ΡΑΨΩΔΙΑ κ Τὰ περὶ Αἰόλου καὶ Λαιστρυγόνων καὶ Κίρκης.
Στῆς Αἰολίας τὸ νησὶ τότε ἤρθαμε, ποῦ ζοῦσε τοῦ Ἱππότη ὁ γιὸς ὁ Αἴολος, τῶν θεῶν ἀγαπημένος·
νησὶ πλεούμενο· χαλκὸς τειχὶ τὸ περιζώνει, γερὸ σὲ ὀρθὰ καὶ γλιστερὰ θεμελιωμένο βράχια.
Καὶ δώδεκα εἶχε αὐτὸς παιδιὰ μὲς στ' ὥριο του παλάτι, ἕξη κοπέλλες, κι ἕξη γιοὺς, τῆς ὥρας παλληκάρια.
Στὶς ἕξη θυγατέρες του δίνει γαμπροὺς τοὺς γιούς του, ποὺ ζοῦνε μὲ τὸν κύρη τους καὶ μὲ τὴν ἄξια μάνα, καὶ μύρια χαίρουνται μαζὶ πιοτὰ καὶ καλοφάγια. Ὁλήμερα γεμάτο ἀχὸ καὶ τσίκνα τὸ παλάτι,
κι ὁλονυχτὶς πλαγιάζουνε μὲ τὰ καλά τους ταίρια, πάνω σὲ μαλακὰ χαλιὰ καὶ σκαλιστὰ κρεβάτια.
Σ' αὐτῶν τὴ χώρα φτάσαμε καὶ τὰ λαμπρὰ παλάτια.
Μήνα μὲ ξενοφίλευαν καὶ καθετὶς ρωτοῦσαν, γιὰ τὸ Ἴλιο, γιὰ τοὺς Ἀχαιοὺς, τὰ πλοῖα, τὸ γυρισμό τους· κι ἐγὼ τοῦ τὰ δηγόμουνα μὲ τὴ σειρά καθένα.
Μὰ σὰν τοῦ ζήτησα κι ἐγὼ νὰ μὲ ξεπροβοδώση, ὄχι δὲν εἶπε, μόν' καλὴ προβόδωση μοῦ κάνει.
Ἔγδαρε βόδι ἐννιάχρονο, καὶ μοῦ 'δωσε τ' ἀσκί του μὲ κάθε ἀνέμου βουητεροῦ φυσήματα γεμάτο·
τὶ ὁ γιὸς τοῦ Κρόνου φύλακα τὸν εἶχε τῶν ἀνέμων, νὰ παύη ἢ νὰ σηκώνη αὐτὸς ὅποιον ἀγέρα θέλει.
Καὶ μ' ἀσημένιο τό 'δεσε μὲς στὸ καράβι νῆμα, ποὺ μήτε λίγο φύσημα ἀπεκεῖ νὰ μὴν ξεφεύγη·
καὶ μοῦ ἔβγαλε τὸ Ζέφυρο γιὰ νὰ καταβοδώση κι ἐμᾶς καῖ τᾶ καράβια μας· μὰ ὁ δρόμος νὰ τελειώση
δὲν ἔμελλε· τὶ ἀπ' ἀγνωσιὰ χαθήκαμε δική μας·
Μέρες ἐννιὰ ἀρμενίζαμε μερονυχτίς· στὶς δέκα ἀρχίζει πιὰ καὶ φαίνουνταν ἡ γῆς ἡ πατρική μου, καὶ τὶς φωτιὲς ξανοίγαμε ποὺ καῖγαν ἀντικρύ μας.
Τότες ἐγὼ γλυκόπεσα στὸν ὕπνο ἀποσταμένος, ποὺ κανενὸς δὲν ἄφηνα τοῦ καραβιοῦ τὴ σκότα,
μόνε ἴδιος μου τὴν κράταγα, πιὸ γλήγορα νὰ 'ρθοῦμε· κι ὅλοι οἱ συντρόφοι μου ἀρχινοῦν κι ἀναμεσά τους κρένουν, πὼς τάχα μάλαμα ἔφερνα κι ἀσημικὸ μαζί μου, τοῦ Αἰόλου τοῦ τρανόκαρδου τοῦ γιοῦ τοῦ Ἱππότη δῶρο.
Ο ΑΙΟΛΟΣ ΔΙΝΕΙ ΤΟ ΑΣΚΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΕΡΗΔΕΣ ΣΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ Isaac Moillon ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΣΣΕ LA VILLE DU MANS FRANCE
...........
“Πῶς ἦρθες ; τί κακοτυχιὰ σὲ βρῆκε, ὦ Ὀδυσσέα ; Πρόθυμα ἐμεῖς σὲ στείλαμε στῆς γῆς σου τὰ λημέρια, καὶ στὰ παλάτια, κι ὅπου ἀλλοῦ λαχτάραγε ἡ καρδιά σου.” Εἶπαν κι ἐγὼ ἀποκρίθηκα μὲ τὴν ψυχὴ θλιμμένη·
“Κακοὶ συντρόφοι μ' ἔβλαψαν, κι ὕπνος σκληρὸς ἀντάμα· μὰ ἐσεῖς ποὺ δύναμη ἔχετε, γλυτῶστε μας, ὦ φίλοι.”Μὲ τέτοια λόγια μαλακὰ τοὺς μίλησα, μὰ ἐκεῖνοι ἄλαλοι μείνανε ὅλοι τους, κι ἀπάντησε ὁ πατέρας· “Γκρεμίσου, κακορίζικε, μεμιὰς ἀπ' τὸ νησί μου· καλὸ δὲν τό 'χω νὰ δεχτῶ καὶ νὰ ξεπροβοδώσω ἄνθρωπο ποὺ οἱ μακαριστοὶ θεοὶ τὸν κατατρέχουν. Γκρεμίσου, τὶ θεῶν ὀργὴ σ' ἔχει ὡς ἐδῶ σταλμένο,” Εἶπε, καὶ μ' ἔδιωξε ἀπ' ἐκεῖ κι ἐγὼ βαριοθλιβόμουν.
Καὶ βγήκαμε ἀρμενίζοντας μὲ τὴν καρδιὰ καημένη. Καὶ μὲ σκιαγμένο οἱ ἄντρες νοῦ βαριὰ λαμνοκοποῦσαν, τοῦ κάκου, τὶ δὲ φαίνονταν τοῦ γυρισμοῦ ἡ ἐλπίδα.
Ἓξ μέρες ἀρμενίζαμε νύχτα καὶ μέρα τὸ ἴδιο, στὶς ἑφτὰ μέρες φτάνουμε στῆς Λάμος τ' ὥριο κάστρο,
στὴν ἁψηλὴ Τηλέπυλο, τῶ Λαιστρυγόνων χώρα, ποὺ βοσκὸς μπαίνει καὶ βοσκὸ ποὺ βγαίνει συντυχαίνει.
Κόρη ἀνταμώνουν ποὺ ἔπαιρνε νερὸ ἀπ' τὴ χώρα ἀπόξω, τοῦ Λαιστρυγόνα βασιλιᾶ τὴ ζουλεμένη κόρη.
Στὴν Ἀρτακία κατέβαινε, τὴν κρουσταλλένια βρύση, πού φέρνανε ἀπ' ἐκεῖ νερὸ στὴ χώρα· αὐτοῦ σταθῆκαν, τῆς μίλησαν, καὶ ρώτηξαν ποιὸς νά 'τανε τοῦ τόπου ὁ βασιλιάς, καὶ τάχα ποιούς ὅριζε αὐτὸς ἀνθρώπους.
Κι ἐκείνη εὐτὺς τοὺς ἔδειξε τὰ σπίτια τοῦ γονιοῦ της. Καὶ βρῆκαν τὴ γυναίκα του μὲς στὰ τρανὰ παλάτια, σὰν κορφοβούνι θεόρατη, κι ἡ ὄψη της τρομάρα.
Φωνάζει αὐτὴ ἀπ' τὴν ἀγορὰ μεμιὰς τὸν Ἀντιφάτη, τὸν ἄντρα της, κι αὐτὸς φριχτὸ ξολοθρεμὸ ποθώντας, ἁρπάζει κάνει δεῖπνο του τὸν ἕν' ἀπ' τοὺς συντρόφους.
Οἱ ἄλλοι οἱ δυὸ πετάχτηκαν καὶ δρόμο στὰ καράβια. Τότες ἐκεῖνος χούγιαξε στὴ χώρα, κι οἱ ἀντρειωμένοι οἱ Λαιστρυγόνες χούμιξαν ὁλοῦθε σὰν ἀκοῦσαν, ἀρίθμητοι, καὶ μοιάζανε Γίγαντες, κι ὄχι ἀνθρῶποι.
Πέτρες, ἑνὸς ἀντρὸς φορτιὸ τὴν καθεμιά, τινάζαν ἀπὸ τὰ βράχια, κι ἔφερναν ἀχὸ στὰ πλοῖα μεγάλο,τὶ οἱ ναῦτες ξολοθρεύονταν καὶ τὰ καράβια σπάζαν. Σὰν ψάρια τοὺς καμάκιζαν κι ἄθλιο φαγὶ τοὺς κάναν
.
ΟΙ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΥΝ ΤΑ ΠΛΟΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ ΡΩΜΗ
Καὶ πλέγαμε βαριόψυχοι, ποὺ ἂν κι ἤμαστε σωσμένοι τόσους συντρόφους χάσαμε καλοὺς κι ἀγαπημένους. Στὴν Αἴα τότες ἤρθαμε, νησὶ ποὺ κατοικοῦσε ἡ Κίρκη, ἡ ὡριόμαλλη θεά, κι ἡ ἀνθρωπολαλοῦσα, τοῦ Αἰήτη τοῦ κακόβουλου ἡ φοβερή αὐταδέρφη.
Γονιοί τους καὶ τῶν δυονῶν ὁ φωτιστής ὁ Ἥλιος κι ἡ Πέρση, ποὺ τοῦ Ὠκεανοῦ παινιόταν θυγατέρα.
Βγήκαμε τότες μείναμε δυὸ μέρες καὶ δυὸ νύχτες, τὶ ὁ ἀποσταμὸς τὴν ἔτρωγε κι ὁ πόνος τὴν καρδιά μας. Τὴν τρίτη σὰ μᾶς ἔφερε τὴ μέρα ἡ χρυσαυγούλα, πῆρα τὸ κοφτερὸ σπαθὶ καὶ τὸ κοντάρι τότες,
κι ἀπ' τὸ καράβι κίνησα κι ἀνέβηκα τ' ἁψήλου, ἴσως κι ἀνθρώπων ἔργα ἰδῶ κι ἀκούσω τὴ λαλιά τους.
Σὲ βράχου στάθηκα κορφή, κι ἀγνάντια μου τηρώντας, ἀπ' τὴν ἁπλόχωρη τὴ γῆς καπνὸ θωρῶ καὶ βγαίνει, μέσ' ἀπ' τὰ δάση τὰ πυκνά, στῆς Κίρκης τὰ παλάτια.
Τότ' ἐγὼ χώρισα σὲ δυὸ παρέες τοὺς συντρόφους, καὶ δυὸ τούς ἔβαλ' ἀρχηγούς· ἐγὼ στὴ μιὰ παρέα,
καὶ τὸ θεόμοιαστο ὅρισα Εὐρύλοχο στὴν ἄλλη.
Μέσα σὲ κράνος χάλκινο τινάξαμε τοὺς κλήρους, κι ὁ κλῆρος τοῦ τρανόψυχου τοῦ Εὐρύλοχου πετιέται.
Κίνησε αὐτὸς μὲ εἰκοσιδυὸ συντρόφους, ποὺ ὅλοι κλαῖγαν, κι ἐμεῖς ποὺ πίσω μείναμε θρηνούσαμε τὸ ἴδιο.
Στῆς ὡριοπλέξουδης θεᾶς τὰ ξώθυρα καθίζουν, κι ἀκοῦν τὴν Κίρκη μέσαθε ποὺ γλυκοτραγουδοῦσε,
μεγάλο φαίνοντας πανὶ κι ἀχάλαστο, σὰν πού 'ναι τῶν θεῶν τὰ ἔργα τὰ ψιλὰ καὶ τὰ λαμπρὰ καὶ τὰ ὥρια, Τότ' ὁ Πολίτης ὁ ἀρχηγός, ποὺ ἀπ' ὅλους τοὺς συντρόφους μοῦ 'τανε φίλος πιὸ πιστός, γυρίζει καὶ τοὺς κρένει·
“Παιδιά, πανὶ ἐκεῖ φαίνοντας κάποια θεὰ ἢ γυναίκα μὲ γλύκα τραγουδάει πολλή, κι ἀχολογάει ὁ πύργος. Ἂς τῆς φωνάξουμε.” Κι αὐτοὶ τῆς φώναξαν ν' ἀκούση.
Καὶ σὰν τοὺς κέρασε, κι αὐτοὶ σὰν ἤπιαν, τότ' ἐκείνη χτυπώντας τους μὲ τὸ ραβδὶ τοὺς κλεῖ στὶς χοιρομάντρες· κι ἄξαφνα χοίρου κάνουνε φωνή, κορμί, κεφάλι καὶ τρίχες, καὶ μονάχα ὁ νοῦς τοὺς ἔμενε σὰν πρῶτα. Ἐκεῖ κλεισμένοι κλαίγανε, καὶ γιὰ νὰ φᾶνε ἡ Κίρκη τοὺς ἔρριχνε πρινόκαρπους, ἀκράνια, βαλανίδια, ποὺ οἱ χοῖροι οἱ χαμοκύλητοι νὰ τρῶνε συνηθᾶνε.
Η ΚΙΡΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑΣ Briton-Rivière ILLUSTRATION 1892
Τότες ὁ Εὐρύλοχος γυρνάει στὸ μελανὸ καράβι, νὰ πῆ τὴν ἔρμη συφορὰ ποὺ βρῆκε τοὺς συντρόφους.
Μὰ ὁ πόνος τὸν συνέπνιγε, καὶ λόγο δὲ δυνόταν νὰ βγάλη, παρὰ γέμιζαν τὰ μάτια του ἀπὸ δάκρυα,
κι ὁ νοῦς του ἄλλο δὲν ἤξερε παρὰ τὸ μοιρολόγι.
Εἶπα, κι ἀπ' τὸ καράβι εὐτὺς κι ἀπ' τὸ γιαλὸ ἀνεβαίνω. Κι ὅτι ἔμπαινα μὲς στὸ ἱερὸ λαγκάδι, καὶ νὰ φτάσω στοὺς τρανοὺς πύργους κόντευα τῆς μάγισσας τῆς Κίρκης, πηγαίνοντας μ' ἀντάμωσε ὁ Ἑρμῆς ὁ χρυσοράβδης, μοιάζοντας νέο ποὺ ἀρχίζανε τὰ γένεια του νὰ δρώνουν, ποὺ τότες δὰ καὶ φαίνεται χαριτωμένη ἡ νιότη. Κι ἐκεῖνος μὲ χερόπιασε, καὶ φώναξέ με κι εἶπε· “Τί πάλε μέσα στὰ βουνὰ μόνος γυρνᾶς, καημένε, τοῦ τόπου ἀνήξερος; Ἐκεῖ, μὲς στοὺς βαθιοὺς κρυψῶνες,
τῆς Κίρκης, οἱ συντρόφοι σου σὰ χοῖροι εἶναι κλεισμένοι.
Μὰ δὲ θὰ ξαναβγῆς, θαρρῶ, παρὰ κι ἐσὺ θὰ μείνης.
Ἐγὼ ὅμως θέλω ἀπὸ κακὸ νὰ σὲ γλυτώσω τέτοιο. Νά· ἔμπα μ' ἐτοῦτο τὸ καλὸ βοτάνι στὰ παλάτια
τῆς Κίρκης, κι ἀπὸ τὴν κακὴ θὰ σὲ φυλάη τὴν ὥρα.
Ὅλες τὶς μαῦρες τέχνες της θὰ σοῦ τὶς πῶ ἐγὼ τώρα. Χυλὸ θὰ φτιάξη, καὶ κακὸ βοτάνι θὰ τοῦ σμίξη,
μὰ τὸ καλὸ βοτάνι ποὺ σοῦ δίνω, δὲ θ' ἀφήση νὰ πιάσουνε τὰ μάγια της· τώρ' ἂς σοῦ πῶ καὶ τ' ἄλλα.
CASTIGLIONE, Giovanni Benedetto Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΚΙΡΚΗ Museo Poldi Pezzoli ΜΙΛΑΝΟ
Ἅμα ἔρθη ἡ Κίρκη μὲ μακρὺ ραβδὶ νὰ σὲ βαρέση, ἀπ' τὸ πλευρό σου τράβα ἐσὺ τὸ κοφτερὸ σπαθί σου, καὶ ρίξου της σὰ νὰ ζητᾶς μ' αὐτὸ νὰ τὴ σπαράξης,
Θὰ φοβηθῆ, καὶ θὰ σοῦ πῆ μαζί της νὰ πλαγιάσης.
Τότες ἐσὺ μὴν ἀρνηθῆς μὲ τὴ θεὰ νὰ σμίξης, κι ἔτσι νὰ σὲ καλονοιαστῆ, νὰ λύση καὶ τοὺς ἄλλους.
Μὰ πρῶτα ἂς κάμη τῶν θεῶν τὸν ὅρκο τὸ μεγάλο, πὼς δὲ θὰ βάλη ἄλλο κακὸ στὸ νοῦ της, νὰ μὴν τύχη κι ἄμα σὲ δῆ γυμνό, ἀντρειὰ καὶ δύναμη σοῦ πάρη.”
Εἶπε, καὶ τράβηξε ἀπ' τὴ γῆς ὁ Ἀργοφονιὰς βοτάνι καὶ δίνοντάς το μοῦ 'δειξε τὸ κάθε φυσικό του.
Ἡ ρίζα του κατάμαυρη, τὸ λούλουδο σὰ γάλα, μῶλυ τὸ λὲν οἱ ἀθάνατοι, καὶ δὲν τὸ ξερριζώνει
ἄνθρωπος εὔκολα· οἱ θεοὶ μποροῦν ὅμως τὰ πάντα.
Ο ΕΡΜΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ Alessandro Allori 1580
Ἀλήθεια ὁ πολυσόφιστος ἐσὺ Ὀδυσσέας θά 'σαι, ποὺ ὁ χρυσοράβδης πάντα Ἑρμῆς μοῦ τό 'λεγε πὼς θά 'ρθη, ἀπὸ τὴν Τροία γυρίζοντας μὲ τὸ γοργὸ καράβι.
Μὲς στὸ φηκάρι τὸ σπαθὶ ξανάβαλέ μου, κι ἔλα νὰ πᾶμε στὸ κρεβάτι μου μαζὶ ν' ἀγκαλιαστοῦμε, καὶ στῆς ἀγάπης τὰ φιλιὰ νὰ βροῦμε μπιστοσύνη.”
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΙΡΚΗ PELLEGRINO TIBALDI 1554 PALAZZI POGGI BOLOGNA
Στάθηκε ὀμπρός μου ἡ τρίχαρη θεὰ καὶ μοῦ 'πε τότες·
“Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα, μὴν κλαῖτε καὶ μὴ δέρνεστε· κι ἐγὼ τὸ ξέρω πόσα
μέσα στὶς ἄγριες θάλασσες παθήματα σας ἦρθαν, καὶ πόσα βάσανα στὴ γῆς ἀπὸ ἄδικους ἀνθρώπους.
Ἐλᾶτε τώρα στὸ φαῒ καὶ στὸ κρασὶ καθίστε, ὥσπου νὰ ψυχοπιάσουνε τὰ σπλάχνα σας, καὶ νά 'στε
σὰν τότες ποὺ τ' ἀφήσατε τὸ πετρωτό σας Θιάκι, κι ὄχι σὰν τώρα μισεροὶ καὶ παραπονεμένοι,
ποὺ ὅλο θυμᾶστε τ' ἄπειρα φριχτὰ πλανέματά σας, κι ὁ νοῦς σας ἀπὸ τὰ πολλὰ δεινὰ χαρὰ δὲν ξέρει.”
Αὐτά εἰπε, κι ἡ λεβέντικη, τὴν ἄκουσε ἡ ψυχή μας.
Καὶ μείναμε γλεντίζοντας ὁλάκερο ἕνα χρόνο μὲ τὰ περίσσια κρέατα καὶ τὸ γλυκὸ κρασί της.
Μὰ ὁ χρόνος σάνε γύρισε μὲ τῶ μηνῶν τὸ διάβα, κι οἱ μέρες μεγαλώνανε, τότε οἱ καλοὶ συντρόφοι
μὲ πήρανε παράμερα καὶ μίλησαν καὶ μοῦ 'παν·“Καιρὸς πιὰ τὴν πατρίδα μας νὰ θυμηθῆς, καημένε,
γραφτό σου ἂν εἶναι νὰ σωθῆς καὶ ν' ἀξιωθῆς νᾶ φτάσης στὸ σπίτι σου τ' ὡριόχτιστο, στὴν πατρική σου χώρα.”
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ Wilhelm Shumbert van Ehrenberg 1668
Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα, δὲ θέλω πιὰ νὰ μένετε μὲ τὸ
στανιὸ κοντά μου.
Ὅμως κι ἕν' ἄλλο πρῶτα ἐσεῖς θὰ κάμετε ταξίδι· στῆς Περσεφόνης τῆς σκληρῆς καὶ στοῦ Ἅδη τὰ λημέρια θὰ πᾶτε, τὰ μελλούμενα ν' ἀκοῦστε ἀπ' τὸ Θηβαῖο τὸν Τειρεσία, τὸν τυφλὸ μάντη ποὺ ὁ νοῦς του ἀκόμα κρατιέται, τὶ κι ἂν πέθανε, τὴ γνώση ἡ Περσεφόνη τοῦ φύλαξε, καὶ δὲ γυρνάει σὰν ἴσκιος μὲ τοὺς ἄλλους.”
Αὐτὰ σὰν εἶπε, ἐμένανε ραγίστηκε ἡ καρδιά μου· καὶ στὸ κλινάρι κάθισα καὶ τό 'ριξα στὸ κλάμα,
καὶ μήτε ζωὴ μήτε ἥλιου φῶς δὲν ἤθελε ἡ ψυχή μου,
Μὰ σὰ χαμοκυλίστηκα καὶ χόρτασα τὸ κλάμα, πάλε τῆς ξαναμίλησα καὶ ρώτηξά την κι εἶπα·
“Καὶ ποιὸς τὸ δρόμο αὑτὸ θὰ ρθῆ καὶ θὰ μᾶς δείξη, ὦ Κίρκη ;
Δὲν πῆγε μὲ πλεούμενο κανεὶς στὸν Ἅδη ἀκόμα.” Αὐτὰ εἶπα, κι ἡ πανέμορφη θεὰ μοῦ ἀπολογιέται·
“Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα, γιὰ ὁδηγητὴ μὴ νοιάζεσαι τοῦ μαύρου καραβιοῦ σου· στῆσ' τὸ κατάρτι, τέντωσε τ' ἄσπρα πανιά, καὶ κάθου·
θὰ σοῦ φυσήξη μιὰ ὁ Βοριᾶς, κι ἐκεῖ τὸ πλοῖο θὰ φέρη,
Μὰ τὸ βαθὺ καθὼς διαβῆς Ὠκεανὸ καὶ φτάσης στὸν ἄγριον ὄχτο καὶ στ' ἀχνὰ τῆς Περσεφόνης δάσια,
μὲ τὶς ἰτιὲς τὶς ἄκαρπες καὶ τὶς ψηλὲς τὶς λεῦκες, ἄραξ' ἐκεῖ τὸ πλοῖο σου στοῦ Ὠκεανοῦ τὴν ἄκρη,
καὶ στοῦ Ἅδη κίνησε νὰ πᾶς τ' ἀραχνιασμένο σπίτι,
Ἐκεῖ ὁ Πυριφλεγέθοντας στοῦ Ἀχέροντα τὸ ρέμα κυλιέται μὲ τὸν Κωκυτὸ ποὺ πέφτει ἀπὸ τὴ Στύγα,
κι ὁ βράχος ποὺ βαρύβροντα τὰ δυὸ ποτάμια σμίγουν. Σὰ φτάσης, ὦ ἥρωα, κοντὰ στὸν τόπο ποὺ ἱστορῶ σου, σκάψε ὡς μιὰ πήχη λάκκο ἐκεῖ τοῦ μάκρου καὶ τοῦ πλάτου
καὶ χῦσε ὁλόγυρα σταλιὲς στοὺς πεθαμένους ὅλους, πρῶτα μελόνερο, ὕστερα γλυκὸ κρασί, καὶ τρίτο
πάλε νερό· καὶ μὲ λευκὸ πασπάλιζέ τα ἀλεύρι· καὶ λέγοντας πολλὲς εὐκὲς στ' ἀδύναμα κεφάλια
των πεθαμένων, τάξε τους πὼς ἅμα ἐρθῆς στὸ Θιάκι στείρα δαμάλα διαλεχτὴ στὸν πύργο σου θὰ σφάξης, καὶ πὼς θ' ἀνάψης τους πυρὰ γεμάτη ὡραῖα δῶρα, καὶ χώρια ἀρνὶ κατάμαυρο τοῦ Τειρεσία θὰ κόψης,
Αὐτὰ εἶπε, κι ἡ χρυσόθρονη σὰν πρόβαλε ἡ Αὐγούλα, μὲ πῆρε καὶ μὲ φόρεσε χιτώνα καὶ χλαμύδα·
κι ἴδια της φόρεμα ἔβαλε περίλαμπρο, μεγάλο, ψιλόφαντο καὶ λιμπιστό· κατόπι ὡριὸ ζουνάρι
ὁλόχρυσο στὴ μέση της, καὶ σκέπη στὸ κεφάλι,
Μὰ κι ἀποκεῖθε ἀπείραχτους δὲν πῆρα τοὺς συντρόφους· κάποιος, ὁ Ἐλπήνορας, μικρός, κι ὄχι ἄντρας στοὺς πολέμους, μήτε καὶ στὰ μυαλὰ γερός, παράμερα ἀπ' τοὺς ἄλλους εἶχε πλαγιάσει στὴ σκεπὴ τῶν παλατιῶν τῆς Κίρκης, δροσιὰ νὰ βρῆ μὲ τοῦ κρασιοῦ τὸ βάρος ζαλισμένος. Μὰ ἀκούγοντας τὸ σάλαγο ποὺ φεύγανε οἱ συντρόφοι, πετιέται ἀπάνω· ἀστόχησε νὰ κατεβῆ ἀπ' τὴ σκάλα ξανὰ τὴν ἁψηλή, κι ὀμπρὸς ἴσια τραβώντας πέφτει ἀπὸ τὴ στέγη· ὁ σβέρκος του ἔσπασε ἀπ' τὰ σφοντύλια, κι ἀμέσως στοῦ Ἅδη τοὺς βυθοὺς κατέβηκε ἡ ψυχή του.
Σὰν ἤρθαμε στ' ἀκρόγιαλο καὶ στὸ γοργὸ καράβι, βαριοθλιμμένοι, καὶ πικρὰ χύνοντας δάκρυα ἀκόμα,
ΑΙΟΛΟΣ ALEXANDER JACOFLEFF
Στῆς Αἰολίας τὸ νησὶ τότε ἤρθαμε, ποῦ ζοῦσε τοῦ Ἱππότη ὁ γιὸς ὁ Αἴολος, τῶν θεῶν ἀγαπημένος·
νησὶ πλεούμενο· χαλκὸς τειχὶ τὸ περιζώνει, γερὸ σὲ ὀρθὰ καὶ γλιστερὰ θεμελιωμένο βράχια.
Καὶ δώδεκα εἶχε αὐτὸς παιδιὰ μὲς στ' ὥριο του παλάτι, ἕξη κοπέλλες, κι ἕξη γιοὺς, τῆς ὥρας παλληκάρια.
Στὶς ἕξη θυγατέρες του δίνει γαμπροὺς τοὺς γιούς του, ποὺ ζοῦνε μὲ τὸν κύρη τους καὶ μὲ τὴν ἄξια μάνα, καὶ μύρια χαίρουνται μαζὶ πιοτὰ καὶ καλοφάγια. Ὁλήμερα γεμάτο ἀχὸ καὶ τσίκνα τὸ παλάτι,
κι ὁλονυχτὶς πλαγιάζουνε μὲ τὰ καλά τους ταίρια, πάνω σὲ μαλακὰ χαλιὰ καὶ σκαλιστὰ κρεβάτια.
Σ' αὐτῶν τὴ χώρα φτάσαμε καὶ τὰ λαμπρὰ παλάτια.
Μήνα μὲ ξενοφίλευαν καὶ καθετὶς ρωτοῦσαν, γιὰ τὸ Ἴλιο, γιὰ τοὺς Ἀχαιοὺς, τὰ πλοῖα, τὸ γυρισμό τους· κι ἐγὼ τοῦ τὰ δηγόμουνα μὲ τὴ σειρά καθένα.
Μὰ σὰν τοῦ ζήτησα κι ἐγὼ νὰ μὲ ξεπροβοδώση, ὄχι δὲν εἶπε, μόν' καλὴ προβόδωση μοῦ κάνει.
Ἔγδαρε βόδι ἐννιάχρονο, καὶ μοῦ 'δωσε τ' ἀσκί του μὲ κάθε ἀνέμου βουητεροῦ φυσήματα γεμάτο·
τὶ ὁ γιὸς τοῦ Κρόνου φύλακα τὸν εἶχε τῶν ἀνέμων, νὰ παύη ἢ νὰ σηκώνη αὐτὸς ὅποιον ἀγέρα θέλει.
Καὶ μ' ἀσημένιο τό 'δεσε μὲς στὸ καράβι νῆμα, ποὺ μήτε λίγο φύσημα ἀπεκεῖ νὰ μὴν ξεφεύγη·
καὶ μοῦ ἔβγαλε τὸ Ζέφυρο γιὰ νὰ καταβοδώση κι ἐμᾶς καῖ τᾶ καράβια μας· μὰ ὁ δρόμος νὰ τελειώση
δὲν ἔμελλε· τὶ ἀπ' ἀγνωσιὰ χαθήκαμε δική μας·
Μέρες ἐννιὰ ἀρμενίζαμε μερονυχτίς· στὶς δέκα ἀρχίζει πιὰ καὶ φαίνουνταν ἡ γῆς ἡ πατρική μου, καὶ τὶς φωτιὲς ξανοίγαμε ποὺ καῖγαν ἀντικρύ μας.
Τότες ἐγὼ γλυκόπεσα στὸν ὕπνο ἀποσταμένος, ποὺ κανενὸς δὲν ἄφηνα τοῦ καραβιοῦ τὴ σκότα,
μόνε ἴδιος μου τὴν κράταγα, πιὸ γλήγορα νὰ 'ρθοῦμε· κι ὅλοι οἱ συντρόφοι μου ἀρχινοῦν κι ἀναμεσά τους κρένουν, πὼς τάχα μάλαμα ἔφερνα κι ἀσημικὸ μαζί μου, τοῦ Αἰόλου τοῦ τρανόκαρδου τοῦ γιοῦ τοῦ Ἱππότη δῶρο.
Ο ΑΙΟΛΟΣ ΔΙΝΕΙ ΤΟ ΑΣΚΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΕΡΗΔΕΣ ΣΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ Isaac Moillon ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΣΣΕ LA VILLE DU MANS FRANCE
...........
“Πῶς ἦρθες ; τί κακοτυχιὰ σὲ βρῆκε, ὦ Ὀδυσσέα ; Πρόθυμα ἐμεῖς σὲ στείλαμε στῆς γῆς σου τὰ λημέρια, καὶ στὰ παλάτια, κι ὅπου ἀλλοῦ λαχτάραγε ἡ καρδιά σου.” Εἶπαν κι ἐγὼ ἀποκρίθηκα μὲ τὴν ψυχὴ θλιμμένη·
“Κακοὶ συντρόφοι μ' ἔβλαψαν, κι ὕπνος σκληρὸς ἀντάμα· μὰ ἐσεῖς ποὺ δύναμη ἔχετε, γλυτῶστε μας, ὦ φίλοι.”Μὲ τέτοια λόγια μαλακὰ τοὺς μίλησα, μὰ ἐκεῖνοι ἄλαλοι μείνανε ὅλοι τους, κι ἀπάντησε ὁ πατέρας· “Γκρεμίσου, κακορίζικε, μεμιὰς ἀπ' τὸ νησί μου· καλὸ δὲν τό 'χω νὰ δεχτῶ καὶ νὰ ξεπροβοδώσω ἄνθρωπο ποὺ οἱ μακαριστοὶ θεοὶ τὸν κατατρέχουν. Γκρεμίσου, τὶ θεῶν ὀργὴ σ' ἔχει ὡς ἐδῶ σταλμένο,” Εἶπε, καὶ μ' ἔδιωξε ἀπ' ἐκεῖ κι ἐγὼ βαριοθλιβόμουν.
Καὶ βγήκαμε ἀρμενίζοντας μὲ τὴν καρδιὰ καημένη. Καὶ μὲ σκιαγμένο οἱ ἄντρες νοῦ βαριὰ λαμνοκοποῦσαν, τοῦ κάκου, τὶ δὲ φαίνονταν τοῦ γυρισμοῦ ἡ ἐλπίδα.
Ἓξ μέρες ἀρμενίζαμε νύχτα καὶ μέρα τὸ ἴδιο, στὶς ἑφτὰ μέρες φτάνουμε στῆς Λάμος τ' ὥριο κάστρο,
στὴν ἁψηλὴ Τηλέπυλο, τῶ Λαιστρυγόνων χώρα, ποὺ βοσκὸς μπαίνει καὶ βοσκὸ ποὺ βγαίνει συντυχαίνει.
ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΕΣ JAN STYKA
Κόρη ἀνταμώνουν ποὺ ἔπαιρνε νερὸ ἀπ' τὴ χώρα ἀπόξω, τοῦ Λαιστρυγόνα βασιλιᾶ τὴ ζουλεμένη κόρη.
Στὴν Ἀρτακία κατέβαινε, τὴν κρουσταλλένια βρύση, πού φέρνανε ἀπ' ἐκεῖ νερὸ στὴ χώρα· αὐτοῦ σταθῆκαν, τῆς μίλησαν, καὶ ρώτηξαν ποιὸς νά 'τανε τοῦ τόπου ὁ βασιλιάς, καὶ τάχα ποιούς ὅριζε αὐτὸς ἀνθρώπους.
Κι ἐκείνη εὐτὺς τοὺς ἔδειξε τὰ σπίτια τοῦ γονιοῦ της. Καὶ βρῆκαν τὴ γυναίκα του μὲς στὰ τρανὰ παλάτια, σὰν κορφοβούνι θεόρατη, κι ἡ ὄψη της τρομάρα.
Φωνάζει αὐτὴ ἀπ' τὴν ἀγορὰ μεμιὰς τὸν Ἀντιφάτη, τὸν ἄντρα της, κι αὐτὸς φριχτὸ ξολοθρεμὸ ποθώντας, ἁρπάζει κάνει δεῖπνο του τὸν ἕν' ἀπ' τοὺς συντρόφους.
Οἱ ἄλλοι οἱ δυὸ πετάχτηκαν καὶ δρόμο στὰ καράβια. Τότες ἐκεῖνος χούγιαξε στὴ χώρα, κι οἱ ἀντρειωμένοι οἱ Λαιστρυγόνες χούμιξαν ὁλοῦθε σὰν ἀκοῦσαν, ἀρίθμητοι, καὶ μοιάζανε Γίγαντες, κι ὄχι ἀνθρῶποι.
Πέτρες, ἑνὸς ἀντρὸς φορτιὸ τὴν καθεμιά, τινάζαν ἀπὸ τὰ βράχια, κι ἔφερναν ἀχὸ στὰ πλοῖα μεγάλο,τὶ οἱ ναῦτες ξολοθρεύονταν καὶ τὰ καράβια σπάζαν. Σὰν ψάρια τοὺς καμάκιζαν κι ἄθλιο φαγὶ τοὺς κάναν
.
ΟΙ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΥΝ ΤΑ ΠΛΟΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ ΡΩΜΗ
Καὶ πλέγαμε βαριόψυχοι, ποὺ ἂν κι ἤμαστε σωσμένοι τόσους συντρόφους χάσαμε καλοὺς κι ἀγαπημένους. Στὴν Αἴα τότες ἤρθαμε, νησὶ ποὺ κατοικοῦσε ἡ Κίρκη, ἡ ὡριόμαλλη θεά, κι ἡ ἀνθρωπολαλοῦσα, τοῦ Αἰήτη τοῦ κακόβουλου ἡ φοβερή αὐταδέρφη.
Γονιοί τους καὶ τῶν δυονῶν ὁ φωτιστής ὁ Ἥλιος κι ἡ Πέρση, ποὺ τοῦ Ὠκεανοῦ παινιόταν θυγατέρα.
Βγήκαμε τότες μείναμε δυὸ μέρες καὶ δυὸ νύχτες, τὶ ὁ ἀποσταμὸς τὴν ἔτρωγε κι ὁ πόνος τὴν καρδιά μας. Τὴν τρίτη σὰ μᾶς ἔφερε τὴ μέρα ἡ χρυσαυγούλα, πῆρα τὸ κοφτερὸ σπαθὶ καὶ τὸ κοντάρι τότες,
κι ἀπ' τὸ καράβι κίνησα κι ἀνέβηκα τ' ἁψήλου, ἴσως κι ἀνθρώπων ἔργα ἰδῶ κι ἀκούσω τὴ λαλιά τους.
Σὲ βράχου στάθηκα κορφή, κι ἀγνάντια μου τηρώντας, ἀπ' τὴν ἁπλόχωρη τὴ γῆς καπνὸ θωρῶ καὶ βγαίνει, μέσ' ἀπ' τὰ δάση τὰ πυκνά, στῆς Κίρκης τὰ παλάτια.
Τότ' ἐγὼ χώρισα σὲ δυὸ παρέες τοὺς συντρόφους, καὶ δυὸ τούς ἔβαλ' ἀρχηγούς· ἐγὼ στὴ μιὰ παρέα,
καὶ τὸ θεόμοιαστο ὅρισα Εὐρύλοχο στὴν ἄλλη.
Μέσα σὲ κράνος χάλκινο τινάξαμε τοὺς κλήρους, κι ὁ κλῆρος τοῦ τρανόψυχου τοῦ Εὐρύλοχου πετιέται.
Κίνησε αὐτὸς μὲ εἰκοσιδυὸ συντρόφους, ποὺ ὅλοι κλαῖγαν, κι ἐμεῖς ποὺ πίσω μείναμε θρηνούσαμε τὸ ἴδιο.
Στῆς ὡριοπλέξουδης θεᾶς τὰ ξώθυρα καθίζουν, κι ἀκοῦν τὴν Κίρκη μέσαθε ποὺ γλυκοτραγουδοῦσε,
μεγάλο φαίνοντας πανὶ κι ἀχάλαστο, σὰν πού 'ναι τῶν θεῶν τὰ ἔργα τὰ ψιλὰ καὶ τὰ λαμπρὰ καὶ τὰ ὥρια, Τότ' ὁ Πολίτης ὁ ἀρχηγός, ποὺ ἀπ' ὅλους τοὺς συντρόφους μοῦ 'τανε φίλος πιὸ πιστός, γυρίζει καὶ τοὺς κρένει·
“Παιδιά, πανὶ ἐκεῖ φαίνοντας κάποια θεὰ ἢ γυναίκα μὲ γλύκα τραγουδάει πολλή, κι ἀχολογάει ὁ πύργος. Ἂς τῆς φωνάξουμε.” Κι αὐτοὶ τῆς φώναξαν ν' ἀκούση.
Καὶ σὰν τοὺς κέρασε, κι αὐτοὶ σὰν ἤπιαν, τότ' ἐκείνη χτυπώντας τους μὲ τὸ ραβδὶ τοὺς κλεῖ στὶς χοιρομάντρες· κι ἄξαφνα χοίρου κάνουνε φωνή, κορμί, κεφάλι καὶ τρίχες, καὶ μονάχα ὁ νοῦς τοὺς ἔμενε σὰν πρῶτα. Ἐκεῖ κλεισμένοι κλαίγανε, καὶ γιὰ νὰ φᾶνε ἡ Κίρκη τοὺς ἔρριχνε πρινόκαρπους, ἀκράνια, βαλανίδια, ποὺ οἱ χοῖροι οἱ χαμοκύλητοι νὰ τρῶνε συνηθᾶνε.
Η ΚΙΡΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑΣ Briton-Rivière ILLUSTRATION 1892
Τότες ὁ Εὐρύλοχος γυρνάει στὸ μελανὸ καράβι, νὰ πῆ τὴν ἔρμη συφορὰ ποὺ βρῆκε τοὺς συντρόφους.
Μὰ ὁ πόνος τὸν συνέπνιγε, καὶ λόγο δὲ δυνόταν νὰ βγάλη, παρὰ γέμιζαν τὰ μάτια του ἀπὸ δάκρυα,
κι ὁ νοῦς του ἄλλο δὲν ἤξερε παρὰ τὸ μοιρολόγι.
Εἶπα, κι ἀπ' τὸ καράβι εὐτὺς κι ἀπ' τὸ γιαλὸ ἀνεβαίνω. Κι ὅτι ἔμπαινα μὲς στὸ ἱερὸ λαγκάδι, καὶ νὰ φτάσω στοὺς τρανοὺς πύργους κόντευα τῆς μάγισσας τῆς Κίρκης, πηγαίνοντας μ' ἀντάμωσε ὁ Ἑρμῆς ὁ χρυσοράβδης, μοιάζοντας νέο ποὺ ἀρχίζανε τὰ γένεια του νὰ δρώνουν, ποὺ τότες δὰ καὶ φαίνεται χαριτωμένη ἡ νιότη. Κι ἐκεῖνος μὲ χερόπιασε, καὶ φώναξέ με κι εἶπε· “Τί πάλε μέσα στὰ βουνὰ μόνος γυρνᾶς, καημένε, τοῦ τόπου ἀνήξερος; Ἐκεῖ, μὲς στοὺς βαθιοὺς κρυψῶνες,
τῆς Κίρκης, οἱ συντρόφοι σου σὰ χοῖροι εἶναι κλεισμένοι.
Μὰ δὲ θὰ ξαναβγῆς, θαρρῶ, παρὰ κι ἐσὺ θὰ μείνης.
Ἐγὼ ὅμως θέλω ἀπὸ κακὸ νὰ σὲ γλυτώσω τέτοιο. Νά· ἔμπα μ' ἐτοῦτο τὸ καλὸ βοτάνι στὰ παλάτια
τῆς Κίρκης, κι ἀπὸ τὴν κακὴ θὰ σὲ φυλάη τὴν ὥρα.
Ὅλες τὶς μαῦρες τέχνες της θὰ σοῦ τὶς πῶ ἐγὼ τώρα. Χυλὸ θὰ φτιάξη, καὶ κακὸ βοτάνι θὰ τοῦ σμίξη,
μὰ τὸ καλὸ βοτάνι ποὺ σοῦ δίνω, δὲ θ' ἀφήση νὰ πιάσουνε τὰ μάγια της· τώρ' ἂς σοῦ πῶ καὶ τ' ἄλλα.
Ἅμα ἔρθη ἡ Κίρκη μὲ μακρὺ ραβδὶ νὰ σὲ βαρέση, ἀπ' τὸ πλευρό σου τράβα ἐσὺ τὸ κοφτερὸ σπαθί σου, καὶ ρίξου της σὰ νὰ ζητᾶς μ' αὐτὸ νὰ τὴ σπαράξης,
Θὰ φοβηθῆ, καὶ θὰ σοῦ πῆ μαζί της νὰ πλαγιάσης.
Τότες ἐσὺ μὴν ἀρνηθῆς μὲ τὴ θεὰ νὰ σμίξης, κι ἔτσι νὰ σὲ καλονοιαστῆ, νὰ λύση καὶ τοὺς ἄλλους.
Μὰ πρῶτα ἂς κάμη τῶν θεῶν τὸν ὅρκο τὸ μεγάλο, πὼς δὲ θὰ βάλη ἄλλο κακὸ στὸ νοῦ της, νὰ μὴν τύχη κι ἄμα σὲ δῆ γυμνό, ἀντρειὰ καὶ δύναμη σοῦ πάρη.”
Εἶπε, καὶ τράβηξε ἀπ' τὴ γῆς ὁ Ἀργοφονιὰς βοτάνι καὶ δίνοντάς το μοῦ 'δειξε τὸ κάθε φυσικό του.
Ἡ ρίζα του κατάμαυρη, τὸ λούλουδο σὰ γάλα, μῶλυ τὸ λὲν οἱ ἀθάνατοι, καὶ δὲν τὸ ξερριζώνει
ἄνθρωπος εὔκολα· οἱ θεοὶ μποροῦν ὅμως τὰ πάντα.
Ο ΕΡΜΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ Alessandro Allori 1580
Ἀλήθεια ὁ πολυσόφιστος ἐσὺ Ὀδυσσέας θά 'σαι, ποὺ ὁ χρυσοράβδης πάντα Ἑρμῆς μοῦ τό 'λεγε πὼς θά 'ρθη, ἀπὸ τὴν Τροία γυρίζοντας μὲ τὸ γοργὸ καράβι.
Μὲς στὸ φηκάρι τὸ σπαθὶ ξανάβαλέ μου, κι ἔλα νὰ πᾶμε στὸ κρεβάτι μου μαζὶ ν' ἀγκαλιαστοῦμε, καὶ στῆς ἀγάπης τὰ φιλιὰ νὰ βροῦμε μπιστοσύνη.”
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΙΡΚΗ PELLEGRINO TIBALDI 1554 PALAZZI POGGI BOLOGNA
Στάθηκε ὀμπρός μου ἡ τρίχαρη θεὰ καὶ μοῦ 'πε τότες·
“Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα, μὴν κλαῖτε καὶ μὴ δέρνεστε· κι ἐγὼ τὸ ξέρω πόσα
μέσα στὶς ἄγριες θάλασσες παθήματα σας ἦρθαν, καὶ πόσα βάσανα στὴ γῆς ἀπὸ ἄδικους ἀνθρώπους.
Ἐλᾶτε τώρα στὸ φαῒ καὶ στὸ κρασὶ καθίστε, ὥσπου νὰ ψυχοπιάσουνε τὰ σπλάχνα σας, καὶ νά 'στε
σὰν τότες ποὺ τ' ἀφήσατε τὸ πετρωτό σας Θιάκι, κι ὄχι σὰν τώρα μισεροὶ καὶ παραπονεμένοι,
ποὺ ὅλο θυμᾶστε τ' ἄπειρα φριχτὰ πλανέματά σας, κι ὁ νοῦς σας ἀπὸ τὰ πολλὰ δεινὰ χαρὰ δὲν ξέρει.”
Αὐτά εἰπε, κι ἡ λεβέντικη, τὴν ἄκουσε ἡ ψυχή μας.
Καὶ μείναμε γλεντίζοντας ὁλάκερο ἕνα χρόνο μὲ τὰ περίσσια κρέατα καὶ τὸ γλυκὸ κρασί της.
Μὰ ὁ χρόνος σάνε γύρισε μὲ τῶ μηνῶν τὸ διάβα, κι οἱ μέρες μεγαλώνανε, τότε οἱ καλοὶ συντρόφοι
μὲ πήρανε παράμερα καὶ μίλησαν καὶ μοῦ 'παν·“Καιρὸς πιὰ τὴν πατρίδα μας νὰ θυμηθῆς, καημένε,
γραφτό σου ἂν εἶναι νὰ σωθῆς καὶ ν' ἀξιωθῆς νᾶ φτάσης στὸ σπίτι σου τ' ὡριόχτιστο, στὴν πατρική σου χώρα.”
Ὅμως κι ἕν' ἄλλο πρῶτα ἐσεῖς θὰ κάμετε ταξίδι· στῆς Περσεφόνης τῆς σκληρῆς καὶ στοῦ Ἅδη τὰ λημέρια θὰ πᾶτε, τὰ μελλούμενα ν' ἀκοῦστε ἀπ' τὸ Θηβαῖο τὸν Τειρεσία, τὸν τυφλὸ μάντη ποὺ ὁ νοῦς του ἀκόμα κρατιέται, τὶ κι ἂν πέθανε, τὴ γνώση ἡ Περσεφόνη τοῦ φύλαξε, καὶ δὲ γυρνάει σὰν ἴσκιος μὲ τοὺς ἄλλους.”
Αὐτὰ σὰν εἶπε, ἐμένανε ραγίστηκε ἡ καρδιά μου· καὶ στὸ κλινάρι κάθισα καὶ τό 'ριξα στὸ κλάμα,
καὶ μήτε ζωὴ μήτε ἥλιου φῶς δὲν ἤθελε ἡ ψυχή μου,
Μὰ σὰ χαμοκυλίστηκα καὶ χόρτασα τὸ κλάμα, πάλε τῆς ξαναμίλησα καὶ ρώτηξά την κι εἶπα·
“Καὶ ποιὸς τὸ δρόμο αὑτὸ θὰ ρθῆ καὶ θὰ μᾶς δείξη, ὦ Κίρκη ;
Δὲν πῆγε μὲ πλεούμενο κανεὶς στὸν Ἅδη ἀκόμα.” Αὐτὰ εἶπα, κι ἡ πανέμορφη θεὰ μοῦ ἀπολογιέται·
“Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα, γιὰ ὁδηγητὴ μὴ νοιάζεσαι τοῦ μαύρου καραβιοῦ σου· στῆσ' τὸ κατάρτι, τέντωσε τ' ἄσπρα πανιά, καὶ κάθου·
θὰ σοῦ φυσήξη μιὰ ὁ Βοριᾶς, κι ἐκεῖ τὸ πλοῖο θὰ φέρη,
Μὰ τὸ βαθὺ καθὼς διαβῆς Ὠκεανὸ καὶ φτάσης στὸν ἄγριον ὄχτο καὶ στ' ἀχνὰ τῆς Περσεφόνης δάσια,
μὲ τὶς ἰτιὲς τὶς ἄκαρπες καὶ τὶς ψηλὲς τὶς λεῦκες, ἄραξ' ἐκεῖ τὸ πλοῖο σου στοῦ Ὠκεανοῦ τὴν ἄκρη,
καὶ στοῦ Ἅδη κίνησε νὰ πᾶς τ' ἀραχνιασμένο σπίτι,
Ἐκεῖ ὁ Πυριφλεγέθοντας στοῦ Ἀχέροντα τὸ ρέμα κυλιέται μὲ τὸν Κωκυτὸ ποὺ πέφτει ἀπὸ τὴ Στύγα,
κι ὁ βράχος ποὺ βαρύβροντα τὰ δυὸ ποτάμια σμίγουν. Σὰ φτάσης, ὦ ἥρωα, κοντὰ στὸν τόπο ποὺ ἱστορῶ σου, σκάψε ὡς μιὰ πήχη λάκκο ἐκεῖ τοῦ μάκρου καὶ τοῦ πλάτου
καὶ χῦσε ὁλόγυρα σταλιὲς στοὺς πεθαμένους ὅλους, πρῶτα μελόνερο, ὕστερα γλυκὸ κρασί, καὶ τρίτο
πάλε νερό· καὶ μὲ λευκὸ πασπάλιζέ τα ἀλεύρι· καὶ λέγοντας πολλὲς εὐκὲς στ' ἀδύναμα κεφάλια
των πεθαμένων, τάξε τους πὼς ἅμα ἐρθῆς στὸ Θιάκι στείρα δαμάλα διαλεχτὴ στὸν πύργο σου θὰ σφάξης, καὶ πὼς θ' ἀνάψης τους πυρὰ γεμάτη ὡραῖα δῶρα, καὶ χώρια ἀρνὶ κατάμαυρο τοῦ Τειρεσία θὰ κόψης,
Αὐτὰ εἶπε, κι ἡ χρυσόθρονη σὰν πρόβαλε ἡ Αὐγούλα, μὲ πῆρε καὶ μὲ φόρεσε χιτώνα καὶ χλαμύδα·
κι ἴδια της φόρεμα ἔβαλε περίλαμπρο, μεγάλο, ψιλόφαντο καὶ λιμπιστό· κατόπι ὡριὸ ζουνάρι
ὁλόχρυσο στὴ μέση της, καὶ σκέπη στὸ κεφάλι,
Μὰ κι ἀποκεῖθε ἀπείραχτους δὲν πῆρα τοὺς συντρόφους· κάποιος, ὁ Ἐλπήνορας, μικρός, κι ὄχι ἄντρας στοὺς πολέμους, μήτε καὶ στὰ μυαλὰ γερός, παράμερα ἀπ' τοὺς ἄλλους εἶχε πλαγιάσει στὴ σκεπὴ τῶν παλατιῶν τῆς Κίρκης, δροσιὰ νὰ βρῆ μὲ τοῦ κρασιοῦ τὸ βάρος ζαλισμένος. Μὰ ἀκούγοντας τὸ σάλαγο ποὺ φεύγανε οἱ συντρόφοι, πετιέται ἀπάνω· ἀστόχησε νὰ κατεβῆ ἀπ' τὴ σκάλα ξανὰ τὴν ἁψηλή, κι ὀμπρὸς ἴσια τραβώντας πέφτει ἀπὸ τὴ στέγη· ὁ σβέρκος του ἔσπασε ἀπ' τὰ σφοντύλια, κι ἀμέσως στοῦ Ἅδη τοὺς βυθοὺς κατέβηκε ἡ ψυχή του.
Σὰν ἤρθαμε στ' ἀκρόγιαλο καὶ στὸ γοργὸ καράβι, βαριοθλιμμένοι, καὶ πικρὰ χύνοντας δάκρυα ἀκόμα,
στὸ μαυροκάραβο ἔρχεται καὶ κριάρι δένει ἡ Κίρκη, μὲ προβατίνα
ὁλόμαυρη, κι ἀγνώριστη διαβαίνει. Καὶ ποιός ἀγνάντεψε θεὸ χωρὶς αὐτὸς νὰ
θέλη, γιά κατεδῶθε ξεκινάει, γιά κατακεῖθε
φεύγει;
ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ Edward Burne-Jones
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου