ΡΑΨ.ε Ὀδυσσέως σχεδία.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΣΧΕΔΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ BERTHOLD MAHN
Ἀπ' τοῦ πανώριου Τιθωνοῦ τὴν ἀγκαλιὰ ἡ Αὐγούλα σηκώθη, κι ἔφερε τὸ φῶς σὲ ἀθάνατους κι ἀνθρώπους. Καὶ συγκαθίζαν οἱ θεοί, καὶ μὲς σ' αὐτοὺς κι ὁ Δίας ὁ ἁψηλοβρόντης, ποὺ τρανὴ στὰ οὐράνια ἡ δύναμή του. Κι ἡ Ἀθηνᾶ, θυμήθηκε τὰ πάθια τοῦ Ὀδυσσέα, πονώντας τον ποὺ ἡ Καλυψὼ τὸν κράταε, καὶ τοὺς εἶπε· “Πατέρα Δία, καὶ θεοὶ μακαριστοὶ κι αἰώνιοι,
κανένας βασιλιὰς γλυκός, καλόβουλος καὶ δίκιος πιὰ ἂς μὴ φανῆ, παρὰ σκληρὸς καὶ κακοπράχτης νά 'ναι, ἀφοῦ κανένας τὸ θεϊκὸ Ὀδυσσέα δὲ θυμᾶται μὲς στὸ λαὸ ποὺ σὰ γονιὸς μὲ ἀγάπη κυβερνοῦσε.
Πὰς σὲ νησὶ αὐτὸς κοίτεται καὶ δέρνεται ἀπὸ πόνους, στῆς θέαινας τῆς Καλυψῶς, ποὺ μὲ τὸ ζόρι ἐκεῖθε κρατάει τον, καὶ δὲ δύνεται νὰ δῆ γλυκειὰ πατρίδα· τὶ μήτε πλοῖα μὲ τὰ κουπιὰ μήτε συντρόφους ἔχει, νὰ τόνε ταξιδέψουνε στῆς θάλασσας τὰ πλάτια. Καὶ τώρα θὲν τὸ γιόκα του στὸ γυρισμὸ νὰ κόψουν, ποὺ νὰ γυρέψη μίσεψε μαντάτα τοῦ γονιοῦ του, στὴ θεία τὴ Λακεδαίμονα καὶ στὴν καλὴ τὴν Πύλο.”
Κι ὁ Δίας γυρνάει καὶ κρένει της, ὁ συννεφομαζώχτης·
“Τί λόγο ἀπὸ τὰ χείλη σου ξεστόμισες, παιδί μου ; δὲν εἶσαι ἐσὺ ποὺ τό' βαλες στὸ νοῦ σου νά 'ρθη πίσω ὁ Ὀδυσσέας, καὶ γδικιωμὸ σ' ὁλους αὐτοὺς νὰ φέρη; Μὲ τρόπο τὸν Τηλέμαχο, σὰν ποὺ ἐσὺ ξέρεις, στεῖλ' τον, νὰ φτάση στὴν πατρίδα του χωρὶς κακὸ νὰ τοῦ 'ρθη, καὶ νὰ γυρίσουν ἀδειανοὶ οἱ μνηστῆρες μὲ τὸ πλοῖο.” Κι αὐτὰ σὰν εἶπε, γύρισε πρὸς τὸν Ἑρμῆ τὸ γιό του, καὶ λέει· “Ἑρμῆ, ποὺ σὲ ὅλα ἐσὺ μαντάτορας μᾶς εἶσαι, πὲς τῆς ὡριόμαλλης θεᾶς τὴν ἄσφαλτη βουλή μας,
πὼς θέμε ὁ καρτερόψυχος Δυσσέας στὰ χώματά του, χωρὶς ἀνθρώπου ἢ καὶ θεοῦ συνέργεια νὰ γυρίση· σὲ σάλι αὐτὸς γερόδετο πολλὰ σὰν κακοπάθη, σὲ εἴκοσι μέρες τῆς Σκεριᾶς τὴν πλούσια γῆς θὰ φτάση ποὺ κατοικοῦνε οἱ Φαίακες οἱ θεογεννημένοι· αὐτοὶ μὲ πρόθυμη καρδιὰ σὰ θεὸ θὰ τὸν τιμήσουν, καὶ στὴ γλυκειὰ πατρίδα του μὲ πλοῖο θὰ τόνε στείλουν, χαλκό, χρυσάφι, φορεσὲς περίσσιες δίνοντάς του, ποὺ μήτε ἀπ' τὴν Τρωάδα αὐτὸς δὲ θά 'φερνε μαζί του, ἂν πίσω ἐρχόταν ἄβλαβος μὲ δίκιο μερτικό του.
Τὶ εἶναι γραφτὸ νὰ ξαναδῆ δικοὺς κι ἀγαπημένους, καὶ ν' ἀξιωθῆ τὸν τόπο του καὶ τ' ἁψηλά του σπίτια.”
Ο ΟΛΥΜΠΟΣ PAOLO VERONESE VILLA BARBARO ΤΟ ΤΑΒΑΝΙ ΑΠΟ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ 1560-1561
Ξύλα περίσσια στὴ γωνιά, κέδροι καὶ θυὲς σκισμένες, ποὺ μοσκοβόλαε τὸ νησι παντοῦ ἀπ' τὴ μυρουδιά τους. Στὸν ἀργαλειό της ὀμπροστὰ γλυκοτραγούδαε ἐκείνη, καὶ τὸ πανί της ἔφαινε μὲ τὴ χρυσὴ σαγίτα, Τριγύρω δάσια φουντωτὰ μὲ σκλῆθρες καὶ μὲ λεῦκες, καὶ μυρωδάτα ἀνάμεσα στεκόνταν κυπαρίσσια. Λογῆς πυκνόφτερα πουλιὰ κουρνιάζανε στὰ δέντρα, γκιώνηδες, καὶ γεράκια, καὶ φωναχτερὲς κουροῦνες τῆς θάλασσας, ποὺ χαίρουνται νὰ ζοῦνε στὰ νερά της.
Καὶ γύρω στὶς βαθειὲς σπηλιὲς τῆς νύφης ἁπλωνόταν ἥμερο κλῆμα θαλερὸ σταφύλια φορτωμένο·ἀράδα βρύσες τέσσερες ἄσπρο νεράκι χύναν, κοντὰ κοντὰ, μὰ καθεμιὰ κι ἀλλοῦ κατρακυλοῦσε.
Πλάγι λιβάδια μαλακὰ μὲ σέλινα καὶ βιόλες, ποὺ ἀθάνατος κι ἂν ἤρχουνταν σὲ τέτοιες πρασινάδες,
μὲ θαμασμὸ θὰ κοίταζε καὶ θ' ἄνοιγε ἡ καρδιά του.
Μέσα τὸ μεγαλόψυχο δὲ βρῆκεν Ὀδυσσέα, τὶ αὐτὸς καθόταν κι ἔκλαιγε στῆς θάλασσας τὴν ἄκρη,
ψυχοπονώντας σὰν προτοῦ μὲ στεναγμοὺς καὶ θρήνους, καὶ βλέποντας τὴ θάλασσα μὲ μάτια δακρυσμένα.
Καὶ τὸν Ἑρμῆ τότες ρωτάει ἡ Καλυψὼ ἡ θεούλα, καθίζοντάς τον σὲ θρονὶ λαμπρὸ καὶ γυαλισμένο·“Τί ἦρθες ἐδῶ, χρυσόραβδε, καλὲ κι ἀγαπημένε Ἑρμῆ μου ; Δὲν τὸ συνηθᾶς νὰ μοῦ 'ρχεσαι δὰ τόσο.
Λέει πὼς κοντά σου βρίσκεται ὁ πιὸ ἄμοιρος ἀπ' ὅλους· τοὺς ἄντρες ποὺ πολέμησαν τὰ κάστρα τοῦ Πριάμου· χρόνους ἐννιὰ πολέμησαν, στοὺς δέκα τοὺς τὰ πῆραν· καὶ πίσω καθὼς γύριζαν τὴν Ἀθηνᾶ θυμῶσαν, κι αὐτὴ τοὺς σήκωσε κακοὺς ἀνέμους καὶ φουρτοῦνες.
Gérard de Lairesse - Ο ΕΡΜΗΣ ΔΙΝΕΙ ΕΝΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ(1682) Amsterdam, Rijksmuseum
“Σκληροί, ζουλιάρηδες θεοί, ποὺ δὲ σᾶς ἔφτασε ἄλλος· ποὺ μὲ θνητὸ δὲ στέργετε θεὰ νὰ συγκοιμᾶται στὸ φανερό, κι ἂς εἶναι της ἀγαπημένο ταίρι.
Ἔτσι τὴ ροδοδάχτυλη ζουλέψτε ἐσεῖς Αὐγούλα, σὰν πὴρε τὸν Ὠρίωνα, γλυκόζωοι θεοί μου,
ὥσπου ἡ χρυσόθρονη Ἄρτεμη, ἡ ἁγνή, στὴν Ὀρτυγία μὲ τὶς ψιλές της σαϊτιὲς τοῦ πῆρε τὴ ζωή του.
Ἔτσι κι ἡ ὥρια ἡ Δήμητρα, σὰν ἔτρεξε ἡ καρδιά της στὸν Ἰάσιο, καὶ πῆρε την αὐτὸς στὴν ἀγκαλιά του μὲς στὸ χωράφι τ' ὀργωτό, μόλις τ' ἀκούει ὁ Δίας, κι ἀστράφτει, καὶ θανατερὸ τοῦ ρίχτει ἀστροπελέκι............................
.....Πρὸς τὸ μεγαλόκαρδο Ὀδυσσέα κινάει ἡ νύφη, σὰν ἄκουσε τὶς προσταγὲς τοῦ Δία τοῦ Ὀλυμπήσου.
Τὸν εἶδε καὶ καθότανε μονάχος στ' ἀκρογιάλι· δὲ στέγνωναν τὰ μάτια του ποτὲς ἀπὸ τὰ δάκρυα,
μόν' ἔλυωναν οἱ μέρες του οἱ χρυσὲς ἀπὸ τὸν πόνο τῆς ξενιτειᾶς, κι ἡ θέαινα δὲν τοῦ 'δινε πιὰ γλύκα.
Μόνε τὶς νύχτες στὴ σπηλιὰ μὲ τὸ στανιὸ κοιμόταν σὰν ἄκουσε τὶς προσταγὲς τοῦ Δία τοῦ Ὀλυμπήσου.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΤΕΝΙΖΕΙ ΠΕΡΙΛΥΠΟΣ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΟΥΣ Arnold Böcklin
Τὸν εἶδε καὶ καθότανε μονάχος στ' ἀκρογιάλι· δὲ στέγνωναν τὰ μάτια του ποτὲς ἀπὸ τὰ δάκρυα,
μόν' ἔλυωναν οἱ μέρες του οἱ χρυσὲς ἀπὸ τὸν πόνο τῆς ξενιτειᾶς, κι ἡ θέαινα δὲν τοῦ 'δινε πιὰ γλύκα.
Μόνε τὶς νύχτες στὴ σπηλιὰ μὲ τὸ στανιὸ κοιμόταν “Καημένε, μὴ μοῦ κλαίγεσαι πιὰ ἐδῶ, καὶ τὴ ζωή σου τοῦ κάκου λυώνεις· πρόθυμα ἐγὼ τώρα θὰ σὲ στείλω.
Μόν' ἔλα, καὶ μακρόξυλα μὲ τὸ πελέκι κόψε, καὶ σάλι ἁπλόχωρο μ' αὐτὰ καλὰ σὰ συνεδέσης,
κάσαρα σκάρωσε ἁψηλὰ ἀποπάνωθε, καὶ τότες
“Γιὲ τοῦ Λαέρτη διόθρεφτε, πολύσοφε Ὀδυσσέα, λοιπὸν ἐσὺ στὸ σπίτι σου καὶ στὴ γλυκειὰ πατρίδανὰ σύρης τώρα λαχταρεῖς; Ἐτσι ἂς γενῆ, καὶ χαίρου.
Ὅμως ὁ νοῦς σου ἂν τό 'βαζε τὸ πόσα κακοπάθια σένα φυλάει ἡ μοῖρα σου, στὸν τόπο σου ὡς νὰ φτάσης, σ' αὐτὸ τὸ σπήλιο θά 'μνησκες ἀθάνατος νὰ γίνης, κι ἂς εἶχες τὸ βαρὺ καημὸ τῆς ὥριας σου γυναίκας, ποὺ μέρα νύχτα νὰ τὴ δῆς τό 'χεις πολλὴ λαχτάρα.
Παινιέμαι δὰ πὼς ἀπ' αὐτὴ χειρότερη δὲν εἶμαι στὴν ὅψη μήτε στὸ κορμί, καὶ δὲν ταιριάζει κιόλας
θνητὲς μ' ἀθάνατες ποτὲς στὰ κάλλη νὰ μετριοῦνται.”
Η ΚΑΛΥΨΩ ΥΠΟΣΧΕΤΑΙ ΤΗΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΣΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ Jan Styka
Σὰ φάνη ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα, πῆρε ὁ Δυσσέας καὶ φόρεσε χιτώνα καὶ χλαμύδα,κι ἔβαλε φόρεμα ἡ θεὰ περίλαμπρο, μεγάλο, ψιλόφαντο καὶ λιμπιστό· κατόπι ὡριὸ ζωνάρι
ὁλόχρυσο στὴ μέση της, καὶ σκέπη στὸ κεφάλι· καὶ τότες τοῦ τρανοῦ Ὀδυσσέα νοιαζόταν τὸ ταξίδι.
Πρῶτα πελέκι τοῦ 'δωσε, καλὸ στὶς ἀπαλάμες, τρανό, χαλκένιο, δίκοπο, ποὺ μέσα του στειλιάρι
ὥριο, ἐλατένιο τοῦ 'χανε βασταγερὰ μπηγμένο·
Ὅλα σὲ μέρες τέσσερις τά 'χε ἀποτελειωμένα. Τὴν πέμπτη μέρα ἀπ' τὸ νησὶ ἡ θεὰ τὸν προβοδοῦσε·
τὸν ἔλουσε, τὸν ἔντυσε μὲ ροῦχα μυρισμένα, τοῦ 'βαλε ἀσκὶ μαῦρο κρασί, νερὸ σὲ ἀσκὶ μεγάλο,
τοῦ γέμισε σακκὶ θροφὲς καὶ διαλεχτὰ προσφάγια, καὶ πρύμο τοῦ 'στειλε ἁπαλὸ κι ἀπείραγο, ποὺ ὁ μέγας Δυσσέας ἀναγαλλιάζοντας ἁπλώνει τὰ πανιά του.
Μὲ τὸ τιμόνι τεχνικὰ κυβέρναε καθισμένος, κι ὁ ὕπνος δὲν κατέβαινε στὰ μάτια του ὅσο 'κοίτα
τὴν Πούλια, τὸ Βοδοζευγὰ ποὺ ἀργεῖ νὰ βασιλέψη, καῖ τὴν Ἀρκοὐδα, -- κι Ἅμαξα τὴ λέν, -- ποὺ αὐτοῦ γυρίζει καὶ τὸν Ὠρίωνα τηράει, καὶ μόνη αὐτὴ ποτές της στὰ πέλαγα δὲ λούζεται ἐκείνη τοῦ 'πε ἡ νύφη, νὰ τὴ φυλάη ἀπ' τὴ ζερβὴ μεριὰ σὰν ἀρμενίζη.
Ἀρμένιζε ἔτσι δεκαφτὰ μερόνυχτα ὁ Δυσσέας, στὰ δεκοχτὼ φανήκανε τὰ ὄρη τὰ ἰσκιωμένα,τῶ Φαιάκων, πού κοντύτερα στὸ δρόμο του βρισκόνταν, καὶ σὰν ἀσπίδα μὲς στ' ἀχνὰ φαντάζανε πελάγη.
Ὡς τόσο ἀπ' τοὺς Αἰθίοπες κινάει ὁ Κοσμοσείστης. καὶ μακρινὰ ξανοίγει τον ἀπ' τῶ Σολύμων τὰ ὄρη, καὶ στ' ἀνοιχτὰ κοιτώντας τον, θυμὸς πολὺς τὸν πιάνει·βαριοκουνάει τὴν κεφαλὴ καὶ λέει στὸ νοῦ του μέσα “Γιὰ δὲς ποὺ οἱ θεοὶ βουλεύτηκαν ν' ἀποφασίσουν ἄλλα γιὰ τὸ Δυσσέα, σὰν ἔλειπα στῆς Αἰθιοπίας τὰ μέρη, καὶ νά τος ἄξαφνα τὴ γῆς ζυγώνει τῶ Φαιάκων, καῖ νᾶ ξεφύγη εἶναι γραφτὸ τὸ μαῦρο τέλος τώρα τῆς συφορᾶς ποὺ τοῦ 'πεσε. Μὰ κι ἄλλα ἀκόμα πάθια θαρρῶ θὰ τοῦ κατέβουνε, γιὰ νὰ καλοχορτάση.” Λέει, καὶ μαζώνει σύγνεφα καὶ θάλασσες ταράζει, κρατώντας τὸ τρικράνι του, καὶ κάθε ἀνέμου φούρια σηκώνει· γῆς καὶ πέλαγα μὲ σύγνεφα σκεπάζει, καὶ νύχτα περιχύνεται ἀποπάνω ἀπ' τὰ οὐράνια.
Πέφτει ὁ Σορόκος κι ὁ Νοτιὰς κι ὁ δυνατὸς Πονέντης κι ὁ αἰθερογέννητος Βοριὰς ποὺ κύματα ἄγρια φέρνει,
Κοπήκανε τὰ γόνατα κι ἡ ἀνάσα τοῦ Ὀδυσσέα, καὶ πικραμένος ἔλεγε μὲς στὴν τρανὴ ψυχή του·
“Ἀλλοίς μου, τὸ φτωχό· καὶ τί θὰ μοῦ συβοῦνε ἀκόμα ;
Κι ἡ κόρη ἡ λευκαστράγαλη τοῦ Κάδμου Ἰνὼ τὸν εἶδε, ἡ Λευκοθέα, ποὺ θνητῆς λαλιᾶ μιλοῦσε πρῶτα, μὰ τώρα θεᾶς στὰ πέλαγα τιμὲς ἀπολαβαίνει· καὶ τὸ Δυσσέα σπλαχνίστηκε ποὺ τυραννοπλανιόταν, καὶ μ' ὅφιας πεταχτῆς μορφὴ κινάει ἀπὸ τὰ βάθια· στὸ σάλι τὸ καλόδετο καθίζει καὶ τοῦ κρένει· “Τί τόσο μῖσος σοῦ κρατάει μεγάλο ὁ Κοσμοσείστης, κακόμοιρε, καὶ βάσανα περίσσια ὅλο σοῦ σπέρνει ;
Μὰ ὅσο κι ἂ χολιάζη αὐτός, δὲ σ' ἀφανίζει ἐσένα. Μόν' ἔλα, κάμε ὅ,τι σοῦ πῶ, γιατὶ χαζὸς δὲ δείχνεις· βγάλ' τὰ σκουτιά σου, κι ἄφησε τὸ σάλι στοὺς ἀνέμους, καὶ μὲ τὰ χέρια πλέοντας, πολέμησε νὰ φτάσης στοὺς Φαίακες, ποὺ 'ναι γραφτὸ νὰ βρῆς τὸ γλυτωμό σου.
Ζῶσε τὰ στήθια σου μ' αὐτὸ τ' ἀθάνατο μαγνάδι, καὶ τότες φόβο ἀπὸ κακὸ κι ἀπὸ χαμὸ δὲν ἔχεις.
Ὅμως ἀπάνω στὴ στεριὰ τὰ χέρια σου ἅμ' ἀγγίξης, ξεζώσου το καὶ πέτα το στὰ μελανὰ πελάγη, ἀλάργα ἀπὸ τὴ γῆς πολύ, τὴν ὄψη ἀλλοῦ γυρνώντας.” Αὐτὰ τοῦ μίλησε ἡ θεά, καὶ τοῦ 'δωσε μαγνάδι,
καὶ πάλε ξαναβούτηξε στὰ κύματα σὰν ὄφια, καὶ τ' ἀφρισμένα τὰ νερὰ τὴ σκέπασαν ἀμέσως
Η ΛΕΥΚΟΘΕΑ ΒΟΗΘΑ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ Pellegrino Tibaldo 1551 PALAZZO POGGI BOLOGNA
Εὐτὺς γύρω στὰ στήθη του ζώνεται τὸ μαγνάδι, καὶ μπρουμυτώντας στὰ νερὰ τὰ χέρια του τεντώνει νὰ κολυμπήση· κι ὁ τρανὸς τὸν εἶδε ὁ Κοσμοσείστης, καὶ σείνοντας τὴν κεφαλὴ στὸ νοῦ του μέσα κρένει· “Τώρα ποὺ τόσα τράβηξες, ἄμε στὰ πέλαα γύρνα, ὥσπου μ' ἀνθρώπους διόθρεφτους νὰ σμίξης. Μὰ δὲ θά 'χης θαρρῶ παράπονο πιὰ ἐσὺ πὼς συφορὲς δὲ σοῦ 'ρθαν.” Καὶ τὰ λαμπρότριχ' ἄλογα μαστίγωσε, καὶ φτάνει ὡς τὶς Αἰγές, ποὺ τ' ὥριο του βρισκότανε παλάτι.
Καὶ τότες ἄλλο ἡ Ἀθηνᾶ, τοῦ Δία ἡ κόρη, βρῆκε. Φράζει ἄξαφνα καὶ σταματάει κάθε ἄλλου ἀνέμου δρόμο, καὶ τοὺς προστάζει νὰ σταθοῦν καὶ νὰ συχάσουν ὅλοι.
Ἐκεῖ θαλασσοπάλευε δυὸ νύχτες καὶ δυὸ μέρες,κι ἀνέπαυα καταστροφὴ προμάντευε ἡ ψυχή του.Μὰ ἡ ὥρια Αὐγὴ σὰν ἔφερε τὸ φῶς τῆς τρίτης μέρας, ἔπεσε τότες ὁ Βοριᾶς κι ἁπλώθηκε γαλήνη·
καὶ ρίχνοντας καλὴ ματιὰ βλέπει τὴ γῆς κοντά του, καθὼς τὸν ἀνασήκωνε θεόρατο ἕνα κῦμα.
Μὰ σὲ ὥριου στόμα ποταμοῦ σὰν ἦρθε κολυμπώντας, λαμπρὸς ἐκεῖ τοῦ φάνηκε κι ἀπάνεμος ὁ τόπος,
μὲ δίχως πέτρες. Τό ' νιωσε τὸ ρέμα ποὺ κυλοῦσε, κι ἀμέσως προσευκήθηκε μὲς στὴν ψυχὴ του κι εἶπε· “Ἄκου με, βασιλιὰ καλὲ, καὶ παρακαλεστέ μου, ὅποιος κι ἂν εἶσαι· σοῦ ἔρχουμαι καὶ σοῦ προσπέφτω ἐσένα ἀπ' τὶς φοβέρες φεύγοντας τοῦ Ποσειδώνα πέρα.
Ὡς κι οἱ ἀθάνατοι οἱ θεοὶ μὲ σεβασμὸ τιμοῦνε τὸν ἄντρα ποὺ πλανήθηκε καὶ πού 'ρχεται ὀμπροστά τους· ἔτσι κι ἐγὼ στὸ γόνα σου προσπέφτω ἀποσταμένος. Σπλαχνίσου με, καὶ ἰκέτης σου παινιέμαι, βασιλιά μου.” Κι αὐτὸς τὸ ρέμα κόβει εὐτὺς, καὶ σταματάει τὸ κῦμα, κι ἁπλώνει ὀμπρός του σιγαλιά, καὶ τόνε σώζει στὸ ἔβγα τοῦ ποταμοῦ· καὶ λύγισε ὁ Δυσσέας τὰ γόνατά του, καὶ τ' ἀντρειωμένα χέρια του, κομμένος ἀπ' τὸ κῦμα.
Καὶ αὐτὸ νὰ κάνη φάνηκε στὸ νοῦ του πιὸ συφέρο· σὲ δάσο γυροθώρητο ποὺ ηὖρε σιμὰ στὸ ρέμα,
μπῆκε καὶ χώθηκε σὲ δυὸ χαμόδεντρ' ἀποκάτω, ποὺ ἀπὸ μιὰ ρίζα βγαίνανε· ἐλιά 'τανε κι ἀγρίλι.
Μήτ' οἱ ἀνέμοι οἱ σύνυγροι ἐκεῖ πέρα ἀγριοφυσοῦσαν, μήτε τοῦ ἥλιου οἱ φωτερὲς ἀχτίδες κατεβαῖναν, μήτε βροχὴ τὰ πέρναγε· τόσο πυκνὰ πλεγμένα τό 'να μὲ τ' ἄλλο βρίσκουνταν· ἐκεῖ ὁ Δυσσέας τραβήχτη, καὶ μὲ τὰ χέρια στοίβαξε μεμιὰς μεγάλη στρώση·
γιατ' εἶχε φύλλα περισσὰ τριγύρω σκορπισμένα, ποὺ σώνανε καὶ δυὸ καὶ τρεῖς νομάτους νὰ σκεπάσουν,μήτε βροχὴ τὰ πέρναγε· τόσο πυκνὰ πλεγμένα τό 'να μὲ τ' ἄλλο βρίσκουνταν· ἐκεῖ ὁ Δυσσέας τραβήχτη, καὶ μὲ τὰ χέρια στοίβαξε μεμιὰς μεγάλη στρώση·
γιατ' εἶχε φύλλα περισσὰ τριγύρω σκορπισμένα, ποὺ σώνανε καὶ δυὸ καὶ τρεῖς νομάτους νὰ σκεπάσουν, καὶ σώζεις σπόρο τῆς φωτιᾶς, μὴν ἀπ' ἀλλοῦθε ἀνάψης, ἔτσι ὁ Δυσσέας σκεπάστηκε μὲ φύλλα· κι ἡ Παλλάδα ὕπνο στὰ μάτια τοῦ 'σταξε γιὰ νὰ τὸν ἀλαφρώση ἀπ' τὴ βαρειὰ τὴν κούραση, τὰ βλέφαρα του κλειώντας.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΝΑΥΑΓΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ JAN STYKA
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΣΧΕΔΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ BERTHOLD MAHN
Ἀπ' τοῦ πανώριου Τιθωνοῦ τὴν ἀγκαλιὰ ἡ Αὐγούλα σηκώθη, κι ἔφερε τὸ φῶς σὲ ἀθάνατους κι ἀνθρώπους. Καὶ συγκαθίζαν οἱ θεοί, καὶ μὲς σ' αὐτοὺς κι ὁ Δίας ὁ ἁψηλοβρόντης, ποὺ τρανὴ στὰ οὐράνια ἡ δύναμή του. Κι ἡ Ἀθηνᾶ, θυμήθηκε τὰ πάθια τοῦ Ὀδυσσέα, πονώντας τον ποὺ ἡ Καλυψὼ τὸν κράταε, καὶ τοὺς εἶπε· “Πατέρα Δία, καὶ θεοὶ μακαριστοὶ κι αἰώνιοι,
κανένας βασιλιὰς γλυκός, καλόβουλος καὶ δίκιος πιὰ ἂς μὴ φανῆ, παρὰ σκληρὸς καὶ κακοπράχτης νά 'ναι, ἀφοῦ κανένας τὸ θεϊκὸ Ὀδυσσέα δὲ θυμᾶται μὲς στὸ λαὸ ποὺ σὰ γονιὸς μὲ ἀγάπη κυβερνοῦσε.
Πὰς σὲ νησὶ αὐτὸς κοίτεται καὶ δέρνεται ἀπὸ πόνους, στῆς θέαινας τῆς Καλυψῶς, ποὺ μὲ τὸ ζόρι ἐκεῖθε κρατάει τον, καὶ δὲ δύνεται νὰ δῆ γλυκειὰ πατρίδα· τὶ μήτε πλοῖα μὲ τὰ κουπιὰ μήτε συντρόφους ἔχει, νὰ τόνε ταξιδέψουνε στῆς θάλασσας τὰ πλάτια. Καὶ τώρα θὲν τὸ γιόκα του στὸ γυρισμὸ νὰ κόψουν, ποὺ νὰ γυρέψη μίσεψε μαντάτα τοῦ γονιοῦ του, στὴ θεία τὴ Λακεδαίμονα καὶ στὴν καλὴ τὴν Πύλο.”
Κι ὁ Δίας γυρνάει καὶ κρένει της, ὁ συννεφομαζώχτης·
“Τί λόγο ἀπὸ τὰ χείλη σου ξεστόμισες, παιδί μου ; δὲν εἶσαι ἐσὺ ποὺ τό' βαλες στὸ νοῦ σου νά 'ρθη πίσω ὁ Ὀδυσσέας, καὶ γδικιωμὸ σ' ὁλους αὐτοὺς νὰ φέρη; Μὲ τρόπο τὸν Τηλέμαχο, σὰν ποὺ ἐσὺ ξέρεις, στεῖλ' τον, νὰ φτάση στὴν πατρίδα του χωρὶς κακὸ νὰ τοῦ 'ρθη, καὶ νὰ γυρίσουν ἀδειανοὶ οἱ μνηστῆρες μὲ τὸ πλοῖο.” Κι αὐτὰ σὰν εἶπε, γύρισε πρὸς τὸν Ἑρμῆ τὸ γιό του, καὶ λέει· “Ἑρμῆ, ποὺ σὲ ὅλα ἐσὺ μαντάτορας μᾶς εἶσαι, πὲς τῆς ὡριόμαλλης θεᾶς τὴν ἄσφαλτη βουλή μας,
πὼς θέμε ὁ καρτερόψυχος Δυσσέας στὰ χώματά του, χωρὶς ἀνθρώπου ἢ καὶ θεοῦ συνέργεια νὰ γυρίση· σὲ σάλι αὐτὸς γερόδετο πολλὰ σὰν κακοπάθη, σὲ εἴκοσι μέρες τῆς Σκεριᾶς τὴν πλούσια γῆς θὰ φτάση ποὺ κατοικοῦνε οἱ Φαίακες οἱ θεογεννημένοι· αὐτοὶ μὲ πρόθυμη καρδιὰ σὰ θεὸ θὰ τὸν τιμήσουν, καὶ στὴ γλυκειὰ πατρίδα του μὲ πλοῖο θὰ τόνε στείλουν, χαλκό, χρυσάφι, φορεσὲς περίσσιες δίνοντάς του, ποὺ μήτε ἀπ' τὴν Τρωάδα αὐτὸς δὲ θά 'φερνε μαζί του, ἂν πίσω ἐρχόταν ἄβλαβος μὲ δίκιο μερτικό του.
Τὶ εἶναι γραφτὸ νὰ ξαναδῆ δικοὺς κι ἀγαπημένους, καὶ ν' ἀξιωθῆ τὸν τόπο του καὶ τ' ἁψηλά του σπίτια.”
Ο ΟΛΥΜΠΟΣ PAOLO VERONESE VILLA BARBARO ΤΟ ΤΑΒΑΝΙ ΑΠΟ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ 1560-1561
Ξύλα περίσσια στὴ γωνιά, κέδροι καὶ θυὲς σκισμένες, ποὺ μοσκοβόλαε τὸ νησι παντοῦ ἀπ' τὴ μυρουδιά τους. Στὸν ἀργαλειό της ὀμπροστὰ γλυκοτραγούδαε ἐκείνη, καὶ τὸ πανί της ἔφαινε μὲ τὴ χρυσὴ σαγίτα, Τριγύρω δάσια φουντωτὰ μὲ σκλῆθρες καὶ μὲ λεῦκες, καὶ μυρωδάτα ἀνάμεσα στεκόνταν κυπαρίσσια. Λογῆς πυκνόφτερα πουλιὰ κουρνιάζανε στὰ δέντρα, γκιώνηδες, καὶ γεράκια, καὶ φωναχτερὲς κουροῦνες τῆς θάλασσας, ποὺ χαίρουνται νὰ ζοῦνε στὰ νερά της.
Καὶ γύρω στὶς βαθειὲς σπηλιὲς τῆς νύφης ἁπλωνόταν ἥμερο κλῆμα θαλερὸ σταφύλια φορτωμένο·ἀράδα βρύσες τέσσερες ἄσπρο νεράκι χύναν, κοντὰ κοντὰ, μὰ καθεμιὰ κι ἀλλοῦ κατρακυλοῦσε.
Πλάγι λιβάδια μαλακὰ μὲ σέλινα καὶ βιόλες, ποὺ ἀθάνατος κι ἂν ἤρχουνταν σὲ τέτοιες πρασινάδες,
μὲ θαμασμὸ θὰ κοίταζε καὶ θ' ἄνοιγε ἡ καρδιά του.
Μέσα τὸ μεγαλόψυχο δὲ βρῆκεν Ὀδυσσέα, τὶ αὐτὸς καθόταν κι ἔκλαιγε στῆς θάλασσας τὴν ἄκρη,
ψυχοπονώντας σὰν προτοῦ μὲ στεναγμοὺς καὶ θρήνους, καὶ βλέποντας τὴ θάλασσα μὲ μάτια δακρυσμένα.
Καὶ τὸν Ἑρμῆ τότες ρωτάει ἡ Καλυψὼ ἡ θεούλα, καθίζοντάς τον σὲ θρονὶ λαμπρὸ καὶ γυαλισμένο·“Τί ἦρθες ἐδῶ, χρυσόραβδε, καλὲ κι ἀγαπημένε Ἑρμῆ μου ; Δὲν τὸ συνηθᾶς νὰ μοῦ 'ρχεσαι δὰ τόσο.
Λέει πὼς κοντά σου βρίσκεται ὁ πιὸ ἄμοιρος ἀπ' ὅλους· τοὺς ἄντρες ποὺ πολέμησαν τὰ κάστρα τοῦ Πριάμου· χρόνους ἐννιὰ πολέμησαν, στοὺς δέκα τοὺς τὰ πῆραν· καὶ πίσω καθὼς γύριζαν τὴν Ἀθηνᾶ θυμῶσαν, κι αὐτὴ τοὺς σήκωσε κακοὺς ἀνέμους καὶ φουρτοῦνες.
Gérard de Lairesse - Ο ΕΡΜΗΣ ΔΙΝΕΙ ΕΝΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ(1682) Amsterdam, Rijksmuseum
“Σκληροί, ζουλιάρηδες θεοί, ποὺ δὲ σᾶς ἔφτασε ἄλλος· ποὺ μὲ θνητὸ δὲ στέργετε θεὰ νὰ συγκοιμᾶται στὸ φανερό, κι ἂς εἶναι της ἀγαπημένο ταίρι.
Ἔτσι τὴ ροδοδάχτυλη ζουλέψτε ἐσεῖς Αὐγούλα, σὰν πὴρε τὸν Ὠρίωνα, γλυκόζωοι θεοί μου,
ὥσπου ἡ χρυσόθρονη Ἄρτεμη, ἡ ἁγνή, στὴν Ὀρτυγία μὲ τὶς ψιλές της σαϊτιὲς τοῦ πῆρε τὴ ζωή του.
Ἔτσι κι ἡ ὥρια ἡ Δήμητρα, σὰν ἔτρεξε ἡ καρδιά της στὸν Ἰάσιο, καὶ πῆρε την αὐτὸς στὴν ἀγκαλιά του μὲς στὸ χωράφι τ' ὀργωτό, μόλις τ' ἀκούει ὁ Δίας, κι ἀστράφτει, καὶ θανατερὸ τοῦ ρίχτει ἀστροπελέκι............................
.....Πρὸς τὸ μεγαλόκαρδο Ὀδυσσέα κινάει ἡ νύφη, σὰν ἄκουσε τὶς προσταγὲς τοῦ Δία τοῦ Ὀλυμπήσου.
Τὸν εἶδε καὶ καθότανε μονάχος στ' ἀκρογιάλι· δὲ στέγνωναν τὰ μάτια του ποτὲς ἀπὸ τὰ δάκρυα,
μόν' ἔλυωναν οἱ μέρες του οἱ χρυσὲς ἀπὸ τὸν πόνο τῆς ξενιτειᾶς, κι ἡ θέαινα δὲν τοῦ 'δινε πιὰ γλύκα.
Μόνε τὶς νύχτες στὴ σπηλιὰ μὲ τὸ στανιὸ κοιμόταν σὰν ἄκουσε τὶς προσταγὲς τοῦ Δία τοῦ Ὀλυμπήσου.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΤΕΝΙΖΕΙ ΠΕΡΙΛΥΠΟΣ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΟΥΣ Arnold Böcklin
Τὸν εἶδε καὶ καθότανε μονάχος στ' ἀκρογιάλι· δὲ στέγνωναν τὰ μάτια του ποτὲς ἀπὸ τὰ δάκρυα,
μόν' ἔλυωναν οἱ μέρες του οἱ χρυσὲς ἀπὸ τὸν πόνο τῆς ξενιτειᾶς, κι ἡ θέαινα δὲν τοῦ 'δινε πιὰ γλύκα.
Μόνε τὶς νύχτες στὴ σπηλιὰ μὲ τὸ στανιὸ κοιμόταν “Καημένε, μὴ μοῦ κλαίγεσαι πιὰ ἐδῶ, καὶ τὴ ζωή σου τοῦ κάκου λυώνεις· πρόθυμα ἐγὼ τώρα θὰ σὲ στείλω.
Μόν' ἔλα, καὶ μακρόξυλα μὲ τὸ πελέκι κόψε, καὶ σάλι ἁπλόχωρο μ' αὐτὰ καλὰ σὰ συνεδέσης,
κάσαρα σκάρωσε ἁψηλὰ ἀποπάνωθε, καὶ τότες
“Γιὲ τοῦ Λαέρτη διόθρεφτε, πολύσοφε Ὀδυσσέα, λοιπὸν ἐσὺ στὸ σπίτι σου καὶ στὴ γλυκειὰ πατρίδανὰ σύρης τώρα λαχταρεῖς; Ἐτσι ἂς γενῆ, καὶ χαίρου.
Ὅμως ὁ νοῦς σου ἂν τό 'βαζε τὸ πόσα κακοπάθια σένα φυλάει ἡ μοῖρα σου, στὸν τόπο σου ὡς νὰ φτάσης, σ' αὐτὸ τὸ σπήλιο θά 'μνησκες ἀθάνατος νὰ γίνης, κι ἂς εἶχες τὸ βαρὺ καημὸ τῆς ὥριας σου γυναίκας, ποὺ μέρα νύχτα νὰ τὴ δῆς τό 'χεις πολλὴ λαχτάρα.
Παινιέμαι δὰ πὼς ἀπ' αὐτὴ χειρότερη δὲν εἶμαι στὴν ὅψη μήτε στὸ κορμί, καὶ δὲν ταιριάζει κιόλας
θνητὲς μ' ἀθάνατες ποτὲς στὰ κάλλη νὰ μετριοῦνται.”
Η ΚΑΛΥΨΩ ΥΠΟΣΧΕΤΑΙ ΤΗΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΣΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ Jan Styka
Σὰ φάνη ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα, πῆρε ὁ Δυσσέας καὶ φόρεσε χιτώνα καὶ χλαμύδα,κι ἔβαλε φόρεμα ἡ θεὰ περίλαμπρο, μεγάλο, ψιλόφαντο καὶ λιμπιστό· κατόπι ὡριὸ ζωνάρι
ὁλόχρυσο στὴ μέση της, καὶ σκέπη στὸ κεφάλι· καὶ τότες τοῦ τρανοῦ Ὀδυσσέα νοιαζόταν τὸ ταξίδι.
Πρῶτα πελέκι τοῦ 'δωσε, καλὸ στὶς ἀπαλάμες, τρανό, χαλκένιο, δίκοπο, ποὺ μέσα του στειλιάρι
ὥριο, ἐλατένιο τοῦ 'χανε βασταγερὰ μπηγμένο·
Ὅλα σὲ μέρες τέσσερις τά 'χε ἀποτελειωμένα. Τὴν πέμπτη μέρα ἀπ' τὸ νησὶ ἡ θεὰ τὸν προβοδοῦσε·
τὸν ἔλουσε, τὸν ἔντυσε μὲ ροῦχα μυρισμένα, τοῦ 'βαλε ἀσκὶ μαῦρο κρασί, νερὸ σὲ ἀσκὶ μεγάλο,
τοῦ γέμισε σακκὶ θροφὲς καὶ διαλεχτὰ προσφάγια, καὶ πρύμο τοῦ 'στειλε ἁπαλὸ κι ἀπείραγο, ποὺ ὁ μέγας Δυσσέας ἀναγαλλιάζοντας ἁπλώνει τὰ πανιά του.
Μὲ τὸ τιμόνι τεχνικὰ κυβέρναε καθισμένος, κι ὁ ὕπνος δὲν κατέβαινε στὰ μάτια του ὅσο 'κοίτα
τὴν Πούλια, τὸ Βοδοζευγὰ ποὺ ἀργεῖ νὰ βασιλέψη, καῖ τὴν Ἀρκοὐδα, -- κι Ἅμαξα τὴ λέν, -- ποὺ αὐτοῦ γυρίζει καὶ τὸν Ὠρίωνα τηράει, καὶ μόνη αὐτὴ ποτές της στὰ πέλαγα δὲ λούζεται ἐκείνη τοῦ 'πε ἡ νύφη, νὰ τὴ φυλάη ἀπ' τὴ ζερβὴ μεριὰ σὰν ἀρμενίζη.
Ἀρμένιζε ἔτσι δεκαφτὰ μερόνυχτα ὁ Δυσσέας, στὰ δεκοχτὼ φανήκανε τὰ ὄρη τὰ ἰσκιωμένα,τῶ Φαιάκων, πού κοντύτερα στὸ δρόμο του βρισκόνταν, καὶ σὰν ἀσπίδα μὲς στ' ἀχνὰ φαντάζανε πελάγη.
Ὡς τόσο ἀπ' τοὺς Αἰθίοπες κινάει ὁ Κοσμοσείστης. καὶ μακρινὰ ξανοίγει τον ἀπ' τῶ Σολύμων τὰ ὄρη, καὶ στ' ἀνοιχτὰ κοιτώντας τον, θυμὸς πολὺς τὸν πιάνει·βαριοκουνάει τὴν κεφαλὴ καὶ λέει στὸ νοῦ του μέσα “Γιὰ δὲς ποὺ οἱ θεοὶ βουλεύτηκαν ν' ἀποφασίσουν ἄλλα γιὰ τὸ Δυσσέα, σὰν ἔλειπα στῆς Αἰθιοπίας τὰ μέρη, καὶ νά τος ἄξαφνα τὴ γῆς ζυγώνει τῶ Φαιάκων, καῖ νᾶ ξεφύγη εἶναι γραφτὸ τὸ μαῦρο τέλος τώρα τῆς συφορᾶς ποὺ τοῦ 'πεσε. Μὰ κι ἄλλα ἀκόμα πάθια θαρρῶ θὰ τοῦ κατέβουνε, γιὰ νὰ καλοχορτάση.” Λέει, καὶ μαζώνει σύγνεφα καὶ θάλασσες ταράζει, κρατώντας τὸ τρικράνι του, καὶ κάθε ἀνέμου φούρια σηκώνει· γῆς καὶ πέλαγα μὲ σύγνεφα σκεπάζει, καὶ νύχτα περιχύνεται ἀποπάνω ἀπ' τὰ οὐράνια.
Πέφτει ὁ Σορόκος κι ὁ Νοτιὰς κι ὁ δυνατὸς Πονέντης κι ὁ αἰθερογέννητος Βοριὰς ποὺ κύματα ἄγρια φέρνει,
Κοπήκανε τὰ γόνατα κι ἡ ἀνάσα τοῦ Ὀδυσσέα, καὶ πικραμένος ἔλεγε μὲς στὴν τρανὴ ψυχή του·
“Ἀλλοίς μου, τὸ φτωχό· καὶ τί θὰ μοῦ συβοῦνε ἀκόμα ;
Κι ἡ κόρη ἡ λευκαστράγαλη τοῦ Κάδμου Ἰνὼ τὸν εἶδε, ἡ Λευκοθέα, ποὺ θνητῆς λαλιᾶ μιλοῦσε πρῶτα, μὰ τώρα θεᾶς στὰ πέλαγα τιμὲς ἀπολαβαίνει· καὶ τὸ Δυσσέα σπλαχνίστηκε ποὺ τυραννοπλανιόταν, καὶ μ' ὅφιας πεταχτῆς μορφὴ κινάει ἀπὸ τὰ βάθια· στὸ σάλι τὸ καλόδετο καθίζει καὶ τοῦ κρένει· “Τί τόσο μῖσος σοῦ κρατάει μεγάλο ὁ Κοσμοσείστης, κακόμοιρε, καὶ βάσανα περίσσια ὅλο σοῦ σπέρνει ;
Μὰ ὅσο κι ἂ χολιάζη αὐτός, δὲ σ' ἀφανίζει ἐσένα. Μόν' ἔλα, κάμε ὅ,τι σοῦ πῶ, γιατὶ χαζὸς δὲ δείχνεις· βγάλ' τὰ σκουτιά σου, κι ἄφησε τὸ σάλι στοὺς ἀνέμους, καὶ μὲ τὰ χέρια πλέοντας, πολέμησε νὰ φτάσης στοὺς Φαίακες, ποὺ 'ναι γραφτὸ νὰ βρῆς τὸ γλυτωμό σου.
Ζῶσε τὰ στήθια σου μ' αὐτὸ τ' ἀθάνατο μαγνάδι, καὶ τότες φόβο ἀπὸ κακὸ κι ἀπὸ χαμὸ δὲν ἔχεις.
Ὅμως ἀπάνω στὴ στεριὰ τὰ χέρια σου ἅμ' ἀγγίξης, ξεζώσου το καὶ πέτα το στὰ μελανὰ πελάγη, ἀλάργα ἀπὸ τὴ γῆς πολύ, τὴν ὄψη ἀλλοῦ γυρνώντας.” Αὐτὰ τοῦ μίλησε ἡ θεά, καὶ τοῦ 'δωσε μαγνάδι,
καὶ πάλε ξαναβούτηξε στὰ κύματα σὰν ὄφια, καὶ τ' ἀφρισμένα τὰ νερὰ τὴ σκέπασαν ἀμέσως
Εὐτὺς γύρω στὰ στήθη του ζώνεται τὸ μαγνάδι, καὶ μπρουμυτώντας στὰ νερὰ τὰ χέρια του τεντώνει νὰ κολυμπήση· κι ὁ τρανὸς τὸν εἶδε ὁ Κοσμοσείστης, καὶ σείνοντας τὴν κεφαλὴ στὸ νοῦ του μέσα κρένει· “Τώρα ποὺ τόσα τράβηξες, ἄμε στὰ πέλαα γύρνα, ὥσπου μ' ἀνθρώπους διόθρεφτους νὰ σμίξης. Μὰ δὲ θά 'χης θαρρῶ παράπονο πιὰ ἐσὺ πὼς συφορὲς δὲ σοῦ 'ρθαν.” Καὶ τὰ λαμπρότριχ' ἄλογα μαστίγωσε, καὶ φτάνει ὡς τὶς Αἰγές, ποὺ τ' ὥριο του βρισκότανε παλάτι.
Καὶ τότες ἄλλο ἡ Ἀθηνᾶ, τοῦ Δία ἡ κόρη, βρῆκε. Φράζει ἄξαφνα καὶ σταματάει κάθε ἄλλου ἀνέμου δρόμο, καὶ τοὺς προστάζει νὰ σταθοῦν καὶ νὰ συχάσουν ὅλοι.
Ἐκεῖ θαλασσοπάλευε δυὸ νύχτες καὶ δυὸ μέρες,κι ἀνέπαυα καταστροφὴ προμάντευε ἡ ψυχή του.Μὰ ἡ ὥρια Αὐγὴ σὰν ἔφερε τὸ φῶς τῆς τρίτης μέρας, ἔπεσε τότες ὁ Βοριᾶς κι ἁπλώθηκε γαλήνη·
καὶ ρίχνοντας καλὴ ματιὰ βλέπει τὴ γῆς κοντά του, καθὼς τὸν ἀνασήκωνε θεόρατο ἕνα κῦμα.
Μὰ σὲ ὥριου στόμα ποταμοῦ σὰν ἦρθε κολυμπώντας, λαμπρὸς ἐκεῖ τοῦ φάνηκε κι ἀπάνεμος ὁ τόπος,
μὲ δίχως πέτρες. Τό ' νιωσε τὸ ρέμα ποὺ κυλοῦσε, κι ἀμέσως προσευκήθηκε μὲς στὴν ψυχὴ του κι εἶπε· “Ἄκου με, βασιλιὰ καλὲ, καὶ παρακαλεστέ μου, ὅποιος κι ἂν εἶσαι· σοῦ ἔρχουμαι καὶ σοῦ προσπέφτω ἐσένα ἀπ' τὶς φοβέρες φεύγοντας τοῦ Ποσειδώνα πέρα.
Ὡς κι οἱ ἀθάνατοι οἱ θεοὶ μὲ σεβασμὸ τιμοῦνε τὸν ἄντρα ποὺ πλανήθηκε καὶ πού 'ρχεται ὀμπροστά τους· ἔτσι κι ἐγὼ στὸ γόνα σου προσπέφτω ἀποσταμένος. Σπλαχνίσου με, καὶ ἰκέτης σου παινιέμαι, βασιλιά μου.” Κι αὐτὸς τὸ ρέμα κόβει εὐτὺς, καὶ σταματάει τὸ κῦμα, κι ἁπλώνει ὀμπρός του σιγαλιά, καὶ τόνε σώζει στὸ ἔβγα τοῦ ποταμοῦ· καὶ λύγισε ὁ Δυσσέας τὰ γόνατά του, καὶ τ' ἀντρειωμένα χέρια του, κομμένος ἀπ' τὸ κῦμα.
Καὶ αὐτὸ νὰ κάνη φάνηκε στὸ νοῦ του πιὸ συφέρο· σὲ δάσο γυροθώρητο ποὺ ηὖρε σιμὰ στὸ ρέμα,
μπῆκε καὶ χώθηκε σὲ δυὸ χαμόδεντρ' ἀποκάτω, ποὺ ἀπὸ μιὰ ρίζα βγαίνανε· ἐλιά 'τανε κι ἀγρίλι.
Μήτ' οἱ ἀνέμοι οἱ σύνυγροι ἐκεῖ πέρα ἀγριοφυσοῦσαν, μήτε τοῦ ἥλιου οἱ φωτερὲς ἀχτίδες κατεβαῖναν, μήτε βροχὴ τὰ πέρναγε· τόσο πυκνὰ πλεγμένα τό 'να μὲ τ' ἄλλο βρίσκουνταν· ἐκεῖ ὁ Δυσσέας τραβήχτη, καὶ μὲ τὰ χέρια στοίβαξε μεμιὰς μεγάλη στρώση·
γιατ' εἶχε φύλλα περισσὰ τριγύρω σκορπισμένα, ποὺ σώνανε καὶ δυὸ καὶ τρεῖς νομάτους νὰ σκεπάσουν,μήτε βροχὴ τὰ πέρναγε· τόσο πυκνὰ πλεγμένα τό 'να μὲ τ' ἄλλο βρίσκουνταν· ἐκεῖ ὁ Δυσσέας τραβήχτη, καὶ μὲ τὰ χέρια στοίβαξε μεμιὰς μεγάλη στρώση·
γιατ' εἶχε φύλλα περισσὰ τριγύρω σκορπισμένα, ποὺ σώνανε καὶ δυὸ καὶ τρεῖς νομάτους νὰ σκεπάσουν, καὶ σώζεις σπόρο τῆς φωτιᾶς, μὴν ἀπ' ἀλλοῦθε ἀνάψης, ἔτσι ὁ Δυσσέας σκεπάστηκε μὲ φύλλα· κι ἡ Παλλάδα ὕπνο στὰ μάτια τοῦ 'σταξε γιὰ νὰ τὸν ἀλαφρώση ἀπ' τὴ βαρειὰ τὴν κούραση, τὰ βλέφαρα του κλειώντας.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΝΑΥΑΓΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ JAN STYKA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου