Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Η ΑΣΠΙΔΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ


 
Η ΑΣΠΙΔΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ  Ludwig von Schwanthaler 1842 Liebieghaus in Frankfurt am Main, Germany
"...Τέλος πήρε στα χέρια του την ομορφοπλουμισμένη ασπίδα...κι ήταν ένα έξοχο πράγμα να την κοιτάζεις..."ΑΣΠΙΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ" Στην Ασπίδα, ένα σύντομο επικό ποίημα που αποδίδεται στον Ησίοδο , περιγράφεται η μάχη του Ηρακλή με τον Κύκνο, το γιο του Άρη. 
Εχει κοινά σημεία με την Ομηρική Ασπίδα του Αχιλλέα
α) και οι δύο Ασπίδες είναι  κυκλικές και θεικό δώρο , φτιαγμένες  απο τον Ηφαιστο  
β) όταν περιγράφει τον πόλεμο γύρω από κάποια πόλη και δίπλα στην παράσταση αυτή τοποθετεί μία πόλη ειρηνική με γάμο, χορό, όργωμα, τρύγο, κυνήγι και μία αρματοδρομία,
γ) όταν  ο ποιητής τοποθετεί τον Ωκεανό στην περιφέρεια της Ασπίδας, ενώ πρωτοτυπεί παρουσιάζοντας  μέσα αυτόν κύκνους που κολυμπούν ψάλλοντας, και μπροστά τους φεύγουν κοπαδιαστά τα ψάρια.
δ) Και οι δύο περιγραφές τελειώνουν με την ίδια έκφραση " σάκος μέγα τε στιβαρόν τε"
Σε αντίθεση με την ασπίδα του Αχιλλέα, στην οποία ο ποιητής περιγράφει ποικίλες σκηνές από την καθημερινή ζωή, ο Ησίοδος προτιμά να εντυπωσιάσει, γι' αυτό και στο ποίημά του πληθαίνουν οι αποτρόπαιες εικόνες και τα φοβερά όντα. Επίσης αφιερώνει περισσότερους στίχους για να εκφράσει την κοσμοαντίληψη του.
 Ο Ομηρος δεν επιδιώκει  να εντυπωσιάσει  ούτε χάνεται σε λεπτομέρειες. Περιγράφει την ζωή και όλα αυτά που την ακολουθούν,την χαρά την λύπη, τον πόλεμο την ειρήνη, τον χορό με λιτό τρόπο, αγγίζοντας την τρυφερά την ψυχή.
Ξεκινώντας από το κέντρο της ασπίδας ο Ησίοδος, παρορμημένος από γνωστά θέματα ζώων πάνω σε διαζώματα, βάζει να πολεμούν αναμεταξύ τους, όπως πολεμούν οι ήρωες, δύο κοπάδια ζώα, κάπροι και λιοντάρια, και ύστερα τον πόλεμο των Κενταύρων, που είναι μισοί ζώα και μισοί άνθρωποι, με τους Λάπιθες.
Ακολουθούν παραστάσεις του Άρη, της Αθηνάς και μιας συγκέντρωσης των θεών, όπoυ ο Απόλλωνας κιθαρίζει και οι Μούσες τραγουδούν. Ακολουθεί ο Περσέας, σκίζοντας τον αέρα με τα φτερωτά πέδιλα και τη μαγική περικεφαλαία που τον κάνει αόρατο,κυνηγημένος από τις Γοργόνες.
Μαύρες είναι οι Κήρες, με αγριεμένα μάτια, ματωμένες, φριχτές, τεράστιες, τρίζοντας τα δόντια κυνηγιούνται στο πεδίο της μάχης, ποια να πρωτοαρπάξει τους σκοτωμένους.
Πέρα από τους δαίμονες του θανάτου, εκεί βρίσκεται και ηἉχλύς (το σκοτάδι που περικυκλώνει αυτούς που πεθαίνουν), πετσί και κόκαλο, με νύχια αρπαχτικά, με μύτη που στάζει, με μάγουλα αιματοστάλαχτα.
«Άντρες πολεμούσανε φορώντας τα πολεμικά τους άρματα, από τη μιαν αυτοί να σώσουν τον εαυτό τους, υπερασπίζοντας από τον όλεθρο την πόλη τους και τους γονιούς τους, κι από την άλλη εκείνοι θέλοντας την πόλη να κουρσέψουν. Πολλοί κείτονταν που έπεσαν, μα πιο πολλοί στη μάχη που 'χαν στήσει πολεμούσαν. Πάνω από τα χυτά στο χάλκωμα καλοχτισμένα καστροπύργια γοερά οι γυναίκες φώναζαν και σχίζανε τα μάγουλά τους — κι ήτανε σάμπως ζωντανές, δουλειά του ξακουστού Ηφαίστου [...]. Και οι σκοτεινές ανάμεσά τους Κήρες τ' άσπρα χτυπώντας δόντια τους, τρομάρα να τις βλέπεις, ζοφερές, αιματωμένες και φριχτές για τα κορμιά που επέφταν συνερίζαν· κι όλες ορμούσανε να πιούνε μαύρο γαίμα. Κι όποιον πεσμένο πρωταρπάζανε, ή μόλις χτυπημένον που έπεφτε του μπήγαν στο κορμί τα νύχια τα μεγάλα τους, και του κατέβαινε στον Άδην η ψυχή, στον παγωμένο Τάρταρο. Κι όταν η ψυχή τους χόρταινε αίμα ανθρώπινο, ξωπίσω το κουφάρι ερίχνανε, και ξαναφέρνανε τη λύσσα τους στης μάχης μέσα την αντάρα. [.....................................

Κι ήτανε πλάι μια πόλη μ' όμορφο καστρί. Εφτά πόρτες χρυσές καλοπροσαρμοστές στα πανωπόρτια τη σφαλούσαν. Οι άντρες με γιορτάσια και χορούς γλεντούσανε. Πολλοί φέρνανε μ' άμαξα καλότροχη τη νύφη προς το σπίτι του γαμπρού κι ανέβαινε μακρύ-μακρύ του υμεναίου τραγούδι, ενώ απ' τις αναμμένες δάδες που κρατούσαν δούλες μια γλυκιά από μακριά χυνόταν λάμψη [...]. Άλλοι μπροστά στην πόλη καβάλα σ' άλογα γυμνάζονταν. Κι οι γεωργοί τη γη τη θεία σχίζανε, κι είχανε τους χιτώνες αναζώσει. Κι ήταν πολύς καρπός για θέρισμα παρέκει· άλλοι θερίζανε με κοφτερά δρεπάνια τα γερτά καλάμια με τ' αστάχυα τα πυκνά — ήταν σα να 'βλεπες στ' αλήθεια τον καρπό της Δήμητρας· κι άλλοι τα δέναν σε χερόβολα και τα 'ριχναν στ' αλώνι· κι άλλοι τρυγούσανε σταφύλια [...]».

1 σχόλιο:

  1. ...Ήταν ακόμη μαστορεμένη επάνω μια εξόρμηση και μια απώθηση, κι άναβε ο θόρυβος και ο τρόμος και το φονικό.....
    ό.π., στ. 154-155

    ...Ήταν εκεί ζωγραφισμένα και κοπάδια αγριογούρουνων και λιονταριών...
    ό.π., στ. 168-169

    ...Εδώ παρασταινόταν και η μάχη των γενναίων Λαπιθών...
    ό.π., στ. 178

    ...Εδώ ήταν σταματημένα και του τρομερού Άρη τα γοργοπόδαρα άλογα, μαλαματένια, κι ο ίδιος ο καταστρεφτικός Άρης...
    ό.π., στ. 191-192

    ...Εκεί ήταν και των αθανάτων θεών ο ιερός χορός...
    ό.π., στ. 201

    ...Εκεί ήταν και λιμάνι με καλό αραξοβόλι στην ακαταπόνητη θάλασσα, κυκλικό, φτιαγμένο από καλάϊ...
    ό.π., σελ. 203-204

    ...Κοντά βρισκόταν μια ωχυρωμένη πολιτεία... οι άνθρωποι σ' αυτήν διασκέδαζαν με γιορτές και χορούς. Γιατί συνήθιζαν να φέρνουν τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού πάνω σε αμάξι με όμορφους τροχούς, ενώ τραγουδούσαν συνέχεια το νυφιάτικο τραγούδι...
    ό.π., στ. 270-274

    ...οι κοπέλλες πάλι έσερναν ένα θελκτικό χορό, απάνω στο σκοπό που δίναν οι κιθάρες...
    ό.π., στ. 278-179

    ...Κι οι ζευγάδες ώργωναν τη θεϊκή γη...ήταν εκεί και πολλά σπαρτά...άλλοι θέριζαν με τα κοφτερά εργαλεία...άλλοι τα έκαναν δεμάτια...Μερικοί τρυγούσαν αμπέλια...
    ό.π., στ. 286-292

    ...Άλλοι αγωνίζονταν με γροθιές και με πάλεμα...
    ό.π., στ. 301-302

    ...Ολόγυρα στον κύκλο του τροχού κυλούσαν τα νερά του Ωκεανού...
    ό.π., στ. 314


    ΑπάντησηΔιαγραφή