Σελίδες

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

ΡΑΨ. χ  MNΗΣΤΗΡΟΦΟΝΙΑ

ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ  Gustave MOREAU 1852 ΜΟΥΣΕΙΟ Gustave MOREAU  ΠΑΡΙΣΙ


Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος γυμνώθη απ᾿ τα κουρέλια και στο κατώφλι απάνω πήδηξε, κρατώντας το δοξάρι  και το γεμάτο σαϊτολόγο του, και τις γοργές σαγίτες αυτοί, μπροστά στα πόδια του, άδειασε, και στους μνηστήρες είπε:  «Πια τέλος πήρε αυτό το αλύπητο δοκίμι μας, και τώρα
διαλέγω άλλο σημάδι, που άνθρωπος κανείς δε βρήκε ακόμα,  να ιδώ αν πετύχω κι αν ο Απόλλωνας μου δώσει αυτή τη δόξα.»


Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΤΟ ΤΟΞΟ  Derain André 1938
Paris, musée national d'Art moderne - Centre Georges Pompidou
Έτσι σα μίλησε, σημάδεψε και στον Αντίνοο ρίχνει πικρή σαγίτα. Εκείνος άπλωνε μια κούπα να σηκώσει, μαλαματένια, δίχερη, όμορφη᾿ την έπαιζε στα χέρια  κιόλας, κρασί να πιεί, το θάνατο χωρίς να βάζει ο νους του᾿  ήτανε τόσοι δα οι συντράπεζοι — και ποιος το φανταζόταν πως ένας σε πολλούς ανάμεσα, με όσην αντρεία κι αν είχε, άσκημο θάνατο θα του 'δινε κι ασβρλωμένη μοίρα!
Μα ως σημαδεύοντας τον πέτυχε πα στο λαιμό ο Οδυσσέας,  απαντικρύ ο χαλκός επρόβαλε στον τρυφερό του σβέρκο᾿  και χτυπημένος πίσω ανάγειρε και του 'φυγε απ᾿ το χέρι η κούπα, και κρουνός ξεχύθηκε μεμιάς απ᾿ τα ρουθούνια το αίμα το ανθρώπινο, και πέταξε μακριά του το τραπέζι κλωτσώντας το, και χάμω σκόρπισαν τα κρέατα τα ψημένα  και τα ψωμιά, και στο αίμα βάφτηκαν. Κι ασκώσαν οι μνηστήρες βουή τρανή, σαν είδαν άνθρωπος να πέφτει σκοτωμένος᾿  κι απ᾿ τα θρονιά σκιαγμένοι επήδηξαν και τρέχαν δώθε κείθε, κατά τους τοίχους τους καλόχτιστους κοιτάζοντας ολούθε' μα ουδέ σκουτάρι βρίσκαν γύρα τους ουδέ βαρύ κοντάρι.
Και πήραν όλοι με πικρόλογα τον Οδυσσέα να βρίζουν: «Σε άνθρωπο πάνω, ξένε, δόξεψες, κι είναι βαρύ᾿ δοκίμι πια άλλο δε βλέπεις᾿ άωρα αξέφευγο καρτερά το χαμό σου!

Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τους: «Σκυλιά, που ελέγατε στο σπίτι μου πως δε γυρίζω πίσω  πια από την Τροία, γι᾿ αυτό μου τρώγατε το βιος στο αρχοντικό μου,
και στανικώς με τις γυναίκες μου πλαγιάζατε τις σκλάβες,  κι ακόμα ζώντας μου το ταίρι μου γυρεύατε σε γάμο, και μήτε τους θεούς φοβόσαστε που ζουν στα ουράνια πλάτη,  μηδέ κι ανθρώπου οργή, πως θα 'ρχουνταν να γδικιωθεί μια μέρα!
Μα τώρα πια πιαστήκατε όλοι σας στου χαλασμού τα δίχτυα!» Αυτά είπε, κι εκείνους ολόχλωμη τους έπιασε τρομάρα, κι ο καθανείς τρογύρα εκοίταζε, του Χάρου να ξεφύγει.
Μόνος απ᾿ όλους τότε ο Ευρύμαχος του απηλογήθη κι είπε: Αν είσαι εσύ ο Οδυσσέας και διάγειρες, ο ρήγας της Ιθάκης,  σωστά μας τα 'πες, τόσα που 'καναν οι Αργίτες κάθε μέρα, ένα σωρό αδικίες στα ξώμερα κι ένα σωρό εδώ μέσα.
Η ΜΝΗΣΤΗΡΟΦΟΝΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΘΕΩΝ LUCA CAMBIASO PALAZZO ROSSO  ΓΕΝΟΒΑ 1545

Μα ο πρώτος φταίχτης σ᾿ όλα κοίτεται τώρα νεκρός, το βλέπεις, ο Αντίνοος᾿ όσα μας μαρτύρησες είναι δουλειές δικές του' κι όχι μαθές γιατί τον έσπρωχνε του γάμου ανάγκη ή πόθος,
μον᾿ άλλα μες στο νου του εδούλευε, που ο γιος του Κρόνου ωστόσο δεν του τα τέλεψε: σκοτώνοντας το γιο σου με καρτέρι να γίνει ατός του της καλόχτιστης Ιθάκης ο ρηγάρχης.
Αυτός σκοτώθηκε, ως του ταίριαζε, μα εσύ λυπήσου τώρα δικούς σου ανθρώπους! Κι όσα φάγαμε κι ήπιαμε εδώ στο σπίτι  θα στα πλερώσουμε συνάζοντας απ᾿ το λαό᾿ θα πάρεις κι απανωτίμι απ᾿ τον καθένα μας, είκοσι βόδια ακέρια ν᾿ αξίζει, και χαλκό και μάλαμα, που πια να μαλακώσει μέσα η καρδιά σου᾿ ως τότε χόλιαζε, και μ᾿ όλο σου το δίκιο!»

Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τον:
«Κι αν όλα σας ακόμα, Ευρύμαχε, τα πατρικά μου δώστε, όσο βιος έχετε, και βάλετε κι άλλα από πάνω αλλούθε, μηδ᾿ έτσι εγώ ποτέ τα χέρια μου θα μάκραινα απ᾿ το φόνο, πριχού οι μνηστήρες μου πλερώσετε τις ανομίες σας όλες.

Τα λόγια αυτά σαν είπε ο Ευρύμαχος, το χάλκινο σπαθί του το δίκοπο ξεθηκαρώνοντας απάνω του χιμίζει  με άγριες φωνές. Μα κι ο αρχοντόγεννος ίδια στιγμή Οδυσσέας σαγίτα ρίχνοντας κατάστηθα, πλάι στο βυζί, τον βρήκε᾿  κι ως μες στο σκώτι εχώθη η γρήγορη σαγίτα, από το χέρι του φεύγει το σπαθί, και τρίκλισε και πέφτει, στο τραπέζι  αναδιπλώνοντας, και σκόρπισαν τα φαγητά στο χώμα
και το διπλόγουβο ποτήρι του κι αυτός ψυχομαχώντας πάνω στη γη το μέτωπο έκρουγε, και με τα δυο του πόδια κλωτσούσε το θρονί, και χύθηκε στα μάτια του σκοτάδι.
Ευτύς ο Αμφίνομος ανάσυρε το κοφτερό σπαθί του  κι απαντικρύ πηδώντας χύθηκε στον ξακουστό Οδυσσέα,  την πόρτα μπας κι αφήσει λεύτερη᾿ μα πρόφτασε από πίσω και με το χάλκινο ο Τηλέμαχος τον κάρφωσε κοντάρι μεσοπλατίς, κι αυτό του διάβηκε το στήθος πέρα ως πέρα.
Πέφτει με βρόντο, καταπρόσωπα στη γη χτυπώντας πάνω.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ Ο ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΗΜΙΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΕΔΟΝΤΑ  1812 Thomas Degeorge Musée Roger Quilliot 
Στο γιο του εστράφη κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια τότε:
«Κάποια απ᾿ τις σκλάβες λέω, Τηλέμαχε, του αρχοντικού μας τώρα βαρύ μας ξεσηκώνει πόλεμο, μπορεί κι ο Μελανθέας.»
Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος του απηλογήθη κι είπε:
«Κύρη, δικό μου είναι το φταίξιμο, δε φταίει κανένας άλλος, που αφήκα ορθάνοιχτη της κάμαρας τη σφιχταρμοδεμένη  πόρτα πριν λίγο, και το πρόσεξαν αυτοί καλύτερα μας.
Τρέξε, Εύμαιε, τώρα, αρχοντογέννητε, την πόρτα να σφαλίσεις,  και ιδές αν είναι, κάποια δούλα μας σε τούτα εδώ μπλεγμένη, για ο Μελανθέας — αυτός φαντάζουμαι πως θα 'ναι, ο γιος του Δόλιου.»

Αυτά είπε, κι όμως δεν του χάριζε τη νίκη ακέρια ακόμα,  τι γύρευε ξανά τη δύναμη και την αντρεία η Παλλάδα και του Οδυσσέα και του περίλαμπρου να δοκιμάσει γιου του.
Γι αυτό με χελιδόνα μοιάζοντας στο μαυροκαπνισμένο Δοκάρι της στέγης πετάχτηκε και κάθισε κει πάνω.
H ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ JOHN RUSH ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ"
Και τους μνηστήρες όμως γκάρδιωναν ο γιος του Δαμαστόρου κι ο Ευρύνομος κι ο Δημοπτόλεμος κι ο Πείσαντρος, το τέκνο του Πολυχτόρου, κι ο Αμφιμέδοντας κι ο Πόλυβος ο γαύρος᾿ τι αυτοί στην αντριγιά ξεχώριζαν απ᾿ τους μνηστήρες όλους, Οι άλλοι νεκροί απ᾿ το τόξο εκοίτουνταν και τις πολλές σαγίτες.
Και τότε ο Αγέλαος πήρε κι έλεγε, ν᾿ ακούσουν όλοι γύρα:
«Φίλοι, τα χέρια του τ᾿ ανίκητα γοργά θα παραλύσουν του 'φυγε ο Μέντορας᾿ παινέματα μονάχα κούφια του 'πε, κι αυτοί ξανά απόμειναν έρημοι στης πόρτας το κατώφλι.
Ωστόσο τα μακριά κοντάρια σας μη ρίχνετε όλοι αντάμα' σεις οι έξι τώρα κονταρέψετε, μονάχα ο Δίας να δώσει τον Οδυσσέα νεκρό να ρίξετε, να σας δοξάσει ο κόσμος' για τους επίλοιπους μη γνοιάζεστε, να πέσει τούτος μόνο!» Αυτά είπε, κι όλοι τους κοντάρεψαν, καθώς τους είχε ορίσει,
με λύσσα, μα η Παλλάδα βίγλιζε και ξεστράτισαν όλα'

Μα ο γιός του Τέρπιου τότε γλίτωσε του Χάρου, ο τραγουδάρης  ο Φήμιος, στους μνηστήρες που 'ψαλλε συχνά, μα αθέλητα του.
Ορθός, κρατώντας την ψιλόφωνη κιθάρα του στα χέρια στο παραπόρτι εβρέθη᾿ δίγνωμη βουλή τον κυβερνούσε: να βγει να κάτσει ικέτης στο βωμό του Δία του τρισμεγάλου,

...κι ο Μέδοντας τον άκουσεν ο μυαλωμένος, τι είχε ζαρώσει κάτω από 'να κάθισμα και κοίτουνταν χωμένος  σε νιόγδαρτο αγελαδοτόμαρο, του Χάρου να γλιτώσει.
Μεμιάς ξεπρόβαλε απ᾿ το κάθισμα κι εγδύθη το τομάρι...


Σήκω, πολύχρονη γερόντισσα, που πιστατείς τις σκλάβες  γυναίκες μέσα στο παλάτι μας, καιρός πια να 'ρθεις μέσα' σε φώναξε μαθές ο κύρης μου, να σου μιλήσει κάτι.» 
Κι αυτή, τους σκοτωμένους βλέποντας και ποταμό το γαίμα,  τρανό θωρώντας έργο, κίνησε στριγγιά φωνή να σύρει  από χαρά, μα αυτός την κράτησε, τη φόρα κόβοντας της, Χάρου από μέσα σου, γερόντισσα, και βάστα, μη φωνάζεις' δε θέλει ο θεός χαρά να δείχνουμε μπροστά σε σκοτωμένους!
Τούτους η μοίρα των αθάνατων και τ᾿ άνομά τους έργα  τους δάμασαν, τι δε λογάριαζαν στον κόσμο απ᾿ τους ανθρώπους  τρανό, αχαμνό — κανένα, αν λάχαινε να τους συντύχει κάποιος,
κι άσκημα τέλη τώρα απόλαψαν από τις αδικίες τους.
Μον᾿ έλα τώρα εσύ, μαρτύρα μου για του σπιτιού τις δούλες.  ποιές απόμειναν ακριμάτιστες και ποιες με ξεψηφούσαν.»
Κι η βάγια Ευρύκλεια τότε μίλησε κι απηλογήθη κι είπε: Για τούτα, γιε μου, που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια:
Έχεις πενήντα στο παλάτι σου γυναίκες όλες όλες σκλάβες᾿ αυτές δουλειές τις μάθαμε σιγά σιγά να κάνουν, να ξαίνουν το μαλλί κι υπόμονα να στρέγουν τη σκλαβιά τους.
Μα οι δώδεκα από τούτες, πέφτοντας σε αδιαντροπιά μεγάλη, μήτε και μένα πια λογάριαζαν μηδέ και την κυρά τους  την Πηνελόπη. Κι ο Τηλέμαχος πριν λίγο εγίνηκε άντρας, και δεν τον άφηνε η μητέρα του τις σκλάβες ν᾿ αφεντεύει.

Τώρα στο ανώι γοργά το λιόφωτο, στο ταίρι σου θ᾿ ανέβω, να της τα πω, τι ένας αθάνατος την έχει σ᾿ ύπνο ρίξει.»

Κι ως θα 'χετε όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει,  τις δούλες έξω απ᾿ το καλόχτιστο να βγάλτε αρχονταρίκι, και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη τα κοφτερά σπαθιά ανασέρνοντας χτυπάτε τις και σ᾿ όλες να δώστε θάνατο, τον έρωτα για πάντα να ξεχάσουν,   που εχαίρουνταν ως τώρα σμίγοντας κρυφά με τους μνηστήρες.»
Έτσι όρισε, κι οι δούλες έφτασαν όλες μαζί και μπήκαν πικρά θρηνολογώντας, κι έτρεχε το δάκρυ τους ποτάμι.
Των σκοτωμένων πρώτα σήκωναν και βγάζαν τα κουφάρια, και στης αυλής της καλοτείχιστης το σκεπαστό από κάτω.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΔΙΝΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗ ΝΑ ΜΑΖΕΨΟΥΝ ΤΑ ΑΨΥΧΑ ΣΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΜΝΗΣΤΗΡΩΝ
Nicolas-André Monsiau 1791


Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος το λόγο επήρε κι είπε:
«Όχι, σ᾿ αυτές δε θέλω θάνατο να δώσω τιμημένο—  που στο κεφάλι της μητέρας μου κι εμένα καταφρόνια σκορπούσαν και ντροπή, και πλάγιαζαν μαζί με τους μνηστήρες!»

ΟΙ ΑΠΙΣΤΟΙ ΔΟΥΛΟΙ (ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ "ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ" ΤΟΥ GUSTAVE MOREAU


Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος απηλογήθη κι είπε:
«Φωτιά πιο πρώτα να μου ανάψουνε στον αντρωνίτη θέλω!»
Είπε, κι η βάγια Ευρύκλεια σύγκλινε στου αφέντη της το λόγο' φωτιά και θειάφι αμέσως έφερε, και θειάφιζε ο Οδυσσέας, το αρχονταρίκι πρώτα κι έπειτα κι αυλή και τ᾿ άλλο σπίτι.
Κι εδιάβη η Ευρύκλεια μέσα απ᾿ τ όμορφο παλάτι του Οδυσσέα,
στις σκλάβες για να πάει το μήνυμα και να τις σπρώξει να 'ρθουν.
Κι αυτές, ως βγήκαν απ᾿ την κάμαρα με τα δαδιά στα χέρια, στον Οδυσσέα τρογύρα εχύθηκαν καλωσορίζοντας τον᾿  κι όπως φιλούσαν το κεφάλι του με αγάπη και τους ώμους, τα χέρια σφίγγοντας του, ολόγλυκος τον πήρε εκείνον πόθος  για κλάματα και βόγγους, τι όλες τους τις γναφιζε η καρδιά του.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου