ΡΑΨ.β Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΙΘΑΚΗΣΙΩΝ ΚΑΙ Η ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ
ὥρια ποδένει σάνταλα στὰ πόδια τὰ λαμπρά του,καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ θάλαμο μὲ ἀθάνατο παρόμοιος.
Διαλαλητάδες πρόσταξε καλόφωνους ἀμέσως τοὺς μακρομάλληδες Ἀχαιοὺς σὲ συντυχιὰ νὰ κράξουν.
“Αὐτός, ὦ γέρο, ποὺ ρωτᾶς, θὰ δῆς, μακριὰ δὲν εἶναι·Παρὰ δικό μου πάθημα, ποὺ μοῦ 'πεσε στὸ σπίτι
διπλό· τὸν ἄξιο μου ἔχασα γονιὸ ποὺ κυβερνοῦσε ἐσᾶς ἐδῶ ὅλους μιὰ φορὰ σὰν ἥμερος πατέρας,
κι ἄλλο, χειρότερο πολύ, ποὺ πάει νὰ ξολοθρέψη τὸ σπιτικό μου, κι ὅλο μου τὸ βιὸς νὰ τ' ἀφανίση.
ἐγὼ τὸν κόσμο κάλεσα, τὶ ἐμένα ἀγγίζει ὁ πόνος Μνηστῆρες πλῆθος πέσανε τῆς ἄθελής μου μάνας,
γιοὶ τῶν ἀντρῶν ποὺ βρίσκουνται προυχόντοι μὲς στὸν τόπο, καὶ νὰ φανοῦνε τρέμουνε στοῦ Ἰκάριου τοῦ γονιοῦ της, ποὺ αὐτὸς τὴ θυγατέρα του θὰ προίκιζε, καὶ σ' ὅποιον πιὸ ταιριαστὸς τοῦ φαίνουνταν, τήν ἔδινε γυναίκα.Μόνε σ' ἐμᾶς ὁλοκαιρὶς χαζεύοντας ἐκεῖνοι καὶ βόδια σφάζοντας κι ἀρνιά, καὶ τὰ παχιὰ τὰ γίδια, τὸ χαίρουνται, καὶ πίνουνε τὸ φλογερὸ κρασί μου, τοῦ κάκου, καὶ τὰ καταλοῦν γιατὶ ἄντρας πιὰ δὲ στέκει σὰν ποὺ ὁ Δυσσέας ἤτανε, τὸ σπίτι νὰ γλυτώση.
Κι ἐμεῖς γι' αὐτοὺς δὲ σώνουμε· μὰ ἀλήθεια καὶ κατόπι θά 'μαστε ἐμπρός τους ἀχαμνοὶ κι ἀνήξεροι ἀπὸ μάχη. Νά 'χα μαζί μου δύναμη, κι ἐγὼ θ' ἀντιστεκόμουν, τὶ ἀβάσταχτά 'ναι ἐτοῦτα πιά· μοῦ ἀφάνισαν τὸ σπίτι καὶ πῆγε· νιῶστε την κι ἐσεῖς αὐτὴ τὴν ἀδικιά τους,ντραπῆτε ἐκείνους τοὺς λαοὺς ποὺ γύρω γειτονεύουν, καὶ φοβηθῆτε τοὺς θεούς, μὴν ὀργιστοῦν καὶ ρίξουν μιὰ μέρα στὸ κεφάλι σας τὰ μαῦρα αὐτὰ τὰ ἔργα.
Προσπέφτω σας, γιὰ τ' ὄνομα τοῦ Δία καὶ τῆς Θέμης, ποὺ τῶν ἀντρῶν τὶς συντυχιὲς αὐτὴ σκορπάει ἢ φέρνει,πάψτε, καλοί μου, ἀφῆστε με μὲς στὸν καημὸ νὰ λυώνω μονάχος, ἂν ὁ δοξαστὸς πατέρας μου Ὀδυσσέαςστὸυς Ἀχαιοὺς δὲν ἔκαμε κακὸ ἀπὸ ὄχτρητά του,ποὺ τώρα μ' ὄχτρητα κι ἐσεῖς τὸ ξεπλερώνετέ μου, σ' ἐτούτους θάρρος δίνοντας· πιὸ κέρδος γιὰ τὰ μένα ἐσεῖς νὰ καταλούσατε τὸ βιὸς καὶ τὰ καλά μου.
Νά 'σαστε ἐσεῖς, τὸ δίκιο μου θὰ τό 'βρισκα μιὰ μέρα· τὶ μὲς στὴ χώρα θά 'βγαινα, καὶ γκαρδιακὰ μιλώντας τὰ πλούτια μου θὰ γύρευα, ὡς ποὺ ὅλα νὰ δοθοῦνε. Μὰ τώρα πόνο ἀγιάτρευτο μοῦ βάζετε στὰ σπλάχνα.”
Αὐτὰ τοὺς εἶπε μὲ χολή, κι εὐτὺς τὸ δεκανίκι χάμου πετάει δακρύζοντας· κι ὅλους τοὺς πῆρε ἡ λύπη.
Σωποῦσαν, καὶ κανένας τους νὰ βγάλη δὲν κοτοῦσε λόγο σκληρό, κι ἀπάντηση νὰ δώση· μόνο ὁ Ἀντίνος σηκώθηκε ἀπ' τοὺς Ἀχαιούς, κι αὐτὰ τοῦ ἀπολογήθη.
Μωρὲ λογά, ἀχαλίνωτε Τηλέμαχε, τί λές μας;μᾶς βρίζεις, κι ἀβανιάσματα νὰ μᾶς κολλήσης θέλεις·
μὰ ξέρε το πὼς δὲ σοῦ φταῖν οἱ Ἀχαιοὶ οἱ μνηστῆρες,παρὰ ἡ μανούλα σου τὰ φταίει, ποὺ χίλια ξέρει ὁ νοῦς της.Τρεῖς χρόνοι τώρα πέρασαν, καὶ τέταρτος κοντεύει,ποὺ αὐτὴ γελάει τοὺς Ἀχαιούς. Ἐλπίδες δίνει σ' ὅλους,καὶ καθενοῦ ξεχωριστὰ ταξίματα τοῦ στέλνει,αὐτὴ ὅμως ἄλλα μελετάει. Καὶ κοίταξε κι ἐτούτη τὴν πονηριὰ ποὺ μπόρεσε νὰ σοφιστῆ καὶ νά 'βρη.Στήνει θεόμακρο πανὶ στὸν πύργο της νὰ φάνη, ψιλόκλωστο κι ἀμέτρητο, καὶ λέει μας· “Παλληκάρια, μνηστῆρες μου, τώρα ὁ λαμπρὸς που ἀπέθανε Ὀδυσσέας, μὴ βιάζετε τὸ γάμο μου, γιὰ ν' ἀποσώσω πρῶτα τὸ πανικό, νὰ μὴ χαθοῦν τὰ νήματα τοῦ κάκου, ποὺ τό 'χω γιὰ τὸ σάβανο τοῦ ἥρωα τοῦ Λαέρτη,τὴ νύχτα ὅμως τὸ ξέφαινε σὰν ἔφερναν τὰ φῶτα.
Τρεῖς χρόνους μᾶς κρυφόπαιζε, κι ἔτσι μᾶς ἔπειθε ὅλους· μὰ οἱ ἐποχὲς σὰ φέρανε τὸν τέταρτο τὸ χρόνο, μιά της γυναίκα πὄξερε, μᾶς τὰ φανέρωσε ὅλα, καὶ πιάσαμέ την τὸ λαμπρὸ πανί της νὰ ξεφαίνη.
Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΑΙ ΤΟ ΥΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΚΥΖΗΣ
Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος γυρίζει καὶ τοῦ κρένει·
“Ἀντίνο, ἀπὸ τον πύργο μου δε γίνεται νἀ διώξω ἐκείνη ποὺ μὲ γέννησε καὶ μ' ἔθρεψε· ὁ γονιός μου, ζῆ ἀπέθανε, σὲ ξένη γης ἀπόμεινε· ἂν τὴ στείλω τὴ μάνα ἐγὼ, στὸν κύρη της θὰ τ' ἀκριβοπλερώσω.
Κι ἀπ' τὸν Ἰκάριο συφορὲς κι ἀπ' τὸ θεὸ θὰ μοῦ 'ρθουν, σὰ φεύγει ἡ μάνα καὶ ξορκάει τὶς μαῦρες Ἐρινύες· μὰ καὶ τοῦ κόσμου ἐπάνω μου τὴν κατηγόρια θά 'χω· ὥστε ποτές μου τέτοιο ἐγὼ δὲν ξεστομίζω λόγο. Κι ἀτοί σας ἂν τὸ νιώθετε τὸ κρῖμ' αὐτό, νὰ σύρτε,ἄλλα τραπέζια νά 'βρετε, δικό σας βιὸς νὰ τρῶτε, ὁ ἕνας σπίτι τοῦ ἀλλονοῦ. Μὰ ἂν πάλε ἐσεῖς θαρρῆτε πὼς εἶναι δίκιο κι εὔλογο νὰ καταλυοῦνται πλούτια ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπλέρωτα, σκορπᾶτε τα· ἐγὼ τότες καλῶ βοήθεια τοὺς θεούς, ἴσως κι ὁ Δίας φέρη τὸ γδικιωμὸ πού ἀξίζει σας, κι ἔτσι κι ἐσεῖς κατόπι πεδῶθε δίχως πλερωμὴ μιὰ καὶ καλὴ χαθῆτε.”
Αὐτὰ εἶπε, κι ὁ βροντόφωνος ὁ Δίας τότες στέλνει ἀπ' τ' ἁψηλὸ βουνόκορφο δυὸ ἀϊτοὺς καὶ ξεκινᾶνε, Πέταγαν πρῶτα ἀνάλαφρα σὰ φύσημα τοῦ ἀνέμου, πλευρὸ πλευρὸ διαβαίνοντας μὲ τὰ φτερὰ ἁπλωμένα·μὲ στῆς πολύβοης συντυχιᾶς σὰν ἔφτασαν τὴ μέση, στριφογυρνοῦν, καὶ μὲ βαρὺ φτερούγιασμα κοιτώντας πρὸς τὰ κεφάλια τοῦ λαοῦ ματιὲς θανάτου ρίχτουν· καὶ μὲ νυχιὲς σὰν ἔσκισαν τὰ μοῦτρα, τὰ λαιμά τους, δεξὰ κινώντας πέρασαν τὶς κατοικιὲς τῆς χώρας.
Θαμάσαν ὅλοι βλέποντας τὰ ὅρνια σὰ φανῆκαν, κι ὁ νοῦς τους ἀνιστόραγε τὰ μέλλανε νὰ γίνουν.
Ὁ γέρος τότε ἥρωας τοὺς μίλησε Ἁλιθέρσης, τοῦ Μάστορα, ποὺ πρῶτος τους κρινότανε ὁλονῶνε
στὴ γνώριση τῆς μαντικῆς, στὴν ὁρμηνειὰ τῶν ὄρνιων· αὐτὸς λοιπὸν καλόγνωμα ξαγόρεψέ τους κι εἶπε·
“Ἀκοῦστε με, ὦ Θιακήσοι ἐσεῖς, καὶ μάλιστα οἱ μνηστῆρες, τὸ τί ἔχω τώρα νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω. Βαρὺ κακὸ τοὺς ἔρχεται· δὲ δύνεται ὁ Δυσσέας νὰ μείνη πιὰ πολὺν καιρὸ μακριὰ ἀπὸ τοὺς δικούς του·σιμὰ ἐδῶ κάπου θάνατο γιὰ τοὺς μνηστῆρες σπέρνει μὰ κι ἄλλοι μας ἐδῶ πολλοὶ θὰ πάθουμε μαζί τους, ποὺ κατοικιά μας ἔχουμε τὸ ξάστερο τὸ Θιάκι· τὸ πῶς θᾶ τοῦς μποδίσουμε ἀπὸ τώρα ἂς στοχαστοῦμε, ἢ ἐτοῦτοι πρῶτοι ἂς πάψουνε· τὶ γιὰ καλό τους εἶναι.Δὲν προφητεύω ἀνήξερος· κατέχω τὰ ποὺ κρένω· ἔτσι κι ἐκειοῦ ὅσα μάντεψα ἐγὼ τότες, ὅλα βγῆκαν
ὅταν οἱ Ἀργῖτες ὅλοι τους στοῦ Ἴλιου τὴ χώρα ὁρμοῦσαν, κι ἀντάμα τους ὁ τρίξυπνος ξεκίναε Ὀδυσσέας. Θὰ πάθη, τοῦ 'λεγα, πολλά, θὰ χάση τοὺς συντρόφους,καὶ θὰ γυρίση ἀγνώριστος στὰ εἴκοσι τὰ χρόνια στὸν τόπο του· καὶ νά, ποὺ αὐτὰ τώρα τοῦ βγαίνουν ὅλα.”
Καὶ τοῦ Πολύβου ὁ Εὐρύμαχος ἀντίσκοψε καὶ τοῦ 'πε·προφήτης εἶμ' ἐγὼ σ' αὐτὰ πολὺ καλύτερός σου.
Ὄρνια γυρίζουνε πολλὰ κάτω ἀπ' τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, μὰ δὲ μαντεύουν ὅλα· πάει, χάθη ὁ Δυσσέας στὰ ξένα· μακάρι ν' ἀφανίζουσαν κι ἐσὺ μαζὶ μ' ἐκεῖνον, νὰ μὴ μᾶς ψέλνης τώρα ἐδῶ τὶς τόσες μαντικές σου,“Σπίτι σου σέρνε, γέρο ἐσὺ, καὶ βγάζε τῶν παιδιῶ σου μαντεῖες, μπὰς καὶ πάθουνε κανὲ κακὸ κατόπι·κεντώντας ἀδιαφόρετα τὸ χόλιασμα τοῦ γιοῦ του, μ' ἐλπίδα κι ἴσως σπίτι σου κάποιο σοῦ στείλη δῶρο.
Και ενώ ο λαός της Ιθάκης παραμένει αδρανής ο Τηλέμαχος ετοιμάζει το πλοίο για την αναχώρησή του με σύμβουλό του πάντα την Αθηνά-Μέντωρα. Την Εὐρύκλεια, τοῦ Ὤπα γέννημα, τοῦ γιοῦ τοῦ Πεισηνόρη, ἔκραξε ὁ Τηλέμαχος ἐκεῖ, κι αὐτὰ τῆς εἶπε·Ἔλα, ὦ γριά, κρασὶ γλυκὸ μὲς στὶς λαγῆνες χῦσε,τὸ νόστιμο, ὕστερ' ἀπ' αὐτὸ ποὺ ἐσὺ φυλάεις γιὰ κεῖνον
τὸν ἄμοιρο, τὸ θεόσπαρτο Ὀδυσσέα, ποὺ τὸ ἐλπίζειμιὰ μέρα πὼς θὰ ξαναρθῆ, τὸ θάνατο ἂν ξεφύγη.
Δώδεκα γέμισε ἀπ' αὐτὲς καὶ καλοστούπωσέ τις, βάλε καὶ στὰ καλόραφτα δερμάτια μέσα ἀλεύρι,εἴκοσι μέτρα κάμε τα καρπὸ μυλαλεσμένο,καὶ ξέρε τα μονάχη σου. Κι ὅλα μαζὶ νὰ τά 'χῃς,
τὶ θά 'ρθω ἀποσπερῆς ἐγὼ νὰ τὰ σηκώσω, ἡ μάνα σὰν ἀνεβῆ στ' ἀνώγι της τὴ νύχτα νὰ πλαγιάση.
Στὴν Πύλο τὴν ἀμμουδερὴ θὰ σύρω, καὶ στὴ Σπάρτη,τοῦ ἀγαπημένου μου γονιοῦ τὸ γυρισμὸ ἴσως μάθω.” “Θάρρος· δὲν εἶν' αὐτὰ, ὦ γριά, χωρὶς θεοῦ συνέργεια,
Ὅμως, ν' ἀμώσης πὼς ἐσὺ λόγο δὲ λὲς τῆς μάνας,ἑντέκατη ἢ δωδέκατη ὡσότου νά 'ρθη μέρα,ἢ πρὶ γυρέψη νὰ μὲ δῆ, καὶ μάθη πιὰ πὼς λείπω,γιὰ νὰ μὴν κλαίγη καὶ χαλνάη τὴν ὄμορφή της ὄψη.”
Κι ἀνέβηκε ὁ Τηλέμαχος στὸ πλεούμενο· κυβέρνα ἡ Ἀθηνᾶ καθούμενη στὴν πρύμνη του· σιμά της
κι ἐκεῖνος κάθισε· ἔλυσαν τὰ παλαμάρια οἱ ἄλλοι,ὕστερ' ἀνέβηκαν κι αὐτοὶ καὶ στὰ ζυγὰ καθίσαν,Καὶ τότες πρύμο στέλνει τους ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα,τὸ Ζέφυρο ποὺ ἀχολογᾶ στὰ μαῦρα πέλαα πάνω.
Καὶ πρόσταξε ὁ Τηλέμαχος καλώντας τοὺς συντρόφουςνὰ πιάσουν τ' ἄρμενα· ἄκουσαν αὐτοὶ τὴν προσταγή του.Κατάρτι ἔλατο ἔστησαν καὶ μπήξανέ το μέσα στὸ μεσοδόκι τὸ σκαφτό, τὸ δέσανε μὲ ξάρτια, καὶ μὲ καλόστριφτα λουριὰ τ' ἄσπρα παννιὰ τραβῆξαν.
Φούσκωσε ὁ ἀγέρας τὸ πανὶ στὴ μέση, καὶ τὸ κῦμα πὰς στὸ κοράκι βρόνταγε καθὼς γοργὰ σκιζόταν·
κι ἔκοβε δρόμο κι ἔτρεχε στὸ πέλαο τὸ καράβι,Καὶ τ' ἄρμενα σὰ δέσανε στὸ μελανὸ σκαφί του,
κροντῆρια στῆσαν, καὶ κρασὶ καλογεμίζοντάς τα γιὰ τοὺς ἀθάνατους θεοὺς καὶ τοὺς αἰώνιους χῦναν
μὰ γιὰ τὴ γαλανόματη κόρη τοῦ Δία πρῶτα .Κι ὁλονυχτὶς καὶ τὴν αὐγὴ ἔπαιρνε δρόμο ἐκεῖνο.
,
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ, Ο ΓΥΙΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΚΑΙ Η ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ ΝΑ ΤΟΝ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ ΣΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Telemachus and Mentor, Giovanni Battista Tiepolo, 1730
Κι η Αυγη σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη, απο την κλίνη ο γιός πετάχθηκε και ντύθη, του Οδυσσέα. Ντύθηκε, ζώνει τὸ σπαθὶ τὸ κοφτερὸ στὸν ὦμο,ὥρια ποδένει σάνταλα στὰ πόδια τὰ λαμπρά του,καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ θάλαμο μὲ ἀθάνατο παρόμοιος.
Διαλαλητάδες πρόσταξε καλόφωνους ἀμέσως τοὺς μακρομάλληδες Ἀχαιοὺς σὲ συντυχιὰ νὰ κράξουν.
“Αὐτός, ὦ γέρο, ποὺ ρωτᾶς, θὰ δῆς, μακριὰ δὲν εἶναι·Παρὰ δικό μου πάθημα, ποὺ μοῦ 'πεσε στὸ σπίτι
διπλό· τὸν ἄξιο μου ἔχασα γονιὸ ποὺ κυβερνοῦσε ἐσᾶς ἐδῶ ὅλους μιὰ φορὰ σὰν ἥμερος πατέρας,
κι ἄλλο, χειρότερο πολύ, ποὺ πάει νὰ ξολοθρέψη τὸ σπιτικό μου, κι ὅλο μου τὸ βιὸς νὰ τ' ἀφανίση.
ἐγὼ τὸν κόσμο κάλεσα, τὶ ἐμένα ἀγγίζει ὁ πόνος Μνηστῆρες πλῆθος πέσανε τῆς ἄθελής μου μάνας,
γιοὶ τῶν ἀντρῶν ποὺ βρίσκουνται προυχόντοι μὲς στὸν τόπο, καὶ νὰ φανοῦνε τρέμουνε στοῦ Ἰκάριου τοῦ γονιοῦ της, ποὺ αὐτὸς τὴ θυγατέρα του θὰ προίκιζε, καὶ σ' ὅποιον πιὸ ταιριαστὸς τοῦ φαίνουνταν, τήν ἔδινε γυναίκα.Μόνε σ' ἐμᾶς ὁλοκαιρὶς χαζεύοντας ἐκεῖνοι καὶ βόδια σφάζοντας κι ἀρνιά, καὶ τὰ παχιὰ τὰ γίδια, τὸ χαίρουνται, καὶ πίνουνε τὸ φλογερὸ κρασί μου, τοῦ κάκου, καὶ τὰ καταλοῦν γιατὶ ἄντρας πιὰ δὲ στέκει σὰν ποὺ ὁ Δυσσέας ἤτανε, τὸ σπίτι νὰ γλυτώση.
Κι ἐμεῖς γι' αὐτοὺς δὲ σώνουμε· μὰ ἀλήθεια καὶ κατόπι θά 'μαστε ἐμπρός τους ἀχαμνοὶ κι ἀνήξεροι ἀπὸ μάχη. Νά 'χα μαζί μου δύναμη, κι ἐγὼ θ' ἀντιστεκόμουν, τὶ ἀβάσταχτά 'ναι ἐτοῦτα πιά· μοῦ ἀφάνισαν τὸ σπίτι καὶ πῆγε· νιῶστε την κι ἐσεῖς αὐτὴ τὴν ἀδικιά τους,ντραπῆτε ἐκείνους τοὺς λαοὺς ποὺ γύρω γειτονεύουν, καὶ φοβηθῆτε τοὺς θεούς, μὴν ὀργιστοῦν καὶ ρίξουν μιὰ μέρα στὸ κεφάλι σας τὰ μαῦρα αὐτὰ τὰ ἔργα.
Προσπέφτω σας, γιὰ τ' ὄνομα τοῦ Δία καὶ τῆς Θέμης, ποὺ τῶν ἀντρῶν τὶς συντυχιὲς αὐτὴ σκορπάει ἢ φέρνει,πάψτε, καλοί μου, ἀφῆστε με μὲς στὸν καημὸ νὰ λυώνω μονάχος, ἂν ὁ δοξαστὸς πατέρας μου Ὀδυσσέαςστὸυς Ἀχαιοὺς δὲν ἔκαμε κακὸ ἀπὸ ὄχτρητά του,ποὺ τώρα μ' ὄχτρητα κι ἐσεῖς τὸ ξεπλερώνετέ μου, σ' ἐτούτους θάρρος δίνοντας· πιὸ κέρδος γιὰ τὰ μένα ἐσεῖς νὰ καταλούσατε τὸ βιὸς καὶ τὰ καλά μου.
Νά 'σαστε ἐσεῖς, τὸ δίκιο μου θὰ τό 'βρισκα μιὰ μέρα· τὶ μὲς στὴ χώρα θά 'βγαινα, καὶ γκαρδιακὰ μιλώντας τὰ πλούτια μου θὰ γύρευα, ὡς ποὺ ὅλα νὰ δοθοῦνε. Μὰ τώρα πόνο ἀγιάτρευτο μοῦ βάζετε στὰ σπλάχνα.”
Αὐτὰ τοὺς εἶπε μὲ χολή, κι εὐτὺς τὸ δεκανίκι χάμου πετάει δακρύζοντας· κι ὅλους τοὺς πῆρε ἡ λύπη.
Σωποῦσαν, καὶ κανένας τους νὰ βγάλη δὲν κοτοῦσε λόγο σκληρό, κι ἀπάντηση νὰ δώση· μόνο ὁ Ἀντίνος σηκώθηκε ἀπ' τοὺς Ἀχαιούς, κι αὐτὰ τοῦ ἀπολογήθη.
Μωρὲ λογά, ἀχαλίνωτε Τηλέμαχε, τί λές μας;μᾶς βρίζεις, κι ἀβανιάσματα νὰ μᾶς κολλήσης θέλεις·
μὰ ξέρε το πὼς δὲ σοῦ φταῖν οἱ Ἀχαιοὶ οἱ μνηστῆρες,παρὰ ἡ μανούλα σου τὰ φταίει, ποὺ χίλια ξέρει ὁ νοῦς της.Τρεῖς χρόνοι τώρα πέρασαν, καὶ τέταρτος κοντεύει,ποὺ αὐτὴ γελάει τοὺς Ἀχαιούς. Ἐλπίδες δίνει σ' ὅλους,καὶ καθενοῦ ξεχωριστὰ ταξίματα τοῦ στέλνει,αὐτὴ ὅμως ἄλλα μελετάει. Καὶ κοίταξε κι ἐτούτη τὴν πονηριὰ ποὺ μπόρεσε νὰ σοφιστῆ καὶ νά 'βρη.Στήνει θεόμακρο πανὶ στὸν πύργο της νὰ φάνη, ψιλόκλωστο κι ἀμέτρητο, καὶ λέει μας· “Παλληκάρια, μνηστῆρες μου, τώρα ὁ λαμπρὸς που ἀπέθανε Ὀδυσσέας, μὴ βιάζετε τὸ γάμο μου, γιὰ ν' ἀποσώσω πρῶτα τὸ πανικό, νὰ μὴ χαθοῦν τὰ νήματα τοῦ κάκου, ποὺ τό 'χω γιὰ τὸ σάβανο τοῦ ἥρωα τοῦ Λαέρτη,τὴ νύχτα ὅμως τὸ ξέφαινε σὰν ἔφερναν τὰ φῶτα.
Τρεῖς χρόνους μᾶς κρυφόπαιζε, κι ἔτσι μᾶς ἔπειθε ὅλους· μὰ οἱ ἐποχὲς σὰ φέρανε τὸν τέταρτο τὸ χρόνο, μιά της γυναίκα πὄξερε, μᾶς τὰ φανέρωσε ὅλα, καὶ πιάσαμέ την τὸ λαμπρὸ πανί της νὰ ξεφαίνη.
Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΑΙ ΤΟ ΥΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΚΥΖΗΣ
Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος γυρίζει καὶ τοῦ κρένει·
“Ἀντίνο, ἀπὸ τον πύργο μου δε γίνεται νἀ διώξω ἐκείνη ποὺ μὲ γέννησε καὶ μ' ἔθρεψε· ὁ γονιός μου, ζῆ ἀπέθανε, σὲ ξένη γης ἀπόμεινε· ἂν τὴ στείλω τὴ μάνα ἐγὼ, στὸν κύρη της θὰ τ' ἀκριβοπλερώσω.
Κι ἀπ' τὸν Ἰκάριο συφορὲς κι ἀπ' τὸ θεὸ θὰ μοῦ 'ρθουν, σὰ φεύγει ἡ μάνα καὶ ξορκάει τὶς μαῦρες Ἐρινύες· μὰ καὶ τοῦ κόσμου ἐπάνω μου τὴν κατηγόρια θά 'χω· ὥστε ποτές μου τέτοιο ἐγὼ δὲν ξεστομίζω λόγο. Κι ἀτοί σας ἂν τὸ νιώθετε τὸ κρῖμ' αὐτό, νὰ σύρτε,ἄλλα τραπέζια νά 'βρετε, δικό σας βιὸς νὰ τρῶτε, ὁ ἕνας σπίτι τοῦ ἀλλονοῦ. Μὰ ἂν πάλε ἐσεῖς θαρρῆτε πὼς εἶναι δίκιο κι εὔλογο νὰ καταλυοῦνται πλούτια ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπλέρωτα, σκορπᾶτε τα· ἐγὼ τότες καλῶ βοήθεια τοὺς θεούς, ἴσως κι ὁ Δίας φέρη τὸ γδικιωμὸ πού ἀξίζει σας, κι ἔτσι κι ἐσεῖς κατόπι πεδῶθε δίχως πλερωμὴ μιὰ καὶ καλὴ χαθῆτε.”
Αὐτὰ εἶπε, κι ὁ βροντόφωνος ὁ Δίας τότες στέλνει ἀπ' τ' ἁψηλὸ βουνόκορφο δυὸ ἀϊτοὺς καὶ ξεκινᾶνε, Πέταγαν πρῶτα ἀνάλαφρα σὰ φύσημα τοῦ ἀνέμου, πλευρὸ πλευρὸ διαβαίνοντας μὲ τὰ φτερὰ ἁπλωμένα·μὲ στῆς πολύβοης συντυχιᾶς σὰν ἔφτασαν τὴ μέση, στριφογυρνοῦν, καὶ μὲ βαρὺ φτερούγιασμα κοιτώντας πρὸς τὰ κεφάλια τοῦ λαοῦ ματιὲς θανάτου ρίχτουν· καὶ μὲ νυχιὲς σὰν ἔσκισαν τὰ μοῦτρα, τὰ λαιμά τους, δεξὰ κινώντας πέρασαν τὶς κατοικιὲς τῆς χώρας.
Θαμάσαν ὅλοι βλέποντας τὰ ὅρνια σὰ φανῆκαν, κι ὁ νοῦς τους ἀνιστόραγε τὰ μέλλανε νὰ γίνουν.
Ὁ γέρος τότε ἥρωας τοὺς μίλησε Ἁλιθέρσης, τοῦ Μάστορα, ποὺ πρῶτος τους κρινότανε ὁλονῶνε
στὴ γνώριση τῆς μαντικῆς, στὴν ὁρμηνειὰ τῶν ὄρνιων· αὐτὸς λοιπὸν καλόγνωμα ξαγόρεψέ τους κι εἶπε·
“Ἀκοῦστε με, ὦ Θιακήσοι ἐσεῖς, καὶ μάλιστα οἱ μνηστῆρες, τὸ τί ἔχω τώρα νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς φανερώσω. Βαρὺ κακὸ τοὺς ἔρχεται· δὲ δύνεται ὁ Δυσσέας νὰ μείνη πιὰ πολὺν καιρὸ μακριὰ ἀπὸ τοὺς δικούς του·σιμὰ ἐδῶ κάπου θάνατο γιὰ τοὺς μνηστῆρες σπέρνει μὰ κι ἄλλοι μας ἐδῶ πολλοὶ θὰ πάθουμε μαζί τους, ποὺ κατοικιά μας ἔχουμε τὸ ξάστερο τὸ Θιάκι· τὸ πῶς θᾶ τοῦς μποδίσουμε ἀπὸ τώρα ἂς στοχαστοῦμε, ἢ ἐτοῦτοι πρῶτοι ἂς πάψουνε· τὶ γιὰ καλό τους εἶναι.Δὲν προφητεύω ἀνήξερος· κατέχω τὰ ποὺ κρένω· ἔτσι κι ἐκειοῦ ὅσα μάντεψα ἐγὼ τότες, ὅλα βγῆκαν
ὅταν οἱ Ἀργῖτες ὅλοι τους στοῦ Ἴλιου τὴ χώρα ὁρμοῦσαν, κι ἀντάμα τους ὁ τρίξυπνος ξεκίναε Ὀδυσσέας. Θὰ πάθη, τοῦ 'λεγα, πολλά, θὰ χάση τοὺς συντρόφους,καὶ θὰ γυρίση ἀγνώριστος στὰ εἴκοσι τὰ χρόνια στὸν τόπο του· καὶ νά, ποὺ αὐτὰ τώρα τοῦ βγαίνουν ὅλα.”
Ὄρνια γυρίζουνε πολλὰ κάτω ἀπ' τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, μὰ δὲ μαντεύουν ὅλα· πάει, χάθη ὁ Δυσσέας στὰ ξένα· μακάρι ν' ἀφανίζουσαν κι ἐσὺ μαζὶ μ' ἐκεῖνον, νὰ μὴ μᾶς ψέλνης τώρα ἐδῶ τὶς τόσες μαντικές σου,“Σπίτι σου σέρνε, γέρο ἐσὺ, καὶ βγάζε τῶν παιδιῶ σου μαντεῖες, μπὰς καὶ πάθουνε κανὲ κακὸ κατόπι·κεντώντας ἀδιαφόρετα τὸ χόλιασμα τοῦ γιοῦ του, μ' ἐλπίδα κι ἴσως σπίτι σου κάποιο σοῦ στείλη δῶρο.
Και ενώ ο λαός της Ιθάκης παραμένει αδρανής ο Τηλέμαχος ετοιμάζει το πλοίο για την αναχώρησή του με σύμβουλό του πάντα την Αθηνά-Μέντωρα. Την Εὐρύκλεια, τοῦ Ὤπα γέννημα, τοῦ γιοῦ τοῦ Πεισηνόρη, ἔκραξε ὁ Τηλέμαχος ἐκεῖ, κι αὐτὰ τῆς εἶπε·Ἔλα, ὦ γριά, κρασὶ γλυκὸ μὲς στὶς λαγῆνες χῦσε,τὸ νόστιμο, ὕστερ' ἀπ' αὐτὸ ποὺ ἐσὺ φυλάεις γιὰ κεῖνον
τὸν ἄμοιρο, τὸ θεόσπαρτο Ὀδυσσέα, ποὺ τὸ ἐλπίζειμιὰ μέρα πὼς θὰ ξαναρθῆ, τὸ θάνατο ἂν ξεφύγη.
Δώδεκα γέμισε ἀπ' αὐτὲς καὶ καλοστούπωσέ τις, βάλε καὶ στὰ καλόραφτα δερμάτια μέσα ἀλεύρι,εἴκοσι μέτρα κάμε τα καρπὸ μυλαλεσμένο,καὶ ξέρε τα μονάχη σου. Κι ὅλα μαζὶ νὰ τά 'χῃς,
τὶ θά 'ρθω ἀποσπερῆς ἐγὼ νὰ τὰ σηκώσω, ἡ μάνα σὰν ἀνεβῆ στ' ἀνώγι της τὴ νύχτα νὰ πλαγιάση.
Στὴν Πύλο τὴν ἀμμουδερὴ θὰ σύρω, καὶ στὴ Σπάρτη,τοῦ ἀγαπημένου μου γονιοῦ τὸ γυρισμὸ ἴσως μάθω.” “Θάρρος· δὲν εἶν' αὐτὰ, ὦ γριά, χωρὶς θεοῦ συνέργεια,
Ὅμως, ν' ἀμώσης πὼς ἐσὺ λόγο δὲ λὲς τῆς μάνας,ἑντέκατη ἢ δωδέκατη ὡσότου νά 'ρθη μέρα,ἢ πρὶ γυρέψη νὰ μὲ δῆ, καὶ μάθη πιὰ πὼς λείπω,γιὰ νὰ μὴν κλαίγη καὶ χαλνάη τὴν ὄμορφή της ὄψη.”
Κι ἀνέβηκε ὁ Τηλέμαχος στὸ πλεούμενο· κυβέρνα ἡ Ἀθηνᾶ καθούμενη στὴν πρύμνη του· σιμά της
κι ἐκεῖνος κάθισε· ἔλυσαν τὰ παλαμάρια οἱ ἄλλοι,ὕστερ' ἀνέβηκαν κι αὐτοὶ καὶ στὰ ζυγὰ καθίσαν,Καὶ τότες πρύμο στέλνει τους ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα,τὸ Ζέφυρο ποὺ ἀχολογᾶ στὰ μαῦρα πέλαα πάνω.
Καὶ πρόσταξε ὁ Τηλέμαχος καλώντας τοὺς συντρόφουςνὰ πιάσουν τ' ἄρμενα· ἄκουσαν αὐτοὶ τὴν προσταγή του.Κατάρτι ἔλατο ἔστησαν καὶ μπήξανέ το μέσα στὸ μεσοδόκι τὸ σκαφτό, τὸ δέσανε μὲ ξάρτια, καὶ μὲ καλόστριφτα λουριὰ τ' ἄσπρα παννιὰ τραβῆξαν.
Φούσκωσε ὁ ἀγέρας τὸ πανὶ στὴ μέση, καὶ τὸ κῦμα πὰς στὸ κοράκι βρόνταγε καθὼς γοργὰ σκιζόταν·
κι ἔκοβε δρόμο κι ἔτρεχε στὸ πέλαο τὸ καράβι,Καὶ τ' ἄρμενα σὰ δέσανε στὸ μελανὸ σκαφί του,
κροντῆρια στῆσαν, καὶ κρασὶ καλογεμίζοντάς τα γιὰ τοὺς ἀθάνατους θεοὺς καὶ τοὺς αἰώνιους χῦναν
μὰ γιὰ τὴ γαλανόματη κόρη τοῦ Δία πρῶτα .Κι ὁλονυχτὶς καὶ τὴν αὐγὴ ἔπαιρνε δρόμο ἐκεῖνο.
,
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ, Ο ΓΥΙΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΚΑΙ Η ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ ΝΑ ΤΟΝ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ ΣΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου