Σελίδες

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Ραψωδία ρ Τηλεμάχου ἐπάνοδος πρὸς Ἰθάκην.


Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα, κι ὁ πολυαγαπημένος γιὸς τοῦ θεϊκοῦ Ὀδυσσέα
τὰ θεόμορφά του σάνταλα στὰ πόδια του ἀποδένει, καὶ στὴν παλάμη παίρνοντας τὸ δυνατὸ κοντάρι στὴ χώρα γιὰ νὰ κατεβῆ, λέει τοῦ χοιροβοσκοῦ του·
Καὶ τράβηξε ὁ Τηλέμαχος ὁλόγοργ' ἀπ' τὴ στάνη, γιὰ τοὺς μνηστῆρες χαλασμὸ στὸ νοῦ του μελετώντας.
Καὶ κάτου στὸ λαμπρόχτιστο σὰν ἔφτασε παλάτι, στὸ μακρὺ στύλο ἀκούμπησε τὸ σουβλερὸ κοντάρι,καὶ μπῆκε, τὸ κατώφλι του τὸ πέτρινο περνώντας. Τὸν εἶδε πρώτη καὶ καλὴ ἡ Εὐρύκλεια ἡ παραμάνα, καθὼς ἀπίθωνε προβιὲς πὰς στὰ θρονιὰ τοῦ πύργου, καὶ δακρυσμένη ζύγωσε· ὁλόγυρά του κι οἱ ἄλλες οἱ δοῦλες μαζωχτήκανε τοῦ ἀδάμαστου Ὀδυσσέα,  καὶ τὸν γλυκοφιλούσανε στὴν κεφαλή, στοὺς ὤμους. Κι ἡ φρόνιμη ἀπ' τὸ θάλαμο προβάλλει ἡ Πηνελόπη, σὰν Ἄρτεμη πανόμορφη, καὶ σὰ χρυσή Ἀφροδίτη· μὲ δάκρυα τὸ μονάκριβο παιδί της ἀγκαλιάζει, φιλώντας τὸ κεφάλι του καὶ τὰ λαμπρά του μάτια,  καὶ μὲ κλαψιάρικη φωνὴ τοῦ μίλησε καῖ τοῦ εἶπε·  “Τηλέμαχε, γλυκό μου φῶς, ἦρθες, κι ἐγὼ δὲ θάρρουν πὼς θὰ σὲ δῶ σὰν πρύμισες κρυφά μου κι ἄθελά μου στὴν Πύλο, τοῦ πατέρα σου μαντάτα γιὰ ν' ἀκούσης.
Ὡς τόσο τώρα ὅσ' ἄκουσες κι ὅσα εἶδες, ἔλα πές μου.”
 Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος ἀπάντησέ της κι εἶπε
“Μὴφέρνης πόνου βούρκωμα μὲς στὴ καρδιά μου, ὦ μάνα, τώρα ποὺ μόλις ξέφυγα κακὸ καὶ μαῦρο τέλος· μόνε σὰ λούσης τὸ κορμί, καὶ καθαρὰ τὸ ντύσης, ἀνέβαινε στ' ἀνώγι σου μὲ τὶς καλές σου βάγιες, καὶ σ' ὅλους ἑκατοβοδιὲς τοὺς ἀθανάτους τάξε, ἴσως κι ὁ Δίας γδίκιωση γιὰ χάρη μας τελέση.
Ἐγὼ θὰ πάω στὴν ἀγορά, τὸν ξένο νὰ καλέσω, ποὺ ἦρθε ἀπ' τὴν Πύλο ἀντάμα μου, γιὰ ἐδῶ σὰν ξεκινοῦσα, καὶ ποὺ μὲ τοὺς ὁμοιόθεους τὸν ἔστειλα συντρόφους στὸν Πείραιο, παραγγέλνοντας περίσσια νὰ τοῦ δείξη τιμὴ μέσα στὸ σπίτι του κι ἀγάπη ὥσπου νὰ φτάσω.”
Βγῆκε ὕστερα ὁ Τηλέμαχος κρατώντας τὸ κοντάρι, καὶ δυὸ γοργόποδα σκυλιὰ κατόπι ἀκολουθοῦσαν.
Μὲ χάρη τότε ἡ Ἀθηνᾶ θεϊκὴ τὸν περεχοῦσε, κι ὅλος ὁ κόσμος θάμαζε θωρώντας του τὰ κάλλη.
Τριγύρω του οἱ θεότολμοι μαζεύτηκαν μνηστῆρες, μὲ ὄμορφα λόγια, καὶ κακοὺς σκοποὺς στὸ λογισμό τους.
Ὅμως αὐτὸς ἀπόφυγε τὸ πλῆθος τους, καὶ πῆγε κάθισ' ἐκεῖ ποὺ ὁ Μέντορας, ὁ Ἄντιφος κι ὁ Ἀλιθέρσης· παλιοί του φίλοι πατρικοὶ καθόντουσαν κι ἐκεῖνοι.

Εἶπε, καὶ τὸν πολύπαθο ξένο ἔφερε στὸ σπίτι. Καὶ μέσα στὸ λαμπρόχτιστο σὰν ἔφτασαν παλάτι,
ἀπάνω σ' ἕδρες καὶ θρονιὰ τὶς χλαῖνες ἀποθέσαν, καὶ μὲς σὲ γοῦρνες σκαλιστὲς καθίσαν καὶ λουστῆκαν.
Κι οἱ δοῦλες σὰν τοὺς ἔλουσαν κι ἀλεῖψαν τους μὲ λάδι, καὶ τοὺς φορέσανε κρουστὲς χλαμύδες καὶ χιτῶνες, Καὶ μέσα στὸ λαμπρόχτιστο σὰν ἔφτασαν παλάτι, ἀπάνω σ' ἕδρες καὶ θρονιὰ τὶς χλαῖνες ἀποθέσαν, καὶ μὲς σὲ γοῦρνες σκαλιστὲς καθίσαν καὶ λουστῆκαν.
Κι οἱ δοῦλες σὰν τοὺς ἔλουσαν κι ἀλεῖψαν τους μὲ λάδι, καὶ τοὺς φορέσανε κρουστὲς χλαμύδες καὶ χιτῶνες,
“Τηλέμαχε, στ' ἀνώγι ἐγὼ θ' ἀνέβω νὰ πλαγιάσω στὴν κλίνη ποὺ μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα τὴ ραντίζω, ἀφότου στὸ Ἵλιο κίνησε ὁ Δυσσέας μὲ τοὺς Ἀτρεῖδες· κι ὅμως ἐσυ δὲ θὲς νὰ 'ρθῆς καὶ νὰ μοῦ πῆς καθάρια, μέσα στὸν πύργο πρὶ νὰ μποῦν οἱ θεότολμοι μνηστῆρες, γιὰ τοῦ γονιοῦ σου ἂν ἔμαθες τὸ γυρισμὸ στὰ ξένα.”


Καὶ τότες ὁ θεόμοιαστος Θεοκλύμενος τοὺς εἶπε· “Γυναίκα πολυσέβαστη τοῦ δοξαστοῦ Ὀδυσσέα,
δὲν τὰ γνωρίζει αὐτὸς σωστά, καὶ κάλλιο ἐμένανε ἄκου, ποὺ σοῦ μαντεύω ἀλάθευτα, καὶ τίποτις δὲν κρύβω. Ὁ Δίας νά 'ναι μάρτυρας, τὸ ξενικὸ τραπέζι, κι ἐτούτη ἡ στιὰ τοῦ θεόλαμπρου Ὀδυσσέα ποὺ μὲ δέχτη, ἐδῶ 'ναι στὴν πατρίδα του ὁ Δυσσέας, κι ἢ γυρίζει ἢ κάθεται, καὶ τὶς κακὲς αὐτὲς δουλειὲς μαθαίνει, καὶ σ' ὅλους φοβερὰ δεινὰ σκαρώνει τοὺς μνηστῆρες· εἶδα πουλὶ προφητικὸ στὸ πλοῖο σὰν καθόμουν, καὶ τότες τοῦ Τηλέμαχου τὰ λάλησα καὶ τὰ εἶπα.”

Τέτοια λαλοῦσαν κι ἔλεγαν ἐκεῖνοι ἀνάμεσό τους· καὶ στοῦ Ὀδυσσέα κατάμπροστα οἱ μνηστῆρες τἁ παλάτια δισκοβολώντας γλέντιζαν καὶ ρίχνοντας κοντάρια σὲ γῆς στρωτή, ποὺ ἀδιάντροπα ἐκεῖ πάντα μαζευόνταν.


Τότε ὁ Δυσσέας ὁ τρίξυπνος ἀπάντησέ του κι εἶπε·
“Ξέρω, καὶ νιώθω· τό 'χα ἐγὼ στὸ νοῦ μου αὐτὸ ποὺ μοῦ 'πες.
Μὰ ἂς πᾶμε, κι ἐσὺ δεῖχνε μου τὸ δρόμο πέρα ὡς πέρα, καὶ δῶσ' μου, ἂν ἔχης πουθενά, κουτσόραβδο κομμένο, γιὰ ν' ἀκουμπῶ, τὶ δύσκολος εἶναι μοῦ λέτε, ὁ δρόμος.”
Πῆραν τὸ πετρωτὸ στρατὶ καὶ ζύγωσαν τὴ χώρα, καὶ σάνε φτάσανε σιμὰ στὴν κρουσταλλένια βρύσηποὺ ὁ κόσμος ἔπαιρνε νερό, κι ὁ Νήριτος τὴν εἶχε, κι ὁ Ἴθακος κι ὁ Πολύχτορας, χτισμένη, κι ἦταν λεῦκες δάσος ἐκεῖ νερόθρεφτες ποὺ ὁλοῦθε τὴν κυκλῶναν, καὶ κατρακύλα κρυὸ νερὸ ψηλάθε ἀπὸ τὸ βράχο, κι ἦταν βωμὸς ἀπάνωθε χτισμένος, ποὺ θυσιάζαν , τοὺς βλέπει τοῦ Δολίου ὁ γιός, μὲ δυὸ βοσκοὺς κατόπι, ποὺ φέρναν τὰ πιὸ διαλεχτὰ τῶν κοπαδιῶνε γίδια γιὰ τῶ μνηστήρων τὸ φαγί· κι ἅμα τοὺς εἶδε ἐκεῖνος πειραχτικὰ τοὺς μίλησε καὶ μὲ μεγάλη κάκια, καὶ τὸ Δυσσέα πληγώνανε τ' ἀδιάντροπά του λόγια·“Ἕνας ἀχρεῖος τὸν ἄλλονε μὰ τὴν ἀλήθεια σέρνει κι ἔτσι παντοτινὰ ὁ θεὸς ὅμοιο στὸν ὅμοιον φέρνει.
Ποῦ τάχα, ὦ βρώμικε βοσκέ, τὸν πᾶς αὐτὸν τὸν χάφτη τὸν παλιοζήτουλα, μωρέ, τῶν τραπεζιῶν τὴ λώβα; Σὲ πόσες πόρτες θὰ σταθῆ τὴ ράχη του νὰ τρίβη, ὄχι λεβέτια καὶ σπαθιά, παρὰ βουκιὲς ζητώντας.
Δῶσ' τον ἐμένα, φύλακα τῆς στάνης νὰ τὸν ἔχω, νὰ μοῦ σαρώνη τὸ μαντρί, χλωρόκλαδα νὰ φέρνη
στὰ γίδια, καὶ νὰ πίνη ὀρό, παχιὰ μεριὰ νὰ κάνη. Τώρα ὅμως ποὺ κακόμαθε, δὲ θέ' δουλειὰ νὰ πιάση
μόνε τοῦ ἀρέσει σὲ χωριὰ νὰ σέρνεται καὶ χῶρες, νὰ θρέφη μὲ τὴ διακονιὰ τὴ λαίμαργη κοιλιά του.
Μὰ ἔχω δυὸ λόγια νὰ σοῦ πῶ, κι ὅ,τι σοῦ λέω θὰ γίνη· ἂν τύχη κι ἔρθη στοῦ θεϊκοῦ τοῦ Ὀδυσσέα τοὺς πύργους. τριγύρω στὴν κεφάλα του πολλὰ σκαμνιὰ ριγμένα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀντρῶν θὰ σπάσουν τὰ πλευρά του.” Καὶ καθὼς πέρναε, τοῦ 'δωσε κλωτσιὰ ὁ χαζὸς στὸ γόφο·
μὰ ἐκεῖνος δὲν ξεστράτισε, παρὰ ἔμεινε στὸ δρόμο·

 Κι ὁ Μελανθέας ἀπάντησε καὶ τοῦ 'πε· “Ὠχοῦ, τί κρένει, ὁ σκύλος ὁ παμπόνηρος, ποὺ ἐγὼ θὰ τὸν περάσω μακριὰ ἀπ' τὸ Θιάκι κάποτες μὲ μελανὸ καράβι κέρδος νὰ βγάλω περισσό. Ὅμως μακάρι τώρα τοῦ Φοίβoυ τοῦ ἀργυρότοξου οἱ σα.ί,τες νὰ σκοτώσουν στὸν πύργο τὸν Τηλέμαχο, γιὰ κονταριὲς μνηστήρων, σὰν ποὺ ὁ γονιός του χάθηκε στὰ μακρινὰ καὶ ξένα.”

Εὔμαιε αὐτά 'ναι τὰ λαμπρὰ παλάτια τοῦ Ὀδυσσέα· Ἀπ' τό 'να στὸ ἄλλο μέσα πᾶς, κι ἔχουν αὐλὴ κλεισμένη μὲ τείχισμα στεφανωτὸ καὶ στεριωμένες πόρτες δικάνατες καὶ ποιός μπορεῖ νὰ τὰ καταφρονέση; Βλέπω καὶ μέσα περισσοὶ πίνουν καὶ τρῶνε ἀνθρῶπο καπνοῦ προβάλλει μυρουδιά, κι ἀκούγουνται τῆς λύρας οἱ κόρδες ποὺ οἱ ἀθάνατοι γιὰ τὰ τραπέζια ὁρίσαν.”

Αὐτὰ καθὼς λαλούσανε κι ἀνάμεσό τους λέγαν, σκυλὶ ποὺ κοίτουνταν, τ' αὐτιὰ καὶ τὸ κεφάλι ὀρθώνει, ὁ Ἄργος, ποὺ ὁ ἀντρόψυχος Δυσσέας τὸν εἶχε θρέψει, ὅμως δὲν τόνε χάρηκε, γιατ' εἶχε φύγει ἐκεῖνος στὴ Τροία τότες τὴν ἱερή· σ' ἄλλους καιρούς οἱ νέοι τὸν παίρνανε, νὰ κυνηγοῦν λαγούς, ζαρκάδια, γίδια.
Τώρα, π' ὁ ἀφέντης ἔλειπε, τὸν ἄφηναν πεσμένο στὴν σωριασμένη τὴν κοπριὰ βοδιῶν καὶ μουλαριῶνε, ποὺ ὀμπρὸς στὴ θύρα ἁπλώνονταν, κι οἱ παραγιοὶ ἀποκεῖθε τὴν σήκωναν καὶ κόπριζαν τοὺς κήπους τοῦ Ὀδυσσέα. Ἀπάνω αὐτοῦ κοιτότανε τσιμπουριασμένος ὁ Ἄργος.
Καὶ τώρα, ἅμα μυρίστηκε σιμὰ τὸν Ὀδυσσέα, γοργοσαλεύει τὴν οὐρά, τ' αὐτιά του κατεβάζει,
μὰ πιὸ κοντὰ τοῦ ἀφέντη του δὲν μπόρειε νὰ ζυγώση. Γύρισ' αὐτὸς τὴν ὄψη του καὶ σφούγγισ' ἕνα δάκρυο κρυφὸ μὲ τρόπο, κι ὕστερα τὸν πιστικὸ ρωτοῦσε·
“Μεγάλο θάμα, στὴν κοπριὰ νὰ μνήσκη τέτοιος σκύλος· ὄμορφος σκύλος, μὰ ἇραγες νά 'ναι καὶ γοργοπόδης κοντὰ στὴν τόση του ὀμορφιά, γιά νά 'ναι δὰ ἀπὸ κείνους ποὺ στὰ τραπέζια στολισμὸ τοὺς ἔχουν οἱ ἀφεντάδες;”
Αὐτὰ σὰν εἶπε, στὰ λαμπρὰ παλάτια μέσα μπηκε, καὶ πηγε τοὺς καμαρωτοὺς μνηστῆρες ν' ἀνταμώση. Ὅμως τὸν Ἄργο θάνατος μαῦρος κι ἀχνὸς τὸν πῆρε, σὰν εἶδε τὸν ἀφέντη του, στὰ εἴκοσι χρόνια ἀπάνω.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΙΣΤΟ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟ ΑΡΓΟΣ 1854 JEAN AUGUSTE BARRE CHATEAU COMPIEGNE

 Κι ὁ θεόμοιαστος Τηλέμαχος πρῶτος ἀπ' ὅλους εἶδε μὲς στὰ παλάτια τὸ βοσκό νὰ μπαίνη καὶ τοῦ γνέφει νὰ πάη σιμά του· γύρω του τηράει αὐτός, καὶ παίρνει σκαμνὶ ποὺ τό 'χε ὁ μοιραστὴς ποὺ μοίραζε τὸ κρέας στοὺς ἥρωες ποὺ τρωγόπιναν μὲς στὰ λαμπρὰ παλάτια.
Ἀγνάντια στοῦ Τηλέμαχου ζυγώνει τὸ τραπέζι, κι ἐκεῖ καθίζει· ὁ κήρυκας τοῦ παραθέτει τότες
μερίδα ὀμπρός του, καὶ ψωμὶ τοῦ δίνει ἀπ' τὸ πανέρι.
 Εὐτὺς κατόπι του ἔφτασε στοὺς πύργους κι ὁ Ὀδυσσέας, ὅμοιος μὲ κακορίζικο καὶ γέρο ψωμοζήτη,
ἀκουμπισμένος σὲ ραβδί, καὶ κουρελοντυμένος  Ἄρχισ' αὐτὸς ἀπὸ δεξὰ καὶ καθενὸς ζητοῦσε
τὸ χέρι ἁπλώνοντας, παλιὸς σὰ νά 'τανε ζητιάνος.
Κι αὐτοὶ πονώντας τοῦ 'διναν, ὅμως πολὺ ἀποροῦσαν, κι ἕνας τὸν ἄλλον ρώταγε ποιός ἦταν κι ἀποποῦθε.
Κι ὁ Ἀντίνος τὸ χοιροβοσκὸ μάλωσε τότες κι εἶπε· “Τί μᾶς τὸν ἔφερες, κι ἐσὺ χοιροβοσκέ, στὴ χώρα;
Λὲς τάχα δὲ μᾶς ἔφταναν τόσοι ἄλλοι γυρολόγοι παλιοζητιάνοι βαρετοί, τῶν τραπεζιῶνε λῶβες;
Ἢ λίγοι ἐδῶ μαζώχτηκαν καὶ τρῶν τὸ βιὸς τοῦ ἀφέντη, καὶ πῆγες καὶ προσκάλεσες κι ἐτοῦτον ἐδῶ τώρα;”
Κι ὁ Ἀντίνος τότες φώναξε· “Μὰ ποιός θεὸς μᾶς φέρνει αὐτὸ τὸ μέγα βάσανο, τῶν τραπεζῶν τὴ λώβα;
Μακριὰ ἀπὸ τὸ τραπέζι μου, στὴ μέση ποὺ εἶσαι, στάσου, σὲ πιὸ πικρὴ νὰ μὴ βρεθῆς ἄλλη Αἴγυπτο καὶ Κύπρο, ἀδιάντροπος κι ἀπόκοτος σὰν πού 'σαι διακονιάρης.

Τότε ὁ Δυσσέας ὁ τρίξυπνος τραβήχτηκε καὶ τοῦ 'πε·
“Κρῖμας ποὺ σὰν τὰ κάλλη σου κι ἡ γνώση σου δὲν εἶναι· μήτ' ἅλας ἀπ' τὸ σπίτι σου δὲ θά 'δινες ποτές σου, ἀφοῦ σὲ ξένο κάθεσαι τραπέζι, καὶ νὰ δώσης βουκιὰ ψωμὶ δὲ βάσταξες, ποὺ τά 'χεις τόσα ὀμπρός σου.”

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΜΕΓΑΛΑ ΕΘΝΗ, ΕΛΛΑΔΑ"
 Εἶπε, κι ὁ Ἀντίνος πιὸ βαριὰ τότες χολώνει ἀκόμα, κι ἀγριοκοιτώντας τον, μ' αὐτὰ τοῦ μίλησε τὰ λόγια· “Τώρα δὲν ἔχει πιὰ, γερὸς ἀπ' τὸ παλάτι ἐτοῦτο πίσω θαρρῶ πὼς δὲ γυρνᾶς, ἀφοῦ μᾶς βρίζεις κιόλας.”
 Εἶπε, κι ἁρπώντας τὸ σκαμνί, τοῦ τὸ πετάει στὴν ἄκρη τοῦ ὤμου τοῦ δεξοῦ· μὰ αὐτός, ἀσάλευτος σὰ βράχος, δὲ λύγισε ἀπ' τὸ χτύπημα τοῦ Ἀντίνου, μόν' σωπώντας τὴν κεφαλή του κούνησε, τ' εἶχε κακὸ στὸ νοῦ του.
Καὶ στὸ κατώφλι γύρισε, καὶ κάθισε, καὶ χάμου τ' ὁλόγεμό του βάζοντας σακί, στοὺς ἄλλους εἶπε·
 “Ἀκοῦτε με, τῆς δοξαστῆς βασίλισσας μνηστῆρες, ὅσα ἐγὼ μέσα μου ἀγρικῶ θὰ σᾶς τὰ φανερώσω.
Κανέναν πόνο ὁ ἄνθρωπος δὲν ξέρει, μήτε λύπη σὰ χτυπηθῆ παλεύοντας νὰ σώση τὸ δικό του,
ἂς εἶναι βόδια ἢ ἄσπρα ἀρνιά· μὰ ἐμένανε ὁ Ἀντίνος μὲ βάρεσε γιὰ τὴν κοιλιὰ τὴ σιχαμένη κι ἔρμη,
καὶ ποὺ μ' ἀρίθμητα δεινὰ τὸν κόσμο βασανίζει. Ὅμως κι οἱ ζήτουλοι θεοὺς ἂν ἔχουν κι Ἐρινύες,
πρὶν ἔρθη ὁ γάμος, θάνατος θὰ σβήση τὸν Ἀντίνο.”
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ,Ο ΕΥΜΑΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ PALAZZO MILZETTI GIANI FELICE

Αὐτὰ οἱ μνηστῆρες λέγανε, μὰ ἐκεῖνος τ' ἀψηφοῦσε.
Πικράθηκε ὁ Τηλέμαχος τὸ βάρεμα τηρώντας, μὰ δάκρυο ἀπὸ τὸ μάτι του δὲ χύθη, μόν' σωπώντας
τὴν κεφαλή του κούνησε, τ' εἶχε κακὸ στὸ νοῦ του.
Κι ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη σὰν ἔμαθε τοῦ Ἀντίνου τὸ κάμωμα, εἶπε στὶς καλὲς ἀγνάντια παρακόρες·
“Κι αὐτὸν ὁ χρυσοδόξαρος ἔτσι ἂς χτυπήση ὁ Φοῖβος.”
Καὶ τότες ἡ κελάρισσα τῆς κάνει ἡ Εὐρυνόμη·
“Ἂν πιάσουν οἱ κατάρες μας, ἀπ' αὐτονοὺς κανέναςνὰ ζήση ὡς τὴ χρυσόθρονη δὲ σώνει τὴν Αὐγούλα.”

“Καλὰ στοχάζεται, ὦ κερά, κι ἔτσι θὰ κάναν ἄλλοι, τῶν ἔρμων τὴν ἀποκοτιὰ μνηστήρω νὰ ξεφύγουν·
καὶ νὰ προσμείνης σοῦ μηνάει ὥσπου νὰ γείρη ὁ ἥλιος.
Καλύτερο, ὦ βασίλισσα, θαρρῶ 'ναι καὶ γιὰ σένα, μονάχη σου νὰ τοῦ μιλᾶς, νὰ τὸν ἀκοῦς μονάχη.”
 Κι ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη γυρίζει καὶ τοῦ κρένει·
“Ὁ ξένος δὲν εἶν' ἄμυαλος· σωστὰ τὰ βλέπει ὁ νοῦς του· τὶ ἄλλους δὲν ἔχει ἐδῶ θνητοὺς ἀνθρώπους σὰν ἐτούτους, νὰ συλλογιένται τὸ κακό, καὶ ν' ἀδικοῦν τὸν κόσμο.”
Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΗ N.C WYETH (ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ 1929)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου