ΡΑΨ.γ Τὰ ἐν Πύλῳ.
ΠΥΛΟΣ
Τὴν ὥρια ὅταν ἀφήνοντας τὴ λίμνη ἀνέβη ὁ ἥλιος πρὸς τὸν ὁλόχαλκο οὐρανὸ σὲ ἀθάνατους νὰ φέξη,
καὶ στοὺς ἀνθρώπους τοὺς θνητοὺς τῆς γῆς τῆς θροφοδότρας, σὲ χώρα φτάναν ὄμορφη, στὴν Πύλο τοῦ Νηλέα.
Κόσμος ἐκεῖ στ' ἀκρόγιαλα προσφέρνανε θυσίες, ταύρους ὁλόμαυρους στῆς γῆς τὸ σείστη Ποσειδώνα. Καθόντανε παρέες ἐννιά, νομάτοι πεντακόσοι στὴν καθεμιά, καὶ ταῦροι ἐννιὰ στὴν καθεμιὰ σφαζόνταν.
Καὶ στάθη τὸ καλόφτιαστο καράβι, κι ὄξω βγῆκαν, καὶ βγῆκε κι ὁ Τηλέμαχος τὴν Ἀθηνᾶ ἀκλουθώντας.
Πρώτη τὸ λόγο ἀρχίνησε ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα·“Δὲν πρέπει ἐσὺ πιὰ ντροπαλός, Τηλέμαχέ μου, νά 'σαι γι' αὐτὸ τὰ πέλαα πέρασες, νὰ μάθης, τὸ γονιό σου ποιό χῶμα τόνε σκέπασε, ποιά μοῖρα τόνε βρῆκε. Σῦρε στ' ἀλογοδαμαστῆ τοῦ Νέστορα ἴσια τώρα, νὰ δοῦμε σὰν τί στοχασμοὺς μὲς στὴν καρδιά του κρύβει. Καὶ παρακάλειε τον ἐσὺ μὲ ἀλήθεια νὰ μιλήση,ἀγκαλὰ ψέμα δὲ θὰ πῆ, γιατὶ ἔχει γνώση ἐκεῖνος.”
Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος γυρίζει καὶ τῆς κάνει· “Μέντορα, πῶς νὰ πάω μαθὲς καὶ νὰ τοῦ προσμιλήσω, ποὺ ἀκόμα εἶμ' ἀσυνήθιστος στὰ σοβαρὰ τὰ λόγια;
Νέος μεγάλο νὰ ρωτάη τό 'χει ντροπῆς ἀλήθεια.”
Κι ἡ γαλανόματη Ἀθηνᾶ τοῦ ἀπολογήθη κι εἶπε·
“Τηλέμαχε, ἄλλα θὰ τὰ βρῆς μονάχος μὲ τὸ νοῦ σου, ἄλλα ὁ θεὸς θὰ σοῦ τὰ πῆ· τὶ ἡ μάνα σου δὲ θά 'χη γεννήσει κι ἀναθρέψει σε χωρὶς θεοῦ συμπόνια.”
Το ανάκτορο του Νέστορα διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και θεωρείται το καλύτερα σωζόμενο μυκηναϊκό ανάκτορο. Βρίσκεται στον λόφο του Επάνω Εγκλιανού, σε απόσταση 14 χλμ. βόρεια της Πύλου και 4 χιλιόμετρα νότια της Χώρας. Λόγω της φυσικής του οχύρωσης, η περιοχή δεν είχε κυκλώπεια τείχη, σε αντίθεση με τις Μυκήνες.
Πρῶτος ὁ γιὸς τοῦ Νέστορα ὁ Πεισίστρατος ζυγώνει, παίρνει τὸ χέρι τῶν δυονῶν, τοὺς φέρνει στὸ τραπέζι κι ἀπὰς σὲ μαλακὲς προβιὲς στὸν ἄμμο τοὺς καθίζει,τοῦ Θρασυμήδη τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τοῦ γονιοῦ του δίπλα.
Νέστορα, τοῦ Νηλέα γιέ, πές μου ὅλη τὴν ἀλήθεια· πῶς πέθανε ὁ Ἀγαμέμνονας ὁ μέγας γιὸς τοῦ Ἀτρέα; καὶ ποῦ ἤτανε ὁ Μενέλαος; σὰν τί τὸ μαῦρο τέλος ποὺ ὁ πονηρὸς ὁ Αἴγιστος σοφίστηκε καὶ βρῆκε,γιὰ νὰ ξεκάμη ἀντίμαχο πολὺ καλύτερό του; ἢ νά 'λειπε ὁ Μενέλαος, καὶ κάπου ἀλλοῦ πλανιόταν, κι ἐκεῖνος ξεθαρρεύτηκε καὶ σκότωσε τὸ ρήγα;”
...Ὡς τόσο ἀρνιόταν τ' ἄπρεπο τὸ κάμωμα ἡ πανώρια ἡ Κλυταιμνήστρα στὴν ἀρχή, τ' εἶχε καλὴ τὴ γνώμη.
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ Αἰσχύλου ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΟΡΕΣΤΕΙΑ ( ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, ΧΟΗΦΟΡΟΙ, ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ) Ἀγαμέμνων, 1949, ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ ΩΣ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Σιμά της κι ὁ τραγουδιστὴς ἀγρύπνα, ποὺ ὁ Ἀτρείδης νὰ τὴ φυλάη παράγγειλε μισεύοντας στὴν Τροία. Μὰ τότες ποὺ οἱ ἀθάνατοι ψηφίσαν τὸ χαμό της,τὸν παίρνει τὸν τραγουδιστὴ σὲ ρημονήσι ἐκεῖνος, κι ἀφήνοντάς τον νὰ γενῆ ξεφάντωμα τῶν ὄρνιων, τὴ φέρνει σπίτι πρόθυμη καθὼς κι ὁ ἴδιος ἦταν. Ἀρίθμητα ἔψησε μεριὰ πὰς στοὺς βωμοὺς τῶν θεῶνε, μύρια στολίδια κρέμασε, καὶ τούλια καὶ χρυσάφια,ποὺ τέτοιο πρᾶμα ἀνόλπιστο καὶ μέγα ἔβγαλε πέρα.
Ὡς τόσο ἀπὸ τὴν Τροία ἐμεῖς ἐρχάμενοι, τοῦ Ἀτρέα ὁ γιὸς κι ἐγὼ, οἱ δυὸ βλάμηδες, περνούσαμε τὸ κῦμα· ὅμως στὸ Σούνι, τὸ ἱερὸ σὰ φτάσαμε ἀκρωτήρι τῶν Ἀθηνῶνε, ὁλόξαφνα ὁ Ἀπόλλωνας ὁ, Φοῖβος τὸ δόλιο τοῦ Μενέλαου χτυπάει καραβοκύρη, μὲ τὶς λαμπρὲς του σαϊτιές, καὶ τὴ ζωή του παίρνει, ἐκεῖ ποὺ κράταε τοῦ γοργοῦ τοῦ καραβιοῦ τὸ δοιάκι, τὸ Φρόντη τοῦ Ὀνήτορα, ποὺ τοὺς ξεπέρναε ὅλους σὲ καραβιοῦ κυβέρνημα σὰ μάνιαζε ἀνεμούρα.
Ἔτσι μποδίστη ὁ δρόμος του, πολλὴ κι ἂν εἶχε βιάση,.......Μὰ ὅταν κι αὐτὸς στὰ μελανὰ τὰ πέλαγα ὄξω βγῆκε μὲ τὰ γοργὰ καράβια του, καὶ στὸ βουνὸ Μαλέα κατέβηκε ἀρμενίζοντας, τότες φριχτὸ ταξίδι ὁ Δίας ὁ βροντόφωνος τοῦ τοίμασε, μὲ ἀνέμους ποὺ σφυριχτοὶ φυσούσανε, καὶ κύματα σηκῶναν μέσα στὴν ἄγρια θάλασσα, πελώρια ἴσαμε ὄρη.
Καὶ χώρισε τὰ πλοῖα σὲ δυό· μέρος στὴν Κρήτη πέσαν, ποὺ κατοικοῦν οἱ Κύδωνες στοὺς ὄχτους τοῦ Ἰαρδάνου. Ἐκεῖ γκρεμνὸς πρὸς τὸ γιαλὸ γλιστρὸς ἁψηλοστέκει στῆς Γόρτυνας τὰ πέρατα, κι ὀμπρος στ' ἀχνὰ πελάγη·.....
Καὶ στοὺς θεοὺς σὰν ἔσταξαν κι ἤπιαν ὅσο ἀγαποῦσαν, κινήσανε γιὰ πλάγιασμα στὸ σπίτι του ὁ καθένας, μὰ τὸν Τηλέμαχο, τὸ γιὸ τοῦ θεϊκοῦ Ὀδυσσέα, ὁ ἀλογολάτης Νέστορας τὸν κοίμισε στοῦ πύργου τὴ σάλα τὴν πολύβοη, σὲ τορνευτὸ κλινάρι,μὲ πλάγι τὸν Πεισίστρατο, τὸ λυγερὸ λεβέντη,
ποὺ ὄντας ἀκόμα ἀνύπαντρος στοῦ κύρη κατοικοῦσε. Ἴδιος ὁ γέρος πλάγιασε στὰ ὁλόβαθα τοῦ πύργου,σὰν ἔσιαξέ του ἡ σύγκλινη στρωσίδια καὶ κλινάρι.
Καὶ τοῦ Τηλέμαχου λουτρὸ τοῦ δίνει ἡ Πολυκάστη,κόρη στερνὴ τοῦ Νέστορα, τοῦ γόνου τοῦ Νηλέα. Καὶ σὰν τόνε καλόλουσε, τὸν ἄλειψε μὲ λάδι, καὶ μ' ὄμορφο τὸν ἔντυσε χιτώνα καὶ χλαμύδα,
ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ λούσιμο μὲ τοὺς θεοὺς παρόμοιος καὶ πῆγε κάθισε σιμὰ στὸ Νέστορα τὸ ρήγα.
Κι ἀπὸ φαγὶ κι ἀπὸ πιοτὸ σὰ φράθηκε ἡ καρδιά τους, αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Νέστορας τοὺς εἶπε ὁ ἀλογολάτης.“Παιδιά μου, τοῦ Τηλέμαχου φέρτε μεμιὰς καὶ ζέψτε τὰ ὡριότριχα τ' ἀλόγατα, νὰ καλοταξιδέψη.” Αὐτὰ εἶπε, καὶ τὸν ἄκουσαν, κι εὐτὺς στ' ἁμάξι ζέψαν τ' ἀλόγατα τὰ γλήγορα. Κελάρισσα τοὺς βάζει ψωμί, προσφάγι καὶ κρασὶ, σὰν πὄχουν οἱ ρηγάδες.
Πὰς στ' ὥριο ἁμάξι ἀνέβηκε ὁ Τηλέμαχος, καὶ δίπλα ὁ ἀσίκης ὁ Πεισίστρατος τὰ χαλινάρια πῆρε
καὶ τ' ἄλογα μαστίγωσε· πρόθυμ' αὐτὰ πετάξαν στοὺς κάμπους, πίσω ἀφήνοντας τὴν ἁψηλὴ τὴν Πύλο.
Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα, ζέψανε, κι ἀν,εβήκανε στ' ὡριόφαντο τ' ἁμάξι,
κι ἀφήκανε τὰ ξώθυρα τοῦ βουητεροῦ τοῦ πύργου· δίνει βιτσιὰ στ' ἀλόγατα, κι αὐτὰ γοργοπετάξαν,
ΠΥΛΟΣ
Τὴν ὥρια ὅταν ἀφήνοντας τὴ λίμνη ἀνέβη ὁ ἥλιος πρὸς τὸν ὁλόχαλκο οὐρανὸ σὲ ἀθάνατους νὰ φέξη,
καὶ στοὺς ἀνθρώπους τοὺς θνητοὺς τῆς γῆς τῆς θροφοδότρας, σὲ χώρα φτάναν ὄμορφη, στὴν Πύλο τοῦ Νηλέα.
Κόσμος ἐκεῖ στ' ἀκρόγιαλα προσφέρνανε θυσίες, ταύρους ὁλόμαυρους στῆς γῆς τὸ σείστη Ποσειδώνα. Καθόντανε παρέες ἐννιά, νομάτοι πεντακόσοι στὴν καθεμιά, καὶ ταῦροι ἐννιὰ στὴν καθεμιὰ σφαζόνταν.
Καὶ στάθη τὸ καλόφτιαστο καράβι, κι ὄξω βγῆκαν, καὶ βγῆκε κι ὁ Τηλέμαχος τὴν Ἀθηνᾶ ἀκλουθώντας.
Πρώτη τὸ λόγο ἀρχίνησε ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα·“Δὲν πρέπει ἐσὺ πιὰ ντροπαλός, Τηλέμαχέ μου, νά 'σαι γι' αὐτὸ τὰ πέλαα πέρασες, νὰ μάθης, τὸ γονιό σου ποιό χῶμα τόνε σκέπασε, ποιά μοῖρα τόνε βρῆκε. Σῦρε στ' ἀλογοδαμαστῆ τοῦ Νέστορα ἴσια τώρα, νὰ δοῦμε σὰν τί στοχασμοὺς μὲς στὴν καρδιά του κρύβει. Καὶ παρακάλειε τον ἐσὺ μὲ ἀλήθεια νὰ μιλήση,ἀγκαλὰ ψέμα δὲ θὰ πῆ, γιατὶ ἔχει γνώση ἐκεῖνος.”
Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος γυρίζει καὶ τῆς κάνει· “Μέντορα, πῶς νὰ πάω μαθὲς καὶ νὰ τοῦ προσμιλήσω, ποὺ ἀκόμα εἶμ' ἀσυνήθιστος στὰ σοβαρὰ τὰ λόγια;
Νέος μεγάλο νὰ ρωτάη τό 'χει ντροπῆς ἀλήθεια.”
Κι ἡ γαλανόματη Ἀθηνᾶ τοῦ ἀπολογήθη κι εἶπε·
“Τηλέμαχε, ἄλλα θὰ τὰ βρῆς μονάχος μὲ τὸ νοῦ σου, ἄλλα ὁ θεὸς θὰ σοῦ τὰ πῆ· τὶ ἡ μάνα σου δὲ θά 'χη γεννήσει κι ἀναθρέψει σε χωρὶς θεοῦ συμπόνια.”
Το ανάκτορο του Νέστορα διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και θεωρείται το καλύτερα σωζόμενο μυκηναϊκό ανάκτορο. Βρίσκεται στον λόφο του Επάνω Εγκλιανού, σε απόσταση 14 χλμ. βόρεια της Πύλου και 4 χιλιόμετρα νότια της Χώρας. Λόγω της φυσικής του οχύρωσης, η περιοχή δεν είχε κυκλώπεια τείχη, σε αντίθεση με τις Μυκήνες.
Πρῶτος ὁ γιὸς τοῦ Νέστορα ὁ Πεισίστρατος ζυγώνει, παίρνει τὸ χέρι τῶν δυονῶν, τοὺς φέρνει στὸ τραπέζι κι ἀπὰς σὲ μαλακὲς προβιὲς στὸν ἄμμο τοὺς καθίζει,τοῦ Θρασυμήδη τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τοῦ γονιοῦ του δίπλα.
“Νέστορα, τοῦ Νηλέα ὦ γιέ, τῶν Ἀχαιῶν καμάρι,ποποῦθε ἐρχόμαστε ρωτᾶς, αὐτὸ θὰ σοῦ ὁρμηνέψω. Ἀπὸ τὸ Θιάκι ἐρχόμαστε, ποκάτω ἀπὸ τὸ Νεῖο, γιὰ ἀνάγκη ποὺ ὄχι τοῦ λαοῦ, παρὰ δική μας εἶναι. Νὰ μάθω ποῦ 'ναι ὁ κύρης μου, τὴ φήμη του ἀκλουθώντας, τοῦ καρτερόψυχου Ὀδυσσέα, ποὺ ἕναν καιρὸ μαζί σου λὲν πολεμώντας κούρσεψε τὴ χώρα τῆς Τρωάδας. Κι ὁ Γερηνιώτης Νέστορας ὁ ἀλογογνώστης τοῦ εἶπε· “Φίλε μου, ἀφοῦ μοῦ θύμισες τὰ πάθια ποὺ ἐκεῖ τότες τραβήξαμε τῶν Ἀχαιῶν τ' ἀκράτητα ἐμεῖς τέκνα, κι ὅσα στὰ πέλαγα τ' ἀχνὰ γυρνώντας μὲ καράβια, σὰ βγαίναμε στὰ λάφυρα τὸν Ἀχιλλέα ἀκλουθώντας, καὶ πάλε γύρω στὸ καστρὶ τοῦ Πρίαμου τοῦ ρήγα σὰν πολεμούσαμε· ὅλοι ἐκεῖ οἱ καλύτεροί μας πῆγαν. Ἐκεῖ ὁ λεβέντης ὁ Αἴαντας, ἐκεῖ κι ὁ Ἀχιλλέας,κι ὁ Πάτροκλος, ποὺ μὲ θεοὺς μπόρειε νὰ βγῆ στὴ γνώση,ἐκεῖ κι ὁ γιός μου ὁ ἀκριβός, τὸ παλληκάρι τ' ἄξιο,ὁ Ἀντίλοχος, ὁ ξακουστὸς στὸ δρόμο καὶ στὴ μάχη.Κι ἄλλα πολλὰ παθήματα κοντὰ σ' αὐτὰ μᾶς βρῆκαν·μὰ ποιός θνητὸς ,θὰ δύνονταν αὐτὰ νὰ τὰ ἱστορήση;Καὶ πέντε κι ἔξη ἂν ἔμνησκες χρόνους ἐδῶ ρωτώντας, νὰ μάθης τὰ ὅσα πόφεραν οἱ Ἀχαιοὶ οἱ λεβέντες, βαριεστημένος κι ἄμαθος στὸν τόπο σου θὰ γύρνας. Χρόνους ἐννιὰ τοὺς πλέχναμε χαμὸ μὲ μύριες τέχνες, καὶ μετὰ βίας τοῦ Κρόνου ὁ γιὸς τὸν ἔφερε σὲ τέλος. Μὲ τὸν τρανὸ Ὀδυσσέα κανεὶς στὴ γνώμη δὲ μποροῦσε νὰ παραβγῆ, ποὺ πάντα αὐτὸς ἔβγαιν' ἀπ' ὅλους πρῶτος σὲ πᾶσα τέχνη, ὁ κύρης σου, ἂν εἶσαι ἐσὺ στ' ἀλήθεια παιδί του ἐκείνου· ξαφνισμὸς μὲ παίρνει σὰν κοιτῶ σε. Μοιάζει ἡ μιλιὰ σας, μὰ τὸ ναί, καὶ θά 'λεγες πὼς νέος μὲ τόση γνώση γέρικη δὲν μπόρειε νὰ μιλήση. Ποτὲς οἱ δυό μας, ὁ λαμπρὸς Δυσσέας κι ἐγώ, νὰ βγοῦμε ἀσύφωνοι σὲ συντυχιὰ ἢ βουλὴ δὲν ἔτυχέ μας, παρὰ μιὰ γνώμη δείχνοντας, μὲ στοχασιὰ καὶ σκέψη τί τοὺς Ἀργῖτες σύφερνε πασκίζαμε νὰ βροῦμε. |
Νέστορα, τοῦ Νηλέα γιέ, πές μου ὅλη τὴν ἀλήθεια· πῶς πέθανε ὁ Ἀγαμέμνονας ὁ μέγας γιὸς τοῦ Ἀτρέα; καὶ ποῦ ἤτανε ὁ Μενέλαος; σὰν τί τὸ μαῦρο τέλος ποὺ ὁ πονηρὸς ὁ Αἴγιστος σοφίστηκε καὶ βρῆκε,γιὰ νὰ ξεκάμη ἀντίμαχο πολὺ καλύτερό του; ἢ νά 'λειπε ὁ Μενέλαος, καὶ κάπου ἀλλοῦ πλανιόταν, κι ἐκεῖνος ξεθαρρεύτηκε καὶ σκότωσε τὸ ρήγα;”
...Ὡς τόσο ἀρνιόταν τ' ἄπρεπο τὸ κάμωμα ἡ πανώρια ἡ Κλυταιμνήστρα στὴν ἀρχή, τ' εἶχε καλὴ τὴ γνώμη.
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ Αἰσχύλου ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΟΡΕΣΤΕΙΑ ( ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, ΧΟΗΦΟΡΟΙ, ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ) Ἀγαμέμνων, 1949, ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ ΩΣ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Σιμά της κι ὁ τραγουδιστὴς ἀγρύπνα, ποὺ ὁ Ἀτρείδης νὰ τὴ φυλάη παράγγειλε μισεύοντας στὴν Τροία. Μὰ τότες ποὺ οἱ ἀθάνατοι ψηφίσαν τὸ χαμό της,τὸν παίρνει τὸν τραγουδιστὴ σὲ ρημονήσι ἐκεῖνος, κι ἀφήνοντάς τον νὰ γενῆ ξεφάντωμα τῶν ὄρνιων, τὴ φέρνει σπίτι πρόθυμη καθὼς κι ὁ ἴδιος ἦταν. Ἀρίθμητα ἔψησε μεριὰ πὰς στοὺς βωμοὺς τῶν θεῶνε, μύρια στολίδια κρέμασε, καὶ τούλια καὶ χρυσάφια,ποὺ τέτοιο πρᾶμα ἀνόλπιστο καὶ μέγα ἔβγαλε πέρα.
Η ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ΚΑΙ Ο ΑΙΓΙΣΘΟΣ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΣΚΟΤΩΣΟΥΝ ΤΟΝ ΑΓΑΜΈΜΝΩΝΑ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ Pierre-Narcisse Guérin, 1817 ΛΟΥΒΡΟ
Ὡς τόσο ἀπὸ τὴν Τροία ἐμεῖς ἐρχάμενοι, τοῦ Ἀτρέα ὁ γιὸς κι ἐγὼ, οἱ δυὸ βλάμηδες, περνούσαμε τὸ κῦμα· ὅμως στὸ Σούνι, τὸ ἱερὸ σὰ φτάσαμε ἀκρωτήρι τῶν Ἀθηνῶνε, ὁλόξαφνα ὁ Ἀπόλλωνας ὁ, Φοῖβος τὸ δόλιο τοῦ Μενέλαου χτυπάει καραβοκύρη, μὲ τὶς λαμπρὲς του σαϊτιές, καὶ τὴ ζωή του παίρνει, ἐκεῖ ποὺ κράταε τοῦ γοργοῦ τοῦ καραβιοῦ τὸ δοιάκι, τὸ Φρόντη τοῦ Ὀνήτορα, ποὺ τοὺς ξεπέρναε ὅλους σὲ καραβιοῦ κυβέρνημα σὰ μάνιαζε ἀνεμούρα.
Ἔτσι μποδίστη ὁ δρόμος του, πολλὴ κι ἂν εἶχε βιάση,.......Μὰ ὅταν κι αὐτὸς στὰ μελανὰ τὰ πέλαγα ὄξω βγῆκε μὲ τὰ γοργὰ καράβια του, καὶ στὸ βουνὸ Μαλέα κατέβηκε ἀρμενίζοντας, τότες φριχτὸ ταξίδι ὁ Δίας ὁ βροντόφωνος τοῦ τοίμασε, μὲ ἀνέμους ποὺ σφυριχτοὶ φυσούσανε, καὶ κύματα σηκῶναν μέσα στὴν ἄγρια θάλασσα, πελώρια ἴσαμε ὄρη.
Καὶ χώρισε τὰ πλοῖα σὲ δυό· μέρος στὴν Κρήτη πέσαν, ποὺ κατοικοῦν οἱ Κύδωνες στοὺς ὄχτους τοῦ Ἰαρδάνου. Ἐκεῖ γκρεμνὸς πρὸς τὸ γιαλὸ γλιστρὸς ἁψηλοστέκει στῆς Γόρτυνας τὰ πέρατα, κι ὀμπρος στ' ἀχνὰ πελάγη·.....
Καὶ στοὺς θεοὺς σὰν ἔσταξαν κι ἤπιαν ὅσο ἀγαποῦσαν, κινήσανε γιὰ πλάγιασμα στὸ σπίτι του ὁ καθένας, μὰ τὸν Τηλέμαχο, τὸ γιὸ τοῦ θεϊκοῦ Ὀδυσσέα, ὁ ἀλογολάτης Νέστορας τὸν κοίμισε στοῦ πύργου τὴ σάλα τὴν πολύβοη, σὲ τορνευτὸ κλινάρι,μὲ πλάγι τὸν Πεισίστρατο, τὸ λυγερὸ λεβέντη,
ποὺ ὄντας ἀκόμα ἀνύπαντρος στοῦ κύρη κατοικοῦσε. Ἴδιος ὁ γέρος πλάγιασε στὰ ὁλόβαθα τοῦ πύργου,σὰν ἔσιαξέ του ἡ σύγκλινη στρωσίδια καὶ κλινάρι.
Καὶ τοῦ Τηλέμαχου λουτρὸ τοῦ δίνει ἡ Πολυκάστη,κόρη στερνὴ τοῦ Νέστορα, τοῦ γόνου τοῦ Νηλέα. Καὶ σὰν τόνε καλόλουσε, τὸν ἄλειψε μὲ λάδι, καὶ μ' ὄμορφο τὸν ἔντυσε χιτώνα καὶ χλαμύδα,
ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ λούσιμο μὲ τοὺς θεοὺς παρόμοιος καὶ πῆγε κάθισε σιμὰ στὸ Νέστορα τὸ ρήγα.
Κι ἀπὸ φαγὶ κι ἀπὸ πιοτὸ σὰ φράθηκε ἡ καρδιά τους, αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Νέστορας τοὺς εἶπε ὁ ἀλογολάτης.“Παιδιά μου, τοῦ Τηλέμαχου φέρτε μεμιὰς καὶ ζέψτε τὰ ὡριότριχα τ' ἀλόγατα, νὰ καλοταξιδέψη.” Αὐτὰ εἶπε, καὶ τὸν ἄκουσαν, κι εὐτὺς στ' ἁμάξι ζέψαν τ' ἀλόγατα τὰ γλήγορα. Κελάρισσα τοὺς βάζει ψωμί, προσφάγι καὶ κρασὶ, σὰν πὄχουν οἱ ρηγάδες.
Πὰς στ' ὥριο ἁμάξι ἀνέβηκε ὁ Τηλέμαχος, καὶ δίπλα ὁ ἀσίκης ὁ Πεισίστρατος τὰ χαλινάρια πῆρε
καὶ τ' ἄλογα μαστίγωσε· πρόθυμ' αὐτὰ πετάξαν στοὺς κάμπους, πίσω ἀφήνοντας τὴν ἁψηλὴ τὴν Πύλο.
Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα, ζέψανε, κι ἀν,εβήκανε στ' ὡριόφαντο τ' ἁμάξι,
κι ἀφήκανε τὰ ξώθυρα τοῦ βουητεροῦ τοῦ πύργου· δίνει βιτσιὰ στ' ἀλόγατα, κι αὐτὰ γοργοπετάξαν,
κι ἴσια στοὺς κάμπους τοὺς σπαρτοὺς κατέβηκαν πετώντας, καὶ δρόμο
κόψανε πολὺ μὲ τὴν ὁρμὴ ποὺ πῆραν. Κι ἔγειρ' ὁ ἥλιος τὸ βράδυ, κι ἀπόσκιασαν οἱ δρόμοι. Ο ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΟΔΗΓΕΙ ΤΗΝ ΑΜΑΞΑ ,ΠΙΣΩ ΤΟΥ Η ΑΘΗΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ , signed by Peupin 1814 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου