ΤΟ ΤΟΞΟ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ!!!
Paul Germain για την παρασταση του έργου "Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ" γραμμένο απο τον Gary Graves,βασισμένο στην 'ΟΔΥΣΣΕΙΑ" ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ
Paul Germain για την παρασταση του έργου "Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ" γραμμένο απο τον Gary Graves,βασισμένο στην 'ΟΔΥΣΣΕΙΑ" ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ
"Τότες στὸ νοῦ της ἔβαλε ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα
τῆς Πηνελόπης, τῆς καλῆς τοῦ Ἰκάριου θυγατέρας,
τῆς Πηνελόπης, τῆς καλῆς τοῦ Ἰκάριου θυγατέρας,
Το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ "ΒΙΟΣ" , κατά τον Όμηρο ) αποτελείτο από δύο ακραία καμπύλα μέρη "κέρατα" και ένα κεντρικός “πήχυς” , που τα συνδέει,που αποτελούσε και την λαβή . Η χορδή του κατασκευαζόταν από νεύρο ή ιμάντα βοδινό “νευ...ρά βοεία” η οποία στο μεν ένα άκρο της ήταν σταθερά στερεωμένη ενώ στο άλλο, όποτε επρόκειτο να τοξευθεί βέλος, στερεώνονταν σε ένα είδος αγκίστρου “κορώνη” ή “χρυσέη” όπως ο Όμηρος την αναφέρει. ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ.
Ο ΟΜΗΡΟΣ στην ΙΛΙΑΔΑ χρησιμοποιεί για το τόξο τα επίθετα “καμπύλον” ( ραψ. Γ 17 ), “κυκλοτερές” ( ραψ.Δ 124 ),
“αγγύλον” ( ραψ.Ε 209 ), “παλίντονον” ( ραψ.Θ 266 ), ενώ την προετοιμασία για βολή την εκφράζει ως “τόξου πήχυν ανέλκειν” ( ραψ. Λ 375 ) και “τανυομένης της νευράς συνεκάμπτετο το τόξον εις σχήμα ημικυκλίου” ( ραψ. Δ 123-124 ).
Για το τέντωμα της χορδής χρησιμοποιεί τις φράσεις “τόξα
τιταίνειν” ( ραψ.Ε 97 και Θ 266 ) και “τόξον έλκειν” ( ραψ. Λ 582 ) .
Όταν το τόξο δεν εχρησιμοποιείτο εφέρετο σε τοξοθήκη η οποία ωνομάζετο “γορητός” ( Ομ. Οδ. Φ 54 ) συνώνυμον της “φαρέτρας” όπου εφυλάσσοντο τα βέλη.
Τέτοιες τοξοθήκες αναπαριστώνται στα γλυπτά της Περσεπόλεως με εξαιρετική λεπτομέρεια. Έναν τέτοιο ‘γορυτό’ βλέπουμε ανάγλυφο και στο Μουσείο Pio-Clementino.
Η φαρέτρα ήταν μία σκύτινη θήκη στην οποία εφυλάσσοντο μόνον βέλη, συνήθως 10-15. Οι Έλληνες την κρεμούσαν στην πλάτη με το στόμιό της προς τον δεξιό ώμο μέσω ενός ιμάντα τον οποίο καλούσαν “τελαμώνα”, ενώ, οι βάρβαροι την κρεμούσαν
στην ζώνη προς την αριστερή οσφύ ( Ηρδ. Β 141, Ζ 61 ).
Συχνά η φαρέτρα έκλεινε με σκέπασμα “πώμα”, Ομ. Ιλ. Δ 116, Οδ. Θ 3,14 ) και κάποιες από αυτές άνοιγαν και από τα δύο άκρα τους “αμφηρεφείς” .
Το ΒΕΛΟΣ αποτελείτο από την “αιχμή”, τον “ξυστό”, την “πτέρυγα” και την "γλυφίδα", μήκους 50 έως 60 εκ. Η αιχμή ήταν χάλκινη , “χαλκήρη” την αποκαλεί ο Όμηρος στην Ιλιάδα, Ε 662 ) . Υπήρχε η συνήθεια της “βαφής” των αιχμών με δηλητήριο και ο Οδυσσέας πηγαίνει στους Θεσπρωτούς για να προμηθευθεί αυτό το “ανδροφόνο φάρμακο” ( Ομήρου Οδύσσεια α, στιχ. 261-263) .
Σε ό,τι αφορά στην στάση τοξεύσεως μας δίνει πληροφορίες τμήμα γλυπτού από το
σύμπλεγμα του Ναού της Αίγινας το οποίο φυλάσσεται στο Μόναχο. Η στάση αυτή, ημιγονυπετής, υπαγορεύονταν από τις ανάγκες προφυλάξεως του βάλλοντος και τον περιορισμό της εκθέσεώς του στις εχθρικές βολές.
"......ο πολύβουλος στο μεταξύ Οδυσσέας,το μέγα του δοξάρι ως φούχτωσε και το 'δε ολούθε γύρα,
σαν τραγουδάρης, που᾿ ναι η τέχνη του να παίζει την κιθάρα
και δένει από τις δυο τις άκρες της αρνιού στριμμένη κόρδα
και στο καινούργιο της την τάνυσε στριφτάρι δίχως κόπο,
όμοια ο Οδυσσέας ετάνυσε εύκολα το μέγα του δοξάρι'
Ο ΟΜΗΡΟΣ στην ΙΛΙΑΔΑ χρησιμοποιεί για το τόξο τα επίθετα “καμπύλον” ( ραψ. Γ 17 ), “κυκλοτερές” ( ραψ.Δ 124 ),
“αγγύλον” ( ραψ.Ε 209 ), “παλίντονον” ( ραψ.Θ 266 ), ενώ την προετοιμασία για βολή την εκφράζει ως “τόξου πήχυν ανέλκειν” ( ραψ. Λ 375 ) και “τανυομένης της νευράς συνεκάμπτετο το τόξον εις σχήμα ημικυκλίου” ( ραψ. Δ 123-124 ).
Για το τέντωμα της χορδής χρησιμοποιεί τις φράσεις “τόξα
τιταίνειν” ( ραψ.Ε 97 και Θ 266 ) και “τόξον έλκειν” ( ραψ. Λ 582 ) .
Όταν το τόξο δεν εχρησιμοποιείτο εφέρετο σε τοξοθήκη η οποία ωνομάζετο “γορητός” ( Ομ. Οδ. Φ 54 ) συνώνυμον της “φαρέτρας” όπου εφυλάσσοντο τα βέλη.
Τέτοιες τοξοθήκες αναπαριστώνται στα γλυπτά της Περσεπόλεως με εξαιρετική λεπτομέρεια. Έναν τέτοιο ‘γορυτό’ βλέπουμε ανάγλυφο και στο Μουσείο Pio-Clementino.
Η φαρέτρα ήταν μία σκύτινη θήκη στην οποία εφυλάσσοντο μόνον βέλη, συνήθως 10-15. Οι Έλληνες την κρεμούσαν στην πλάτη με το στόμιό της προς τον δεξιό ώμο μέσω ενός ιμάντα τον οποίο καλούσαν “τελαμώνα”, ενώ, οι βάρβαροι την κρεμούσαν
στην ζώνη προς την αριστερή οσφύ ( Ηρδ. Β 141, Ζ 61 ).
Συχνά η φαρέτρα έκλεινε με σκέπασμα “πώμα”, Ομ. Ιλ. Δ 116, Οδ. Θ 3,14 ) και κάποιες από αυτές άνοιγαν και από τα δύο άκρα τους “αμφηρεφείς” .
Το ΒΕΛΟΣ αποτελείτο από την “αιχμή”, τον “ξυστό”, την “πτέρυγα” και την "γλυφίδα", μήκους 50 έως 60 εκ. Η αιχμή ήταν χάλκινη , “χαλκήρη” την αποκαλεί ο Όμηρος στην Ιλιάδα, Ε 662 ) . Υπήρχε η συνήθεια της “βαφής” των αιχμών με δηλητήριο και ο Οδυσσέας πηγαίνει στους Θεσπρωτούς για να προμηθευθεί αυτό το “ανδροφόνο φάρμακο” ( Ομήρου Οδύσσεια α, στιχ. 261-263) .
Σε ό,τι αφορά στην στάση τοξεύσεως μας δίνει πληροφορίες τμήμα γλυπτού από το
σύμπλεγμα του Ναού της Αίγινας το οποίο φυλάσσεται στο Μόναχο. Η στάση αυτή, ημιγονυπετής, υπαγορεύονταν από τις ανάγκες προφυλάξεως του βάλλοντος και τον περιορισμό της εκθέσεώς του στις εχθρικές βολές.
σαν τραγουδάρης, που᾿ ναι η τέχνη του να παίζει την κιθάρα
και δένει από τις δυο τις άκρες της αρνιού στριμμένη κόρδα
και στο καινούργιο της την τάνυσε στριφτάρι δίχως κόπο,
όμοια ο Οδυσσέας ετάνυσε εύκολα το μέγα του δοξάρι'
μετά την κόρδα του δοκίμασε με το δεξιό του χέρι,
κι εκείνη αχό γλυκόν ανάδωκε, σα να 'ταν χελιδόνα.
Αγκούσα τους μνηστήρες πλάκωσε και χλώμιασε η θωριά τους'
κι ο Δίας βαριά ψηλάθε βρόντηξε, για τους θνητούς σημάδι'
κι ο αρχοντογέννητος, πολύπαθος το χάρηκε Οδυσσέας,
που ο γιος του Κρόνου του δολόπλοκου σημάδι του 'χε στείλει,
και τη σαγίτα αρπάει, που δίπλα του βρισκόταν στο τραπέζι
γυμνή᾿ τι οι επίλοιπες απόμεναν στο σαϊτολόγο ακόμα —
κι αυτές σε λίγο θα τις ένιωθαν οι Αργίτες στο κορμί τους'
κι ως το δοξάρι του μεσόπιασε, χορδή κι αγκίδια σέρνει,
κι απ᾿ το θρονί του, σημαδεύοντας γραμμή μπροστά, τη ρίχνει
καθούμενος᾿ κι ουτ᾿ ένα ξέσφαλε πελέκι, από την πρώτη
τρύπα περνώντας, η χαλκόβαρη σαγίτα, μον᾿ τα διάβη
μιαν άκρη ως άλλη᾿ ....." ΡΑΨ. φ, στιχ 404-424
κι εκείνη αχό γλυκόν ανάδωκε, σα να 'ταν χελιδόνα.
Αγκούσα τους μνηστήρες πλάκωσε και χλώμιασε η θωριά τους'
κι ο Δίας βαριά ψηλάθε βρόντηξε, για τους θνητούς σημάδι'
κι ο αρχοντογέννητος, πολύπαθος το χάρηκε Οδυσσέας,
που ο γιος του Κρόνου του δολόπλοκου σημάδι του 'χε στείλει,
και τη σαγίτα αρπάει, που δίπλα του βρισκόταν στο τραπέζι
γυμνή᾿ τι οι επίλοιπες απόμεναν στο σαϊτολόγο ακόμα —
κι αυτές σε λίγο θα τις ένιωθαν οι Αργίτες στο κορμί τους'
κι ως το δοξάρι του μεσόπιασε, χορδή κι αγκίδια σέρνει,
κι απ᾿ το θρονί του, σημαδεύοντας γραμμή μπροστά, τη ρίχνει
καθούμενος᾿ κι ουτ᾿ ένα ξέσφαλε πελέκι, από την πρώτη
τρύπα περνώντας, η χαλκόβαρη σαγίτα, μον᾿ τα διάβη
μιαν άκρη ως άλλη᾿ ....." ΡΑΨ. φ, στιχ 404-424
Τὸ σαΐτεμα
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαὶ χαμήλωσες, ὦ Φοῖβε, ἀπὸ τὰ ὕψη
τῶν Ὀλύμπων τῶν ἁγνῶν
πρὸς τοῦ χαύνου τὴν πατρίδα,
πρὸς τὴ χώρα τῶν ὀκνῶν.
Κ᾿ ἔπαιξες τὴ λύρα, ἀνάβρυσμα
παναρμονικῶν πηγῶν!
Λόγια σ᾿ ἀπαντήσανε βαρήκοων
καὶ περίγελα τυφλῶν.
Τότε, σὰ νὰ γύρευες τὴν πλάση
νὰ λυτρώσης ἀπὸ μόλυσμα,
κι ἀπ᾿ τ᾿ ἀκάθαρτα ὅλα τὸν ἀέρα,
ἔρριξες τὴ λύρα, κ᾿ ἔγινες
σαϊτευτής, καὶ τὰ σαΐτεψες
τῶν ἀνοήτων τὰ κοπάδια πέρα ὡς πέρα!Κ.ΠΑΛΑΜΑΣ