ΡΑΨ. ψ ΟΔΥΣΣΕΩΣ ΥΠΟ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΜΟΣ
Και τότε ολόχαρη η γερόντισσα ψηλά στο ανώγι ανέβημε γόνατα γοργοτρεχάμενα, με πόδια που σκόνταβαν,να πάει στη ρήγισσα το μήνυμα, πως έφτασε ο καλός της'κι ως στάθη πάνω απ᾿ το κεφάλι της, τα λόγια αυτά της είπε:Για ξύπνα, Πηνελόπη κόρη μου, τα μάτια σου να ιδούνεό,τι καιρούς και χρόνια αδιάκοπα λαχτάριζε η καρδιά σου!Ήρθε ο Οδυσσέας, στο σπίτι του έφτασε, κι ας είχε αργήσει τόσο,και τους μνηστήρες όλους σκότωσε τους άνομους, που έτρωγαντο βιος του, ρήμαζαν το σπίτι του και παίδευαν το γιο του.»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη της αποκρίθη κι είπε:«Κυρούλα, τα μυαλά σου εσήκωσαν τώρα οι θεοί᾿ μπορούνεμαθές και τον περίσσια φρόνιμο ν᾿ αποτρελάνουν τούτοι,μπορούν ακόμα και στον άμυαλο να δώσουν φρονιμάδα.Αυτοί είναι που το νου σου εσάλεψαν πριν ήσουν μυαλωμένη.
Κι η Ευρύκλεια η βάγια απηλογήθηκε και τέτοια της μιλούσε:«Δεν παίζω εγώ μαζί σου, κόρη μου, μον᾿ είπα την αλήθεια'ήρθε ο Οδυσσέας, στο σπίτι του έφτασε, καθώς με ακούς μπροστάσου:κείνος ο ξένος, που στο σπίτι μας τον αψηφούσαν όλοι!
Μον᾿ έλα, ακλούθα μου, να πάρετε μαζί κι οι δυο στα φρένα,τρανή χαρά, γιατί τραβήξατε περίσσια αλήθεια πάθη'μα η προσμονή σας η πολύχρονη πια πήρε τέλος τώρα'.
Κατέχεις όλοι ποια θα νιώθαμε χαρά, κι εγώ περίσσια,μαζί κι ο γιος μας ο Τηλέμαχος, αν πρόβελνε μπροστά μας.Όμως σωστός δεν είναι ο λόγος σου κι αυτά που ξαφηγιέσαι'κάποιος αθάνατος θα σκότωσε τους αντρειανούς μνηστήρες,για τ᾿ άνομά τους τα φερσίματα και τ᾿ άδικά τους έργα.
Κι ως προχώρησε και διάβη το κατώφλι,αντικριστά του πήγε κάθισε, στο αντίφεγγα της φλόγας,στον άλλο τοίχο᾿ κείνος κάθουνταν πλάι στην ψηλή κολόναμε κεφαλή σκυφτή, και πρόσμενε, μια και τον είδε ομπρός της,την ώρα που η τρανή γυναίκα του θα του μιλούσε πρώτη.Μα αυτή βουβή πολληώρα εκάθουνταν και τα 'χε σα χαμένα,και μια τον θώρειε καταπρόσωπα στυλώνοντας τα μάτια,και μια καθόλου δεν τον γνώριζε ντυμένο στα κουρέλια.Τότε ο Τηλέμαχος της μίλησε βαριά αποπαίρνοντάς τη:«Μάνα κακόμανα, που ανήμερη καρδιά στα στήθη κρύβεις!Και πως κρατιέσαι από τον κύρη μου μακριά και δε ζυγώνειςνα κάτσεις πλάι του, τα ρωτήματα να πιάσεις και τα λόγια;
Δε βρίσκεται άλλη τόσο αλύγιστη γυναίκα, να τραβιέταιμακριά απ᾿ τον άντρα της, που ως έσυρε στα ξένα μύρια πάθη,στα είκοσι χρόνια ξαναγύρισε στη γη την πατρική του.Μα είναι η καρδιά σου λέω πιο αμάλαγη κι από την πέτρα ακόμα!»Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνώντας του αποκρίθη:Γιε μου, η καρδιά βαθιά στα στήθη μου χαμένα τα 'χει τώρα᾿λόγο να πω δεν έχω ανάκαρα μηδέ και να ρωτήσω,μηδέ και να τον δω κατάματα. Μα αν είναι αλήθεια εκείνος,που τώρα διάγειρε στο σπίτι του, το δίχως άλλο οι δυο μαςθα γνωριστούμε, και καλύτερα᾿ τι βρίσκουνται σημάδια,που μόνο εμείς οι δυο κατέχουμε, κρυφά απ᾿ τους άλλους όλους.»Αυτά είπε εκείνη, κι αχνογέλασε τότε ο Οδυσσέας ο θείος,και στον Τηλέμαχο ο πολύπαθος γυρνώντας του μιλούσε:«Τηλέμαχε, άσε τη μητέρα σου δω μέσα να με βάλεισε δοκιμή᾿ πολύ καλύτερα σε λίγο θα με μάθει.
Εγώ να σου την πω τη γνώμη μου, την πιο σωστή που ξέρω᾿λουστείτε πρώτα πρώτα, αλλάξετε και γιορτινά ντυθείτε,και βάλτε του σπιτιού τις δούλες μας να στολιστούν, κι εκείνες'κι ο τραγουδάρης την ψιλόφωνη κιθάρα του κρατώντας να πάρειτο σκοπό, χαρούμενο χορό να στήσετε όλοι'κάποιος να πει πως γάμος γίνεται, γρικώντας σας απόξω,για στρατοκόπος που προσδιάβηκε για κι οι γειτόνοι γύρα'μην ξεχυθεί κι απλώσει το άκουσμα στο κάστρο, πως χαθήκανόλοι οι μνηστήρες, πριν προλάβουμε να βγούμε εμείς, να πάμεόξω στο χτήμα το πολύδεντρο, κι εκεί να στοχαστούμε όποια βουλή του Ολύμπου ο κύβερνος μας δώσει για καλό μας.»Είπε ο Οδυσσέας, κι αυτοί στο λόγο του μετά χαράς συγκλίνανλούστηκαν πρώτα πρώτα κι άλλαξαν και γιορτινά ντύθηκαν,στολίστηκαν κι οι δούλες᾿ παίρνοντας τη βαθουλή κιθάρακι ο θείος τραγουδιστής στα στήθη τους ξεσήκωσε τον πόθο να στήσουν αψεγάδιαστο, γλυκά να τραγουδήσουν.Κι απ᾿ των ποδιών τους χτύπους το τρανό παλάτι αντιδονούσε,καθώς χόρευαν οι ομορφόζωστες γυναίκες με τους άντρες'και τούτα λέγαν όσοι διάβαιναν γρικώντας τους άπόξω:«Κάποιος παντρεύτη τη βασίλισσα την πολυγυρεμένη, κι ουδέ το αποδυνάστη η ανέσπλαχνη του αντρός της ν᾿ αφεντέψει.τα σπίτια ως τέλος, απαντέχοντας ως να διαγείρει εκείνος.»Τέτοια αναθίβαναν δεν κάτεχαν μαθές το τι είχε γίνει.Την ώρα αυτή ο Οδυσσέας ο αντρόκαρδος στο σπίτι του απ᾿ ταχέριατης Ευρυνόμης της κελάρισσας ελούστη κι εμυρώθη᾿ κι ουδέ το αποδυνάστη η ανέσπλαχνη του αντρός της ν᾿ αφεντέψει.τα σπίτια ως τέλος, απαντέχοντας ως να διαγείρει εκείνος.»Τέτοια αναθίβαναν δεν κάτεχαν μαθές το τι είχε γίνει.Την ώρα αυτή ο Οδυσσέας ο αντρόκαρδος στο σπίτι του απ᾿ ταχέριατης Ευρυνόμης της κελάρισσας ελούστη κι εμυρώθη᾿
Κι ως πίσω στο θρονί του εκάθισε, που λίγο πριν καθόταν αντικριστά με τη γυναίκα του, κινούσε λόγια κι είπε:«Καημένη, απ᾿ όλες όσες βρίσκουνται γυναίκες μόνο εσένα οι αθάνατοι του Ολύμπου αμάλαγη καρδιά στα στήθη έβαλαν!Δε βρίσκεται άλλη τόσο αλύγιστη γυναίκα, να τραβιέταιμακριά απ᾿ τον άντρα της, που ως έσυρε στα ξένα μύρια πάθη,στα είκοσι χρόνια ξαναγύρισε στη γη την πατρική του.Μον᾿ έλα, καλομάνα, στρώσε μου την κλίνη, να πλαγιάσωμονάχος καν, τι τούτη σιδερή καρδιά στα στήθη κρύβει.»Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη του απηλογήθη κι είπε:«Καημένε, δε μεγαλοπιάνουμαι κι ουδέ αψηφώ κανένα κι ουδέ ξαφνίζουμαι᾿ τη θύμηση κρατώ πως ήσουν τότε,σαν έφευγες με το μακρόκουπο καράβι απ᾿ την Ιθάκη.Μον᾿ έλα, Ευρύκλεια, το κλινάρι του γοργά να στρώσεις όξωαπ᾿ την καλόχτιστή μας κάμαρα, που 'χε μονάχος χτίσει'όξω τη στέρια κλίνη σύρτε του, και βάλτε και στρωσίδια,....
Γυναίκα, αλήθεια, αυτός ο λόγος σου μες στην καρδιά με αγγίζει!Ποιος το κλινάρι μετασάλεψε; Καλός τεχνίτης να 'ταν, και πάλε θα του 'ρχόταν δύσκολο! Μόνο θεός μπορούσε,αν ήθελε, να 'ρθεί κι ανέκοπα να το μετασαλέψει.Μα απ᾿ τους θνητούς που ζουν δε γίνεται τη θέση να του αλλάξεικανείς, κι ας είναι απά στα νιάτα του᾿ το τορνευτό κλινάριτρανό σημάδι κρύβει᾿ τα 'φτιαξαν τα χέρια τα δικά μου. Φύτρωνε δέντρο, ελιά στενόφυλλη, μες στον αυλόγυρο μας,ξεπεταμένο κι ολοφούντωτο, χοντρό σα μια κολόνα.Και πήρα κι έχτισα τρογύρα του την κάμαρα με πέτρεςπυκνές ως πάνω, και τη σκέπασα καλά καλά με στέγη'κι αφού της πέρασα πορτόφυλλα καλαρμοσμένα, στεριά, έκοψα απάνω της στενόφυλλης ελιάς κλαδιά και φούντα,και τον κορμό απ᾿ τη ρίζα κλάδεψα, προσεχτικά, πιδέξιαμε το σκεπάρνι πελεκώντας τον, με στάφνη ισιώνοντας τον,κλινόποδο να γένει, κι άνοιξα με το τρυπάνι τρύπες.Κει πάνω το κλινάρι εστήριξα, καλά πλανίζοντας το, και με το μάλαμα το πλούμισα, το φίλντισι, το ασήμι!τέλος λουριά από βόδι ετάνυσα, που απ᾿ την πορφύρα άστραφταν.Το μυστικό σου το φανέρωσα σημάδι, μα δεν ξέρωαν το κλινάρι ακόμα στέκεται, γυναίκα, για κανέναςτο λιόδεντρο απ᾿ τη ρίζα του 'κοψε και του άλλαξε τη θέση.»
H ΑΘΗΝΑ ΟΔΗΓΕΙ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΤΟ ΝΥΦΙΚΟ ΚΡΕΒΒΑΤΙ PALAZZO MILZETTI GIANI FELICE RAVENNA FAENZA 1802-1805
Αυτά είπε, κι εκείνης τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά της,τ᾿ αλάθευτα σημάδια ως γνώρισε στα λόγια του Οδυσσέα'και χύθη ομπρός θρηνώντας, έριξε τα δυο της χέρια γύρωστυυ αντρός της το λαιμό, του φίλησε την κεφαλή και του 'πε:«Μη μου κακιώνεις! Σέ όλα το 'δειξες το πιο ξύπνο πως έχεις μυαλό, Οδυσσέα! Μα αλήθεια βάσανα πολλά οι θεοί μας δώκαν,που ζούλεψαν και δε μας αφήκαν τη νιότη να χαρούμεο ένας του άλλου και να γεράσουμε μαζί συντροφεμένοι.Όμως αλήθεια μην οργίζεσαι και μη χολιας μαζί μου,που μόλις σ᾿ είδα, την αγάπη μου δε σου 'δειξα σαν τώρα' ποτέ η καρδιά μαθές στα στήθη μου δεν έπαψε να τρέμει,μην έρθει κάποιος με τα λόγια του θνητός και με πλανέσει'τι άνομα κέρδη να σοφίζουνται πολλούς θα βρεις στον κόσμο.
O ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ PRIMATICCIO Francesco ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΟΥΒΡΟΥ
Η Αυγή θα πρόβαινε η χρυσόθρονη κι ακόμα θα θρηνούσαν,αν η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, δέ στοχαζόταν άλλα:Τη Νύχτα αντίσκοψε στα πέρατα της δύσης, να μακρύνει,και την Αυγή τη ροδοδάχτυλη στον Ωκεανό κρατούσε,κι ουδέ να ζέψει τα γοργόφτερα πουλάρια της, το Λάμποκαι το Φαέθοντα, την άφηνε, στη γη το φως να φέρουν.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ 1563 FRANCESCO PRIMATICCIO Toledo, Museum of Art
Κι εκείνοι οι δυό, σαν πια αποχόρτασαν γλυκό φιλί κι αγκάλη,κινούσαν την κουβέντα ολόχαροι, κι ο ένας του άλλου ιστορούσαν,αυτή όσα τράβηξε στο σπίτι τους, των γυναικών το θάμα,κάθε στιγμή τους πολυμίσητους μνηστήρες ν᾿ αντικρίζει,που απ᾿ αφορμή της πλήθος έσφαζαν αρνιά παχιά και βόδια,κι ακόμα βγάζαν αλογάριαστο κρασί από τα πιθάρια᾿κι από την άλλη ο αρχοντογέννητος της έλεγε Oδυσσέαςτα πάντα πόσες πίκρες έδωκε στους άλλους, πόσα ατός τουέσυρε βάσανα᾿ κι αγάλλουνταν εκείνη ακούγοντας τον,κι ο ύπνος δε σφράγιζε τα μάτια της, πριν της τα πει ως την άκρη.
Η ΕΥΡΥΚΛΕΙΑ ΞΥΠΝΑΕΙ ΤΗΝ ΠΗΝΕΛΟΠΗ Angelica Kauffman 1772 ΙΔ.ΣΥΛ
Και τότε ολόχαρη η γερόντισσα ψηλά στο ανώγι ανέβημε γόνατα γοργοτρεχάμενα, με πόδια που σκόνταβαν,να πάει στη ρήγισσα το μήνυμα, πως έφτασε ο καλός της'κι ως στάθη πάνω απ᾿ το κεφάλι της, τα λόγια αυτά της είπε:Για ξύπνα, Πηνελόπη κόρη μου, τα μάτια σου να ιδούνεό,τι καιρούς και χρόνια αδιάκοπα λαχτάριζε η καρδιά σου!Ήρθε ο Οδυσσέας, στο σπίτι του έφτασε, κι ας είχε αργήσει τόσο,και τους μνηστήρες όλους σκότωσε τους άνομους, που έτρωγαντο βιος του, ρήμαζαν το σπίτι του και παίδευαν το γιο του.»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη της αποκρίθη κι είπε:«Κυρούλα, τα μυαλά σου εσήκωσαν τώρα οι θεοί᾿ μπορούνεμαθές και τον περίσσια φρόνιμο ν᾿ αποτρελάνουν τούτοι,μπορούν ακόμα και στον άμυαλο να δώσουν φρονιμάδα.Αυτοί είναι που το νου σου εσάλεψαν πριν ήσουν μυαλωμένη.
Κι η Ευρύκλεια η βάγια απηλογήθηκε και τέτοια της μιλούσε:«Δεν παίζω εγώ μαζί σου, κόρη μου, μον᾿ είπα την αλήθεια'ήρθε ο Οδυσσέας, στο σπίτι του έφτασε, καθώς με ακούς μπροστάσου:κείνος ο ξένος, που στο σπίτι μας τον αψηφούσαν όλοι!
Μον᾿ έλα, ακλούθα μου, να πάρετε μαζί κι οι δυο στα φρένα,τρανή χαρά, γιατί τραβήξατε περίσσια αλήθεια πάθη'μα η προσμονή σας η πολύχρονη πια πήρε τέλος τώρα'.
Κατέχεις όλοι ποια θα νιώθαμε χαρά, κι εγώ περίσσια,μαζί κι ο γιος μας ο Τηλέμαχος, αν πρόβελνε μπροστά μας.Όμως σωστός δεν είναι ο λόγος σου κι αυτά που ξαφηγιέσαι'κάποιος αθάνατος θα σκότωσε τους αντρειανούς μνηστήρες,για τ᾿ άνομά τους τα φερσίματα και τ᾿ άδικά τους έργα.
Κι ως προχώρησε και διάβη το κατώφλι,αντικριστά του πήγε κάθισε, στο αντίφεγγα της φλόγας,στον άλλο τοίχο᾿ κείνος κάθουνταν πλάι στην ψηλή κολόναμε κεφαλή σκυφτή, και πρόσμενε, μια και τον είδε ομπρός της,την ώρα που η τρανή γυναίκα του θα του μιλούσε πρώτη.Μα αυτή βουβή πολληώρα εκάθουνταν και τα 'χε σα χαμένα,και μια τον θώρειε καταπρόσωπα στυλώνοντας τα μάτια,και μια καθόλου δεν τον γνώριζε ντυμένο στα κουρέλια.Τότε ο Τηλέμαχος της μίλησε βαριά αποπαίρνοντάς τη:«Μάνα κακόμανα, που ανήμερη καρδιά στα στήθη κρύβεις!Και πως κρατιέσαι από τον κύρη μου μακριά και δε ζυγώνειςνα κάτσεις πλάι του, τα ρωτήματα να πιάσεις και τα λόγια;
Δε βρίσκεται άλλη τόσο αλύγιστη γυναίκα, να τραβιέταιμακριά απ᾿ τον άντρα της, που ως έσυρε στα ξένα μύρια πάθη,στα είκοσι χρόνια ξαναγύρισε στη γη την πατρική του.Μα είναι η καρδιά σου λέω πιο αμάλαγη κι από την πέτρα ακόμα!»Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνώντας του αποκρίθη:Γιε μου, η καρδιά βαθιά στα στήθη μου χαμένα τα 'χει τώρα᾿λόγο να πω δεν έχω ανάκαρα μηδέ και να ρωτήσω,μηδέ και να τον δω κατάματα. Μα αν είναι αλήθεια εκείνος,που τώρα διάγειρε στο σπίτι του, το δίχως άλλο οι δυο μαςθα γνωριστούμε, και καλύτερα᾿ τι βρίσκουνται σημάδια,που μόνο εμείς οι δυο κατέχουμε, κρυφά απ᾿ τους άλλους όλους.»Αυτά είπε εκείνη, κι αχνογέλασε τότε ο Οδυσσέας ο θείος,και στον Τηλέμαχο ο πολύπαθος γυρνώντας του μιλούσε:«Τηλέμαχε, άσε τη μητέρα σου δω μέσα να με βάλεισε δοκιμή᾿ πολύ καλύτερα σε λίγο θα με μάθει.
Εγώ να σου την πω τη γνώμη μου, την πιο σωστή που ξέρω᾿λουστείτε πρώτα πρώτα, αλλάξετε και γιορτινά ντυθείτε,και βάλτε του σπιτιού τις δούλες μας να στολιστούν, κι εκείνες'κι ο τραγουδάρης την ψιλόφωνη κιθάρα του κρατώντας να πάρειτο σκοπό, χαρούμενο χορό να στήσετε όλοι'κάποιος να πει πως γάμος γίνεται, γρικώντας σας απόξω,για στρατοκόπος που προσδιάβηκε για κι οι γειτόνοι γύρα'μην ξεχυθεί κι απλώσει το άκουσμα στο κάστρο, πως χαθήκανόλοι οι μνηστήρες, πριν προλάβουμε να βγούμε εμείς, να πάμεόξω στο χτήμα το πολύδεντρο, κι εκεί να στοχαστούμε όποια βουλή του Ολύμπου ο κύβερνος μας δώσει για καλό μας.»Είπε ο Οδυσσέας, κι αυτοί στο λόγο του μετά χαράς συγκλίνανλούστηκαν πρώτα πρώτα κι άλλαξαν και γιορτινά ντύθηκαν,στολίστηκαν κι οι δούλες᾿ παίρνοντας τη βαθουλή κιθάρακι ο θείος τραγουδιστής στα στήθη τους ξεσήκωσε τον πόθο να στήσουν αψεγάδιαστο, γλυκά να τραγουδήσουν.Κι απ᾿ των ποδιών τους χτύπους το τρανό παλάτι αντιδονούσε,καθώς χόρευαν οι ομορφόζωστες γυναίκες με τους άντρες'και τούτα λέγαν όσοι διάβαιναν γρικώντας τους άπόξω:«Κάποιος παντρεύτη τη βασίλισσα την πολυγυρεμένη, κι ουδέ το αποδυνάστη η ανέσπλαχνη του αντρός της ν᾿ αφεντέψει.τα σπίτια ως τέλος, απαντέχοντας ως να διαγείρει εκείνος.»Τέτοια αναθίβαναν δεν κάτεχαν μαθές το τι είχε γίνει.Την ώρα αυτή ο Οδυσσέας ο αντρόκαρδος στο σπίτι του απ᾿ ταχέριατης Ευρυνόμης της κελάρισσας ελούστη κι εμυρώθη᾿ κι ουδέ το αποδυνάστη η ανέσπλαχνη του αντρός της ν᾿ αφεντέψει.τα σπίτια ως τέλος, απαντέχοντας ως να διαγείρει εκείνος.»Τέτοια αναθίβαναν δεν κάτεχαν μαθές το τι είχε γίνει.Την ώρα αυτή ο Οδυσσέας ο αντρόκαρδος στο σπίτι του απ᾿ ταχέριατης Ευρυνόμης της κελάρισσας ελούστη κι εμυρώθη᾿
Κι ως πίσω στο θρονί του εκάθισε, που λίγο πριν καθόταν αντικριστά με τη γυναίκα του, κινούσε λόγια κι είπε:«Καημένη, απ᾿ όλες όσες βρίσκουνται γυναίκες μόνο εσένα οι αθάνατοι του Ολύμπου αμάλαγη καρδιά στα στήθη έβαλαν!Δε βρίσκεται άλλη τόσο αλύγιστη γυναίκα, να τραβιέταιμακριά απ᾿ τον άντρα της, που ως έσυρε στα ξένα μύρια πάθη,στα είκοσι χρόνια ξαναγύρισε στη γη την πατρική του.Μον᾿ έλα, καλομάνα, στρώσε μου την κλίνη, να πλαγιάσωμονάχος καν, τι τούτη σιδερή καρδιά στα στήθη κρύβει.»Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη του απηλογήθη κι είπε:«Καημένε, δε μεγαλοπιάνουμαι κι ουδέ αψηφώ κανένα κι ουδέ ξαφνίζουμαι᾿ τη θύμηση κρατώ πως ήσουν τότε,σαν έφευγες με το μακρόκουπο καράβι απ᾿ την Ιθάκη.Μον᾿ έλα, Ευρύκλεια, το κλινάρι του γοργά να στρώσεις όξωαπ᾿ την καλόχτιστή μας κάμαρα, που 'χε μονάχος χτίσει'όξω τη στέρια κλίνη σύρτε του, και βάλτε και στρωσίδια,....
Γυναίκα, αλήθεια, αυτός ο λόγος σου μες στην καρδιά με αγγίζει!Ποιος το κλινάρι μετασάλεψε; Καλός τεχνίτης να 'ταν, και πάλε θα του 'ρχόταν δύσκολο! Μόνο θεός μπορούσε,αν ήθελε, να 'ρθεί κι ανέκοπα να το μετασαλέψει.Μα απ᾿ τους θνητούς που ζουν δε γίνεται τη θέση να του αλλάξεικανείς, κι ας είναι απά στα νιάτα του᾿ το τορνευτό κλινάριτρανό σημάδι κρύβει᾿ τα 'φτιαξαν τα χέρια τα δικά μου. Φύτρωνε δέντρο, ελιά στενόφυλλη, μες στον αυλόγυρο μας,ξεπεταμένο κι ολοφούντωτο, χοντρό σα μια κολόνα.Και πήρα κι έχτισα τρογύρα του την κάμαρα με πέτρεςπυκνές ως πάνω, και τη σκέπασα καλά καλά με στέγη'κι αφού της πέρασα πορτόφυλλα καλαρμοσμένα, στεριά, έκοψα απάνω της στενόφυλλης ελιάς κλαδιά και φούντα,και τον κορμό απ᾿ τη ρίζα κλάδεψα, προσεχτικά, πιδέξιαμε το σκεπάρνι πελεκώντας τον, με στάφνη ισιώνοντας τον,κλινόποδο να γένει, κι άνοιξα με το τρυπάνι τρύπες.Κει πάνω το κλινάρι εστήριξα, καλά πλανίζοντας το, και με το μάλαμα το πλούμισα, το φίλντισι, το ασήμι!τέλος λουριά από βόδι ετάνυσα, που απ᾿ την πορφύρα άστραφταν.Το μυστικό σου το φανέρωσα σημάδι, μα δεν ξέρωαν το κλινάρι ακόμα στέκεται, γυναίκα, για κανέναςτο λιόδεντρο απ᾿ τη ρίζα του 'κοψε και του άλλαξε τη θέση.»
H ΑΘΗΝΑ ΟΔΗΓΕΙ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΤΟ ΝΥΦΙΚΟ ΚΡΕΒΒΑΤΙ PALAZZO MILZETTI GIANI FELICE RAVENNA FAENZA 1802-1805
Αυτά είπε, κι εκείνης τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά της,τ᾿ αλάθευτα σημάδια ως γνώρισε στα λόγια του Οδυσσέα'και χύθη ομπρός θρηνώντας, έριξε τα δυο της χέρια γύρωστυυ αντρός της το λαιμό, του φίλησε την κεφαλή και του 'πε:«Μη μου κακιώνεις! Σέ όλα το 'δειξες το πιο ξύπνο πως έχεις μυαλό, Οδυσσέα! Μα αλήθεια βάσανα πολλά οι θεοί μας δώκαν,που ζούλεψαν και δε μας αφήκαν τη νιότη να χαρούμεο ένας του άλλου και να γεράσουμε μαζί συντροφεμένοι.Όμως αλήθεια μην οργίζεσαι και μη χολιας μαζί μου,που μόλις σ᾿ είδα, την αγάπη μου δε σου 'δειξα σαν τώρα' ποτέ η καρδιά μαθές στα στήθη μου δεν έπαψε να τρέμει,μην έρθει κάποιος με τα λόγια του θνητός και με πλανέσει'τι άνομα κέρδη να σοφίζουνται πολλούς θα βρεις στον κόσμο.
O ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ PRIMATICCIO Francesco ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΟΥΒΡΟΥ
Η Αυγή θα πρόβαινε η χρυσόθρονη κι ακόμα θα θρηνούσαν,αν η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, δέ στοχαζόταν άλλα:Τη Νύχτα αντίσκοψε στα πέρατα της δύσης, να μακρύνει,και την Αυγή τη ροδοδάχτυλη στον Ωκεανό κρατούσε,κι ουδέ να ζέψει τα γοργόφτερα πουλάρια της, το Λάμποκαι το Φαέθοντα, την άφηνε, στη γη το φως να φέρουν.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ 1563 FRANCESCO PRIMATICCIO Toledo, Museum of Art
Κι εκείνοι οι δυό, σαν πια αποχόρτασαν γλυκό φιλί κι αγκάλη,κινούσαν την κουβέντα ολόχαροι, κι ο ένας του άλλου ιστορούσαν,αυτή όσα τράβηξε στο σπίτι τους, των γυναικών το θάμα,κάθε στιγμή τους πολυμίσητους μνηστήρες ν᾿ αντικρίζει,που απ᾿ αφορμή της πλήθος έσφαζαν αρνιά παχιά και βόδια,κι ακόμα βγάζαν αλογάριαστο κρασί από τα πιθάρια᾿κι από την άλλη ο αρχοντογέννητος της έλεγε Oδυσσέαςτα πάντα πόσες πίκρες έδωκε στους άλλους, πόσα ατός τουέσυρε βάσανα᾿ κι αγάλλουνταν εκείνη ακούγοντας τον,κι ο ύπνος δε σφράγιζε τα μάτια της, πριν της τα πει ως την άκρη.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗ FUSSLI HENRY 1802
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου