκώμενος , ψηλά φουσκώνοντας και παφλάζοντας. Και πορφυρό το κύμα του ουρανογεννήτου ποταμού ίστατο ορθό κι ήθελε κάτω να ρίξη τον Πηλείωνα, και μεγαφώνησε η Ηρα επειδή φοβήθηκε μηπως τον παρασύρη ο μέγας βαθυδίνης ποταμός και φωνάζει τον Ηφαιστο, τον προσφιλή της γιό. « Για σήκω, στραβοπόδη τέκνο μου γιατί ενάντια σε σένα νομίζουμε πως είναι η μάχη με τον βαθύρροο Ξάνθο. Αλλά βοήθα τάχιστα και βγάλε φλόγα πολλήν. Εγώ πάλι του Ζέφυρου και του συγνεφοδιώχτη Νότου θα πάω από την θάλασσα χαλεπή να ορθώσω θύελλα, που τις κεφαλές των Τρώων και τα όπλα θα κατακάψη φλόγα κακιά φέρουσα. Συ δε στου Ξάνθου τις όχθες δένδρα καίγε, κι αυτόν ρίχνε τον στην πυρά, κι ούτε λίγο με μειλίχια έπη να σ΄αποτρέψη ή με φοβέρες κι ούτε να παύης το μένος σου, αλλ΄όποτε φωνάζω εγώ ιαχώντας, τότε να κατάσχης το ακάματο πύρ.» Εκαίετο ο δυνατός ποταμός, κόχλαζαν τα καλά του ρείθρα, και βασανιζόταν από την πνοή την φρικτή του Ηφαίστου και του φωνάζει να σταματήσει .ΣΤΙΧ.305-382
Και ενώ του Ξάνθου δαμάσθηκε το μένος, η Ηρα στους άλλους θεούς έρις άναψε βαρειά φοβερή και διχογνώμησε στις φρένες η καρδιά τους. Συγκρούστηκαν λοιπόν με πάταγο μεγάλο, και βρυχήθηκεν η ευρεία γή, και γύρω σάλπιγξεν ο μέγας ουρανός. Ακουγεν ο Ζεύς καθήμενος στον Ολυμπο κι εγέλασε το φίλον ήτορ (φιλοκάρδι του) από ευχαρίστησι ορώντας τους θεούς σε έριδα να μπαίνουν.
Ο Αρης έκανε την αρχή , ο ασπιδοθραύστης και πρώτος στην Αθηνά εφώρμησε χάλκινον έγχος έχων και ονειδιστικό έπος της είπε, αφού θυμήθηκε ότι αυτή ήταν που ξεσήκωσε τον Διομήδη τον Τυδείδη και το δέρμα του ξέσχισε. Και ως ειπών έπληξε την θυσανωτήν αιγίδα την τρομερήν, την οποίαν ούτε του Διός δεν δαμάζει ο κεραυνός, εκεί ο ανδροφόνος Αρης την έπληξε με έγχος μακρόν. Εκείνη υποχωρώντας λίθον επήρε με το βαρύ της χέρι και έβαλε τον Θούριον Αρη στον αυχένα και του έλυσε τα γόνατα. Επτά έπιασε πλέθρα (στρέμματα) πεσών και σκόνισε τις χαίτες του και βρόντηξαν τα όπλα του και η Αθηνά γέλασε και πίσω έστρεψε τα φαεινά της μάτια.
Ηρθε η Αφροδίτη και τον έπιασε από το χέρι στενάζοντα, μόλις άρχισε να συνέρχεται, αλλά την ενόησεν η Ηρα και αμέσως ειδοποιεί την Αθηνά, η οποία ώρμησε πίσω της, χαίροντας κατά θυμό και με το χέρι της στα στήθη χτύπησε, και λύθηκαν τα γόνατά της και το φιλοκάρδι της. ΣΤΙΧ.383-433
Στον Απόλλωνα είπε ο κραταιός κοσμοσείστης « Φοίβε, τι περιμένουμε εμείς οι δύο. Δεν ταιριάζει αφού άρχισαν οι άλλοι, αίσχος αν αμαχητί πάμε στον Ολυμπο……. Νήπιε , άνοη καρδιά έχεις και ούτε αυτών έχεις ανάμνηση, όσα κακά πάθαμε στο Ιλιον, όταν στον υπερόπτη Λαομέδοντα από τον Δία ελθόντες θητεύσαμεν ένα χρόνο με ρητό μισθό και αυτός μας πρόσταζε και επέτελλε. Τείχος έκτισα περί την πόλι των Τρώων ευρύ και καλό για να είναι άρρηκτη η πολίς. Εσύ τους βαρύποδες ελικοκέρατους βούς βουκολούσες στης δασωμένης Ιδης τα πολύπτυχα φαράγγια, και κράτησε τον μισθό μας όλον ο φοβερός Λαομέδοντας και με απειλές μας απέπεμπε, ότι τα χέρια και πόδια μας θα δέση και θα μας πουλήση σε μακρινά νησιά και τα αυτιά μας θα κόψη με χαλκό…. Τώρα αυτού του λαού εσύ φέρης χάι κι ούτε με μας κοιτάζεις πως οι υπερφίαλοπι Τρώες να απολεσθούν πρόχνυ κακώς (κακήν κακώς με τα παιδιά τους και τις σεβαστές σύγκοιτες.»
Ο Απόλλων όμως ντρεπόταν με τον αδελφό του πατέρα του να έλθη στα χέρια και προσείπεν σ΄αυτόν « Κοσμοσείστη, δεν θα έλεγες σώφρων ότι είμαι, αν με σένα τώρα πόλεμο κινήσω ένεκα των θνητών των δυστύχων, οι οποίοι με φύλλα όμοιοι άλλτοε μεν είναι όλο ζωντάνια, τον καρπό της γής τρώγοντες, άλλοτε δε φθίνουν και αφανίζονται…» ΣΤΙΧ.435-469
Μα η Αρτεμις αγροτέρα, η αδελφή του, η θεά των θηρών ονειδιστικόν είπε σε αυτόν μύθο αλλά ο μακροσαιτευτής δεν της απάντησε. Η συγκοιτη του Διός όμως όλο χολή φιλονείκησε με την τοξεύτρα ονειδείοις επέεσσι ( με άσχημα λόγια) και αρπάζει τα δύο χέρια της με το αριστερό , ενώ με το δεξί της πήρε από τον ώμο τα τόξα και μ΄αυτά την χτυπούσε στ΄αυτιά μειδιώσα, καθώς εκείνη στρεφογύριζε, κι έπεφταν κάτω τα γοργά της βέλη. Δακρυόεσσα η θεά υπεξέφυγεν ως περιστερά κυνηγημένη από γεράκι, και εγκατέλιπεν αυτόθι τα τόξα. Στον Ολυμπο έφθασε και στου πατρός κάθισε τα γόνατα και γύρω έτρεμε το αμβρόσιο φόρεμα της. ΣΤΙΧ.470-513
Και στην Λητώ προσείπεν ο ψυχοπομπός Αργοφονιάς « Λητώ, δεν μάχομαι μαζί σου φοβερό να διαπληκτίζεσαι με τις σύγκοιτες του νεφεληγερέτου Διός αλλά σ΄αφήνω να πας στους αθανάτους θεούς και να καυχηθής ότι εμέ νίκησες με κρατερήν βίαν» ΣΤΙΧ. 497-501
Ο Φοίβος Απόλλων στο ιερόν εισέδυσεν Ιλιον γιατί νοιαζόταν για το καλόδμητο τείχος της πόλεως, μήπως οι Δαναοί το εκπορθήσουν παρά την μοίρα την ημέραν εκείνην, οι μέν χολωμένοι, οι δε μεγαλοκαμαρώνοντας κάθισαν κοντά στον μεαλοσύννεφο πατέρα.
Ο γερων Πρίαμος ενόησε τον πελώριον Αχιλλέα, που στους Τρώες μόχθον και συμφορές έθηκε και φώναξε στους θυρωρούς να είναι έτοιμοι να ανοίξουν οι πύλες. Και οι γιοί των Αχαιών την υψίπυλη Τροία θα έπαιρναν αν ο Φοίβος Απόλλων τον θεικόν Αγήνορα δεν παρακινούσε του Αντήνορος τον άμωμο και κρατερό γιό. Στην καρδιά του θάρρος έβαλε και κοντά του αυτός εστάθη καλυμμένος με ομίχλη πολλή, και μόλις βλέπει τον καστροπορθητή Αχιλλέα οξύ ακόντιο άφησε και χτύπησε στην κνήμη αλλά δεν την πέρασε γιατί εμπόδισαν τα όπλα του θεού. Όταν όμως ο Πηλείδης ώρμησε εναντίον του ο Απόλλων δεν τον άφησε να πάρην δόξα, αλλά τον κάλυψε με ομίχλη και εξήπαρσε αυτόν έξω από την μάχη.. Τον Πηλείωνα πάλι με δόλο απεμάκρυνε από τον λαό με τον Αγήνορα μοιάζοντας , και αυτός πίσω του τον κατεδίωκε μέχρι τον Σκάμανδρο τον βαθυδίνη, ενώ οι Τρώες φευγατίζαν και πρόλαβαν και μπήκαν μέσα στο άστυ. ΣΤΙΧ. 515-610
ΡΑΨ. Χ ΕΚΤΟΡΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ
Και ενώ οι Τρώες σαν ελαφόπουλα μέσα στο άστυ φευγατίζανε, τον Έκτορα κυνηγούσε ο Πηλείδης αλλά σε αυτόν μίλησε ο Φοίβος Απόλλων, που τον παραπλάνησε. « Γιατί εμέ, του Πηλέως γιέ με τα ταχειά πόδια σου διώκεις, θνητός εσύ θεόν αθάνατον. Λοιπον δεν κατάλαβες ακόμη ότι θεός είμαι και σύ σφοδρώς με μένα μανιάζεις….» « Με πλάνεψες μακροσαιτευτή, καταστρεπτικώτατε θεών πάντων, στρέφοντας με εδώ στο τείχος, αλλιώς πολλοί ακόμη την γή με τα δόντια θα δάγκωναν…Από μένα μέγα κύδος πήρες και αυτούς εύκολα έσωσες , αλήθεια θάπαιρνα εκδίκηση αν μπορούσα…» Απάντησε ο γρήγορος στα πόδια Αχιλλέας και προς το άστυ με μέγα φρόνημα έβη ορμώντας ως ίππος αθλοφόρος με το όχημά του. Και τον βλέπει ο γέρων Πρίαμος ως ολόλαμπρον αστέρα να ορμά στο πεδίο που το φθινόπωρο προβάλλει, πασίδηλες οι αντάυγειες του φαίνονται μεταξύ πολλών αστέρων στην σκοτεινλή νύχτα. Εκείνον που κύνα του Ωρίωνος αποκαλούν. Λαμπρότατος αυτός είναι αλλά κακό σημάδι γίνεται και φέρει πυρετό πολύ στους δυστυχείς θνητούς.
Ετσι τον είδε με τους οφθαλμούς του ο γέρων και χτύπησε με τα χέρια του την κεφαλήν και με μεγάλην οιμωγήν φώναξε τον Εκτορα που η ολέθρια μοίρα πεδίκλωσε προ του Ιλίου και των Σκαιών πυλών, να μην βρεθεί μπροστά σε αυτόν τον άνδρα μόνος του. Και η μητέρα εξ ετέρου ωδύρετο δάκρυ χαίουσα αλλά του Εκτορος το θυμικόν δεν έπειθαν.ΣΤΙΧ.1-91
Και ήλθε κοντά του ο Αχιλλεύς ίσος με τον Ενυάλιο, τον πολεμιστή με την περικεφαλαία, και γύρω του έλαμπεν ο χαλκός όμοιος με αντάυγεια ή πυρός καιομένου ή ήλιου ανατέλλοντος, και μόλις τον είδε ο Εκτορας φοβήθηκε και άρχισε να τρέχει , τρείς φορές έκαναν τον γύρο από τα τείχη και πέρασαν από μία ανεμοδαρμένη συκιά και από τις δύο πηγές που ανέβλυζαν του όλο δίνες Σκάμανδρου. Και πάντες οι θεοί τους έβλεπαν και άρχισε να μιλεί ο πατήρ θεών και ανθρώπων. « Φίλον διωκόμενο περί το τείχος με τους οφθαλμούς μου βλέπω και ολοφύρεται η καρδιά μου για τον Εκτορα…. Αλλά συλλογισθήτε , θεοί, και σκεφθήτε αν από τον θάνατο θα τον σώσουμε ή μήπως δια του πηλείδου Αχιλλέως θα τον δαμάσουμε κι ας είναι γενναίος.»
Και απαντά σε αυτόν η θεά Αθηνά « Πατέρα λευκοκέραυνε, μελανόνεφε, τι είπες, άνδρα θνητόν όντααπο παλιά πεπρωμένο να πεθάνη πως θέλεις από τον σύσηχο θάνατο να τον γλυτώσης πάλι. Ολοι οι θεοί δεν θα συναινέσουμε.»
«Εχε θάρρος Τριτογένεια, φίλον τέκνον με την καρδιά μου πρόφρονα δεν μιλώ και θέλω καλός με σένα να είμαι κάμε όπως ο νούς σου λέει και μη βραδύνης.» της απαντά ο Ζεύς. ΣΤΙΧ.131-185
Πρόθυμη η Αθηνά κατεβαίνει από τον Ολυμπο και στον Πηλείωνα έφθασε που κυνηγούσε ακόμη χυμώντας τον Εκτορα που τον προστάτευε ο Φοίβος Απόλλων. « Και τώρα οι δύο μας ελπίζω, προσφιλή του Διός ένδοξε Αχιλλέα , ότι θα πάρουμε μεγάλη δόξα στων Αχαιών τις νήες, τον Εκτορα σκοτώνοντας κι ας είναι αχόρταγος για μάχη . Τώρα εκείνος δεν θα μας ξεφύγει ούτε και αν κάνη παρά πολλά ο Απόλλων, ούτε και αν κυλιστεί εμπρός στον πατέρα Δία τον αιγιδοφόρον. Αλλά εσύ στάσου και ανάπνευσε και αυτόν εγώ θα πείσω να σταθεί αντίκρυ σου στην μάχη.» Ετσι είπε η Αθηνά και τον Εκτορα πλησίασε με του Δηιφόβου μοιάζοντας το κορμί και την δυνατή φωνή και του είπε να σταθούν ακλόνητοι και να τον περιμένουν (τον Αχιλλέα) μαζί. Και ξεθάρρεψε ο Εκτορας και μπροστά στον γιό του Πηλέως στάθηκε νομίζοντας ότι θα έχει βοήθεια . Και ρίχνει το μακροίσκιωτον έγχος του ο Αχιλλεύς αλλά στην γήν εμπήγη , το ανήρπασεν η Αθηνά και πίσω το δίνει.
Ρίχνει και ο Εκτορας το δόρυ του που τινάχθηκε μακρυά και φωνάζοντας σε βοήθεια τον Δηίφοβον αιτώντας δόρυ μακρόν κατάλαβε ότι η Αθηνά τον παγίδευσε και ότι οι θεοί κάλεσαν τον θάνατόν του. ΣΤΙΧ.188-366
ΡΑΨ. Ψ ΑΓΩΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ Ή ΑΘΛΑ ΕΠΙ ΠΑΤΡΟΚΛΩ
Ο Αχιλλέυς σταθείς μακριά της πυράς που θα λεκαιγε τον νεκρόν Πάτροκλο, την ξανθλήν απέκοψε χαίτη του που την έτρεφε για τον Σπερχειό Ποταμό μακρυπλόκαμη και με καημό είπε κοιτάζοντας προς τον οινώδη πόντο.
« Σπερχειέ, μάταια προσευχήθηκε σε σένα ο πατέρας Πηλεύς…. Για σένα την κόμη να κείρω και να τελέσω ιερήν εκατόμβη…. Τώρα επείδή δεν θα γυρίσω στην φίλη πατρίδα γή στον ήρωα Πάτροκλο την κόμη μου προσφέρω να την πάρη.» ΣΤΙΧ. 140-151
Και απείλησε ο άναξ ανδρών Αγαμέμνων ότι δεν θα δώσουν τον νεκρό Εκτορα στο πύρ να φαγωθεί αλλά στους κύνες, μα οι κύνες δεν επέπιπταν γιατί τους απεμάκρυνε η Αφροδίτη ημέρες και νύκτες , και με ροδέλαικον έχριε αμβρόσιο για να μην ξεγαρθή καθώς θα έλκεται.. Επ΄αυτού κυανό νέφος εκρέμασεν ο Φοίβος Απόλλων ουρανόθεν στο πεδίο, και κάλυψες τον χώρο άπαντα όσο κατείχεν ο νεκρός, μήπως πριν το μένος του ηλίου αποξηράνη γύρω από τις ίνες και τα μέλη του τα δέρμα. ΣΤΙΧ. 182-191
ΡΑΨ. Ω
ΕΚΤΟΡΟΣ ΛΥΤΡΑ
Λύθηκεν ο αγών και οι
λαοί στις γρήγορες νήες έκαστοι σκόρπισαν να πάνε, το δείπνο και του γλυκερού
ύπνου την τέρψιν νοιαζονταν αλλά ο πανδαμάτωρ ύπνος τον Αχιλλέα δεν τον έπιανεν
αφού έκλαιγε στου φίλου του την ανάμνηση. Εδεσε τον Εκτορα πίσω από τον δίφρο
και τρις τον έσερνε γύρω από τον τάφο του θανόντος Μενοιτιάδου, αλλά εκείνου ο
Απόλλων το κορμί πάσαν κακότητα απόδιωχνε, τον λυπόταν ακόμη και τεθνεώντα και
με την αιγίδα ολόκληρο τον κάλυπτε την χρυσή για να μην ξεγδαρθή καθώς συρόταν.
ΣΤΧΙ. 1-21
Και ενώ ο Αχιλλεάς έτσι κακοποιούσε με μένος τον θεικόν Εκτορα οι μακάριοι θεοί με έλεος εισορώντας τον, να του τον κλέψη παρώτρυναν τον άγρυπνον Αργοφονιά, αλλά αυτό καθόλου δεν άρεσε στην Ηρα, ούτε στον Ποσειδώνα ουδέ στην γλαυκώπιδα κόρην,αφού αυτοί όπως πρώτα απεχθανόταν το ιερόν Ιλιον και τον Πρίαμο και τον λαό του ένεκα του Αλεξάνδρα που τις θεές αδίκησε.
Και φώναξε στους αθανάτους ο Φοίβος Απόλλων « σκληροί που είστε , θεοί ολέθριοι, ποτέ λοιπόν σε σας ο Εκτωρ δεν έκαιε μηρούς βών και αιγών τελείων…. Και στον ολέθριον Αχιλλέα βούλεσθε να δώσετε αρωγή, του οποίου ούτε οι φρένες είναι οι πρέπουσες ούτε η σκέψι του….και άλλοι απόλεσαν προσφιλέστερον αδελφό ή γιό αλλά οι Μοίρες ανεκτική καρδιά έδωσαν στους ανθρώπους.»
Χολωμένη η Ηρα του απάντησε « Θα ήταν σωστό και τούτο το έπος σου αργυρότοξε αν όμοια στον Αχιλλέα και τον Εκτορα δώσετε τιμήν. Ο Εκτορας μεν θνητός και σε γυναίκας βύσαξε μαστόν όμως ο Αχιλλέας είναι θεάς γόνος και του Πηλέα που όλοι οι αθάνατοι αγαπήσαν και στον γάμο τους ανταμώσατε όλοι και εσύ ανάμεσά τους διασκέδαζες με την φόρμιγγα, των κακών εταίρε, πάντ΄απιστε»
Και απαντά σε αυτήν ο νεφεληγερέτης Ζεύς « Ηρα μην θυμώνεις με τους θεούς γιατί η τιμή δεν θα είναι ίδια αλλά και ο Εκτορας φίλτατος ήταν στους θεούς. Την κλοπή όμως τώρα ας αφήσουμε γιατί δεν μπορούμε να αρπάξουμε τον Εκτορα από τα χέρια του Αχιλλέα αφού κοντά του πάντα η μητέρα του παραστέκεται νύχτας τε ήμαρ. Αλλά ας καλέση κάποιος την Θέτιν εγγύτερα σε μένα για να της είπω πυκνό λόγο, πως δηλ. ο Αχιλλεύς δώρα από τον Πρίαμο θα λάχη και τον Εκτορα να λύση. ΣΤΙΧ.22-76
Και τρέχει η Θυελλόπους Ιρις για την αγγελία και βρίσκει την Θέτιδα και την ζητά στον Κρονίδη να παρουσιαστεί. Κάθισε δίπλα στον Δία πατέρα αφού αποσύρθηκεν η Αθηνά, η Ηρα χρυσό κύπελλο παώριο στο χέρι της έθηκεν ευφραντικά μιλώντας στην Θέτιδα και της το έδωσε να πιεί. Ενώ ο πατέρας όλων άρχισε να μιλά
Ηλθες στον Ολυμπο , θεά Θέτις αν και περίλυπη, πένθος άληστον έχουσα στις φρένες, το γνωρίζω και ο ίδιος. Εννέα μέρες τώρα φιλοπνεικία στους αθανάτους ξέσπασε γύρω από του Εκτορος τον νεκρό και για τον καστροπορθητήν Αχιλλέα, να του κλέψη παροτρύνουν τον άγρυπνο Αργοφονιά, όμως εγώ αυτή την δόξα στον Αχιλλέα θέλω να δώσω….αλλά στον γιό σου στο άψε, επίτελε ότι οι θεοί θυμώνουν, είπε του, και εγώ πιο πολύ από όλους έχω χολωθή,επειδή πάνω στο φρένιασμά του τον Εκτορα κρατά και δεν τον λυτρώνει..» ΣΤΙΧ.77-119
Και την Ιρι παρώτρυνεν ο Κρονίδης για το ιερόν Ιλιον « Σήκω να πας, Ιρι ταχεία, εγκαταλιπούσα την έδρα του Ολύμπου και να αγγείλης στον μεγαλόκαρδο Πρίαμο στο Ιλιον εσω , δώρα στον Αχιλλέα να φέρη που την ψυχή του θα ιάνουν, για να λύση τον προσφιλή του γιό . Μηδέ ο θάνατος να τον μέλλη μήτε ο φόβος , γιατί θα του δώσουμε συνοδό τον Αργοφονιά, που θα τον οδηγήση και θα τον πάη κοντά στον Αχιλλέα. Και αυτό δεν θα τον αποκτείνη ούε κανείς άλλος γιατί ούτε άφρων είναι αυτός ούτε αστόχαστος ούτε άνομος αλλά θα σεβασθή ως πρέπει ικέτην άνδρα.»
Και ωρθώθηκε η Ιρις και άφθασε στου Πριάμου, όπου άκουσεν οδυρμούς και γόους, και θυγατέρες και νύφες ωδύροντο. ΣΤΙΧ. 143-187
Ετοίμασε ο Πρίαμος τα δώρα για τον Αχιλλέα, άνοιξε τους φωριαμούς, δώδεκα περικαλλείς πέπλους έβγαλε, δώδεκα μονές χλαίνες, και άλλους τόσους τάπητες, φορέματα και χιτώνες, δέκα τάλαντα, δύο αστραφτερούς τρίποδες, τέσσερις λέβητες και κύπελλο περικαλλές που Θράκες του το πόρισαν, και στον Δία προσευχήθηκε στην μέση της αυλής, αφού η κελάρισσα στα χέρια ύδωρ του έχυσε καθαρόν. Και ζήτησε από τον Κρονίδη οιωνό εκ δεξιών να του στείλει για να αναθαρρύνει και να προχωρήσει προς τις νήες των Δαναών. Τον άκουσεν ο Ζεύς και αμέσως αετόν έστειλε, το πιο αλάθευτο από τα πτηνά όμορφο θηρευτήρα, που τον αποκαλούν περκνόν. Οσο ψηλώροφη είναι η θύρα θαλάμου ανδρός πλουσίου, με κλείθρα αρμοσμένη τόσα εκατέρωθεν του ήσαν τα φτερά και φάνηκε σ΄εκείνους από τα δεξιά πετώντας του άστεως. Και εκείνοι ιδόντες χάρηκαν, κι όλων στα στήθη η καρδιά ιάνθη. ΣΤΙΧ.228-321
Και σαν κατέβηκαν από την πόλιν ο Πρίαμος, πάνω στην άμαξαν που έλαυνεν ο γενναίος Ιδαίος και φίλοι πάντες έποντο πολύ ολοφυρόμενοι, δεν διέλαθαν από τον ευρύοπα Δία και ιδών συμπόνεσε τον γέροντα, και στο άψε είπε στον προσφιλή του γιο Ερμήν. « Ερμή , που τόσο αγαπάς την συντροφιά των ανθρώπων, και να εισακούης όποιον εθέλεις, σήκω πήγαινε και τον Πρίαμο στις κοίλες νήες των Αχαιών οδήγησε, ώστε κανείς να μη τον ιδή μήτε να τον νοήση από τους άλλους Δαναούς, πριν στον Πηλείωνα αφιχθή»
Και δεν απείθησεν ο ψυχοπομπός Αργοφονιάς, εμέσως έδεσεν όμορφα πέδιλα αμβρόσια χρυσά, που τον έφεραν στην θάλασσα και στην άπειρη γή σαν την πνοή του ανέμου. Πήρε και ράβδο, μ΄αυτήν που των ανδρών τα όμματα θέλγει όσων εθέλει, και άλλους πάλιν από τον ύπνο τους ξυπνά, και κίνησε με κούρο βασιλικόν όμοιος, με το πρώτο του γενάκι, του οποίου χαριεστάτη η ήβη. ΣΤΙΧ. 325-348
Στην αρχή δεν τον γνώρισαν τον θεό Ερμή ο Πρίαμος και η συνοδεία του, και ο θεός του είπε ότι είναι θεράπων του Πηλείδη, και καθησύχασε τον γέροντα ότι ο Εκτορας αν και είναι η δωδέκατη αυγή το δέρμα του καθόλου δεν σήπεται και τα έλκη του έχουν κλείσει, αφού οι θεοί φροντίζουν τον γιό του γιατί από καρδιάς τον αγαπούσαν. ΣΤΙΧ.410-423
Φθάνοντας στους πύργους στων νηών την τάφρο ο Ερμής ύπνο έχυσεν στους φύλακες και βοήθησε τον Πρίαμο να ανοίξει τον σύρτη, στο τέλος δε του αποκαλύπτεται « Γέροντα, εγώ θεός αθάνατος σου ήλθα ο Ερμής, γιατί σε σένα ο πατέρας συνοδό μ΄εστειλεν. Αλλά εγώ τώρα πίσω θα γυρίσω, μην γίνω αντιληπτός στους Αχιλλέως τους οφθαλμούς. Θα ήταν άπρεπο αθάνατος θεός έτσι θνητούς πως αγαπά να δείχνη καθαρά.» ΣΤΙΧ. 445-467
ΡΑΨ. Α ΛΟΙΜΟΣ ΚΑΙ ΜΗΝΙΣ ΡΑΨ. Β ΟΝΕΙΡΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣΡΑΨ.Γ ΟΡΚΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΙ ΜΕΝΕΛΑΟΥ
ΡΑΨ.Δ ΟΡΚΙΩΝ ΣΥΓΧΙΣΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΩΛΗΣΙΣ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΟΣ
ΡΑΨ. Ε ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ ΑΡΙΣΤΕΙΑ
ΡΑΨ. Ζ ΕΚΤΟΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗΣ ΟΜΙΛΙΑ
ΡΑΨ. Η ΕΚΤΟΡΟΣ ΚΑΙ ΑΙΑΝΤΟΣ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ
ΡΑΨ. Θ ΘΕΩΝ ΑΓΟΡΑ .ΚΟΛΟΣ ΜΑΧΗ
ΡΑΨ. Ι ΛΙΤΑΙ
ΡΑΨ. Κ ΝΥΚΤΕΓΕΡΣΙΑ ΚΑΙ ΔΟΛΩΝΟΦΟΝΙΑ
ΡΑΨ. Λ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΑ
ΡΑΨ. Μ ΤΕΙΧΟΜΑΧΙΑ
ΡΑΨ. Ν Η ΕΠΙ ΝΑΥΣΙ ΜΑΧΗ
ΡΑΨ. Ξ ΔΙΟΣ ΑΠΑΤΗ
ΡΑΨ. Ο ΠΑΛΙΩΞΙΣ ΠΑΡΑ ΝΕΩΝ
ΡΑΨ. Π ΠΑΤΡΟΚΛΕΙΑ
ΡΑΨ. Ρ ΑΡΙΣΤΕΙΑ ΜΕΝΕΛΑΟΥ
ΡΑΨ. Σ ΟΠΛΟΠΟΙΙΑ
ΡΑΨ. Τ ΜΗΝΙΔΟΣ ΑΠΟΡΡΗΣΙΣ
ΡΑΨ. Υ ΘΕΩΝ ΜΑΧΗ
ΡΑΨ. Φ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΟΣ ΜΑΧΗ
ΡΑΨ. Χ ΕΚΤΟΡΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ
ΡΑΨ. Ψ ΑΓΩΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ Ή ΑΘΛΑ ΕΠΙ ΠΑΤΡΟΚΛΩ
ΡΑΨ. Ω ΕΚΤΟΡΟΣ ΛΥΤΡΑ
ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΡΜΕΝ ΡΟΥΓΓΕΡΗ
ΡΑΨ. Α ΛΟΙΜΟΣ ΚΑΙ ΜΗΝΙΣ
Ο Απόλλων είναι
θυμωμένος με τους Αχαιούς που πήραν την Ιέρειες τους και ρίχνει λοιμό στο
στρατόπεδό τους, μετά την έκκληση του Ιερέα του
Χρύση και πατέρα της Χρυσιίδας, την οποία ο Αγαμέμνωνας με αλαζονεία και
σκληρότητα αρνήθηκε να επιστρέψει.«… ακουσεν ο Φοίβος Απόλλων τον μύθο του γέροντα Χρύση, που σιωπηλός πήγε και προσευχήθηκε στην άμμο της πολυφλοίσβητης θάλασσας, και κατέβηκε από του Ολύμπου τις κορυφές με χολωμένη την καρδιά, τόξο στους ώμους έχων και αμφίκλειστη φαρέτρα. Κλάγγηξαν τότε τα βέλη επί των ώμων του, χολωμένος αυτό ως εκινήθη και προχωρούσε με νύκτα όμοιος. Κάθισε έπειτα μακριά των νηών και μετά βέλος αφήκε δεινή κλαγγή έγινεν από τ΄αργυρένιο τόξο. Μουλάρια πρώτα τόξευε και κύνες γοργούς, αλλά όμως έπειτα σ΄αυτούς βέλη πευκόπικρα ρίχνοντας τους έβαλε και συνεχώς πυρές νεκρών καίοντο θαμειές. Εννέα μέρες στον στρατό διωχέτευε τα βέλη του ο θεός και την δέκατη σε αγορά κάλεσε τον λαό ο Αχιλλεύς, γιατί αυτό στις φρένες του έθηκεν η θεά λευκοχέρα Ηρα, γιατί νοιαζόταν για τους Δαναούς, θνήσκοντας ορώντας τους.
Η ΑΘΗΝΑ , ήρθε ουρανόθεν , την ώρα που ο Αχιλλέας ύστερα από τον καυγά του με τον Αγαμέμνωνα που του πήρε την Βρησιίδα, τράβηξε από την θήκη μέγα ξίφος για να σκοτώσει τον Ατρείδη. Η θεά όμως που την προέπεμψε η Ηρα, που αμφότερους πολύ αγαπούσε και φρόντιζε, εστάθη όπισθεν και την ξανθιά κόμη έπιασε του Πηλείωνα μόνο σε εκείνο φαινόμενη και για τους άλλους αόρατη. ΣΤΙΧ. 193-222
Η ΘΕΤΙΣ ανεδύθη από κύμα της θάλασσας κι αέρινη ανέβη στον μέγα ουρανό και τον Ολυμπο , εύρε τον ευρύοπα Κρονίδη μακρά καθήμενο των άλλων στην ακρότατη κορυφή του πολυκορύφου Ολύμπου, μπροστά του κάθισε κι έλαβε τα γόνατά του με το αριστερό της, ενώ με το δεξιό υπό το πηγούνι φέροντας παρακαλώντας τον Δία άνακτα να τιμωρήσει τον Αγαμέμνωνα που αδίκησε τον ταχυθάνατο γυιό της. ΣΤΙΧ. 495-535
ΡΑΨ. Β ΟΝΕΙΡΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
Ο ΔΙΑΣ στέλνει τον επίβουλο Ονειρο , που πήρε την μορφή του Νέστορα του Νηλείδη, στον Αγαμέμνωνα, και τον προτρέπει να βγάλει στον πόλεμο τους Ελληνες. Αυτός όμως θέλοντας να τους δοκιμάσει τους λέει να επιστρέψουν στις πατρίδες τους.
Η ΗΡΑ στέλνει ξανά την Ατρυτώνη Αθηνά , η οποία κατέβη από του Ολύμπου τις κορυφές πηδώντας και αμέσως αφίχθη στις γρήγορες νήες των Αχαιών.
Ευρεν τον Οδυσσέα, ίσον στην σύνεση με τον Δία να ίσταται. Αχγος στην καρδιά του και την ψυχή του άγγιζε, και η γλαυκώπις θεά προσείπεν.
« Διογενή, Λαερτιάδη, πολυμήχανε Οδυσσέα, έτσι λοιπόν θα φύγετε, καύχημα στον Πρίαμο και τους Τρώες, καταλιπόντες την Αργείτισσαν Ελένη……
Τράβε τώρα κατά τον λαό των Αχαιών και μη καθυστερής άλλο και με δικές σου αγανοίς επέεσσιν (μαλαγανιές) εμπόδισε έκαστον άνδρα και μην αφήσης στην θάλασσα να έλκουν τις αμφίκυρτες νήες.» ΣΤΙΧ.155-181
ΡΑΨ.Γ ΟΡΚΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΙ ΜΕΝΕΛΑΟΥ
Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ αρπάζει τον τραυματισμένο Πάρη από τον Μενέλαο και τον κάλυψε με ομίχλη πολλή και τον κάθισε σε θάλαμον ευώδη μοσχοβοληστόν.
Υστερα στην Ελένη πήγε , με γριά μοιάζοντας παλαιάς γενιάς γνέστρα, που στην Λακεδαίμονα, γνώριζε καλά, και της προσεφώνησε η θεά.
«.. Εδώ έλα, ο Αλέξανδρος σε καλεί στον οίκο να γυρίσης. Κείνος σε θάλαμο και σκαλιστό κρεββάτι, από κάλλος στίλβων και φορεσιά. Ούτε που θα έλεγες πως ήλθε από μονομαχίαν, αλλά πως σε χορόν έρχεται, ή από χορόν κάθησε που μόλις έληξε.»
Όταν όμως η Ελένη αρνήθηκε χολωμένη η Θεά προσεφώνησεν « Μη με ερεθίζης, δύστυχη μη χολωθώ και σε αφήσω και τόσο σε εχθρευτώ όσο ως τώρα ‘εκπαγλα σ΄αγάπησα…..» ΣΤΙΧ. 374- 424
ΡΑΨ. Δ ΟΡΚΙΩΝ ΣΥΓΧΙΣΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΩΛΗΣΙΣ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΟΣ
Ο Αλέξανδρος-Πάρις νικήθηκε από τον Μενέλαο, αλλά οι θεοί παρακαθήμενοι στον Ολυμπο, ενώ η πότνια Ηβη νέκταρ εωνοχόει, είχαν αποφασίσει άλλα για αυτούς.
Ο Ζεύς παραδέχεται ότι μέσα στην καρδιά του τιμά το Ιερόν Ιλιον και τον Πρίαμο και τον λαό του, η Ηρα του απαντά ότι τρείς πόλεις φίλτατες είναι, το Αργος, η Σπάρτη και οι Μυκήνες, με τις ευρείες αγυιές.
Η Φιλομειδής Αφροδίτη παραστέκεται στον γιό της Αινεία και στην μοίρα του αμύνεται ενώ ο Κρονίδης επειράτο ερεθιζέμεν Ηρην, με πειρακτικά έπη, και στέλνει την Αθηνά στο πεδίο της μάχης με εντολή να συνεχιστεί ο πόλεμος.
Ομοια με αστέρα , έτσι μοιάζοντας πήδησε στην γή η Παλλάς Αθηνά και βρέθηκε στο μέσον και θάμβος κάτεχε τους εισορόωντας. Και είπαν Τρώες ιπποδαμαστές και καλλικνήμιδες Αχαιοί. « Ε ή αμέσως πόλεμος κακός και μάχη σκληρή θα γίνη, ή φιλότητα σ΄αμφότερους θα θέση ο Ζεύς, που κυβερνήτης πολέμου στους ανθρώπους είναι.» ΣΤΙΧ. 75-85
Η Θεά πήρε την μορφή Λαόδοκου τον Αντηνορίδη κρατερόν αιχμομάχο πλησίασε τον Πάνδαρο και τον έπεισε να σαιτεύσει τον Μενέλαο.
Ερχεται ο Μαχάων ο Ασκληπιάδης να τον θεραπεύσει , ενώ ο Αγαμέμνων κρατώντας του το χέρι είπε. « Φίλε αδελφέ….οι Τρώες του όρκους πάτησαν….και ο Ολυμπος δεν ετέλεσεν αμέσως που και αργά τιμωρεί, με κάτι μεγάλο θα πληρώσουν, με τις δικές τους κεφαλές συν γυναιξί και τέκνοις.
ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΚΑΛΑ ΤΟΥΤΟ
ΓΝΩΡΙΖΩ ΚΑΤΑ ΦΡΕΝΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΘΥΜΟΝ.
ΕΣΣΕΤΑΙ ΗΜΑΡ ΚΑΠΟΤΕ ΝΑ
ΑΠΟΛΕΣΘΗ ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΙΛΙΟΝ ΚΑΙ Ο ΠΡΙΑΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΑΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΖΕΥΣ ΚΡΟΝΙΔΗΣ Ο
ΥΨΙΘΡΟΝΟΣ,ΠΟΥ ΣΤΟΝ ΑΙΘΕΡΑ ΚΑΤΟΙΚΕΙ ΘΑ ΕΠΙΣΕΙΣΗ ΤΗΝ ΖΟΦΕΡΗΝ ΑΙΓΙΔΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ, ΜΕ
ΤΕΤΟΙΑΝ ΑΠΑΤΗ ΘΥΜΩΜΕΝΟΣ. ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΑΤΕΛΕΣΤΑ ΔΕΝ
ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΝ….» στιχ. 155-182.Ο πόλεμος συνεχίζεται δριμύς, αφού οι Τρώες αθέτησαν τον λόγο τους και τον όρκο τους και ο Αρης , ο Δείμος ο Φόβος , η Ερις και η Αθηνά κατεβαίνουν στην μάχη με την συγκατάθεση του Διός. Πολύς ορυμαγδός ορθωνόταν, οιμωγή και ευχωλή (καυχησιά) ακουγόταν ανδρών που χάνονταν, πρηνείς στις σκόνες ή σκότωναν.ΣΤΙΧ 439-451
Ο Απόλλων εμψυχώνει του τρώες και τους λέει να μην υποχωρήσουν μπροστά στους Αργείους, αφού ο Αχιλλεύς είναι στις νήες χόλον αλγεινό χωνεύει. Τους Αχαιούς δε ορθώνει, βλέποντας να εγκαταλείπουν την μάχη, η του Διός θυγατέρα , η ένδοξη Τριτογένεια, ΣΤΙΧ.510-516
ΡΑΨ. Ε ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ ΑΡΙΣΤΕΙΑ
Η Αθηνά βοηθά τον Τυδείδη Διομήδη και του δίνει μένος και θάρρος ,ώστε κατάδηλος μεταξύ πάντων να γίνει και να πάρει κλέος εσθλόν. Και βγάζει από την μάχη τον Αρη και τον αφήνει στις όχθες του ποταμού Σκαμάνδρου. ΣΤΙΧ.1-8
Ο Διομήδης σκοτώνει τον Φηγέα έναν από τους γιούς του Δάρη, Ιερέα του Ηφαιστου, ο οποίος επεμβαίνει και σώζει τον άλλο γιό του τον Ιδαίο, αφού τον κάλυψε με νύκτα. ΣΤΙΧ. 9-37
Ο Διομήδης επικαλείται πάλι την Αθηνά και η θεά τον άκουσε, γόνατα του έθηκεν ελαφρά, πόδια και χέρια επάνω, κοντά δε ιστάμενη έπη φτερωτά είπε.
«Με θάρρος τώρα , Διομήδη…… γιατί στα στήθη σου μένος πατρικό έφερα ατρόμητο, που είχεν ο πάλλων τρην ασπίδα ιππότης Τυδεύς. Την αχλύν από τους οφθαλμούς σου πήρα καλά να ξεχωρίζεις τον θεό από τον άνδρα.» ΣΤΙΧ.115-132
Ο αγλαός γιός του Λυκάονα ,ο Πάνδαρος τραυματίζει τον Διομήδη , ο οποίος με την σειρά του ρίχνει το βέλος και με την βοήθεια της Αθηνάς που το κατευθύνει τον σκοτώνει. Και θα είχε απολεσθεί και ο Αινείας αν δεν ήταν η οξύνοη Αφροδίτη, η μητέρα του, που τον τραβά έξω από την μάχη. Βλέποντας την ο Διομήδης στο κιχ την πρόφθασε και την τραυμάτισε στο χέρι, λέγοντας της. « Φύγε θυγατέρα του Διός, από τον πόλεμο και την μαχη, δεν σου αρκεί ότι εξαπατάς γυναίκες χωρίς αλκήν.»…. και έρρεε το αθάνατον αίμα της θεάς , Ιχώρ, τέτοιο ρέει στους αθάνατους.
Με μεγάλη ιαχή κάτω έριξε τον γιό της που τον προστάτεψε ο Φοίβος σε κυανή νεφέλη, η Ιρις την συνοδεύει μαζί με τους ίππους του Άρη στον Όλυμπο, όπου η Αθηνά και η Ήρα με πειραχτικά έπη την ερέθισαν ενώ ο Δίας μειδιώντας την συμβούλεψε να αφήσει τα πολεμικά έργα που δεν της έχουν δοθεί αλλά μόνο τα όλο ίμερο έργα του γάμου. ΣΤΙΧ280-429
Ο βροντόφωνος Διομήδης ορμά πάνω στον Αινεία. Αν και γίγνωσκε ότι ο Απόλλων τον έσκεπε με τα χέρια του. Τρείς φορές προσπάθησε μαινόμενος και όταν την τέταρτη ρίχθηκε με δαίμονα ίσος, δεινά φωνάζοντας προσείπεν ο Απόλλων. « Σκέψου, Τυδείδη υπεχώρησε λίγον οπίσω, την μήνιν φοβούμενος του Εκατηβόλου Απόλλωνος» , και τον Αινεία πήρε στην Ιερή Πέργαμον στον ναό του. Εκεί η Λητώ και η τοξεύτρα Άρτεμις στο μεγάλο άδυτο γιάτρεψαν και ελάμπρυναν. ΣΤΙΧ 431-448
Ο Απόλλων είδωλον έφτιαξεν όμοιο του Αινεία και τα όπλα του ακόμη, γύρω από το οποίο Τρώες και Αχαιοί έσπαζαν αλλήλων τις γύρω από τα στήθη βόειες (ασπίδες από δέρματα βοοειδών), και προέτρεψε τον Θούριον Αρη να αποσύρει τον Διομήδη από την μάχη. Ο ολέθριος Αρης μοιάζοντας με τον γρήγορο Ακάμαντα τον ηγήτορα Θρακών στους γιούς του Πρίαμου απευθύνθηκε για να τους εγείρει την ψυχήν , στους Τρώες αρωγός. ΣΤΙΧ.449-469, και ξαναφέρνει τον Αινεία στην μάχη από το άδυτον και μένος εσθλόν βάζει στα στήθη του, οι Τρώες χάρηκαν που τον είδαν αρτιμελή και ζωντανό αλλά δεν πρόλαβαν να τον ρωτήσουν τι είχε συμβεί γιατί δεν τους άφηνε ο αγώνας που ο Άρης και η βροτολοιγός Ερις που άμετρα μαίνεται.
Ο Αντίλοχος χτυπά τον Μύδωνα ηνίοχο θεράποντα και τους ίππους φέρνει στο στρατόπεδο των Αχαιών, ενώ ο Εκτωρ βλέποντας όρμησε κεκλήγων (κραυγάζοντας). Συνάμα έπονται των Τρώων οι φάλαγγες όπου αρχήγευε ο Αρης ανεμίζοντας πελώριον έγχος και η σεβασμία Ενυώ. ΣΤΙΧ.580-595
Ο Τληπόλεμος (αυτός που αντέχει τον πόλεμο) σκοτώνεται ενώ τραυματίζει τον Σαρπηδόνα, αλλά οι θεικοί εταίροι να σώζουν, και η Αθηνά τρέπει την γνώμη του Οδυσσέα που μάνιασε το φίλον ήτορ (φιλοκάρδι του) και ήθελε να σκοτώσει τον Σαρπηδόνα και κατά το πλήθος των Λυκίων ορμά, όπου πλείονες εξ ΄αυτών απεκτείνει. ΣΤΙΧ.627-680
Η Ήρα ενόησε τον Εκτορα με τον Αρη που εξωλόθρευαν τους Αργείους και προείπε στην Ατρυτώνη Αθηνά να ξαναθυμηθούν την θούριαν αλκή τους και να μην αφήσουν τον Αρη να μαίνεται. Τους χρυσοστέφανους ετοίμασεν ίππους ενώ η Ηβη στα οχήματα έβαλε καμπύλους τροχούς χάλκινους οκτάκτινους και υπο τον ζυγόν ήγαγεν η Ηρα τους ταχύποδες ίππους, επιθυμώντας έριδα και αλαλαγμόν. ΣΤΙΧ.711-732
Οι πύλες μυκήθηκαν τ΄ουρανού, που τις έχουν οι Ωρες γιατί σε αυτές έχουν ανατεθεί τον μέγαν Ουρανό και τον Ολυμπο ν΄ανοίγουν με πυκνό νέφος να κλείνουν. Στην ακρότατη κορυφή έυρον καθήμενο τον Κρονίωνα που της προσείπεν « Εμπρός , συνάγειρε και σπρώξε πάνω στον Αρη την λαφυραγωγόν Αθηνά που συνηθίζει κακές οδύνες να του δίνει.» ΣΤΙΧ.748-765.
Η Αθηνά αφού άφησε πέπλο να χυθή τον απαλό του πατρός το κατώφλι, το ποικιλοστόλιστο που αυτή εποίησε κι απέκαμε με τα χέρια της, χιτώνα ενδυθείσα του νεφεληγερέτου Διός με όπλα για τον πόλεμο θωρακίστηκε τον δακρυόεντα. Γύρω στους ώμους έβαλεν αιγίδα με θύσανο δεινή, που από παντού ο φόβος στεφανώνει κι εντός η Ερις και η Αλκή και η κρύα Ιωκή και της Γοργούς η κεφαλή δεινή πελώρια φοβερή, Διός σημάδι του αιγιδοφόρου.
Στο κεφάλι περικεφαλαία με λοφίο γύρω έθεκεν τετράφαλη χρυσή, στο φλογερόν όχημα με τα πόδια ανέβηκε και έλαβεν δόρυ βαρύ μέγα στιβαρό, με το οποίο δαμάζει στίχες ανδρών ηρώων, όσους την κόρη του οβριμοπάτρη έχουν θυμώσει.
ΙΛΙΑΔΑ ΡΑΨ.Ε ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ ΑΡΙΣΤΕΙΑ
Ο Διομήδης με την βοήθεια της Αθηνάς αριστεύει και πολλούς φονεύει.Τραυματίζει μάλιστα την Αφροδίτη στο χέρι και τον Αρη στο λαγόνι.Ο Αινείας που πληγώθηκε απο λίθο τον σώζει ο Απόλλων. Τον Αρη και την Αφροδίτη τους επιπλήττει ο Ζεύς.
ΣΤΙΧ.733
Και ενώ η λευκοχέρα θεά Ήρα στον Στέντορα μοιάζοντας εμψυχώνει τους Αχαιούς και παρώτρυνε το μένος τους… « Αιδώς Αργείοι,κατησχυμένοι, στην όψιν ωραίοι……» Η Αθηνά έτρεξε κοντά τον Διομήδη τραυματισμένο από τον Πάνδαρο «…..Τυλείδη Διομήδη που σε χαίρεται το θυμικό μου μήτε δέος για τον Αρη να σε πιάνει μήτε για κάποιον άλλο των αθανάτων, γιατί εγώ επίκουρος σου είμαι. Στέψε κατά του Αρεως του ίππους σου και χτύπα τον από κοντά….και ούτε να τον σεβαστείς…»
Βλέποντας τον ο Αρης χάλκινο έγχος του ρίχνει για να του πάρει την ζωή αλλά η Αθηνά το άπωσε μακρυά, ενώ το έγχος που έριξε ο Διομήδης πέτυχε και έσχισε το όμορφο δέρμα του Αρη, με την βοήθεια της Αθηνάς βέβαια.
Βρυχήθηκε ο χάλκινος Αρης ως να ιαχούσαν εννέα και δέκα χιλιάδες άνδρες , τρόμος έπιασε τους Τρώες και τους Αχαιούς, και φθάνοντας στων θεών την έδρα , κάθισε πικραμένος, αθάνατον αίμα καταρρέον εκ της πληγής και ολοφυρόμενος είχαν ένα έντονο διάλογο με τον Δία, ο οποίος ιπόδρα ιδών διέταξε τον Παιήονα να πάει να τον ιάση. ΣΤΙΧ>850-902.
ΡΑΨ. Ζ ΕΚΤΟΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗΣ ΟΜΙΛΙΑ
Εδώ, οι θεοί απομακρύνθηκαν από την μάχη , οι Ελληνες σκοτώνουν πολλούς Τρώες και ο Εκτωρ ακολουθώντας την συμβουλή του Ελενου παρακινεί την μητέρα του Εκάβη να προσευχηθούν και να θυσιάσουν στην Αθηνα για να την εξευμενίσουν.
ΡΑΨ. Η ΕΚΤΟΡΟΣ ΚΑΙ ΑΙΑΝΤΟΣ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ
Μόλις η θεά γλαυκώπις Αθηνά, Αργείους ενόησεν να σκοτώνουν στην κρατερή μάχη κατέβηκε από του Ολύμπου τις κορυφές πηδώντας στο Ιλιον το ιερό. Σ΄αυτήν ενάντιος ορθώθηκε ο Απόλλων από την Πέργαμο κάτω ιδών, και στους Τρώες βούλετο νίκην, και συναντήθηκαν κοντά στην βαλανιδιά.ΣΤΙΧ.17-22
Ηρθε και ο άναξ Απόλλων του Διός γιός και της προσείπε να παύσουν τον πόλεμο για εκείνη την μέρα και συνεχίζουν μετά μέχρι το τέρμα του Ιλίου να εύρουν, αφού «…έτσι αποφασίσατε εσείς οι δύο αθάνατες, να εκπορθηθή τούτο το άστυ.»!!!.
Συμφώνησαν δε να ορθώσουν κρατερό μένος στον Εκτορα και να προκαλέση μόνος του σε μονομαχία ένα από τους Αχαιούς για να πολεμήσουν.
Ορθώθηκαν ,πρώτος ο Αγαμέμνων, ο Τυδείδης ο Διομήδης, οι Αίαντες με θούρια ντυμένοι αλκή, ο Ιδομενεύς, ο Μηριόνης, ο Ευρύπυλος του Ευαόμονος ο αγλαός γιός, ο Θόας Ανδραιμονίδης και ο θεικός Οδυσσεύς, ο δε Νέστωρ φώναξε « ..Είθε να ήμουν στην ήβη, κι η ορμή μου εμπεδωμένη να ήταν και τότε ταχειά αντίπαλο μάχης θα είχεν ο κορυθαίολος Εκτωρ. Ο κλήρος έπεσε στον Τελαμώνιο Αίαντα, που οπλίστηκε με αστραφτερό χαλκό και όρμησε εις την μάχη όμοιος με τον Αρη. Ολοι προσεύχοντο στον Δία Κρονίωνα άνακτα κοιτάζοντας τον ευρύν ουρανό. « Ζεύ πάτερ, που από την Ιδη κυβερνάς, κύδιστε μέγιστε, δώσε νίκη στον Αίαντα και αγλαό καύχημα να πάρη. Αν πάλι τον Εκτορα αγαπάς και κήδεσαι γι΄αυτόν ίση σε αμφότερους δύναμι και δόξα σύμπεψε» ΣΤΙΧ.155-210
Η Αθηνά και ο Απόλλων κάθισαν με όρνια μοιάζοντας, γυπαετοί σε υψηλή βαλανιδιά του πατρός Διός του αιγιδοφόρου.
Η νύχτα έπεσεν και η μονομαχία σταμάτησε, οι Αχαιοί και τοι Τρώες μαζεύουν τους νεκρούς τους. Η Αυγή δεν είχε φέξει ήταν ακόμη το λυκαυγές της νύκτας και οι καρη κομόωντες Αχαιοί πονέοντο (κατεπονούντο) φτιάχνοντας τείχος με πύργους ψηλούς για να προστατεύσουν τις νήες τους, ενώ οι θεοί στον Δία παρακαθήμενοι, τον αστραπηβόλον εθεώντο με θαυμασμό το μέγα έργο των χαλκοχιτώνων Αχαιών και είπε ο ενοσίχθων Ποσειδών. « Ζεύ, ε λοιπόν υπάρχει θνητός στην άπειρη γή που θα πή στους αθανάτους την σκέψη και την απόφασή του; Δεν οράς ότι πάλιν οι Αχαιοί τείχος ετείχισαν υπέρ των νηών και γύρω τάφρον ετράβηξαν, κι ούτε θεούς έδωσαν περικλεείς εκατόμβες; Τούτο το κλέος θα λάμπη μακριά ώσπου η αυγή φωτίζει. Και θα λησμονήσουν αυτό που εγώ και ο Φοίβος Απόλλων στον ήρωα Λαομέδοντα με κόπο κτίσαμε γύρω από την πόλιν.» Και σ΄αυτόν με αγανάκτησιν είπεν ο νεφεληγερέτης Ζεύς.
«πω πώ, κοσμοσείστη ευρύσθενε, τι είπες. Άλλος θεός θα φοβόταν μια τέτοια απόφασι, που από σε πολύ πιο αδύνατος στα χέρια και το μένος. Γιατί το δικό σου κλέος θα λάμπη μακρυά…… λοιπόν μόλις οι Αχαιοί φύγουν για την φίλη πατρίδα γή στην θάλασσα όλα να τα γκριμίσης και μετά με άμμο κάλυψε την πλατειάν ακτήν, ώστε ν΄αφανισθή το μέγα τείχος των Αχαιών.»
Τρώες και Αχαιοί τρώγαν και όλη την νύκταν κακά σκεπτόταν ο Ζεύς γι΄αυτούς, τρομερά βροντώντας, και χλωρό δέος τους έπιανε, οίνο από τα κύοπελλα χάμω έχεαν και κανείς δεν τολμούσε να πιή πριν κάνη σπονδή στον υπεδύναμο Κρονίωνα.
Κοιμήσαντ΄αρ΄έπειτα και ύπνου δώρον έλοντο.
ΣΤΙΧ.410-480
ΡΑΨ. Θ ΘΕΩΝ ΑΓΟΡΑ .ΚΟΛΟΣ ΜΑΧΗ
Ηώς μεν κροκόπεπλος εκίδνατο πάσαν επ΄αίαν, και ο Ζεύς ο τερπικέραυνος συνέλευσιν θεών ποιήσατο στην ακρότατη κορυφή του πολυκορύφου Ολύμπου. Αυτός αγόρευε και οι θεοί υπάκουαν. Και απαγορεύει σε όλους θεούς και θέαιναι , αψηφώντας το έπος του να έρθουν αρωγοί σε Τρώες ή σε Αχαιούς. Πάντες εσίγησαν κι εσιώπησαν εκτός από την Αθηνά που ζήτησε την άδεια μια συμβουλή να δώσουν στους Αργείους για να μην απωλεσθούν όλοι. Και προς αυτήν μειδιώντας είπεν ο Ζεύς. «Θάρρεψε, Τριτογένεια, φίλο τέκνο με καρδιά ανυποχώρητη δεν μιλώ και θέλω ήπιο να σου είμαι.» και όχημα έζεψε και στην Ιδη έφθασε , όπου τέμενός του και βωμός με θυμιάματα υπήρχε, και αφού ομίχλην περιέχυσεν στην κορυφή κάθισε για το κύδος χαίρων εισορώντας των Τρώων την πόλιν και τις νήες των Αχαιών.
Ο Τυδείδης έτρεξε να βοηθήσει τον Νέστορα και τους ίππους, σκοτώνοντας τον ηνίοχο του Εκτορα. Ολεθρος και αμήχανα έργα θα γινόταν αν δεν έβλεπε ευθύς ο πατήρ ανδρών και θεών , βροντήσας τότε δεινόν αφήκε λαμπρό κεραυνό και μπρός στους ίππους του Διομήδη δεινή φλόγα ορθώθηκε.
Ο Νέστορα φωνάζει στον Δι0μήδη « Τυδείδη, πάρε και έχε για φευγιό τους μονώνυχες ίππους. Δεν γνωρίζεις ότι εκ Διός δεν σ΄ακολουθεί βοήθεια πιά…. Και κανένας άνδρας του Διός τον νού δεν θα εμπόδιζε, ουδέ και πιο δυνατός, επειδή εκείνος πολύ υπέρτερος είναι.»
Ο Εκτορας γνωρίζοντας ότι προφρόνως του κατένευσεν ο Κρονίων νίκη και μέγα κύδος και στους Δανούς συμφορά με έπη ονείδιστα φωνάζει στον Διομήδη, ο οποίος τρείς φορές διχογνώμησε και στοχάσθηκε να γυρίσει πίσω κατά φρένα και κατά θυμό και τρίς από τα Ιδαία όρη βρόντησεν ο βαθύγνωμος Ζεύς, σαν μήνυμα στους Τρώες ότι αυτοί θα νικήσουν.ΣΤΙΧ. 100-184
Θυμώνει η Ηρα με το καύχημα του Εκτορα που ήθελε να γκρεμίσει τα τείχη των Αχαιών και σείσθηκε ο θρόνος και τακούνηθήκε ο Ολυμπος, στον ποσειδώνα στράφηκε και είπε. « Κοσμοσείστη μεγαλόσθενε, καθόλου εσύ ενώ χάνονται οι Δαναοί δεν ολοφύρεσαι μέσα σου…… γιατί αν θέλαμε όσι των Δαναών αρωγοί είμαστε , τους τρώες να απωθήσουμε και να εμποδίσουμε τον ευρύοπα Δία ….» Αλλά ο ποσειδώνας δεν θέλει να μαχηθεί μαζί του γιατί ισχυρότερος είναι. ΣΤΙΧ.190-211
Και ο Εκτορας θα είχε εμπρήσει τις νήες αν η Ηρα στις φρένες του Αγαμέμνωνα δεν έθετε να τρέξη γρήγορα να παροτρύνη τους Αχαιούς.
Στου Οδυσσέα την μεγαλόκητη μελανή νήα στάθηκε και φώναξε . «Αιδώς Αργείοι….» και στον Δία ζήτησε την χάριν να μην αφήση τους Τρώες να τους δαμάσουν. Ο Ζεύς ολοφυρόμενος γι΄αυτόν που έχυνε δάκρυ ένευσε σώος ο λαός να μείνη ουδέ ν΄απολεσθή και αετόν ευθύς έστειλε στον περικαλλή βωμό, εκεί που στον πανφάντη Δία θυσιάζουν οι Αχαιοί. Εκείνοι μόλις είδαν το όρνιο θυμήθηκαν τον πόλεμον και όρμησαν προς τους Τρώες. ΣΤΙΧ.215-272
Πάλιν στους Τρώες όμως ο Ολύμπιος μένος όρθωσεν και ο Εκτορας με έπαρση πολλή και σθένος μπροστά με τους πρώτους όρμησε όπως ο κύων αγριόχοιρου και έλεος έδειξε η θεά Ηρα για τους Αχαιούς και την Αθηνά φωνάζει, η οποία θυμωμένη με τον πατέρα της που τις βουλές της Θέτιδος εκπληρώνει, με του πολέμου τα όπλα θωρακίζεται . Η Ηρα με μάστιγα τους ίππους άγγιξε και οι αυτόματες πύλες τα΄ουρανού έτριξαν, αυτές που οι Ωρες και σ΄εκείνες έχει ανατεθεί ο μέγας Ουρανός και ο Ολυμπος να τον ανοίγουν με πυκνό νέφος και να τον κλείνουν. ΣΤΙΧ.350-396
Χολώθηκε ο Ζεύς όταν τις είδε και την Ιρις παρώτρυνε αγγελία να πάη.
«Σήκω πήγαινε, Ιρις ταχεία, πίσω να τρασπούν μη αφήνοντας ενάντιά μου να έρχονται, γιατί σε καλό δεν θα τις βγή αν πολεμήσουμε…… και τα έλκη δεν θα γιατρευτούν αν τις εγγίση κεραυνός. Για να δή η γλαυκώπις όταν με τον πατέρα μάχεται. Με την Ηρα δεν θυμώνω τόσο ούτε χολώνομαι γιατί παντα συνηθίσει να με ανακόπτη ότι κι αν είπω.» ΣΤΙΧ.397-424
Και γύρισαν πίσω και έλυσαν οι ωρες τους καλλίτριχας ίππους και ο ένδοξος κοσμοσείστη στην βάσι του το άρμα βάζει και απλώνει πάνω του το σκέπασμα. Μόνες χωριστά από τον Δία κάθησαν η Αθηνά και η Ηρα που τίποτε δεν τον ρώτησαν, όμως εκείνος γνωρίζοντας τι έχουν στις φρένες τους φώνησε. « Γιατί έτσι τεθλιμμένες…….»
Και η Αθηνά σιωπούσε κι ούτε κάτι είπε σκυζομένη με τον πατέρα Δία χόλος άγριος την έπιασε, ενώ στης Ηρας το στήθος ο χόλος δεν χωρούσε.
Ο Δίας της αποκαλύπτει να σχέδια του, ότι πολύς στρατός αιχμομάχων των Αργείων θα σκοτωθεί γιατί την μάχη ο Εκτορας δεν θα σταματήσει μέχρι τον θάνατο του Πάτροκλου, γιατί έτσι θέσφατον είναι. ΣΤΙΧ.425-483
ΡΑΨ. Κ ΝΥΚΤΕΓΕΡΣΙΑ ΚΑΙ ΔΟΛΩΝΟΦΟΝΙΑ
Η θεά Αθηνά εγγύθεν ισταμένη στον Διομήδη, ο οποίος συλλογιζόταν στις φρένες του τι να κάνει αν θα πάρει τα όπλα και θα γυρίσει πίσω στις νήες ή την ζωή και άλλων Θρακών να πάρει, του είπε. «Τον νόστο θυμήσου, τουτ μεγαθύμου Τυδέως γιέ, στις κοίλες νήες, μήπως κυνηγημένος φύγης και μήπως του Τρώες εγείρη άλλος θεός.»
Και μόλις είδε ο αργυρότοξος Απόλλων την Αθηνα μετα του του Τυδέως τον γιο να έπεται, με εκείνη κακιωμένος στων Τρώων κατεδύθη τον πολύν όμιλο και όρθωσε του Ρήσου ανεψιόν εσθλόν, τον βουληφόρο Ιπποκόωντα. ΣΤΙΧ. 505-525
ΡΑΨ.Λ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΑ
Ο Ζεύς την Εριδα προέπεμψε στις γρήγορες νήες των Αχαιών την δεινή, του πολέμου το σημάδι στα χέρια έχουσαν και εστάθη στου Οδυσσέως την μεγάκητη μελανή νήα που στην μέσην ήταν για να ακούγεται εκατέροθεν και από του Αίαντος τις σκηνές και από του Αχιλλέως.Εκεί εστάθη η θεά φώναξε δυνατά και δεινά, όρθια, και στους Αχαιούς μέγα σθένος έβαλε εκάστου την καρδιάν, άληκτα να πολεμά και να μάχεται. Και σε αυτούς αίφνης ο πόλεμος γλυκύτερος έγινεν από τον νόστο με τις κοίλες νήες στην φίλη πατρίδα γήν.
Ντύθηκε ο Ατρείδης με αστραφτερό χαλκό, θώρακα φόρεσε περί τα στήθη,γύρω από τους ώμους έβαλε ξίφος με χρυσά καρφιά σε θήκη αργυρή, επήρε και προστατευτική πολυδαίδαλη θούριαν ασπίδα, που επιστεφάνωνε η βλοσυρή Γοργώ και γύρω ο Δείμος και ο Φόβος. Φόρεσε και στο κεφάλι περικεφαλαία με γείσο, πήρε και δύο δόρατα οπλισμένα με χαλκό που έλαμπε μακριά κι εγδούπησαν Αθηνά και Ηρα τιμώντας τον βασιλιά της πολύχρυσης Μυκήνας. Αλαλαγμό όρθωσε ο Κρονίδης, κι από ψηλά έστειλε νωπές αίματος σταγόνες εξ αιθέρος, ένεκα που έμελλε πολλές γενναίες κεφαλές στον Αδη να στείλη. ΣΤΙΧ. 3-55
Τρώες και Αχαιοί επ΄αλλήλων ορμώντες αφάνιζαν, κι ούτε κανένας σκεφτόταν την ολέθριαν φυγήν. Μάχη ήταν ισόβαρη και η Ερις έχαιρεν η πολυστέναχτη βλέποντας, γιατί μόνο εκείνη παρετύγχανε στους μαχητές και κανένας άλλος από τους θεούς δεν παραστεκόταν , αλλ΄αμέριμνοι στα μέγαρά τους κάθονταν, στις πτυχές του Ολύμπου. Και όλα αυτά εξαιτίας του μελανόνεφου Κρονίωνα, ένεκα που στους Τρώες εβούλετο κύδος να δώση. ΣΤΙΧ.70-80
Πολλοί πρηνείς και ύπτιοι έπεφταν από τους ίππους υπό του Ατρείδου τα χέρια γιατί περαν εμπρός με το έγχος έτρεχε και ως έμελλε στην πόλη και στο ψηλό της τείχος να φθάσουν, τότε ο πατέρας των ανδρών και θεών ουρανόθεν καταβάς κι είχεν αστραπή στα χέρια. Εστειλε την Ιριν να πεί στον Εκτορα ότι μόλις χτυπηθεί ο Αγαμέμνων τότε δύναμι θα του δώση να σκοτώνει ώσπου στις καλοκατάστρωτες νήες ν΄αφιχθή και δύση ο Ηλιος και σκότος ιερόν επέλθη.
ΡΑΨ. Μ ΤΕΙΧΟΜΑΧΙΑ
Η τάφρος αυτή που εποίησαν οιΔαναοί μαζί με το τείχος το ευρύ δεν θα έμενε έμπεδον ,γιατί ουδέ στους θεούς έδωσαν περικλεείς εκατόμβες έδωσαν, αλλά έμελλε , με την εκπόρθηση του Πριάμου την πόλιν στον δέκατο χρόνο και μόλις οι Αργείοι με τις νήες στην φίλη πατρίδα γήν έβαιναν, τότε ο Ποσειδών και ο Απόλλων το τείχος αυτό θα χαλάσουν, των ποταμών το μένος στρέφοντας πάνω του.
Οσοι από τα Ιδαία όρη στην θάλασσαν εκρέουν, ο ΡΗΣΟΣ, Ο ΕΠΤΑΠΟΡΟΣ, Ο ΚΑΡΗΣΟΣ, Ο ΡΟΔΙΟΣ, Ο ΓΡΑΝΙΚΟΣ Ο ΑΙΣΗΠΟΣ , Ο ΘΕΙΚΟΣ ΣΚΑΜΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΙΜΟΕΙΣ, αυτών τα στόματα θα στρεψει ο Φοίβος Απόλλων και επί εννέα μέρες στο τείχος θα αφήσει την ροήν, υετόν (βροχή) θα ρίχνει ο Ζευς συνεχώς…… ΣΤΙΧ.3-33
Ο Εκτορας αρνείται να λάβη υπόψη του τον οιωνό του Δία και δεν ακούει τα λόγια και την ερμηνεία του Πολυδάμαντος που του λέει να μην πάνε μέχρι τις νήες. «Ενας οιωνός άριστος ν΄αμύνεσαι για την πατρίδα. Γιατί εσύ φοβάσαι τον πόλεμο και την μάχη; …» Ετσι αφού μίλησε ηγήθηκε και τον ακολούθησαν όλοι με ήχο θεσπέσιο. Τότε ο τερπικέραυνος Ζεύς ώρθωσεν από τα Ιδαίας όρη ανεμοθύελλα που ευθύς στις νήες σκόνην έφερε και των Αχαιών θέλγοντας τον νού, στους Τρώες και τον Εκτορα κύδος έδωσεν. ΣΤΙΧ.200-255
Ορθώνει και τον Σαρπηδόνα ο συνετός Ζεύς επι των Αργείων, ως λέοντα ορεσίτροφος σε βόδια ελικοκέρατα. Και ενώ ο Τεύκρος και ο Αίας που έτρεξαν να βοηθήσουν τον γιό τουν Πετεού , τον Μενεσθέα, ορμούν πάνω του και ένα βέλος τον έβαλε στον τελαμώνα τον, φαεινό γύρω από τα στήθη, αλλά ο Ζεύς την μοίραν απέκρουσε του παιδιού του, για να μην δαμασθή στων νηών τις πρύμνες. ΣΤΙΧ.292, 400
Και ενώ παντού οι πύργοι και οι επάλξεις με αίμα ανδρών ραντίζονταν αμφοτέρωθεν από Τρώες και Αχαιούς, και έτσι επί τα ίσα η μάχη απλωνόταν και ο πόλεμος, ο Ζεύς υπέρτατη δόξα θέλησε να δώση στον Εκτορα τον πριαμίδη, ο οποίος φώναξε διαπρύσια στους Τρώες ακουσθείς. «Ορθιοι, ιπποδαμαστές Τρώες, να διαρρήξετε το τείχος των Αργείων και στις νήες να βάλετε θεσπέσιο πύρ.» και ευθύς αρπάζει λίθον που πίσω παχύς ήταν και από πάνω οξύς, δύο άνδρες του δήμου δεν θα μπορούσαν να σηκώσουν, εκείνος όμως εύκολα τον έπαλλε μόνος του, αφού του τον έκαμεν ελαφρό το παιδί του πανούργου Κρόνου και κατ΄ευθείαν στις σανίδες που πύλες κρατούσαν πυκνά στιβαρά αρμοσμένες δύφυλλες υψηλές. Αμέσως οι τρώες στις καλοκάμωτες νήες χύθηκαν κι οι Δαναοί έφυγαν προς τις κοίλες νήες, και αλίαστος (οχλοβοή) έγινε δυνατή. ΣΤΙΧ.430-471
ΡΑΨ. Ν Η ΕΠΙ ΝΑΥΣΙ ΜΑΧΗ
Ο Ζεύς αφού Τρώες και Εκτορα στις νήες έφερε, τους άφησε σ΄αυτές κόπους να έχουν και βάσαν συνεχώς, και αυτός πίσω έστρεψε τους φαεινούς οφθαλμούς, μακριά επί των ιπποτρόφων Θρακών καθορώμενος την γαία και των Μυσών των αγχεμάχων και των γενναίων Ιππημολγών των γαλακτοφάγων, και των Αβίων δικαιοτάτων ανθρώπων.
Στην Τροία καθόλου δεν έστρεφε πια τους οφθαλμούς γιατί δεν ήλπιζε κατά θυμόν ότι κάποιος των αθανάτων ελθών ή στους Τρώες θα δώση αρωγήν ή στους Δαναούς.
Όμως αλαοσκοπιήν(τυφλοσκοπιά) δεν είχεν ο κραταιός γαιοσείστης, γιατί εκείνος θαυμάζων καθόταν τον πόλεμο και την μάχην υψού επ΄ακροτάτης κορυφής της δασώσους Σάμου της Θρακικής. Γιατί από εκεί εφαίνετο πάσα η Ιδη, εφαίνετο και του Πριάμου η πόλις και οι νήες των Αχαιών.
Εκεί αυτό έξω από την θάλασσαν ελθών καθέζετο, λυπόταν τους Αχαιούς από τους Τρώες δαμαζόμενους, και με τον Δία κρατερά θύμωνεν. Ευθύς εκ του όρους κατέβη του απόκρημνου, με γρήγορα βήματα κι έτρεμαν όρη μακρά και δάσος κάτω από τα αθάνατα πόδια του Ποσειδώνος καθώς προχωρούσε.
Στα ξακουστά του δώματα στο βάθος του πελάγους αφίκετο και πάνω στο όχημά του με δύο χαλκόποδες ίππους ταχύπετους, με χρυσότριχες κόμες, χρυσό και αυτός εντύθη κι έβη ελαύνοντας επι τα κύματα, κι από την χαράν η θάλασσα διίστατο, και εκείνοι πετούσαν πολύ γρήγορα και ούτε βρεχόταν ο χάλκινος άξων, και στων Αχαιών τις νήες οι καλόσκιρτοι τον έφεραν ίπποι.
ΣΤΙΧ.1-38
Και ενώ οι Τρώες με φλόγα όμοιοι όλοι τους και με θύελλα του Εκτορος έποντο με θόρυβο και ιαχές, ελπίζοντας τιςε νήες των Αχαιών να πάρουν, ο γαιήοχος Ποσειδών ο κοσμοσείστης του Αργείους παρώτρυνε, όμοιος μες τον Κάλχαντα στο δέμας και την αδάμαστη φωνή στουςε Αίαντες πρώτα είπε
«Αίαντες, εσείς οι δύο θα σώσετε τον λασό των Αχαιών την αλκήν αφού θυμηθείτε και όχι τον κρυερό φόβο. Γιατί αλλού εγώ δεν τα φοβάμαι τις αάπτους χείρας ( τα ακαταμάχητα χέρια) Τρώων, γιατί θα τους αναχαιτίσουν όλους οι καλλικνήμιδες Αχαιοί……..» Είπε και με το σκήπτρον αμφότερους κτυπώντας ενέπλησε με μένος κρατεερό, τα μέλη τους έκανε ανάλαφρα, πόδια και χέρια ύπερθεν (πάνω).
Τον αναγνώρισε πρώτος του Οιλέως ο ταχύς Αίας και αίψα (στο άψε) του Αίαντος τον γιό του Τελαμώνος είπε «Αίαντα σε μας κάποιος των θεών που τον Ολυμπον έχουν με μάντι όμοιος κελεύει στις νήες να μαχώμαστε…..εύκολα τον γνώρισα, πασίγνωστοι οι θεοί….» ΣΤΙΧ.39-80
Ο Ιδομενεύς ,ο ένδοξος στο δόρυ συναντά τον Ποσειδώνα, χολωμένος που ο εγγονός του , ο Αμφίμαχος ,γιός του Κτεάτου Ακτορίωνος έπεσε στην σκληρή μάχη, και ενώ ετοίμαζε όλεθρον για τους Τρώες.. Σ΄αυτόν προσείπε ο κραταιόςε ενοσίχθων μοιάζοντας στην φθογγή με τον Ανδραίμονα τον γιό του Θόαντος, που στους Αιτωλούς άνασσε. «Ιδομενέα, των Κρητών βουληφόρε που οι απειλές σου πήγαν…. Εμπρός τα όπλα αφού λάβης έλα μαζί μου , μ΄αυτά χρεία να σπεύσουμε….» και τρέχει ο Ιδομενεύς στην σκηνή του και ντύθηκε τα όπλα καλά περί το σώμα, και έπιασε και δύο δόρατα ΣΤΙΧ.210-243
Τον Αντίλοχο, τον γιό του Νέστορα, προστάτευε ο κοσμοσείστης ποσειδών, ενώ ορμούσε στην μάχη, οι Τρώες τον περικύκλωσαν, αλλά ο κυανοχαίτης αρνήθηκε στο τόξο του Αδάμαντα του Ασιάδη να του πάρη την ζωή.ΣΤΙΧ. 550-565
Και έποντο του Εκτορος οι Τρώες με ήχο θεσπέσιο, κι ιαχούσεν ο λαός όπισθεν, κι οι Αργείοι από την άλλην ιαχούσαν και δεν λησμονούσαν την αλκή τους, και ο ήχος αμφοτέρων ίκετ΄αιθέρα και Διός αυγάς ( έφθανε στον αιθέρα και του Διός τις αντάυγειες). ΣΤΙΧ.835
ΡΑΨ. Ξ ΔΙΟΣ ΑΠΑΤΗ
Δεν φύλαγε άδικα ο ένδοξος σείστης της γής, αλλά ανάμεσα σ΄αυτούς ήλθεν όμοιος με παλαιόν άνδρα, κι έπιασε το δεξί χέρι του Αγαμέμνωνος και φώναξε έπεα πτερέοντα.
« Ατρείδη, τώρα του Αχιλλέως η ολέθρια καρδιά θα χαίρεται στα στήθη του, τον φόνο και την φυγή των Αχαιών καθώς θα βλέπει…… με σένα όμως οι θεοί δεν κάκιωσαν τόσο».. Και ως ειπών φώναξε δυνατά ορμώντας στο πεδίο, και όσην ιαχή βγάζουν εννέα και δέκα χιλιάδες άνδρες, σαν πέφτουν μαζί στην έριδα του Αρεως τόσην έβγαλε από τα στήθη φωνήν ο κραταιός ενοσίχθων κσαι σε εκάστου των Αχαιών μέγα σθένος έβαλε την καρδιάν άληκτα να πολεμά και να μάχεται. ΣΤΙΧ. 135-152
Η Ηρα η χρυσόθρονη είδε με τους οφθαλμούς της ως στάθηκε στην άκρη του Ολύμπου και αμέσως τον γνώρισε να τρέχη μες στην μάχη που άνδρες δοξάζει, τον αδελφό της και κουνιάδο της και χάρηκε κατά θυμό. Ενώ βλέποντας τον Δία επί της ακρότατης κορυφής της Ιδης με τους πολλούς πίδακες καθήμενον μίσος γέμισεν η ψυχή της, και σκέφτηκε πώς να εξαπατήσει τον νούν του Διός. Αυτή κατά θυμό της φαινόταν αρίστη βουλή, να έλθη στην Ιδη αφού καλά ενδύση εαυτήν μήπως και ίμερος τον έπιανε για ερωτική συνεύρεση και ύπνο αβλαβή και γλυκό να του χύση στα βλέβαρα και στις γνωστικές του φρένες.
Στον θάλαμο που ο προσφιλής της γιός ο Ηφαιστος έφτιαξε και κανείς άλλος θεός δεν μπορούσε να ανοίξη. Με αμβροσία καθάρισε το ποθητό της δέρμα, αλείφθηκε με λίπος ελαίου αμβρόσιον ηδύ που το είχε θυμιατισμένο, χτένισε τα μαλλιά της και έπλεξε πλοκάμους φαεινούς από το αθάνατο κεφάλι της να κρέμονται , ντύθηκε με αμβρόσιο πέπλο που το ύφανε και φιλοτέχνησε η Αθηνά. Ζώστηκε με ζώνη όπου εκατό θύσανοι είχαν αρμοσθή, και σκουλαρίκια κρέμονταν από τους λοβούς με τρείς λίθους και έλαμπεν απ΄αυτά όλο χάρις πολλή. Με κεφαλόδεσμο καλύφθηκε η έξοχη θεά και ήταν σαν λευκός ήλιος και αφού στα λαμπερά της πόδια έδεσε πέδιλα καλά και κοσμήματα έθηκε στο κορμί της , κάλεσε την Αφροδίτη και της ζήτησε δολοφρονούσα η σεβαστή Ηρα. « Δώσε μου τώρα τον έρωτα και τον πόθο, που μ΄αυτόν εσύ όλους δαμάζεις αθανάτους και θνητούς…..»
Από τα στήθη της έλυσε η φιλομειδής Αφροδίτη, κεντητόν ιμάντα ποικιστόλιστον όπου παντα τα θελκτήρια ( μάγια) είχαν φτιαχθή. Εκεί ο έρωτας, κι ο πόθος , και τα γλυκόλογα του ξελογιάσματος, που έκλεψε τον νού κι εκείνων που πυκνώ φρονούν. ΣΤΙΧ. 153-220
Και πηδώντα η Ηρα εγκατέλειψε το άκρο του Ολύμπου και βαίνοντας πάνω από την Πιερία και την ωραία Ημαθία , ώρμησε στα σκεπασμένα με νιφάδες όρη των ιπποτρόφων Θρακών και ούτε την γήν άγγιξε με τα πόδια, από τον Αθω στον κυματώδη πόντον έβη και στην Λήμνο αφίχθη, την πόλιν του θεικού Θόαντος, όπου αντάμωσε τον Υπνο, τον αδελφό του θανάτου. Το χέρι του έπιασε και του ζήτησε να κοιμήση τους φαεινούς οφθαλμούς του Διός υπό τα φρύδια αμέσως μόλις ξαπλώσει ερωτικά μαζί του. Σαν δώρο θα του δώσει έναν καλό θρόνο άφθαρτο για πάντα , χρυσόν, που θα το φιλοτεχνήση ο Ηφαιστος.
Φοβήθηκε όμως ο νήδυμος Υπνος μήπως και χολωθεί ο Ευρύοπας Ζεύς και τον ρίξει από τον αιθέρα στον πόντο να αφανισθή, όπως είχε γίνει ξανά και τον έσωσε η Νύκτα που δαμάζει θεούς και άνδρες.
Επιμένει όμως η Ηρα και την Πασιθέα , μία από τις νεότερες των Χαρίτων, ορκίζεται ότι θα του δώσει να παντρευτεί. ΣΤΙΧ.225-268
Ως την είδε ο νεφεληγερέτης Ζεύς την Ηρα που ανέβηκε στο γάργαρον άκρο της υψηλής Ηδης, ευθύς ο έρως τις συνετές του φρένες αμφεκάλυψεν, όπως όταν το πρώτον έσμιξαν ερωτικά, λαθρα από τους προσφιλείς γονείς τους.
« Ποτέ μέχρι τώρα ούε θεάς έρως ούτε γυναικός περιχυθείς στα στήθη δεν δάμασε νου την καρδιά…..» της είπε και την κάλυψε με νέφος χρυσόν για να μην τους είδε ούτε ο Ηλιος. Γι΄αυτούς φύτρωσε νεοθαλή πόα και λωτό δροσερό και κρόκο και υάκινθο και στιλπνές έπεφταν οι δροσοσταλίδες. ΣΤΙΧ. 292-351
Και ενώ ο Ζεύς από ύπνο και έρωτα δαμασθεί στην αγκαλιά της σύγκοιτης του άτρεμα κοιμόταν ο Υπνος την αγγελία να ειπή στον έχοντα και σείοντα την γή και κοντά ιστάμενος έπεα πτερέοντα προσείπε. «Προφρόνως τώρα τους Δαναούς, Ποσειδώνα βοήθα, και δώσε τους την νίκη έστω και για λίγο όσο καθεύδει ο Ζεύς, επειδή αυτρόν εγώ με μαλακό κώμα περιεκάλυψα και η Ηρα τον απέπεισε οι δυό τους να πλαγιάσουν ερωτικά.»
Και ο Ποσειδών πήδησε εμπρός και εκέλευσε τοους Δαναούς να ορμήσουν στην μάχη. Πρόθυμα τον άκουσαν όλοι και ο Τυδείδης, ο Οδυσσέας και ο Ατρείδης ο Αγαμέμνων αν και πληγωμένοι. Ο Τελαμώνιος Αίας χτυπά με λίθο τον Εκτορα και τον τραυματίζει. ΣΤΙΧ.364-439
ΡΑΨ.Ο ΠΑΛΙΩΞΙΣ ΠΑΡΑ ΝΕΩΝ
Εγέρθηκεν ο Δίας όταν είδε τους Τρώες σε ταραχή και Αχαιούς να τους διώκουν, τον δε Εκτορα από δεινό κατεχόταν άσθμα ξεπνοισμένος και ανάμεσά τους τον άνακτα Ποσειδώνα.. Και λυπήθηκε ο πατέρας ανδρών και θεών και ιπόδρα ιδών την Ηρα προσείπεν μύθο.
«Ε πολύ κακότεχνος ο δόλος σου αδάμαστη Ηρά…… Δεν γνωρίζω αν πάλι για την αλεγεινήν κακορραφίη πρώτη πληρώσης κι αν θα σε μαστιγώσω. Η μήπως λησμόνησες που κρεμόσουν υψόθεν κι από τα πόδια σου άκμονες έδεσα δύο και γύρω από τα χέρια σου έβαλα χρυσήν αλυσίδα άρρηκτη. Και σύ στον αιθέρα και τις νεφέλες κρεμόσουν……» ΣΤΙΧ.1-46.
Η Ηρα καλεί την Ιρις και τον Απόλλων να μεταβούν τάχιστα στον Ολυμπο όπου ο Ζεύς θέλει να τους μιλήσει. Ο Ανακτας στέλνει την Ιρις στον Ποσειδώνα να του αναγγείλη να παύση την μάχη και να γυρίσει στα γένη των θεών ή στην θεική θάλασσα.. Ο Ποσειδώνας υποχώρησε, θυμωμένος που ο Ζεύς αν και ισόμοιρος και πεπρωμένος για όμοια μοίρα είναι φιλονικεί μαζί του με πικρόχολα έπη. Και αν τελικά του απόκρημνου Ιλίου φεισθή και ούτε θελήση να το εκπορθήση, ούτε να δώσει μέγα κράτος στους Αργείους, να ξέρη τούτο ότι αναμεσά τους χόλος ανήκεστος θα μείνη. Αυτά είπς ο κοσμοσείστης και εγκατέλειψε τον Αχαικό λαό. ΣΤΙΧ. 160-217.
Στον Απόλλωνα , ο Ζεύς προσείπεν να τρέξει παρά του Εκτορα, και αφού στα χέρια λάβη την αιγίδα με τους θυσάνους και επισείοντας την να φευγατίζει τους Αχαιούς. «… Από εκεί και πέρα εγώ ο ίδιος θα σκεφθώ με έργο και με έπος, πως πάλιν οι Αχαιοί θ΄αναπνεύσουν από την καταπόνησιν» Αυτά είπε ο Ζεύς και ο Απόλλων δεν παράκουσε. ΣΤΙΧ. 220-235.
Δεν παράκουσε τον πατέρα του ο Απόλλων και κατέβη από τα Ιδαία όρη με γεράκι όμοιος, και εύρε τον Εκτόρα , που ο νούς του αιγιδοφόρου Διός τον είχε εγείρει, και τον θάρρεψε και μέγα μένος τον ενέπνευσε. ΣΤΙΧ. 236-270.
Προχωρούσαν οι Τρώες αθρόοι και πρώτος ο Εκτορας με μακρά βήματα, έμπροσθεν αυτού ο Φοίβος Απόλλων ντυμένος στους ώμους με νεφέλη κι είχε θούριαν αιγίδα, δεινή δασειά μεγαλοπρεπή ,που ο χαλκιάς Ηφαιστος στον Δία έδωσε να φέρη, τους άνδρες να φοβίζη.
Κατ΄ενώπα ιδών του Δαναούς, αύσε μάλα μέγα, εκείνων δε η ψυχή στα στήθη πάγωσε, λάθοντο θούριδος αλκής, και έφυγαν ανάλκιδες οι Αχαιοί, γιατί μέσα τους ο Απόλλων έφερε φόβο, στους Τρώες και τον Εκτορα έδωσε δόξα. ΣΤΙΧ.306-327
Οι Αχαιοί τρέχουν να σωθούν πίσω προς τις νήες, ενώ ο Απόλλων εύκολα κλωτσώντας με τα πόδια (ποσσίν ερείπων) γκρέμισε την βαθειά τάφρο γεφυρώνοντας τον δρόμο και χύθηκαν κατά φάλαγγες (φαλαγγηδόν) οι Τρώες. Και εγκρέμισε το τείχος των Αχαιών ο Φοίβος, όπως την άμμο κοντά στην θάλασσα, που αφού ποιήση αθύρματα νηπιακά και πάλι τα γκρεμίζει με πόδια και χέρια παίζοντας. ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΣΥ ΗΙΕ ΦΟΙΒΕ ΌΣΑ ΜΕ ΠΟΛΥ ΚΑΜΑΤΟ ΚΑΙ ΜΟΧΘΟΝ ΟΙ ΑΡΓΕΙΟΙ ΕΚΤΙΣΑΝ ΓΚΡΕΜΙΣΕΣ ΚΙ ΑΥΤΟΥΣ ΣΕ ΦΥΓΗΝ ΕΤΡΕΨΕΣ. ΣΤΙΧ 352-366
Ο Νεστωρ απλώνοντας στον αστερόεντα ουρανό τα χέρια ευχόταν στον Ζεύ να αποκρούση την ανηλεή ημέρα και να μην αφήση τους τρώες να δαμάσουν τους Αχαιούς. Και βρόντηξε δυνατά ο βαθύγνωμος Δίας. ΣΤΙΧ. 370-378
Η άγρια μάχη όμως συνεχίζεται, ο Τεύκρος βέλος έβγαλε για τον χαλκοντυμένο Έκτορα, δεν διέλαθεν όμως από το πυκνό νού του Διός που τον εφύλασσε, και από τον Τελαμώνιο Τεύκρο πήρε την καυχησιά, και παρεσύρθη αλλού το χαλκόβαρο βέλος, ενώ το τόξον έπεσεν από τα χέρια του. Αμέσως κατάλαβε ότι ο θεός ολότελα διακόπτει της μάχης τα σχέδια τους.
Ο Έκτωρ ως είδεν του Τεύκρου τα βέλη να έχουν αχρηστευθεί, εκέλευσε από μακρυά φωνάζοντας. « Τρώες, Λύκιοι και Δάρδανοι….. δείξατε την θούριαν αλκή σας…. Πασίγνωστη γίνεται του Διός η αλκή και σε ποιους υπέρτερη δόξα προσδίδει και σε ποιους την μικραίνει και δεν θέλει για αυτούς να αμύνεται…..» ΣΤΙΧ.458- 490
ΡΑΨ. Π ΠΑΤΡΟΚΛΕΙΑ
Ο Σαρπηδών του Διός ο γιός βλέποντας τους άζωστους ετίρους κάτω από τα χέρια του πατρόκλου Μενοιτιάδου να έχουν δαμασθή , φώναξε στους Λυκίους. Μόλις τον είδε ο Πάτροκλος πήδησεν έξω του δίφρου ως γυπαετός γαμψώνυχας με αγκύλο ράμφος.
Τους είδε του Κρόνου το παιδί και στην Ηρα προσείπε
« Αλοίμονο μου, ο Σαρπηδών μου, ο φίλτατος των ανδρών της μοίρας είναι από τον Πάτροκλο να δαμασθή. Και δίχα η καρδιά μου στις φρένες ταλαντεύεται ή να τον πάρω ζωντανό από την δακρυόεσσα μάχη και να τον θέσω αρπάζοντας τον σε εύφορο δήμο της Λυκίας, ή πλέον με τα χέρια του Μενοιτιάδου να τον δαμάσω.»
Σε αυτόν απάντησε η βοώπις Ηρας « Σκληρότατε Κρονίδη, ποιόν μύθο είπες. Ανδρα που είναι θνητός, από παλιά πεπρωμένη η μοίρα του, θέλεις τώρα ξανά από τον κακόηχο θάνατο να τον σώσης. Κάμε το αλλά δεν θα συναινέσουμε πάντες οι θεοί. Σκέψου αν ζωντανό πέμψης τον Σαρπηδόνα στον δόμο του, μήπως κάποιος έπειτα από τους θεούς θελήση και άλλος να πέμψη τον προσφιλή γιό του έξω από την κρατερή μάχη. Γιατί πολλοί περί το μέγα άστυ του Πριάμου μάχονται, γιοί αθανάτων, αυτών τον θυμό θα ξεσηκώσης……..» Και ούτε απείθησεν ο Ζεύς και αιματόεσσες ψεκάδες κατέχυσε στην γή το προσφιλές παιδί τιμώντας, που ο Πάτροκλος έμελλε να φθείρη στην εύφορη Τροία, μακριά από την πατρίδα. ΣΤΙΧ.419-461
Επεσε ο Σαρπηδόνας από το φαεινό βέλος του Πατρόκλου , ως δρύς ή λεύκα, βεβρυχώς ( βρυχώμενος) έχοντας αδράξει την αιμοτόεσσα σκόνη, και ενώ πέθαινε στέναζε και φώναξε τον φίλο του και εταίρο τον Γλαύκο που βαρύ άγχος του ήλθεν ως την φθογγήν του άκουσε, ράγισεν η καρδιά του γιατί δεν μπορούσε να βοηθήσει. Τον πονούσε το έλκος που ο Τευκρος του έκαμε βάλλοντας με βέλος στον βραχίονα και ευχόμενος είπε στον εκηβόλον Απόλλωνα. « Ακουσε Αναξ, που κάπου στον εύφορο δήμο της Λυκίας είσαι ή στην Τροία, γιατί δύνασαι σύ από παντού ν΄ακούς άνδρα λυπημένο. Οξείες οδύνες ελαύνουν και ούτε το αίμα μου να στεγνώση δύναται…. Και άριστος άνδρας απωλέσθη, ο Σαρπηδών, του Διός ο γιός. Αυτός ούτε για το παιδί του αμύνεται. Αλλά εσύ άναξ, τούτο το κρατερόν βέλος θεράπευσέ μου και κοίμησε τις οδύνες και δός μου δύναμη…»
Και τον άκουσεν ο Φοίβος Απόλλων και ευθύς έπαυσε τις οδύνες από το επίπονον έλκος στέγνωσε το αίμα και δύναμη του έβαλε στο στήθος. ΣΤΙΧ. 480-531
Ολέθρια νύχτα ο Ζεύς τάνυσε πάνω από την κρατερήν μάχην, ώστε ολέθριος αγών να γίνει γύρω από το παιδί του, και πολλοί κατέπεσαν όσο την κρατερήν έριδα ξεσήκωνε. ΣΤΙΧ.567-662
Την υψίπυλη Τροία θα έπαιρναν οι γιοί των Αχαιών υπό του Πάτροκλου τα χέρια, γιατί περά μπρός με το έγχος λυσσούσε, αν ο Φοίβος Απόλλων επί καλοδμήτου πύργου δεν στεκόταν, γι΄αυτόν ολέθρια φρονών, στους Τρώες δίνοντας αρωγή. Τρείς φορές ανέβηκε ο Πάτροκλος στο υψηλό τείχος και τρείς φορές ο Απόλλων τον απώθησεν με τα αθάνατά του χέρια την φαεινήν ασπίδα του νύσσοντας. Και όταν για τέταρτη φορά ώρμησε με δαίμονα ίσος δεινά καλώντας τον έπη φτερωτά προσείπεν. « Υποχώρησε , διογενή Πάτροκλε δεν είναι της μοίρας από το δικό σου δόρυ να εκπορθηθή η πόλις των αγέρωχων Τρώων, ούτε από τον Αχιλλέα, που από σε πολύ καλύτερος.»
Και υποχώρησε ο Πάτροκλος την μήνιν αποφεύγοντας του εκατηβόλου Απόλλωνος ΣΤΙΧ. 697-711
Ως ο Εύρος και ο Νότος ερίζουν μεταξύ τους σε όρους φαράγγι και αναταράζουν το βαθύ δάσος έτσι Τρώες και Αχαιοί επ΄αλλήλων πηδώντας έσφαζαν κι ούτε κανένας τους έβαζε στο νού του την φυγήν.
Οσον ο ήλιος στο μέσον του ουρανού έβαινε τόσο εμφο΄τερων τα βέλη έπιαναν και έπιπτεν ο λαός. Μόλις ο ήλιος πήρε να γέρνη , την ώρα που λύνουν τα βόδια, πέρα από την μοίρα οι Αχαιοί καλλίτεροι ήσαν. Και ο Πάτροκλος ώρμησεν όμοιος με τον Αρη τρομερά ιαχώντας και τρίς εννέα άνδρες σκότωσε και όταν για τέταρτη φορά ξανα ώρμησε , τότε Πάτροκλε εφάνη του βίου σου το τέλος, γιατί ενάντιά σου ήλθε ο Φοίβος στην κρατερή μάχη δεινός. Εκείνος δεν τον ένοιωσε στην ταραχή της μάχης , έτσι όπως ήταν καλυμμένος με πολλήν ομίχλη. Οπισθεν του στάθηκε και τον έπληξε στην πλάτη και τους ευρείς ώμους με του χεριού την παλάμη και του στρεφογύρισαν οι οφθαλμοί, του έβγαλε από το κεφάλι την περικεφαλαία , του έλυσε και τον θώρακα, και τότε ένα Δάρδανος άνδρας ο Εύφορβος Πανθοίδης τον χτύπησε στους ώμους . Από του θεού το πλήγμα και το δόρυ δαμασθείς Ο Πάτροκλος υποχώρησε την μοίραν του προσπαθώντας να αποφύγη. Βλέποντας τον ο Εκτωρ ήρθε κοντά του και με το δικό του δόρυ τον έπληξε και δάμασε του Μενοιτίου τον γιό που ολιγανασαίνων του είπε « Τώρα πια , Εκτορα, να μεγαλοκαυχάσαι γιατί σου έδωσε νίκην ο Κρονίδης Ζεύς και ο Απόλλων που με δάμασαν έυκολα, γιατί αυτοί μου πήραν από τους ώμους μου τα όπλα.. Άλλο όμως θα σου πώ και σύ βάλε το στις φρένες σου, ούτε σύ ο ίδιος για πολύ θα ζήσης, αλλά σε σένα ήδη κοντά παραστέκεται ο θάνατος και η κραταιή μοίρα αφού θα δαμασθής από τα χέρια του αμώμου Αχιλλέως Αιακίδου.» ΣΤΙΧ.765-854.
ΡΑΨ. Ρ ΑΡΙΣΤΕΙΑ ΜΕΝΕΛΑΟΥ
Ουδ΄έλαθεν από τον γιό του Ατρέως, τον φιλοπόλεμο Μενέλαον, ότι ο Πάτροκλος από τους Τρώες δαμάσθηκε στην μάχην, και έβη αρματωμένος περί τον Πάτροκλον. Εκεί τον γιό του Πάνθου συναντά και ώρμησε με χαλκόν και τον χτύπησε στον αυχένα, και γδούπησε πεσών και βρόντηξαν τα όπλα επ΄αυτού. Ετσι τον ακοντιστήν Εύφορβον απέκτεινε και τα όπλα του εσύλησεν. Τον εφθόνησεν όμως ο Φοίβος Απόλλων, που πήρε την όψιν άνδρα, του ηγήτορος των Κικόνων Μέντη και εναντίον του ώρθωσεν τον Εκτορα όμοιο με τον γρήγορο Αρη, φωνάζοντας του έπη φτερωτά.
« Εκτορα , τώρα εσύ τρέχεις ανέφικτα διώκων τους ίππους του ανδρείου Αιακίδου. Εκείνους όμως δύσκολο άνδρες θνητοί να δαμάσουν ή να κυβερνήσουν, κανένας άλλος εκτός του Αχιλλέως που αθάνατη έτεκε μητέρα. Στο μεταξύ ο Μενέλαος, ο πολεμικός του Ατρέως γιός, δίπλα στον Πάτροκλο, τον άριστο των Τρώων σκότωσε, τον Εύφορβο Πανθοίδη και του έπαυσε την Θούριαν αλκήν.» και του Εκτορος δεινόν άγχος γέμισε τις μελανές του φρένες.
Ο Μενέλαος βλέπει τον κορυθαίολο Εκτορα να πλησιάζει και υποχωρεί γιατί γνωρίζει ότι εκ θεού πολεμά. « Οποτε άνδρας θέλει ενάντια σε θέλησι θεού άνδρα να μάχεται που ο θεός τιμά, ταχειά σε μέγα πάθημα κυλίεται.» ΣΤΙΧ.1-105
Και φορά ο Εκτορας τα αθάνατα όπλα του Πηλειάδου Αχιλλέως, αυτά που με βίαν από τον Πάτροκλο άρπαξε, και που ουρανίωνες θεοί στον φίλο πατέρα του επόρισαν κι αυτός στο παιδί του τα έδωσεν όιταν εγέρασεν, αλλά ο γιός στα όπλα του πατρός δεν εγέρασεν. Και τον βλέπει από μακριά ο νεφεληγερέτης Ζεύς με τα όπλα να αρματώνεται, κινήσας το κεφάλι του προς την καρδιά του είπεν. « Αχ δύστυχε, ούτε που στον νού σου έρχεται ο θάνατος, που κοντά σου είναι και εσύ τα΄αθάνατα όπλα ντύνεσαι ανδρός αρίστους, που τον τρέμουν και άλλοι, εκείνου τον εταίρο σκότωσες, προσηνή και κρατερό και τα όπλα απρεπώς από το κεφάλι και τους ώμους του επήρες. Όμως τώρα μεγά΄λη δόξα θα σου δώσω, σε αντίποινο που από την μάχη δεν θα νοστήσης κι η Ανδρομάχη δεν θα δεχθή τα ξακουστά όπλα του Αχιλλέως.»
Είπε και με τα κυανά του φρύδια ένευσεν ο Κρονίων. ΣΤΙΧ.188-209
Στου Εκτορος το κορμί άρμοσε τα όπλα, εισέδυσε μέσα του ο Αρης δεινός φονικός κι ενεπλήσθησαν τα μέλη του εντός με αλκή και σθένος και στους ξακουστούς του επικούρους ( τον Μέσθλη, τον Γλαύκο, τον Μέδοντα, τον Θερσίλοχο, τον Αστεροπαίο, τον Δεισήνορα και τον Ιππόθοο, τον Φόρκυ, τον Χρόμίο και τον Εννομο τον οιωνοσκόπον ) έβη με μεγάλην ιαχήν και τους παροτρύνει στην μάχη να ριχτούν και το κορμί του Πάτροκλου να σύρουν προς την μεριά των Τρώων.
Και κραύγασε διαπρυσίως στους Δαναούς ο Μενέλαος για να μην γίνει ο Πάτροκλος στους κύνες των Τρώων μέλπηθρα (έδεσμα). Και έτρεξαν μοντά του ο Αίας του Οιλέως, ο Ιδομενεύς και ο Μηριόνης.
Και όρμησαν οι Τρώες αθρόοι και ήρχεν ο Εκτορας, ως όταν εκεί όπου χύνεται ο ουρανόπεμπτος ποταμός βρυχάται το μέγα κύμα στο ρέμα ενάντια κι οι δύο ακραίες όχθες βούν, όπως η θάλασσα με ορμή έξω πετάγεται, με τόσην οι Τρώες ιαχή προχωρούσαν.
Οι Αχαιοί πάλι στάθηκαν γύρω από τον μενοιτιάδη ένα θυμόν έχοντες, φραγμένοι στις χάλκινες ασπίδες, και γύρω σ΄εκείνων τις λαμπρές περικεφαλαίες ο Κρονίων αντάρα πολλήν έχυνεν, γιατί ούτε και πρώτα εχθρέυοταν τον Μενοιτιάδη, όσο ζούσε και ήταν θεράπων του Αιακίδου. Και μισητό του φάνηκε να γίνη λεία στους εχθρικούς κύνες των Τρώων, γι΄αυτό εγκάρδιωσε τους εταίρους ν΄αμυνθούν εκείνου. ΣΤΙΧ.210-273
Απώθησαν πρότεροι οι Τρώες τους ελίκωπας (αστραφτομάτες) Αχαιούς που εγκατέλειψαν για λίγο τον νεκρό αλλά επιστρέφει ο γιός του εξόχου και Τελαμώνος ο Αίαςκαι σκόρπισε τις φάλαγγες αποφεύγοντας το δόρυ που του έριξε ο Εκτορας. ΣΤΙΧ.274-318
Κυνηγημένοι οι τρώες στο Ιλιο θα ανέβαιναν από την δειλία τους δαμασθέντες, και οι Αρχείοι κύδος θα έπαιρναν με την κραταιότητα και το σθένος τους, αλλά ο ίδιος ο Απόλλων τον Αινεία παρώτρυνε, στην όψι του Περίφαντος μοιάζοντας του κήρυκα Ηπυτίδου « Αινεία πως και δίχως να θέλουν οι θεοί θα σώζατε το απόκρημνον Ιλιον….σ΄εμάς δε ο Ζεύς πολύ βούλεται παρά στους Δαναούς την νίκην να χαρίση, αλλά σείς τρέμετε ανείπωτα και ούτε μάχεσθε.» και ο Αινείας τον εκατηβόλον Απόλλωνα εγνώρισε αντίκρυ του ιδών και μέγας αγώνας έριδος ωρθώθη φοβερής. Και μεγάλος ήταν ο χόλος της Αθηνάς τέτοιον ο Ζεύς πάνω στον Πάτροκλο ετάνυσε κακόν αγώνα ανάβοντας το μένος εκάστου. ΣΤΙΧ.319-422
Ο σιδηρούς ορυμαγδός στον χάλκινον ουρανόν έφθανε δια του ατρυγήτου αιθέρος. Οι Ιπποι του Αιακίδου μακρυά της μάχης όντες έκλαιαν, επειδή πρώτοι έμαθαν πως ο ηνίοχος στις σκόνες έπεσεν από τον Εκτορα τον ανδροφονιά . Και ούτε στον πόλεμο ήθελαν να πάνε ούτε να γυρίσουν πίσω στις νήες, έτσι ασάλευτοι έμεναν στον περικαλλή δίφρο ζεμένοι και δάκρυα θερμά εκ των βλεφάρων χάμω έχυναν και θρηνούσαν τον ηνίοχο που ποθούσαν. Και τους είδε ο Κρονίων και τους ελέησεν και κινήσας την κάρα μές την καρδιά του είπε, « Βαρυόμοιροι, τι σας δώσαμε στον άνακτα Πηλέα τον θνητόν, ενώ σείς είστε αγέραστοι και αθάνατοι. Για να έχετε άλγη με τους δυστυχισμένους άνδρες. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο δύστυχο από τον άνδρα από όλα όσα στην γή αναπνέουν και έρπουν. Αλλά όμως σε σας και τα στολισμένα σας άρματα δεν θα ανεβή ο Εκτωρ ο Πριαμίδης γιατί δεν θα τον αφήσω. Δεν του αρκεί που έχει τα όπλα και τόσο καυχάται. Στα γόνατά σας θα βάλω μένος και στην καρδιά σας, ώσπου και τον Αυτομέδοντα να σώσετε εκ του πολέμου στιςε κοίλες νήες γιατί ακόμη σε κείνους κύδος θα παρέξω ν΄αποκτείνουν, ώσπου στις καλοκατάστρωτες νήες ν΄αφιχθούν και να δύση ο Ηλιος και κνέφι (σκοτάδι) ιερόν έλθη.» ΣΤΙΧ. 424-465
Πίσω στον Πάτροκλο απλώθηκε πάλι κρατερή μάχη φοβερή πολυδάκρυτη , και διέγειρε την μάχην η Αθηνά ουρανόθεν καταβάσα, γιατί την έπεμψεν ο ευρύοπας Ζεύς να ορθώση τους Δαναούς, γιατί ο νούς του μετεστράφη.
Ως όταν την πορφυρην ίριδα στους θνητούς τανύη ο Ζεύς εξ ουρανού, σημάδι να είναι ή πολέμου, ή και χειμώνος ψυχρού, που από τα έγα των αγρών παύει τους ανθρώπους, και τα κοπάδια βλάπτει, έτσι και κείνη σε προφυρη νεφέλη τυλίγοντας εαυτήν καταδύθηκε στων Αχαιών τον γιό παροτρύνουσα προσείπε, στον γενναίο Μενέλαο, με τον Φοίνικα μοιάζοντας στο κορμί και στην δυνατρή φωνή. « Σε σένα τώρα Μενέλαε, ταπείνωση και όνειδος θα είναι αν του ενδόξου Αχιλλέως τον εταίρο υπο τα τείχη των Τρώων οι ταχείς κύνες σύρουν. Κρατερός λοιπόν μείνε και παρότρυνε τον λαόν άπαντα.» και δύναμη στους ώμους και τα γόνατα έθηκε και με θάρρος του ενέπλησε τις μελανές του φρένες. ΣΤΙΧ.543-574
Και χτύπησε ο ξανθός Μενέλαος στον ζωστήρα τον γιό του Ηετίωνος τον Ποδή, εταίρο και φίλο ομοτράπεζο του Εκτορα, πλούσιο και γενναίο, και νεκρόν τον έσυρε από τους Τρώες. Τον Εκτορα εγγύς ιστάμενος παρώτρυνεν ο Απόλλων με τον Φαίνοπα Ασιάδην όμοιος, που στην Αβυδο κατοικούσε. Και εκείνον νεφέλη άγχους τον εκάλυψε μελανή και έβη δια των προμάχων αρματωμένος με λαμπερό χαλκό. Και τότε ο Κρονίδης πήρε την θιυσανωτήν αιγίδα την ακτινοβόλο και την Ιδη νεφέλες κατεκάλυψε, κι αφού άστραψε πολύ και βρόντηξε μεγάλως, την ετίναξε, νίκη στους Τρώες δίνοντας, και φευγατίζοντας τους Αχαιούς. Και ούτε διέλαθεν από τον μεγαλόκαρδο Αίαντα και τον Μενέλαο ότι ο Ζεύς στους Τρώες χάριζε τέλεια Νίκη ΣΤΙΧ.575-634
Ο Αντίλοχος την παραγγελία του Μενέλαου έβη τρέχοντας να εκτελέση και να αναγγείλη στον Πηλείδη Αχιλλέα το κακόν έπος, οι Αργείοι σηκώνουν τον νεκρό και οι Τρώες ορμούν σαν κύνες ιαχώντας, και ο ορυμαγδός συνεχίζεται, πολλά ωραία όπλα έπεσαν γύρω από την τάφρο καθώς έφευγαν οι Δαναοί , γιατί του πολέμου δεν σταματούσεν η ερωή.. ΣΤΙΧ.694-761
ΡΑΨ. Σ ΟΠΛΟΠΟΙΙΑ
Μαθαίνει από τον γιό του Νέστορος την αλεγεινήν αγγελίην, ο Αχιλλέας και νεφέλη άγχους τον εκάλυψε μελανή, με αμφότερα τα χέρια πιάνοντας κόνιν αιθαλόεσσαν και έχυσε στο κεφάλι . Το χαρίεν ασχήμισε το πρόσωπο στο ευωδιαστό ως νέκταρ χιτώνα η μελανή κατακάθισε τέφρα. Και αυτός στις σκόνες μέγας μεγαλωστί τανυσθείς ( φαρδύς πλατύς τεντωθείς) έκειτο και με τα προσφιλή του χέρια την κόμην ανακάτευε ξερριζώνοντας. Ακουσε την φοβερή οιμωγή (θρήνος) η σεβασμία μητέρα του καθισμένη στα βάθη της θάλασσας κοντά στον γέροντα πατέρα, και γόγγυξε κι εκείνη. Γύρω της μαζεύτηκαν οι θεές όλες όσες στο βάθος της θάλασσας ήσαν, οι Νηρηίδες, Γλαύκη ,Θάλεια, Κυμοδόκη, Νησαία, Σπειώ, Θόη, Αλίηη βοιδομάτα, Κυμοθόη, Ακταία, Λιμνώρεια, Μελίτη,Ιαιρα,Αμφιθόη, Αγαύη, Δωτώ, πρωτώ, Φέρουσα, Δυναμένη,Δεξαμένη, Αμφινόμη, Καλλιάνειρα, Δωρίς, πανόπη, η ξακουστή Γαλάτεια, Νημερτής, Αψευδής, Καλλιάνασσα, Κλυμένη, Ιάνειρα, Ιάνασσα, Μαίρα, Ωρειθυια, και η καλλιπλόκαμη Αμάθεια. Κι απ ΄αυτές το αργυρόφωτο ενεπλήσθη σπήλαιο και συνάμα πάσαι τα στήθη έπλητταν.ΣΤΙΧ.20-55
Και εγκαταλείπει το σπήλαιο η σεβασμία μητέρα οξυθρηνούσα και στον αβρυστέναχτο παρίστατο παιδί της, την κάρα αυτού έλαβε και ολοφυρόμενη έπη φτερωτα προσείπε. «Τέκνο , τι κλαίεις, Ποιο στις φρένες σου αφίκετο πένθος….» ΣΤΙΧ.65-126
Η θεά θέτις συμβουλεύει τον Αχιλλέα να μην καταδυθεί ακόμη στον αγώνα μέχρι να φέρει τα όπλα που θα φτιάξει ειδικά γι΄αυτόν ο Ηφαιστος.ΣΤΙΧ. 127-144
Αλλά έρχεται αγγελιαφόρος τρέχοντας από τον Ολυμπο η ποδήνεμος ωκέα Ιρις, που την έστειλε η Ηρα, και είπε. «Ορθώσου Πηλείδη, πάντων εκπαγλότατε ανδρών του Πατρόκλου να αμυνθείς, ένεκα του οποίου μάχη τρομερή στήθηκε προ των νηών. Εκείνοι αλληλοσκοτώνονται οι μεν αμυνόμενοι του τεθνεώτος νεκρού, οι δ΄άλλοι να τον σύρουν προς το ενμώδες Ιλιον ορμούν οι Τρώες και μάλιστα ο φαίδιμος Εκτωρ να τον σύρη πείσμωσε… Αλλά σήκω , μη κοίτεσαι άλλο, σέβας στην καρδιά σου ας έλθη για να μην γίνη ο πάτροκλος στους Τρωικούς κύνες μέλπηθρα, ντροπή σε σένα αν στους νεκρούς κατησχυμένης έλθη.»
Και σ΄αυτήν απαντά ο ποδάρκης δίος (γοργοπόδαρος) Αχιλλεύς « Ιρι, θεά ποιος από τους θεούς άγγελο σε μένα σ΄έστειλε»
«Η Ηρά με προέπεμψε, του Διός η τιμημένη σύγκοιτη, τίποτε δεν γνωρίζει ο υψίθρονος Κρονίδης ούτε άλλος των αθανάτων» απαντά η Ιρις και τον προτρέπει να εμφανιστεί έστω και χωρίς όπλα γιατί οι Τρώες μόλις τον δούν θα φοβηθούν και θα απόσχουν του πολέμου. ΣΤΙΧ.165-201
Ωρθώθηκε ο Αχιλλεύς ο προσφιλής του Διός και γύρω η Αθηνά στους δυνατούς του ώμους έβαλεν αιγία θυσανωτή και γύρω την κεφαλή του με νέφος έστεφεν η έξοχη θεά χρυσό, και εξ΄αυτού έκαιγε φλόγα παμφανόωσαν (ολόλαμπρη), και από την κεφαλή του το σέλας στον αιθέρα έφθανε. Στάθηκε στην τάφρον χωρίς με τους Αχαιούς να αναμιχθή ακολουθώντας την συμβουλή της μητρός του και εκεί κραύγασε, και χωριστά η Παλλάς Αθηνά έσυρε φωνή και στους Τρώες ώρθωσεν άσπετον κυδοιμόν (ανείπωτη ταραχήν). Ολων ετρόμαξε η καρδιά μόλις άκουσαν την χάλκινη φωνή του Αιακίδου και οι ηνίοχοι εξεπλάγησαν όταν είδαν το ακάματο πύρ δεινόν υπέρ της κεφαλής του μεγαλοθύμου Πηλείωνος να καίη. Το άναβεν η θεά γλαυκώπις Αθηνά. Τρις υπέρ της τάφρου μεγάλην ιαχήν έβγαλεν ο θεικός Αχιλλεύς και τρίς ταράχθηκαν οι Τρώες και οι ένδοξοι επίκουροι. ΣΤΙΧ.202-238
Τον ακάματο ήλιον η βοιδομάτα σεβασμία Ηρα έπεμψε στου Ωκεανού τις ροές άκοντα να πάη και έδυσε και έπαψαν οι Αχαιοί τη κρατερή μάχη και τον εξωμοιωμένο πόλεμον. Οι τρώες αποχωρούν από και αυτοί και λύνουν τα άρματα από τους ίππους, τον λόγο παίρνει ο Πολυδάμας ίδια νύχτα γεννημένος με τον Εκτορα , δυνατό στον λόγο , ενώ ο άλλος είναι δυνατός στο έγχος. Προτείνει να κλειστούν στα τείχη τους και να πολεμήσουν από εκεί αφού τώρα μπήκε στην μάχη και ο Αχιλλέας, αλλά υπόδρα ιδών αυτόν ο κορυθαίολος Εκτωρ προσείπε « Πολυδάμα καθόλου αρεστά σε με αυτά που συ αγορεύεις……. Κι αν αλήθεια στις νήες ανέστη ο Αχιλλεύς τόσο χειρότερο σ΄αυτόν θα είναι, γιατί εγώ δεν θα φύγω από τον κακόηχο πόλεμο αλλ΄ανέντιά του θα σταθώ…» Και αλάλαξαν οι Τρώες, οι νήπιοι, γιατί τις φρένες τους επήρεν η Παλλά Αθηνά, και με τιςε κακές συμβουλές του Εκτορα πήγαν. ΣΤΙΧ.239-312
ΡΑΨ.Τ ΜΗΝΙΔΟΣ ΑΠΟΡΡΗΣΙΣ
Η Θέτις φέρνει τα λαμπρά όπλα του Ηφαίστου και τα καταθέτει έμπροσθεν του γιού της που τον βρήκε πεσμένο πάνω στον Πάτροκλο κλαίοντα λυγέως (λυγμικά). Και ευφράνθηκε ο Αχιλλεύς στα χέρια έχων του θεού τα αγλαά όπλα και μένος πολυθάρρητο του εμφύσησε η μητέρα του, και έβη παρά θίνα θαλάσσης ο δίος Αχιλλεύς τρομερά ιαχώντας και ώρθωσε τους ήρωες Αχαιούς. Πρώτοι ήρθαν ο Τυδείδης ο μενεπτόλεμος (ανδρειωμένος) και ο δίος Οδυσσεύς, ακουμπώντας στο έγχος γιατί ακόμη έλη επώδυνα είχαν και τελευταίος ήρθε ο αναξ ανδρών Αγαμέμνων έλκος έχων και αυτός. Και όλοι μαζί ενωμένοι πλέον οι κάρη κομοώντες Αχαιοί ετοιμαζόταν να μπούν στην μάχη.ΣΤΙΧ.4-94
Βλέποντας ο Ζεύς τον Αχιλλέα να μοιρολογεί τον Πάτροκλο στην Αθηνά προσείπε «Τέκνο μου τελείως απαρνήθηκες τέτοιον άνδρα. Αλήθεια λοιπον καθόλου πια δεν νοιάζεσαι τον Αχιλλέα που προ των ρθοκεράτων νηών κάθεται οδυρόμενος νηστικός και άφαγος. Ελα , νέκταρ και αμβροσία τερπνή στάξε στα στήθη του για να μην τον πιάση ο ατερπής (δυσάρεστος) λιμός»
Και πετάχτηκε η Αθηνά που τόθελε και από πρίν με αρπακτικόν ομοία που απλώνει τα φτερά οξύφωνον εξ΄ουρανού σάλταρε κάτω του αιθέρος.
Και οι Αχαιοί γοργά εθωρακίζονταν μέσα στον στρατό, και ως όταν πυκνές νιφάδες του Διός πετιούνται ψυχρές, υπό την ριπή του αιθερογεννήτου Βορέως, έτσι πυκνές περικεφαλαίες λαμπρογανωμένες από τις νηες ξεπετάγονταν και ασπίδες ομφαλόεσσες και θώρακες κρατερόκυρτοι και δόρατα μελιά.
Και η αίγλη στον ουρανόν έφθανε και γέλασε πάσα η γή από του χαλκού την αστραπή, κι ο κτύπος κάτω από τα πόδια υψωνόταν των ανδρών, στο μέσον ωπλιζόταν ο δίος Αχιλλεύς. ΣΤΙΧ.338-395
Και έβη πάνω στην άμαξα ντυμένος μέσα στα όπλα του ο Πηλείδης ως ακτινοβόλος Υπερίων, και την ασπίδα του, την καλή και στολισμένη, το σέλας στον αιθέρα έφθανε, και η περικεφαλαία του ως αστήρ έλαμπε και από την θήκην το πατρώον έγχος έβγαλε βριθύ, μέγα,στιβαρόν, που μόνο ο ίδιος μπορούσε να πάλλη και εκέλευσε του ίππους του « Ξάνθε και τον Βαλία, τηλεξάκουστα τέκνα της Ποδάργης, καλύτερα να σκεφτείτε να σώσετε τον ηνίοχο και να μην τον εγκαταλείψετε όπως τον Πάτροκλο» Αυδή έδωσε στον Ξάνθο η Ηρα « και πάλι τώρα θα σε σώσουμε δυνατέ Αχιλλέα αλλά σε σένα εγγύς η ολέθρια ημέρα όχι εμείς οι αίτιοι αλλά ο μέγας θεός και η κραταιά η Μοίρα. Γιατί όχι από την ημετέρα βραδύτητα και νωχέλεια οι Τρώες από τους ώμους του Πατρόκλου τα όπλα πήραν. Αλλά των θεών ο άριστος, που η καλλίκομος Λητώ απέκτεινε μεταξύ των προμάχων και στον Εκτορα κύδος έδωσεν. Οι δύο εμείς σαν την πνοή του Ζέφυρου να τρέξουμε μπορούμε που ελαφρότατη λένε πως είναι, αλλά και σε σένα τον ίδιο της μοίρας είναι από θεό και άνδρα δυνατό να δαμασθής.» Και οι Ερινύες του ανέσχεσαν την αυδή.
Ο ταχύπους Αχιλλεύς οχθήσας είπε «Γνωρίζω καλά την μοίρα μου» και μεταξύ των πρώτων ιαχώντας κίνησε για τον πόλεμο. ΣΤΙΧ.370-424
ΡΑΨ.Υ ΘΕΩΝ ΜΑΧΗ
Και ενώ οι Αχαιοί ακόρεστοι για την μάχην, παρά των καμπυλοκόρωνων νηών εθωρακίζοντο γύρω από τον Πηλέα, και οι Τρώες στο ύψωμα του πεδίου, ο Ζεύς την Θέμιδα κέλευσε τους θεούς σε αγορά να καλέση από την κορυφή του πολυπτύχου Ολύμπου. Κανείς δεν ήταν απών, πλήν του Ωκεανού, ούτε οι νύμφες, που τα καλά άλση νέμονται και τις πηγές των π[οταμών και τους χλοερούς λειμώνες, ούτε κάποιος εκ των ποταμών. Σε στίλβουσες αίθουσες κάθιζαν, τις οποίες στον Δία πατέρα ο Ηφαιστος ποίησε με το σοφό μυαλό του. Και ο κοσμοσείστης που δεν νηκούστησε την θεά, αλλά από την θάλασσα ήλθε και στην μέση κάθισε ρώτησε για του Διός την βουλή.
« Τι πάλι αργυροκέραυνε, τους θεούς σε αγορά κάλεσες; Μήπως κάτι για τους Τρώες και τους Αχαιούς συλλογάσαι, γιατί μεταξύ τους σύντομα μάχη και πόλεμος θ΄ανάψη.»
«Κατάλαβες, κοσμοσείστη, την βουλή μου στα στήθη, ένεκα της οποίας σας συνάγειρα, με μέλλουν που αφανίζονται. Εγώ θα μείνω σε φαράγγι του Ολύμπου. Όπου ορώντας θα τέρπομαι. Εσείς όμως πηγαίνετε στους Τρώες και τους Αχαιούς και σ΄αμφότερους αρωγή δώσατε με όποιον ο νούς είναι εκάστου. Γιατί μεγάλος είναι ο θυμός του Αχιλλέως και φοβάμαι μη και το τείχος πέραν της μοίρας εκπορθήση.» Ετσι απάντησε ο Κρονίδης και πόλεμον αλύγιστον έγειρε. ΣΤΙΧ. 1-31
Και έβησαν να πάνε στον πόλεμον οι θεοί διχα θυμόν έχοντες (διχογνωμούντες), η Ηρα πήγε προς την συγκέντρωση των νηών, και η Παλλάς Αθηνά, ο Ποσειδάων γαιήοχος, ο Ερμειας ο αγαθοποιός, που ξεχωρίζει για το γνωστικό μυαλό του και μαζί τους και ο Ηφαιστος με έπαρση για το σθένος του, χωλαίνων. Στους Τρώες πήγε ο κορυθαίολος Αρης, ο Φοίβος με την μακιά κόμη ,η Αρτεμις η σαιτεύτρα, η Λητώ και ο Ξάνθος και η φιλομειδής Αφροδίτη. ΣΤΙΧ. 32-40
Οσον ήταν μακρυά οι θεοί τόσον οι Αχαιοί μέγα κύδος έπαιρναν ένεκα που ο Αχιλεύς φάνηκε στην μάχη και τρόμος φοβερός επήλθε στα γόνατα εκάστου από τους Τρώες. Όταν όμως φάνηκαν οι Ολύμπιοι ωρθώθηκε η κρατερή Ερις λαοσσόος (που λαούς ξεσηκώνει), φώναζε η Αθηνά στεκούμενη άλλοτε στην τάφρο εκτός τείχους,άλλοτε επι των βαρύγδουπων ακτών μακροφωνάζοντας.Φώναζε και ο Αρης εξ ετέρου, με σκοτεινή λαίλαπα ίσος οξύτατα από την ακρότατη πόλι τους Τρώες κελεύων, και άλλοτε κοντά στον Σιμόεντα τρέχων προς την Καλλικολώνα.(λόφος στην Τροία όπου φιλονίκησαν η Ηρα, η Αφροδίτη και η Αθηνά για το έπαθλο της ωραιότητας.)
Ετσι αμφότερους οι μακάριοι θεοί παροτρύνοντες έβαλαν στην μάχην και έρριξαν έριδα βαρειά και δεινά βρόντηξε ο πατήρ ανδρών και θεών από ψηλά, και από κάτω ο Ποσειδών ετίναξε την απέραντη γή και των ορέων τις απόκρημνες κορυφές. Και σείοντο οι πρόποδες της Ιδης και οι κορυφές, και των Τρώων η πόλις και των Αχαιών οι νήες.
Τόσος κτύπος ωρθώθηκε από την έριδα των συμπλακέντων θεών που φοβήθηκε από κάτω ο άναξ καταχθονιών Αδης, και με δέος εκ του θρόνου εσάλταρε και ιάχησε μήπως ύπερθε την γή νδιαρρήξη ο Ποσειδών και η οικία του φανή στους θνητούς και αθανάτους, η τρομερά μουχλιασμένη, στυγερή και στους θεούς. Τόσος κτύπος ωρθώθηκε από την έριδα των συμπλακέντων θεών. ΣΤΙΧ.41-66
Ενάντια του Ποσειδώνος ίστατο ο Φοίβος Απόλλων, έχων βέλη φτερωτά, απέναντι στον Ενυάλιον η θεά γλαυκώπις Αθηνά, στην Ηρα αντέστη η χρυσότοξη κελαδεινη Αρτεμιςη σαιτεύτρα, αδελφή του μακροσαιτευτή, στην Λητώ αντέστη ο σωτήριος αγαθοποιός Ερμής, και έναντι στον Ηφαιστο ο μέγας ποταμός με τις βαθειές δίνες, που Ξάνθον αποκαλούν οι θεοί και οι άνδρες Σκάμανδρον. ΣΤΙΧ.62-74
Και ενώ οι θεοί ενάντια θεών πήγαιναν, και ο Αχιλλεύς στου Εκτορος ποθούσε να εισδύση τον όμιλο, στον Αινεία έβαλε μένος δυνατό ο Απόλλων, με τον γιό του Πρίαμου τον Λυκάονα μαοίαζοντας την φωνή, και τον ξεσηκώνει ενάντια στον Πηλείδη. Ο Αινείας όμως φοβάται ενάντια στον Αχιλλέα να σταθή αφού άλλοτε με δόρυ τον φευγάτισεν από την Ιδη, και τον έσωσε ο Ζεύς, και προσείπεν ότι κανείς δεν μπορεί να πολεμήση μαζί του γιατί πάντα ένας θεός πλάι του παραστέκει και τον θάνατο διώχνει.
« Ηρωα, έλα και σύ στους αθανάτους θεούς ευχήσου, και σύ λένε από του Διός την κόρην Αφροδίτη γεννήθηκες, ενώ εκείνος από μικρότερη θεά είναι, γιατί η μεν εκ Διός είναι , η δε εκ του θαλασσινού γέροντος. Αλλά ίσια φέρε τον σκληρό χαλκό και ούτε καθόλου να σε αποτρέψη με σκληρά έπη και φοβέρες.» είπε ο γιός του Διός ο Αναξ Απόλλων, και ενέπνευσε μένος μέγα στον ποιμένα λαών και έβη ωπλισμένος με αστραφτερό χαλκό.
Δεν έλαθεν όμως το παιδί του Αγχίση η λευκοχέρα Ηρα και μάζεψε γύρω της την Αθηνά και τον Ποσειδών και ζήτησε να στραφούν οπίσω του και κάποιος να παρασταθή στον Αχιλλέα δίνοντάς του θάρρος.
Ο Ποσειδών όμως σκέφτηκε να καθίσουν μακρυά από τον πόλεμο και να επέμβουν μόνο αν ο Φοίβος ή ο Αρης αρχίσουν ή εμποδίσουν τον Αχιλλέα και ως εφώναξεν ηγήθηκεν ο κυανοχαίτη προς το περίχυτο τείχος του θεικού Ηρακλέους, το υψηλό, που οι Τρώες και η Παλλάς Αθηναά του το εποίησαν, για να ξεφεύγη από το κήτος όποτε τον κυνηγούσεν από την ακτή στο πεδίον.. Εκεί κάθισεν και οι άλλοι θεοί μαζί του κι άρρηκτη νεφέλη γύρω από του ώμους ντύθηκαν και οι υπόλοιποι θεοί αντίκρυ στο φρύδι της Καλλικολώνης γύρω από τον Ηιο Φοίβο και τον καστροπορθητή Αρη., και μητιόωντες βουλές (σκεπτόταν τεχνάσματα), αλλά ν΄αρχίσουν πόλεμον τον πολύπικρον ωκνούσαν αμφότεροι κι ας τους το πρόσταζεν ο Ζεύς καθήμενος ψηλά. ΣΤΙΧ.75-155Ο Πηλείδης μοναμαχεί με τον Αινεία και θα τον σκότωνε αν δεν πρόφθαινε ο Ποσειδών « Ω πόποι, άγχος με πιάνει για τον μεγαλόκαρδο Αινεία, που ταχειά από τον Πηλείωνα δαμασθείς στον Αδη θα κατέβη, γιατί πείσθηκε στους μύθους του Απόλλωνος, ο νήπιος, κι ούτε από τον όλεθρο θα τον φυλάξη τώρα… Ελάτε όμως εμείς από τον θάνατο να τον πάρουμε, μήπως και ο Κρονίδης χολωθή αν ο Αχιλλεύς τον σκοτώση. Από την μοίρα του είναι να ξεφύγη, ώστε να μη απολεσθ΄λη άσπερμη και άφαντη η γενεά του Δαρδάνου, που πάνω απ΄ όλα τα παιδιά του αγαπούσεν ο Κρονίδης. Γιατί ήδη την γενεά του πριάμου εμίσησεν ο Κρονίων. Τώρα η ρώμη του Αινεία στους Τρώες θα βασιλεύση και τα παιδιά των παιδιών του, που όπισθεν θα γεννηθούν.»
Η Ηρα όμως είναι αντίθετη γιατί αφού μαζί με την Αθηνά ωμόσανε όρκους ποτέ να μην απομακρύνουν από τους Τρώες την κακήν μέρα ούτε κι όταν από δυνατό πύρ πάσα πυρποληθή η Τροία και καίγεται και θα την καίνε οι πολεμικοί γιοί των Αχαιών.
Αφού άκουσεν αυτά ο Ποσειδών κίνησε για το πεδίο της μάχης , αχλύν έχυσε στους οφθαλμούς του Αχιλλέα και σηκώνει τον Αινεία από την γή ψηλά και πίσω τον τινάζει, και έφτασε στην εσχατιά του πολύ σκληρού πολέμου εκεί όπου οι Καύκωνες θωρακίζονταν για πόλεμο. Και ήρθεν εγγύς του ο Θεός και με φωνήν του είπε « Αινεία, ποιος θεός έτσι τυφλωμένο σε κελεύει ενάντια στον άφοβο Πηλείωνα να μάχεσαι…..υποχώρησε μήπως υπέρ την μοίρα στο δόμο του Αδου κατεβής…..» . Και ξαναγυρίζει στον Αχιλλέα όπου σκορπά την αχλύν από τα μάτια του, ενώ ο ίδιος καταλαβαίνει και με παράπονο είπε προς την μεγάλη του καρδιά « ο Αινείας φίλος των αθανάτων θεών είναι τελικά και όχι ανόητα καυχάται.» ΣΤΙΧ.160-350.
Ο Φοίβος Απόλλων συμβουλεύει τον Εκτορα να μην προμαχίση καθόλου μπροστά στον Αχιλλέα αλλά στο πλήθος και στον θόρυβο να τον δεχτή για να μην τον χτυπήση και χώθηκε ο Εκτωρ στον ουλαμόν των ανδρών φοβηθείς, όταν άκουσε θεού φωνήν. Αλλά μόλις είδε τον αδελφό Πολύδωρο δαμασθείς από τον Αχιλλέα δεν άντεξε και ενάντιον ήλθε, οξύ δόρυ κραδαίνων, με φλόγα όμοιος και μόλις τον είδε ο Αχιλλεύς αναφώνησε « Εγγύς μου ο άνδρας που από όλους πιο πολύ πλήγωσεν την ψυχή μου… για πολύ ακόμη δεν θα κρυβόμαστε στους δρόμους του πολέμου…πιο κοντά έλα, ώστε το θάττον στους ολέθρου τα πέρατα να φθάσης.» είπε ιππόδρα ιδών τον Εκτορα που αναπάλλοντας έριξε το δόρυ. Αλλά η Αθηνά με μία πνοή το έστρεψε πίσω από τον ένδοξο Αχιλλέα, ο οποίος εμμανής εφώρμησε με αγρίαν ιαχή. Ο Απόλλων όμως παρενέβηκε και τον κάλυψε με πυκνήν ομίχλην. Τέσσερις φορές όρμησε με το χάλκινον έγχος ο ταχύπους θεικός Αχιλλέας αλλά σκοτεινό αέρα έτυψεν και κατάλαβε ότι ο Φοίβος τον προστάτεψε. ΣΤΙΧ.375-454
ΡΑΨ. Φ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΟΣ ΜΑΧΗ
Ο Αχιλλέας καταδιώκει τους Τρώες που διαιρέθηκαν σε δύο μέρη, άλλοι προς τις δίνες του ποταμού Ξάνθου συνωθούντο τον βαθύρροο, όπου ομίχλην άπλωσε η Ηρα πυκνή για να τους αναχαιτίση και άλλοι προς την πόλιν . και πολλούς σκότωσε με τα χέρια του μόνο, ανάμεσά τους και τον Λυκάονα , τον γιό του Πριάμου του Δαρδανίδου, που κάποτε στου πατέρα του τον κήπο έπιασε να κόφει βλαστάρια από μία αγριοσυκιά, και τον ήρωα Αστερόπαιο τον γιό του Πηλέγονου, από την γενιά του Αξιού του ευρύρροου. Και χολώθηκε ο ποταμός Ξάνθος με τόσους σκοτωμένους νέους, τους οποίους ο Αχιλλεύς άσφαζε μες στην ροή του ανελέητα και σκεπτόταν πως θα κατέπαυε τον αγώνα του κι από το κακό τους Τρώες να αποκρούση. Και του φωνάζει με άνδρα όμοιος από την βαθειά του δίνην. « Αχιλλέα, επικρατείς, αλλ΄’ ανόσια πράττεις πιο πολύ απ΄όλους τους άνδρες, γιατί αμύνονται σε σένα οι ίδιοι οι θεοί. Αλλά έξω από μένα ελαύνοντας τους στο πεδίο σκότωσέ τους, γιατί πλήθη οι νεκροί στα ερατεινά μου ρείθρα, κι ούτε δύναμαι να προχύνα την ροή μου στην θεική θάλασσα. Αλλ΄άμε και άσε με, τα έχω χαμένα , αρχηγέ λαών.» και του απαντά ο Αχιλλέας « Θα γίνουν αυτά , Σκάμανδρε διοτρεφή, όπως κελεύεις. Τους υπερφίαλους όμως Τρώες δεν απολήξω να σκοτώνω μέχρι με τον Εκτορα δοκιμάσω στήθος με στήθος, και ή αυτός να μες δαμάση ή εγώ αυτόν.» ΣΤΙΧ.1-226
Και πήδησε ο ξακουστός στο δόρυ Αχιλλέας μέσα από τον κρημνό ορμώντας και ο ποταμός εφώρμησε με φουσκωμένο κύμα και είπε στον Απόλλωνα «Ω πόποι, αργυρότοξε , Διός τέκνο, συ τις βουλές δεν κράτησες του Κρονίωνος, που πολλές φορές σου επέτελε στους Τρώες να παραστέκεσαι και να τους προστατεύης, ώσπου να έλθη το δειλινό που πέφτει αργά, και να σκιάση την εύφορη γή.» ΣΤΙΧ.229-232
Και δεινόν, γύρω από τον Αχιλλέα ταραγμένον ίστατο κύμα και δεν είχε που τα πόδια να στηρίξει, μια φτελιά έπιασε καλόφυτη μεγάλη που όμως ξεριζώθηκε, και στο πεδίο έτρεξε τρομαγμένος με τα γοργά του πόδια, ούτε όμως που έληγεν ο μέγας θεός, ώρμησε επ΄αυτού ακρομέλανος, για να καταπαύση από τον πόλεμο τον Πηλείδη , που πήδησεν ός του δόρατος η πεταξιά, του αετού την όψιν έχων του μέλανος, του θηρευτήρος, που συνάμα κράτιστος και τάχιστις είναι των πετεινών. Αλλά ο ποταμός ρέων τον ακολουθούσε με μεγάλον ορυμαγδόν. Κι ο Πηλείδης νομίζοντας ότι θα πεθάνει αναφώνησε « Ζεύ πάτερ, κανένας από τους θεούς εμέ τον άμοιρο δεν βρέθηκε από τον ποταμό να σώση, έπειτα ότι είναι ας πάθω. Ας ήταν ο Εκτορ να με σκότωνε, τώρα από άθλιο θάνατο ήταν η ειμαρμένη ν΄απολεσθώ, ζωσμένος από μεγάλο ποταμό…» Γρήγορα έτρεξαν εγγύς του ο Ποσειδών και η Αθηνά με άνδρες μοιάζοντας και με το χέρι τους τον έπιασαν και τον καθησύχασαν με έπη. Πρώτος ο Ποσειδών μίλησε , πριν απεβή στους αθανάτους « Πηλείδη, μήτε να τρέμης λίαν μήτε και να τρομάζης, γιατί εμείς οι δύο σε σένα εκ των θεών επίκουροι είμαστε του Διός συγκατανεύσαντος, εγώ και η Αθηνα, επειδή από ποταμό συ να δαμασθής δεν είναι γραφτό. Να μην πάψουν τα χέρια σου τον ισοδύναμο πόλεμο και στα τείχη του Ιλίου τον λαό να περικλείσεις και του Εκτορα την ζωή να πάρης και θα σου δώσουμε δόξα τρανή.»ΣΤΙΧ.233-304
Μα ο Σκάμανδρος δεν έληγε το μένος του και τον χόλο του για τον Πηλείωνα και κόρωνε το κύμα της ροής και τον Σιμόεντα κάλεσε φωνάζοντας « Φίλε, αδελφέ, το σθένος του ανδρός αμφότεροι ν΄ανασχέσουμεν, επειδή ταχειά το μέγα άστυ του άνακτος Πριάμου θα εκπορθήση, και οι Τρώες στην μάχη δεν θα αντέξουν….Γέμισε τα ρείθρα σου με ύδατα εκ των πηγών μου και τα ρέματά σου κάνε να φουσκώσουν για να πιάσουμε τον άγριο άνδρα….» Ετσι είπε κι εφώρμησε στον Αχιλλέα μυκώμενος , ψηλά φουσκώνοντας και παφλάζοντας. Και πορφυρό το κύμα του ουρανογεννήτου ποταμού ίστατο ορθό κι ήθελε κάτω να ρίξη τον Πηλείωνα, και μεγαφώνησε η Ηρα επειδή φοβήθηκε μηπως τον παρασύρη ο μέγας βαθυδίνης ποταμός και φωνάζει τον Ηφαιστο, τον προσφιλή της γιό. « Για σήκω, στραβοπόδη τέκνο μου γιατί ενάντια σε σένα νομίζουμε πως είναι η μάχη με τον βαθύρροο Ξάνθο. Αλλά βοήθα τάχιστα και βγάλε φλόγα πολλήν. Εγώ πάλι του Ζέφυρου και του συγνεφοδιώχτη Νότου θα πάω από την θάλασσα χαλεπή να ορθώσω θύελλα, που τις κεφαλές των Τρώων και τα όπλα θα κατακάψη φλόγα κακιά φέρουσα. Συ δε στου Ξάνθου τις όχθες δένδρα καίγε, κι αυτόν ρίχνε τον στην πυρά, κι ούτε λίγο με μειλίχια έπη να σ΄αποτρέψη ή με φοβέρες κι ούτε να παύης το μένος σου, αλλ΄όποτε φωνάζω εγώ ιαχώντας, τότε να κατάσχης το ακάματο πύρ.» Εκαίετο ο δυνατός ποταμός, κόχλαζαν τα καλά του ρείθρα, και βασανιζόταν από την πνοή την φρικτή του Ηφαίστου και του φωνάζει να σταματήσει .ΣΤΙΧ.305-382
Και ενώ του Ξάνθου δαμάσθηκε το μένος, η Ηρα στους άλλους θεούς έρις άναψε βαρειά φοβερή και διχογνώμησε στις φρένες η καρδιά τους. Συγκρούστηκαν λοιπόν με πάταγο μεγάλο, και βρυχήθηκεν η ευρεία γή, και γύρω σάλπιγξεν ο μέγας ουρανός. Ακουγεν ο Ζεύς καθήμενος στον Ολυμπο κι εγέλασε το φίλον ήτορ (φιλοκάρδι του) από ευχαρίστησι ορώντας τους θεούς σε έριδα να μπαίνουν.
Ο Αρης έκανε την αρχή , ο ασπιδοθραύστης και πρώτος στην Αθηνά εφώρμησε χάλκινον έγχος έχων και ονειδιστικό έπος της είπε, αφού θυμήθηκε ότι αυτή ήταν που ξεσήκωσε τον Διομήδη τον Τυδείδη και το δέρμα του ξέσχισε. Και ως ειπών έπληξε την θυσανωτήν αιγίδα την τρομερήν, την οποίαν ούτε του Διός δεν δαμάζει ο κεραυνός, εκεί ο ανδροφόνος Αρης την έπληξε με έγχος μακρόν. Εκείνη υποχωρώντας λίθον επήρε με το βαρύ της χέρι και έβαλε τον Θούριον Αρη στον αυχένα και του έλυσε τα γόνατα. Επτά έπιασε πλέθρα (στρέμματα) πεσών και σκόνισε τις χαίτες του και βρόντηξαν τα όπλα του και η Αθηνά γέλασε και πίσω έστρεψε τα φαεινά της μάτια.
Ηρθε η Αφροδίτη και τον έπιασε από το χέρι στενάζοντα, μόλις άρχισε να συνέρχεται, αλλά την ενόησεν η Ηρα και αμέσως ειδοποιεί την Αθηνά, η οποία ώρμησε πίσω της, χαίροντας κατά θυμό και με το χέρι της στα στήθη χτύπησε, και λύθηκαν τα γόνατά της και το φιλοκάρδι της. ΣΤΙΧ.383-433
Στον Απόλλωνα είπε ο κραταιός κοσμοσείστης « Φοίβε, τι περιμένουμε εμείς οι δύο. Δεν ταιριάζει αφού άρχισαν οι άλλοι, αίσχος αν αμαχητί πάμε στον Ολυμπο……. Νήπιε , άνοη καρδιά έχεις και ούτε αυτών έχεις ανάμνηση, όσα κακά πάθαμε στο Ιλιον, όταν στον υπερόπτη Λαομέδοντα από τον Δία ελθόντες θητεύσαμεν ένα χρόνο με ρητό μισθό και αυτός μας πρόσταζε και επέτελλε. Τείχος έκτισα περί την πόλι των Τρώων ευρύ και καλό για να είναι άρρηκτη η πολίς. Εσύ τους βαρύποδες ελικοκέρατους βούς βουκολούσες στης δασωμένης Ιδης τα πολύπτυχα φαράγγια, και κράτησε τον μισθό μας όλον ο φοβερός Λαομέδοντας και με απειλές μας απέπεμπε, ότι τα χέρια και πόδια μας θα δέση και θα μας πουλήση σε μακρινά νησιά και τα αυτιά μας θα κόψη με χαλκό…. Τώρα αυτού του λαού εσύ φέρης χάι κι ούτε με μας κοιτάζεις πως οι υπερφίαλοπι Τρώες να απολεσθούν πρόχνυ κακώς (κακήν κακώς με τα παιδιά τους και τις σεβαστές σύγκοιτες.»
Ο Απόλλων όμως ντρεπόταν με τον αδελφό του πατέρα του να έλθη στα χέρια και προσείπεν σ΄αυτόν « Κοσμοσείστη, δεν θα έλεγες σώφρων ότι είμαι, αν με σένα τώρα πόλεμο κινήσω ένεκα των θνητών των δυστύχων, οι οποίοι με φύλλα όμοιοι άλλτοε μεν είναι όλο ζωντάνια, τον καρπό της γής τρώγοντες, άλλοτε δε φθίνουν και αφανίζονται…» ΣΤΙΧ.435-469
Μα η Αρτεμις αγροτέρα, η αδελφή του, η θεά των θηρών ονειδιστικόν είπε σε αυτόν μύθο αλλά ο μακροσαιτευτής δεν της απάντησε. Η συγκοιτη του Διός όμως όλο χολή φιλονείκησε με την τοξεύτρα ονειδείοις επέεσσι ( με άσχημα λόγια) και αρπάζει τα δύο χέρια της με το αριστερό , ενώ με το δεξί της πήρε από τον ώμο τα τόξα και μ΄αυτά την χτυπούσε στ΄αυτιά μειδιώσα, καθώς εκείνη στρεφογύριζε, κι έπεφταν κάτω τα γοργά της βέλη. Δακρυόεσσα η θεά υπεξέφυγεν ως περιστερά κυνηγημένη από γεράκι, και εγκατέλιπεν αυτόθι τα τόξα. Στον Ολυμπο έφθασε και στου πατρός κάθισε τα γόνατα και γύρω έτρεμε το αμβρόσιο φόρεμα της. ΣΤΙΧ.470-513
Και στην Λητώ προσείπεν ο ψυχοπομπός Αργοφονιάς « Λητώ, δεν μάχομαι μαζί σου φοβερό να διαπληκτίζεσαι με τις σύγκοιτες του νεφεληγερέτου Διός αλλά σ΄αφήνω να πας στους αθανάτους θεούς και να καυχηθής ότι εμέ νίκησες με κρατερήν βίαν» ΣΤΙΧ. 497-501
Ο Φοίβος Απόλλων στο ιερόν εισέδυσεν Ιλιον γιατί νοιαζόταν για το καλόδμητο τείχος της πόλεως, μήπως οι Δαναοί το εκπορθήσουν παρά την μοίρα την ημέραν εκείνην, οι μέν χολωμένοι, οι δε μεγαλοκαμαρώνοντας κάθισαν κοντά στον μεαλοσύννεφο πατέρα.
Ο γερων Πρίαμος ενόησε τον πελώριον Αχιλλέα, που στους Τρώες μόχθον και συμφορές έθηκε και φώναξε στους θυρωρούς να είναι έτοιμοι να ανοίξουν οι πύλες. Και οι γιοί των Αχαιών την υψίπυλη Τροία θα έπαιρναν αν ο Φοίβος Απόλλων τον θεικόν Αγήνορα δεν παρακινούσε του Αντήνορος τον άμωμο και κρατερό γιό. Στην καρδιά του θάρρος έβαλε και κοντά του αυτός εστάθη καλυμμένος με ομίχλη πολλή, και μόλις βλέπει τον καστροπορθητή Αχιλλέα οξύ ακόντιο άφησε και χτύπησε στην κνήμη αλλά δεν την πέρασε γιατί εμπόδισαν τα όπλα του θεού. Όταν όμως ο Πηλείδης ώρμησε εναντίον του ο Απόλλων δεν τον άφησε να πάρην δόξα, αλλά τον κάλυψε με ομίχλη και εξήπαρσε αυτόν έξω από την μάχη.. Τον Πηλείωνα πάλι με δόλο απεμάκρυνε από τον λαό με τον Αγήνορα μοιάζοντας , και αυτός πίσω του τον κατεδίωκε μέχρι τον Σκάμανδρο τον βαθυδίνη, ενώ οι Τρώες φευγατίζαν και πρόλαβαν και μπήκαν μέσα στο άστυ. ΣΤΙΧ. 515-610
ΡΑΨ. Χ ΕΚΤΟΡΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ
Και ενώ οι Τρώες σαν ελαφόπουλα μέσα στο άστυ φευγατίζανε, τον Έκτορα κυνηγούσε ο Πηλείδης αλλά σε αυτόν μίλησε ο Φοίβος Απόλλων, που τον παραπλάνησε. « Γιατί εμέ, του Πηλέως γιέ με τα ταχειά πόδια σου διώκεις, θνητός εσύ θεόν αθάνατον. Λοιπον δεν κατάλαβες ακόμη ότι θεός είμαι και σύ σφοδρώς με μένα μανιάζεις….» « Με πλάνεψες μακροσαιτευτή, καταστρεπτικώτατε θεών πάντων, στρέφοντας με εδώ στο τείχος, αλλιώς πολλοί ακόμη την γή με τα δόντια θα δάγκωναν…Από μένα μέγα κύδος πήρες και αυτούς εύκολα έσωσες , αλήθεια θάπαιρνα εκδίκηση αν μπορούσα…» Απάντησε ο γρήγορος στα πόδια Αχιλλέας και προς το άστυ με μέγα φρόνημα έβη ορμώντας ως ίππος αθλοφόρος με το όχημά του. Και τον βλέπει ο γέρων Πρίαμος ως ολόλαμπρον αστέρα να ορμά στο πεδίο που το φθινόπωρο προβάλλει, πασίδηλες οι αντάυγειες του φαίνονται μεταξύ πολλών αστέρων στην σκοτεινλή νύχτα. Εκείνον που κύνα του Ωρίωνος αποκαλούν. Λαμπρότατος αυτός είναι αλλά κακό σημάδι γίνεται και φέρει πυρετό πολύ στους δυστυχείς θνητούς.
Ετσι τον είδε με τους οφθαλμούς του ο γέρων και χτύπησε με τα χέρια του την κεφαλήν και με μεγάλην οιμωγήν φώναξε τον Εκτορα που η ολέθρια μοίρα πεδίκλωσε προ του Ιλίου και των Σκαιών πυλών, να μην βρεθεί μπροστά σε αυτόν τον άνδρα μόνος του. Και η μητέρα εξ ετέρου ωδύρετο δάκρυ χαίουσα αλλά του Εκτορος το θυμικόν δεν έπειθαν.ΣΤΙΧ.1-91
Και ήλθε κοντά του ο Αχιλλεύς ίσος με τον Ενυάλιο, τον πολεμιστή με την περικεφαλαία, και γύρω του έλαμπεν ο χαλκός όμοιος με αντάυγεια ή πυρός καιομένου ή ήλιου ανατέλλοντος, και μόλις τον είδε ο Εκτορας φοβήθηκε και άρχισε να τρέχει , τρείς φορές έκαναν τον γύρο από τα τείχη και πέρασαν από μία ανεμοδαρμένη συκιά και από τις δύο πηγές που ανέβλυζαν του όλο δίνες Σκάμανδρου. Και πάντες οι θεοί τους έβλεπαν και άρχισε να μιλεί ο πατήρ θεών και ανθρώπων. « Φίλον διωκόμενο περί το τείχος με τους οφθαλμούς μου βλέπω και ολοφύρεται η καρδιά μου για τον Εκτορα…. Αλλά συλλογισθήτε , θεοί, και σκεφθήτε αν από τον θάνατο θα τον σώσουμε ή μήπως δια του πηλείδου Αχιλλέως θα τον δαμάσουμε κι ας είναι γενναίος.»
Και απαντά σε αυτόν η θεά Αθηνά « Πατέρα λευκοκέραυνε, μελανόνεφε, τι είπες, άνδρα θνητόν όντααπο παλιά πεπρωμένο να πεθάνη πως θέλεις από τον σύσηχο θάνατο να τον γλυτώσης πάλι. Ολοι οι θεοί δεν θα συναινέσουμε.»
«Εχε θάρρος Τριτογένεια, φίλον τέκνον με την καρδιά μου πρόφρονα δεν μιλώ και θέλω καλός με σένα να είμαι κάμε όπως ο νούς σου λέει και μη βραδύνης.» της απαντά ο Ζεύς. ΣΤΙΧ.131-185
Πρόθυμη η Αθηνά κατεβαίνει από τον Ολυμπο και στον Πηλείωνα έφθασε που κυνηγούσε ακόμη χυμώντας τον Εκτορα που τον προστάτευε ο Φοίβος Απόλλων. « Και τώρα οι δύο μας ελπίζω, προσφιλή του Διός ένδοξε Αχιλλέα , ότι θα πάρουμε μεγάλη δόξα στων Αχαιών τις νήες, τον Εκτορα σκοτώνοντας κι ας είναι αχόρταγος για μάχη . Τώρα εκείνος δεν θα μας ξεφύγει ούτε και αν κάνη παρά πολλά ο Απόλλων, ούτε και αν κυλιστεί εμπρός στον πατέρα Δία τον αιγιδοφόρον. Αλλά εσύ στάσου και ανάπνευσε και αυτόν εγώ θα πείσω να σταθεί αντίκρυ σου στην μάχη.» Ετσι είπε η Αθηνά και τον Εκτορα πλησίασε με του Δηιφόβου μοιάζοντας το κορμί και την δυνατή φωνή και του είπε να σταθούν ακλόνητοι και να τον περιμένουν (τον Αχιλλέα) μαζί. Και ξεθάρρεψε ο Εκτορας και μπροστά στον γιό του Πηλέως στάθηκε νομίζοντας ότι θα έχει βοήθεια . Και ρίχνει το μακροίσκιωτον έγχος του ο Αχιλλεύς αλλά στην γήν εμπήγη , το ανήρπασεν η Αθηνά και πίσω το δίνει.
Ρίχνει και ο Εκτορας το δόρυ του που τινάχθηκε μακρυά και φωνάζοντας σε βοήθεια τον Δηίφοβον αιτώντας δόρυ μακρόν κατάλαβε ότι η Αθηνά τον παγίδευσε και ότι οι θεοί κάλεσαν τον θάνατόν του. ΣΤΙΧ.188-366
ΡΑΨ. Ψ ΑΓΩΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ Ή ΑΘΛΑ ΕΠΙ ΠΑΤΡΟΚΛΩ
Ο Αχιλλέυς σταθείς μακριά της πυράς που θα λεκαιγε τον νεκρόν Πάτροκλο, την ξανθλήν απέκοψε χαίτη του που την έτρεφε για τον Σπερχειό Ποταμό μακρυπλόκαμη και με καημό είπε κοιτάζοντας προς τον οινώδη πόντο.
« Σπερχειέ, μάταια προσευχήθηκε σε σένα ο πατέρας Πηλεύς…. Για σένα την κόμη να κείρω και να τελέσω ιερήν εκατόμβη…. Τώρα επείδή δεν θα γυρίσω στην φίλη πατρίδα γή στον ήρωα Πάτροκλο την κόμη μου προσφέρω να την πάρη.» ΣΤΙΧ. 140-151
Και απείλησε ο άναξ ανδρών Αγαμέμνων ότι δεν θα δώσουν τον νεκρό Εκτορα στο πύρ να φαγωθεί αλλά στους κύνες, μα οι κύνες δεν επέπιπταν γιατί τους απεμάκρυνε η Αφροδίτη ημέρες και νύκτες , και με ροδέλαικον έχριε αμβρόσιο για να μην ξεγαρθή καθώς θα έλκεται.. Επ΄αυτού κυανό νέφος εκρέμασεν ο Φοίβος Απόλλων ουρανόθεν στο πεδίο, και κάλυψες τον χώρο άπαντα όσο κατείχεν ο νεκρός, μήπως πριν το μένος του ηλίου αποξηράνη γύρω από τις ίνες και τα μέλη του τα δέρμα. ΣΤΙΧ. 182-191
Όμως η πυρά του
τεθνεώντος Πατρόκλου δεν άναβε και τότε ο Αχιλλέύς επινόησε να σταθεί μακρυά
της πυράς στους θεικούς προσευχήθηκεν ανέμους, στον Βορέα και τον Ζέφυρο και
υποσχόταν θυσίες καλές. Και ήρθε η γρήγορη Ιρις τις προσευχές ακούσασα άγγελος
ήλθε στους ανέμους. Εκείνοι στου σφοδρού Ζεφύρου αθρόοι ένδον συνέπιναν και
έτρωγαν. Τρέχοντας η Ιρις στάθηκε στο λίθινο κατώφλι κι ως την είδαν με τους
οφθαλμούς τους, πάντες σηκώθηκαν και την καλούσαν έκαστος κοντά του, εκείνη
πάλι να καθίση αρνιόταν και μύθον είπε. « Δεν κάθομαι γιατί είμαι πάλι για του
Ωκεανού τα ρείθρα, στων Αιθιόπων την γήν , όπου θυσιάζουν εκατόμβες στους
αθανάτους, για να πάρω κι εγώ μερίδιο των ιερών. Αλλά ο Αχιλλεύς τον Βορέα και
τον κελαδεινό Ζέφυρο να έλθουν παρακαλεί, και υπόσχεται καλές θυσίες, να
ορθώσετε την καύσι της πυράς, όπου κείται ο Πάτροκλος, για τον οποίον οι Αχαιοί
πάντες αναστενάζουν.»
Ετσι είπε και απέβη,
κι αυτοί ωρθώθηκαν με ήχο θεσπέσιο, τα νέφη διώχνοντας εμπρός τους. Στο άψε
στον πόντον έφθασαν για να φυσήξουν, κι ωρθώθη κύμα από την σφοδρή πνοή τους
και στην εύφορη Τροία έφθασαν, και στην
πυράν ενέπεσαν και δυνατά ιάχησε το θεόφλευκτο πύρ. Ολονυκτίς εκείνοι οι δυό
στην πυράν ομαδόν φλόγα έβαλλον, φυσώντας με βοή κι ολονυκτίς ο ταχύς Αχιλλεύς
από χρυσό κρατήρα , παίρνοντας κύπελλο με δυό χερούλια και οίνον αντλώντα χάμω
έχεε κι άρδευε την γή, την ψυχή καλώντας του δυστυχούς Πατρόκλου. ΣΤΙΧ. 192-221Και ενώ ο Αχιλλεάς έτσι κακοποιούσε με μένος τον θεικόν Εκτορα οι μακάριοι θεοί με έλεος εισορώντας τον, να του τον κλέψη παρώτρυναν τον άγρυπνον Αργοφονιά, αλλά αυτό καθόλου δεν άρεσε στην Ηρα, ούτε στον Ποσειδώνα ουδέ στην γλαυκώπιδα κόρην,αφού αυτοί όπως πρώτα απεχθανόταν το ιερόν Ιλιον και τον Πρίαμο και τον λαό του ένεκα του Αλεξάνδρα που τις θεές αδίκησε.
Και φώναξε στους αθανάτους ο Φοίβος Απόλλων « σκληροί που είστε , θεοί ολέθριοι, ποτέ λοιπόν σε σας ο Εκτωρ δεν έκαιε μηρούς βών και αιγών τελείων…. Και στον ολέθριον Αχιλλέα βούλεσθε να δώσετε αρωγή, του οποίου ούτε οι φρένες είναι οι πρέπουσες ούτε η σκέψι του….και άλλοι απόλεσαν προσφιλέστερον αδελφό ή γιό αλλά οι Μοίρες ανεκτική καρδιά έδωσαν στους ανθρώπους.»
Χολωμένη η Ηρα του απάντησε « Θα ήταν σωστό και τούτο το έπος σου αργυρότοξε αν όμοια στον Αχιλλέα και τον Εκτορα δώσετε τιμήν. Ο Εκτορας μεν θνητός και σε γυναίκας βύσαξε μαστόν όμως ο Αχιλλέας είναι θεάς γόνος και του Πηλέα που όλοι οι αθάνατοι αγαπήσαν και στον γάμο τους ανταμώσατε όλοι και εσύ ανάμεσά τους διασκέδαζες με την φόρμιγγα, των κακών εταίρε, πάντ΄απιστε»
Και απαντά σε αυτήν ο νεφεληγερέτης Ζεύς « Ηρα μην θυμώνεις με τους θεούς γιατί η τιμή δεν θα είναι ίδια αλλά και ο Εκτορας φίλτατος ήταν στους θεούς. Την κλοπή όμως τώρα ας αφήσουμε γιατί δεν μπορούμε να αρπάξουμε τον Εκτορα από τα χέρια του Αχιλλέα αφού κοντά του πάντα η μητέρα του παραστέκεται νύχτας τε ήμαρ. Αλλά ας καλέση κάποιος την Θέτιν εγγύτερα σε μένα για να της είπω πυκνό λόγο, πως δηλ. ο Αχιλλεύς δώρα από τον Πρίαμο θα λάχη και τον Εκτορα να λύση. ΣΤΙΧ.22-76
Και τρέχει η Θυελλόπους Ιρις για την αγγελία και βρίσκει την Θέτιδα και την ζητά στον Κρονίδη να παρουσιαστεί. Κάθισε δίπλα στον Δία πατέρα αφού αποσύρθηκεν η Αθηνά, η Ηρα χρυσό κύπελλο παώριο στο χέρι της έθηκεν ευφραντικά μιλώντας στην Θέτιδα και της το έδωσε να πιεί. Ενώ ο πατέρας όλων άρχισε να μιλά
Ηλθες στον Ολυμπο , θεά Θέτις αν και περίλυπη, πένθος άληστον έχουσα στις φρένες, το γνωρίζω και ο ίδιος. Εννέα μέρες τώρα φιλοπνεικία στους αθανάτους ξέσπασε γύρω από του Εκτορος τον νεκρό και για τον καστροπορθητήν Αχιλλέα, να του κλέψη παροτρύνουν τον άγρυπνο Αργοφονιά, όμως εγώ αυτή την δόξα στον Αχιλλέα θέλω να δώσω….αλλά στον γιό σου στο άψε, επίτελε ότι οι θεοί θυμώνουν, είπε του, και εγώ πιο πολύ από όλους έχω χολωθή,επειδή πάνω στο φρένιασμά του τον Εκτορα κρατά και δεν τον λυτρώνει..» ΣΤΙΧ.77-119
Και την Ιρι παρώτρυνεν ο Κρονίδης για το ιερόν Ιλιον « Σήκω να πας, Ιρι ταχεία, εγκαταλιπούσα την έδρα του Ολύμπου και να αγγείλης στον μεγαλόκαρδο Πρίαμο στο Ιλιον εσω , δώρα στον Αχιλλέα να φέρη που την ψυχή του θα ιάνουν, για να λύση τον προσφιλή του γιό . Μηδέ ο θάνατος να τον μέλλη μήτε ο φόβος , γιατί θα του δώσουμε συνοδό τον Αργοφονιά, που θα τον οδηγήση και θα τον πάη κοντά στον Αχιλλέα. Και αυτό δεν θα τον αποκτείνη ούε κανείς άλλος γιατί ούτε άφρων είναι αυτός ούτε αστόχαστος ούτε άνομος αλλά θα σεβασθή ως πρέπει ικέτην άνδρα.»
Και ωρθώθηκε η Ιρις και άφθασε στου Πριάμου, όπου άκουσεν οδυρμούς και γόους, και θυγατέρες και νύφες ωδύροντο. ΣΤΙΧ. 143-187
Ετοίμασε ο Πρίαμος τα δώρα για τον Αχιλλέα, άνοιξε τους φωριαμούς, δώδεκα περικαλλείς πέπλους έβγαλε, δώδεκα μονές χλαίνες, και άλλους τόσους τάπητες, φορέματα και χιτώνες, δέκα τάλαντα, δύο αστραφτερούς τρίποδες, τέσσερις λέβητες και κύπελλο περικαλλές που Θράκες του το πόρισαν, και στον Δία προσευχήθηκε στην μέση της αυλής, αφού η κελάρισσα στα χέρια ύδωρ του έχυσε καθαρόν. Και ζήτησε από τον Κρονίδη οιωνό εκ δεξιών να του στείλει για να αναθαρρύνει και να προχωρήσει προς τις νήες των Δαναών. Τον άκουσεν ο Ζεύς και αμέσως αετόν έστειλε, το πιο αλάθευτο από τα πτηνά όμορφο θηρευτήρα, που τον αποκαλούν περκνόν. Οσο ψηλώροφη είναι η θύρα θαλάμου ανδρός πλουσίου, με κλείθρα αρμοσμένη τόσα εκατέρωθεν του ήσαν τα φτερά και φάνηκε σ΄εκείνους από τα δεξιά πετώντας του άστεως. Και εκείνοι ιδόντες χάρηκαν, κι όλων στα στήθη η καρδιά ιάνθη. ΣΤΙΧ.228-321
Και σαν κατέβηκαν από την πόλιν ο Πρίαμος, πάνω στην άμαξαν που έλαυνεν ο γενναίος Ιδαίος και φίλοι πάντες έποντο πολύ ολοφυρόμενοι, δεν διέλαθαν από τον ευρύοπα Δία και ιδών συμπόνεσε τον γέροντα, και στο άψε είπε στον προσφιλή του γιο Ερμήν. « Ερμή , που τόσο αγαπάς την συντροφιά των ανθρώπων, και να εισακούης όποιον εθέλεις, σήκω πήγαινε και τον Πρίαμο στις κοίλες νήες των Αχαιών οδήγησε, ώστε κανείς να μη τον ιδή μήτε να τον νοήση από τους άλλους Δαναούς, πριν στον Πηλείωνα αφιχθή»
Και δεν απείθησεν ο ψυχοπομπός Αργοφονιάς, εμέσως έδεσεν όμορφα πέδιλα αμβρόσια χρυσά, που τον έφεραν στην θάλασσα και στην άπειρη γή σαν την πνοή του ανέμου. Πήρε και ράβδο, μ΄αυτήν που των ανδρών τα όμματα θέλγει όσων εθέλει, και άλλους πάλιν από τον ύπνο τους ξυπνά, και κίνησε με κούρο βασιλικόν όμοιος, με το πρώτο του γενάκι, του οποίου χαριεστάτη η ήβη. ΣΤΙΧ. 325-348
Στην αρχή δεν τον γνώρισαν τον θεό Ερμή ο Πρίαμος και η συνοδεία του, και ο θεός του είπε ότι είναι θεράπων του Πηλείδη, και καθησύχασε τον γέροντα ότι ο Εκτορας αν και είναι η δωδέκατη αυγή το δέρμα του καθόλου δεν σήπεται και τα έλκη του έχουν κλείσει, αφού οι θεοί φροντίζουν τον γιό του γιατί από καρδιάς τον αγαπούσαν. ΣΤΙΧ.410-423
Φθάνοντας στους πύργους στων νηών την τάφρο ο Ερμής ύπνο έχυσεν στους φύλακες και βοήθησε τον Πρίαμο να ανοίξει τον σύρτη, στο τέλος δε του αποκαλύπτεται « Γέροντα, εγώ θεός αθάνατος σου ήλθα ο Ερμής, γιατί σε σένα ο πατέρας συνοδό μ΄εστειλεν. Αλλά εγώ τώρα πίσω θα γυρίσω, μην γίνω αντιληπτός στους Αχιλλέως τους οφθαλμούς. Θα ήταν άπρεπο αθάνατος θεός έτσι θνητούς πως αγαπά να δείχνη καθαρά.» ΣΤΙΧ. 445-467
ΡΑΨ. Α ΛΟΙΜΟΣ ΚΑΙ ΜΗΝΙΣ ΡΑΨ. Β ΟΝΕΙΡΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣΡΑΨ.Γ ΟΡΚΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΙ ΜΕΝΕΛΑΟΥ
ΡΑΨ.Δ ΟΡΚΙΩΝ ΣΥΓΧΙΣΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΩΛΗΣΙΣ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΟΣ
ΡΑΨ. Ε ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ ΑΡΙΣΤΕΙΑ
ΡΑΨ. Ζ ΕΚΤΟΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗΣ ΟΜΙΛΙΑ
ΡΑΨ. Η ΕΚΤΟΡΟΣ ΚΑΙ ΑΙΑΝΤΟΣ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ
ΡΑΨ. Θ ΘΕΩΝ ΑΓΟΡΑ .ΚΟΛΟΣ ΜΑΧΗ
ΡΑΨ. Ι ΛΙΤΑΙ
ΡΑΨ. Κ ΝΥΚΤΕΓΕΡΣΙΑ ΚΑΙ ΔΟΛΩΝΟΦΟΝΙΑ
ΡΑΨ. Λ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΑ
ΡΑΨ. Μ ΤΕΙΧΟΜΑΧΙΑ
ΡΑΨ. Ν Η ΕΠΙ ΝΑΥΣΙ ΜΑΧΗ
ΡΑΨ. Ξ ΔΙΟΣ ΑΠΑΤΗ
ΡΑΨ. Ο ΠΑΛΙΩΞΙΣ ΠΑΡΑ ΝΕΩΝ
ΡΑΨ. Π ΠΑΤΡΟΚΛΕΙΑ
ΡΑΨ. Ρ ΑΡΙΣΤΕΙΑ ΜΕΝΕΛΑΟΥ
ΡΑΨ. Σ ΟΠΛΟΠΟΙΙΑ
ΡΑΨ. Τ ΜΗΝΙΔΟΣ ΑΠΟΡΡΗΣΙΣ
ΡΑΨ. Υ ΘΕΩΝ ΜΑΧΗ
ΡΑΨ. Φ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΟΣ ΜΑΧΗ
ΡΑΨ. Χ ΕΚΤΟΡΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ
ΡΑΨ. Ψ ΑΓΩΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ Ή ΑΘΛΑ ΕΠΙ ΠΑΤΡΟΚΛΩ
ΡΑΨ. Ω ΕΚΤΟΡΟΣ ΛΥΤΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου