Σελίδες

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Ραψωδία φ Τόξου θέσις.


Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΣΤΑ ΥΨΗΛΑ ΔΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΤΙΟΥ  1764
by Angelica Kauffman

Τότες στὸ νοῦ της ἔβαλε ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα τῆς Πηνελόπης, τῆς καλῆς τοῦ Ἰκάριου θυγατέρας,
τόξο καὶ σίδερα σταχτιὰ νὰ βάλη στοὺς μνηστῆρες ἀγώνα καὶ σφαγῆς ἀρχὴ μὲς στοῦ Ὀδυσσέα τοὺς πύργους. Τὴ σκάλα τοῦ θαλάμου της τὴν ἁψηλὴ κατέβη,πῆρε ὥριο γυριστὸ κλειδὶ στὸ μαλακό της χέρι, χαλκένιο καὶ μὲ φιλντισὶ χερούλι ταιριασμένο.
Ὡς στὸ στερνὸ τὸ θάλαμο πηγαίνει μὲ τὶς βάγιες, ποὺ κοίτουνταν οἱ θησαυροὶ τοῦ βασιλέα κρυμμένοι, χαλκός, χρυσάφι, σίδερο περίτεχνα ἐργασμένο.
Εἶχε καὶ πισοτέντωτο δοξάρι καὶ φαρέτρα, ποὺ μέσα της ἦταν πολλὲς στεναχτερὲς σαγίτες.
Ἀπὸ τή Λακεδαίμονα τά 'χε ὁ Δυσσέας φερμένα, τοῦ ὁμοιόθεου τοῦ Ἴφιτου, γόνου τοῦ Εὐρύτου δῶρα.
Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΘΡΗΝΕΊ ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΤΟΞΟ Angelica Kauffmann 1779 Wolverhampton Art Gallery Birmingham

Καθίζει, καὶ περίλυπη στὰ γόνατα τό παίρνει, βγάζει τὸ τόξο, κι ἀρχινάει τὸ κλάμα βλέποντάς το.
Καὶ σάνε καλοχόρτασε τὰ δάκρυα καὶ τὸ θρῆνο, ξεκίνησε στὸ μέγαρο πρὸς τοὺς λαμπροὺς μνηστῆρες, κι ἦρθε τὸ πισοτέντωτο κρατώντας τό δοξάρι, καὶ τὴ φαρέτρα μὲ πολλὲς στεναχτερὲς σαγίττες.
Φέρναν κι οἱ παρακόρες της κασέλα γεμισμένη μὲ σίδερο καὶ μὲ χαλκό, τὰ σύνεργα τοῦ ἀφέντη.
Κι ἡ ζουλεμένη ἀρχόντισσα σὰν πῆγε στοὺς μνηστῆρες, σιμὰ στὸ στύλο στάθηκε τῆς δουλεμένης στέγης, σηκώνοντας στὴν ὄψη της τό λιόλαμπρο φακιόλι,
[ μὲ τὶς παραστεκάμενες δεξιὰ κι ἀριστερά της ].

Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΦΕΡΝΕΙ ΤΟ ΤΟΞΟ ΣΤΟΥΣ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ G. FEXIS

 καὶ στοὺς μνηστῆρες μίλησε κι αὐτὰ τοὺς εἶπε τότες· “Ἀκοῦστε με, ὦ θεότολμοι μνηστῆρες, ποὺ σ' ἐτοῦτον τὸν πύργο πέσατε ὅλοι σας, νὰ πίνετε, νὰ τρῶτε, ὅσον καιρὸ ὁ ἀφέντης μου στὴν ξενιτειὰ γυρίζει, καὶ πρόφαση καλύτερη δὲ δύνεστε νὰ βρῆτε, μόν' πὼς ἐμένα νά 'χετε γυναίκα λαχταρᾶτε.
Μὰ ἐλᾶτε, παλληκάρια μου, καὶ νά, βραβεῖο ὀμπρός σας. Τὸ μέγα τόξο θέτω σας τοῦ θεϊκοῦ Ὀδυσσέα, κι ἐκεῖνον ποὺ εὐκολώτερα στὰ χέρια τὸ τεντώση, κι ἀξίνια δώδεκα μὲ μιὰ σαΐτα του περάση, θ' ἀκολουθήσω ἀφήνοντας τὸν πύργο αὐτόνε, ποὺ ἦρθα νιόπαντρη ἐγώ, καὶ βρῆκα τον ὥριο καὶ βιὸς γεμάτο, ποὺ πάντα θὰ θυμᾶμαι τον καὶ μέσα στ' ὄνειρό μου.”
Αὐτὰ σὰν εἶπε, πρόσταξε τὸν ἄξιο χοιροτρόφο τὸ τόξο καὶ τὰ σίδερα νὰ θέση στοὺς μνηστῆρες.
Δάκρυσε ὁ Εὔμαιος, τά 'πιασε, καὶ χάμου ἀράδιασέ τα.
Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ Padovanino 1620 
 
 
Θρηνοῦσε κι ὁ βοδοβοσκός, ἀλλοῦ καθὼς τὸ τόξο τ' ἀφέντη του εἶδε.
Κι ὀρθὸς πετάχτηκε, ἔβγαλε τὴν πορφυρένια χλαίνα ἀπὸ τοὺς ὤμους, καὶ μαζὶ τὸ κοφτερὸ σπαθί του.
Χαντάκι σκάβει ὁλόμακρο, καὶ τὰ πελέκια ἀράδα στήνει μὲ στάφνη ἰσιώνοντας, τὸ χῶμα στρώνει γύρω· κι ὄλοι θαμάζαν βλέποντας τὴν τόση τάξη τοῦ ἔργου, ἂν καὶ ποτὲς πρωτύτερα δὲν τό 'χε δῆ καὶ μάθει.
Καὶ στὸ κατώφλι στέκοντας δοκίμαζε τὸ τόξο, Καὶ τρεῖς φορὲς τὸ τράνταξε μὲ βία νὰ τὸ τεντώση,
καὶ τρεῖς τοῦ 'λειψε ἡ δύναμη, κι ἂς τό 'λπιζε τὴν κόρδα πὼς θὰ τεντώση, μὲ σαϊτιὰ τ' ἀξίνια νὰ περάση.
Στὴν τέταρτη τραβώντας το μ' ὁρμὴ τὸ τέντωνε, ὅμως ὄχι ὁ Ὀδυσσέας τοῦ 'γνεψε καὶ τοῦ ἔκοψε τὴ φόρα.


Καὶ κράταε ὁ Εὐρύμαχος στὰ χέρια τὸ δοξάρι, ζεσταίνοντάς το στῆς φωτιᾶς τὴ λάμψη ἀποπαντοῦθε·
μὰ νὰ τεντώση τὴ χορδὴ δὲν μπόρειε, κι ἡ μεγάλη καρδιά του βαριοστέναζε, καὶ φώναξέ τους κι εἶπε·
Πόσο βαθὺς ὁ πόνος μου γιὰ μένα καὶ τοὺς ἄλλους. Μὰ γιὰ τὸ γάμο, ἂν καὶ πονῶ, δὲ θλίβουμαι καὶ τόσο.
Ἀχαιοποῦλες βρίσκουνται πολλὲς καὶ στ' ὥριο Θιάκι, καὶ σ' ἄλλες χῶρες· θλίβουμαι ποὺ τόσο πιὸ μικροί του θένα φαινόμαστε ὅλοι ἐμεῖς στὸ τέντωμα τοῦ τόξου, καὶ ποὺ οἱ κατοπινὲς γενιὲς θ' ἀκοῦνε τὴν ντροπή μας.”
Κι ὁ Ἀντίνος, τοῦ Εὐπείθη ὁ γιὸς γύρισε τότες κι εἶπε·
“Αὐτὸ ποτὲς δὲ θὰ γενῆ, ὦ Εὐρύμαχε, τὸ ξέρεις. Σήμερα ὁ τόπος τὸ θεὸ τὸν τοξευτὴ γιορτάζει·
ποιός νὰ τεντώνη τόξα ἐδῶ; τὰ τόξα ἂς μείνουν τώρα·

Καὶ σάνε στάξαν κι ἤπιανε ὅσο ἤθελε ἡ καρδιά τους, μὲ πονηριὰ ὁ πολύβουλος τοὺς εἶπε ὁ Ὀδυσσέας· Ἀκοῦτε με, τῆς δοξαστῆς βασίλισσας μνηστῆρες, τὰ ὅσα μέσα λέει ὁ νοῦς νὰ σᾶς τὰ φανερώσω.
Ξέχωρα τὸν Εὐρύμαχο καὶ τὸ λαμπρὸν Ἀντίνο παρακαλῶ, ποὺ εἶπε κι αὐτὰ τὰ στοχασμένα λόγια,
τὰ τόξα στῶν ἀθανάτων τὴν ἔννοια νὰ τ' ἀφῆστε, καὶ νίκη ὁ Φοῖβος τὸ ταχὺ θὰ δώση σ' ὅποιον θέλει.
Ὅμως ἐμένα δῶστε μου τ' ὡριόξεστο δοξάρι, τὰ χέρια καὶ τὴ δύναμη νὰ δοκιμάσω ὀμπρός σας,
νὰ δῶ ἂ βαστοῦν τὰ λυγερὰ τὰ μέλη μου σαν πρῶτα, ἢ τ' ἀφανίσαν οἱ πολλοὶ παραδαρμοὶ κι οἱ κόποι.” Αὐτὰ εἶπε, καὶ βαρὺς θυμὸς τοὺς πῆρε τότες ὅλους, τὶ μὴν τεντώση τρόμαξαν τ' ὡριόξεστο δοξάρι.

Καὶ πέρασ' ὁ χοιροβοσκὸς κρατώντας τὸ δοξάρι, καὶ στὸ Δυσσέα ζυγώνοντας, τοῦ τό βαλε στὸ χέρι,
καὶ τὴν Εὐρύκλεια φώναξε τὴν παραμάνα κι εἶπε· Προστάζει σε ὁ Τηλέμαχος ὁ φρόνιμος, Εὐρύκλεια, τὶς στέριες νὰ σφαλήξετε τῶν παλατιῶνε θύρες, κι ἂν κάποια ἀκούση βογγητὰ καὶ χτύπους ἀπ' τοὺς ἄντρες ἐδῶ ποὺ θά 'μαστε κλειστοί, νὰ μὴν προβάλουν ὄξω, παρὰ κοιτώντας καθεμιὰ τὸ ἔργο της νὰ συχάζη.”

Ὡς τόσο ὁ Ὀδυσσέας  τ' ὅπλο σὰν πῆρε τὸ τρανὸ κι ἀπὸ παντοῦθε τὸ εἶδε, σὰν ἔμπειρος τραγουδιστὴς στὴ φόρμιγγα τεχνίτης, ποὺ εὔκολα κόρδα μὲ γερὸ στριφτάρι σοῦ τεντώνει,
στὶς δυὸ ἄκρες δένοντας τοῦ ἀρνιοῦ τ' ἄντερο τὸ στριμμένο, ἔτσι ὁ Δυσσέας εὔκολα τέντωσε τὸ δοξάρι,  καὶ μὲ τὸ χέρι τὸ δεξὶ δοκίμασε τὴν κόρδα· κι ἐκείνη γλυκολάλησε, λὲς κι ἦταν χελιδόνι.
Τότ' οἱ μνηστῆρες τρόμαξαν, κι ὄψην ἀλλάξαν ὅλοι· κι ὁ Δίας βρόντηξε βαριὰ γιὰ φανερὸ σημάδι·
καὶ χάρηκε ὁ πολύπαθος καὶ θεϊκὸς Δυσσέας, ποὺ ὁ γόνος τοῦ πολύβουλου Κρόνου ἔστειλε σημάδι.
Καὶ πλάϊ ἀπ' τὸ τραπέζι ἐκεῖ πῆρε γοργὴ σαγίτα, ἕτοιμη· οἱ ἄλλες ἔμνησκαν μὲς στὴ βαθειὰ φαρέτρα,
αὐτὲς ποὺ ἔμελλαν γλήγορα οἱ μνηστῆρες νὰ τὶς νιώσουν.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΤΕΝΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΤΟΞΟ J.-Baptiste Deschamps  1864 musée de Tournus

Στοῦ δοξαριοῦ τὸ δέσιμο ἀκουμπώντας τὴ σαγίτα καὶ στό θρονί του καθιστός, κόκκα τραβάει καὶ κόρδα, κι ὀμπρός του σημαδεύοντας ρίχνει· καὶ τὰ πελέκια τὸ βέλος τὸ χαλκόδετο περνάει μὲς ἀπ' τὶς τρύπες, ἀράδα ἀπ' τὸ στειλιάρι τους τὸ πρῶτο, κι ὄξω βγαίνει.

Καὶ μὲ τὰ φρύδια του ἔγνεψε· κι ὁ ἀκριβογιὸς τοῦ θείου Δυσσέα τότες ζώστηκε τὸ κοφτερὸ σπαθί του, καὶ τὸ κοντάρι σφίγγοντας στὸ χέρι, στὸ πλευρό του στάθηκε δίπλα στὸ θρονὶ, καὶ στ' ἄρματα ἄστραφτε ὅλος.
ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΣ ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ  Luigi Bienaimé, 1835



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου