ΡΑΨ.δ Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.
ΜΕΝΕΛΑΙΟΝ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ Πολύ κοντά στο Ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος, στην Σπάρτη.
Κάτου στῆς Λακεδαίμονας τὰ βραχοκάμπια φτάνουν, καὶ στὰ παλάτια ξεκινοῦν τοῦ δοξαστοῦ Μενέλαου. Βρῆκαν τον κι ἔκανε χαρὰ μὲ περισσούς δικούς του, τὶ γιὸ καὶ κόρη πάντρευε στὸ σπιτικό του μέσα.Στοῦ ἀτρόμητου Ἀχιλλέα τὸ γιὸ τὴν κόρη του προβόδα, ποὺ ἀπὸ τήν Τροία τὴν ἔταξε καὶ λόγο τοῦ εἶχε δώσει, καὶ τώρα τέλος φέρνανε οἱ ἀθάνατοι στὸ γάμο.
Μὲ ἀλόγατα καὶ μ' ἅμαξες τὴν ἔστελνε στὴ χώρα τῶ Μυρμιδόνων τὴ λαμπρὴ, ποὺ βασιλιάς τους ἦταν, Καὶ γιὰ τὸ γιό του διάλεξε τοῦ Ἀλέχτορα τὴν κόρη στὴ Σπάρτη· ὁ χαδεμένος του λεβέντης Μεγαπένθης ἦταν αὐτὸς, κι ἡ μάνα του σκλαβούλα, τὶ ἡ Ἑλένη ἄλλο παιδὶ δὲ γέννησε κατόπι τῆς Ἑρμιόνης τῆς ὥριας, ποὺ χρυσόλαμπε σὰν ἴδια ἡ Ἀφροδίτη.
Ἔτσι μὲς στὸ πεντάψηλο ξεφάντωναν παλάτι ὅλ' οἱ γειτόνοι κι οἱ δικοὶ τοῦ δοξαστοῦ Μενέλαου,
καὶ γλέντιζαν ὁ θεϊκὸς τραγουδιστὴς κοντά τους τραγούδαε λύρα παίζοντας, καὶ στὸ σκοπό του ἀπάνω δυὸ χορευτάδες πηδηχτὰ καταμεσὶς σβουρίζαν.
Στὰ πρόθυρα ὁ παλληκαρὰς Τηλέμαχος κι ὁ γιόκας τοῦ Νέστορα ὁ περίλαμπρος μὲ τ' ἄλογα σταθῆκαν.
Καὶ σὰν τὰ σεριανίσανε καὶ χάρηκε ἡ ψυχή τους, μπήκανε μὲς στὶς σκαλιστὲς τὶς γοῦρνες καὶ λουστῆκαν. Καὶ σὰν τοὺς λοῦσαν κοπελιὲς κι ἀλεῖψαν τους μὲ λάδι, καὶ τοὺς φορέσανε κρουστὲς χλαμύδες καὶ χιτῶνες, πὰς σὲ θρονιὰ τοὺς κάθισαν σιμὰ στὸ γιὸ τοῦ Ἀτρέα.
Καὶ μπρίκι γιὰ τὸ νίψιμο τοὺς φέρνει τότε ἡ βάγια, ὥριο, χρυσό, καὶ χύνει τους στὴν ἀργυρὴ λεγένη,
κι ὕστερα στρώνει ἀντίκρυ τους γυαλιστερὸ τραπέζι.
“Γιὰ κοίτα, γιὲ τοῦ Νέστορα, καὶ φίλε τῆς καρδιᾶς μου, χαλκὸς ποὺ ἀστράφτει μὲς σ' αὐτὰ τὰ βουητερὰ παλάτια, τὸ μάλαμα καὶ τὸ ἤλεχτρο, τὸ φίλντισί, τ' ἀσήμι.
Τέτοιες θένα 'ναι κι οἱ αὐλὲς τοῦ Δία τοῦ Ὀλυμπήσου·ἀρίφνητα καλὰ θωρῶ, καὶ θαμασμὸς μὲ πιάνει.”
Καὶ τὸν ἀπείκασε ὁ ξανθὸς Μενέλαος σὰ μιλοῦσε, καὶ τοὺς φωνάζει καὶ λαλεῖ μὲ φτερωμένα λόγια· “Ποιός ἄνθρωπος, παιδάκια μου, μετριέται μὲ τὸ Δία; ἀθάνατοί 'ναι οἱ πύργοι του καὶ τὰ καλά του ἐκείνου·θνητὸς μονάχα στὰ καλὰ μ' ἐμένανε μετριέται, ἢ κι ὄχι· τὶ μὲ πάθια μου καὶ μὲ πολλὰ ταξίδια
μὲς στὰ καράβια τά 'φερα χρόνους ὀχτὼ γυρνώντας· Κύπρο, Φοινίκη διάβηκα, Αἴγυπτο, Αἰθιοπία,
καὶ Σιδονιῶτες κι Ἐρεμπούς, καὶ τῆς Λιβύας τὴ χώρα,...............Ὅλους ἐγὼ τοὺς κλαίω ἐκειοὺς καὶ δέρνουμαι, κλεισμένος σὰν κάθουμαι πολλὲς φορὲς σ' αυτά μου τὰ παλάτια, κι ὦρες στὸ κλάμα χαίρουμαι, ὦρες τὸ κόβω πάλε, τὶ γλήγορα χορταίνεται τὸ κρύο τὸ μοιρολόγι.
Μὰ τούτους ὅλους δὲ θρηνῶ, κι ἂς καίγετ' ἡ καρδιά μου,ὅσο ἕναν, ποὺ ποθώντας τον ὄρεξη χάνω κι ὕπνο· γιατ' Ἀχαιὸς δὲν τράβηξε τὰ ὅσα ὁ Ὀδυσσέας. Μὰ ἡ μοῖρα τό 'θελε πολλὰ νὰ πάθη αὐτός, κι ἐμένα νὰ τρώη ὁ πόνος του ὁ σκληρός, ποὺ τόσους χρόνους λείπει, κι ἀνίσως ζῆ ἢ ἀπέθανε κανένας δὲ γνωρίζει. Καὶ θὰ τὸν κλαῖνε τώρ' αὐτὸν ὁ γέρος ὁ Λαέρτης κι ἡ Πηνελόπη ἡ γνωστικιά, θὰ τόνε κλαίη κι ὁ γιός τους, ποὺ ἀπὸ τὸ σπίτι φεύγοντας μωρὸ τὸν εἶχε ἀφήσει.”
Εἶπε, κι αὐτὸς λαχτάρηξε νὰ κλάψη τὸ γονιό του. Χάμου ἕνα δάκρυο του ἔχυσε γρικώντας τ' ὄνομά του,.Εἶπε, κι αὐτὸς λαχτάρηξε νὰ κλάψη τὸ γονιό του. Χάμου ἕνα δάκρυο του ἔχυσε γρικώντας τ' ὄνομά του,...........
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ Angelica Kauffmann
Κι ἐκεῖ ποὺ αὐτὰ μελέταγε στὸ νοῦ καὶ στὴν ψυχή του, ἡ Ἑλένη ἀπὸ τ' ἀνώγια της τὰ μοσκομυρισμένα προβάλλει σὰν τὴν Ἄρτεμη τὴ χρυσοσαγιτοῦσα.
Σιμά της στήνει ἡ Ἄδραστη θρονὶ καλοφτιασμένο, ἡ Ἀλκίππη μάλλινο ἁπαλὸ φέρνει χαλὶ κι ἁπλώνει,
καὶ τὸ πανέρι τ' ἀργυρὸ φέρν' ἡ Φυλώ, ποὺ δῶρο ἡ Ἀλκάντρα τῆς τὸ χάρισε ἡ γυναίκα τοῦ Πολύβου,
ποὺ ζοῦσε καὶ λημέριαζε στὴν Αἴγυπτο στὶς Θῆβες, καὶ ποὺ εἶχε πλούτια ἀρίφνητα στὸ σπιτικό του μέσα. Ἔδωσ' ἐκεῖνος δυὸ ἀργυρὰ λουτρὰ τοῦ γιοῦ τοῦ Ἀτρέα, δυὸ τρίποδα, καὶ μάλαμα τάλαντα δέκα χώρια· δῶρα ἡ κερά του διαλεχτὰ χαρίζει τῆς Ἑλένης, χρυσή ἀληκάτη, κι ἀργυρὸ πανέρι πὰς στὶς ρόδες, μὲ χρυσωμένα ὁλόγυρα τοῦ πανεριοῦ τὰ χείλη.
Αὐτὸ δὰ τῆς παράθεσε ἡ Φυλὼ ἡ παρακόρη, γεμάτο νῆμα δουλευτό, κι ἀπάνω ἡ ἀληκάτη μὲ τὸ βαθιόχρωμο μαλλί, θεμένη πέρα ὡς πέρα.
Καθίζει ἀπάνω στὸ θρονί, μ' ἀκουμποπόδι ὀμπρός της ἡ Ἑλένη, καὶ τὸν ἄντρα της καλορωτάει νὰ μάθη.Ὦ διόθρεφτε Μενέλαε, γνωρίζουμ' ἐμεῖς τάχα ἐτοῦτοι ποὺ μᾶς ἤρθανε σὰν ποιοί παινιένται νά 'ναι ;Ἀλήθεια, ἢ ψέματα θὰ πῶ; δὲν τὸ βαστῶ πιὰ μέσα.
Ποτές μου δὲν εἶδ' ἄνθρωπο, ἄντρα ἢ γυναίκα, τόσο νὰ μοιάζη ἀνθρώπου, ὅσο αὐτὸς — θαμάζω βλέποντάς τον— ὁ γιὸς τοῦ μεγαλόκαρδου Ὀδυσσέα μοιάζει νά 'ναι, ὁ νέος Τηλέμαχος, ποὺ ἐκειὸς μικρὸ τὸν εἶχε ἀφήσει γιὰ μένα τὴν ἀσύστατη σὰν τρέξατε στὴν Τροία στὸ νοῦ σας πόλεμο ἔχοντας ἀπόκοτο ὅλοι τότες.”
Η ΕΛΕΝΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟΝ ΤΗΛΕΜΑΧΟ Jean-Jacques Lagrenee, 1795, ΑΓ.ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ ΕΡΜΙΤΑΖ
\
Κι ὁ ξανθουλὸς Μενέλαος γυρίζει καὶ τῆς κρένει· “Κι ἐγώ, γυναίκα, νιώθω τα καθὼς ἐσὺ τὰ κρίνεις·
τέτοια τὰ πόδια του ἐκεινοῦ, τὰ χέρια κι οἱ ματιές του, τέτοιο καὶ τὸ κεφάλι του κι ἀπάνωθέ του ἡ κόμη.
Καὶ καθὼς τώρα θύμιζα τὸν Ὀδυσσέα, δηγώντας τὰ ὅσα ἐκεῖνος ἔπαθε καὶ πόφερε γιὰ μένα,
αὐτὸς πικρὸ κατέβαζε στὸ πρόσωπό του δάκρυο, κι ὀμπρὸς στὰ μάτια σήκωνε τήν πορφυρένια χλαίνα.”..........................................
Κλαίγ' ἡ Ἑλένη ἡ Ἀργίτισσα, τοῦ Δία ἡ θυγατέρα,κλαίει ὁ καλὸς Τηλέμαχος κι ὁ γιὸς τοῦ Ἀτρέα Μενέλαος, καὶ μήτε ὁ γιὸς τοῦ Νέστορα στεγνὰ δὲν εἶχε μάτια· τὶ τὸν Ἀρχίλοχο κι αὐτὸς τὸν ἄσφαλτο θυμήθη, ποὺ ὁ γόνος τῆς λαμπρῆς Ἠῶς τὸν εἶχε σκοτωμένο· αὐτὸν θυμώντας μίλησε μὲ λόγια φτερωμένα· “Τοῦ Ἀτρέα γιέ, πιὸ γνωστικὸ μὲς στούς ἀνθρώπους ὅλους
ὁ γέρος σὲ εἶπε Νέστορας μιλώντας γιὰ τὰ σένα στὸ σπίτι, σὰ ρωτιούμασταν ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον.
Καὶ τώρα, ἂ γίνεται, ἄκου με· γιατὶ στὸ δεῖπνο ἀπάνω δὲν τ' ἀγαπῶ τὰ κλάματα· μὰ θὰ ξανάρθη ἡ Αὐγούλα......................................
Τότες αὐτὸ σοφίστηκε τοῦ Δία ἡ κόρη Ἑλένη·ἀπ' ὅπου πίνανε κρασὶ τοὺς ἔριξε βοτάνι, συχαστικὸ κι ἀνέχολο, ποὺ κάθε πόνο πνίγει.
Ὅποιος αὐτὸ τὸ καταπιῆ σμιγμένο στὸ κροντήρι, ὁλημερὶς δὲ χύνεται στὸ μάγουλο του δάκρυο,
μὰ κι ἄξαφνα ἂν ἡ μάνα του ἢ ὁ κύρης τοῦ πεθάνη,ἢ κι ὀμπροστὰ στὰ μάτια του μὲ τὸ μαχαίρι ἂν κόβουν ἀγαπημένο ἀδέρφι του, ἢ γιὸ μονάκριβό του.
Τέτοια 'χε γιατροβότανα καλὰ τοῦ Δία ἡ κόρη· τά 'χε δοσμένα ἡ σύγκοιτη τοῦ Θώνα ἡ Πολυδάμνα,
στὴν Αἴγυπτο, ποὺ ἀρίθμητα ἡ πλούσια ἡ γῆς τὰ βγάζει, ἄλλα καλὰ στὸ σμίξιμο κι ἄλλα φαρμακωμένα· γιατρὸς καθένας εἶν' ἐκεῖ παράξιος μὲς στὸν κόσμο, τὶ ὅλοι τους τὸν Παιήονα γνωρίζουν πρόγονό τους.
Καὶ μέσα αὐτὰ σὰν τά 'ριξε, κι εἶπε νὰ τοὺς κεράσουν, πάλε ἄρχισε τὸ μιλητό, κι αὐτὰ τοὺς συντυχαίνει·
Η ΠΟΛΥΔΑΜΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΔΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΕΝΕΛΑΟ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ Vouet Simon 17 ΑΙΩΝ Faculte de Pharmacie, Paris, France
Εἶναι ἀδύνατο νὰ δηγηθῶ σας ὅλους τοῦ σιδερόκαρδου Ὀδυσσέα τοὺς πάμπολλους ἀγῶνες·
ἕνα θὰ πῶ ὅμως ποὺ ἔπραξε ὁ ἀτρόμητος ἐκεῖνος, στὴν Τροία, ποὺ τοὺς Ἀχαιοὺς μύρια τοὺς πέσαν πάθια· τότες ποὺ χάραξε κακὰ σημάδια στὸ κορμί του,ντύθηκε ροῦχα φτωχικά, καὶ μοιάζοντας μὲ δοῦλο γυρνοῦσε στὴν πλατύδρομη τοῦ ἐχτροῦ τὴ χώρα μέσα· ἔτσι ἀλλαγμένος, θά 'λεγες κάποιος ζητιάνος ἦταν, αὐτὸς ποὺ ἀλλιῶς φαινότανε στ' ἀχαϊκὰ καράβια.
Τέτοιος στὴν Τροία χώθηκε, κι ἐκεῖνοι τυφλωθῆκαν ὅλοι τους, καὶ μονάχη ἐγὼ τὸν ἔνιωσα ποιός ἦταν, καὶ τόνε ρώτηξα, κι αὐτὸς μοῦ ξέφυγε μὲ τέχνη.
Μὰ ὅταν ἐγὼ τὸν ἔλουσα, τὸν ἄλειψα μὲ λάδι, καὶ τοῦ 'δωσα φορέματα, καὶ τοῦ 'κανα ὅρκο μέγα
ἀνάμεσά τους νὰ μὴν πῶ πὼς φάνηκε ὁ Ὀδυσσέας, πρὶν αὐτὸς φτάση στὶς σκηνὲς καὶ στὰ γοργὰ καράβια, τότες τὰ σκέδια τῶν Ἀχαιῶν μοῦ τὰ φανέρωσε ὅλα.
Κι ἀρίθμητους ἡ σπάθα του σὰν ἔκοψε Τρωαδῖτες, πρὸς τοὺς Ἀργῖτες γύρισε πολλά 'χοντας στὸ νοῦ του.
Κι ὁ ξανθουλὸς Μενέλαος γυρίζει καὶ τῆς κάνει·
“Ναί, ὅλα ἐτοῦτα ἀληθινὰ τὰ μίλησες, γυναίκα· πολλῶν ἐγὼ μελέτησα τὴ γνώση καὶ τὴ γνώμη,
ἀντρῶν ἡρώων, καὶ πολλοὺς εἶδα τοῦ κόσμου τόπους, μὰ ἄνθρωπο τέτοιον πουθενὰ τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν, σὰν ποὺ ἤτανε ὁ τρανόψυχος κι ὁ ἀκριβὸς Δυσσέας.
Κι ἄλλο ἕνα ἐκεῖνος ἔπραξε μὲ τόλμη κι ἀντρειοσύνη, τότες ποὺ φόνο φέρναμε καὶ χαλασμὸ στοὺς Τρῶες, μὲς στ' ἄλογο τὸ σκαλιστὸ κρυμμένοι ἐμεῖς οἱ πρῶτοι. Ἦρθες κι ἐσὺ τότες ἐκεῖ· θεὸς θὰ σ' εἶχε στείλει, ποὺ νὰ χαρίση γύρευε στοὺς Τρωαδῖτες δόξα· σιμά σου κι ὁ θεόμοιαστος Δῄφοβος. Καὶ κάνεις τρεῖς γύρους πασπατεύοντας τὸν κουφωτὸ κρυψώνα, καὶ κράζοντας τὰ ὀνόματα τῶν Ἀργιτῶνε μέσα, καθένα μὲ τὴν ξέχωρη λαλιὰ τῆς σύγκοιτής του. Ἐγὼ καὶ τοῦ Τυδέα ὁ γιὸς κι ὁ μέγας ὁ Ὀδυσσέας τ' ἀκούσαμε τὸ λάλημα στὴ μέση καθισμένοι.
Ἐμᾶς τοὺς δυὸ μᾶς ἔπιασε λαχτάρα τότες, ἢ ὄξω νὰ βγοῦμε, ἢ ἀπομέσαθε ν' ἀποκριθοῦμε ἀμέσως·
ὅσο ὅμως κι ἂν τὸ θέλαμε, μᾶς βάσταξ' ὁ Ὀδυσσέας.............
Η ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ ΚΑΙ Ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ ΣΑΛΒΑΤΟΡ ΝΤΑΛΙ 1972
χαμογέλασε ὁ τρανόφωνος Μενέλαος, | ||
καὶ τόνε λαφροχάδεψε κι ὀνόμασέ τον κι εἶπε· “Αἶμα καλό, παιδάκι μου, τὰ λόγια σου μοῦ δείχνουν·σοῦ ἀλλάζω τ' ἄλογα,
μπορῶ κι ἀλλιῶς νὰ σὲ φιλέψω· ἀπ' ὅσα δῶρα σπίτι μου φυλάω
θησαυρισμένα, σοῦ δίνω τ' ὀμορφότερο, τὸ πιὸ βαριότιμό μου. Σοῦ δίνω ψιλοδούλευτο κροντήρι, ὅλο ἀσήμι, κι ἀπάνωθε τὰ χείλη του μὲ μάλαμα
σμιγμένα· δουλειὰ τοῦ Ἠφαίστου· ὁ Φαίδιμος ὁ ἥρωας τό 'χε δώσει, ὁ ρήγας
τῶν Σιδονιτῶν, τότες ποὺ ἐδῶ γυρνώντας στ' ἀρχοντικά του κόνεψα· δικό σου νά
'ναι θέλω.” Καὶ στοῦ Ὀδυσσέα κατάμπροστα οἱ μνηστῆρες τὰ παλάτια δισκοβολώντας γλέντιζαν καὶ ρίχνοντας κοντάρια σὲ γὴς στρωτή, ποὺ ἀδιάντροπα ἐκεῖ πάντα μαζεύονταν. Κι ὁ Ἀντίνος, τοῦ Εὐπείθη ὁ γιός, τοὺς μίλησε μὲ πίκρα, τὶ λύσσα τὰ συνέπαιρνε τὰ μαῦρα σωθικά του, καὶ μοιάζανε τὰ μάτια του σὰ λαμπερὲς δυὸ φλόγες· “Γιὰ δὲς μεγάλο κάμωμα, ταξίδι νὰ τολμήση, ποὺ λέγαμε ὁ Τηλέμαχος πὼς δὲν τὰ βγάζει πέρα. Σὲ τόσων πεῖσμα ἕνα παιδὶ νὰ πάρη πλοῖο νὰ φύγη, ἀφοῦ τοῦ τόπου διάλεξε τὰ πρῶτα παλληκάρια. Ἀρχίζει κι ἀπ' τὰ πρῶτα του χερότερα ποὺ ὁ Δίας νὰ τόνε σπάση πρὶν ἐρθῆ καὶ βάσανα μᾶς φέρη. Μὰ πλοῖο δόστε μου γοργὸ καὶ εἰκοσαριὰ συντρόφους καρτέρι νὰ τοῦ στήσω ἐγὼ καὶ νὰ παραμονέψω μὲς στὰ στενὰ ἐκεῖ τοῦ Θιακιοῦ καὶ τῶν βροχιῶν τῆς Σάμης, νὰ τὸ καῆ ποὺ ἀρμένισε γιὰ χάρη τοῦ γονιοῦ του.” |
τὶ ὁ κήρυκας ὁ Νέδοντας τῆς τά 'πε, ποὺ ἄκουσέ τα, ὄντας παρόξω τῆς αὐλῆς, ποὺ ἐκεῖ τὰ κρυφοπλέχναν, καὶ μπῆκε νὰ τὰ μπιστευτῆ τῆς Πηνελόπης μέσα. Εἶπε, κι ἐκείνης κόπηκαν τὰ γόνατα, ἡ καρδιά της· ὥρα πολλὴ τὴ γλῶσσα της ἀμιλησιὰ κρατοῦσε, τὰ μάτια δάκρυα γέμισαν, καὶ πιάστηκε ἡ φωνή της.
..................................
Τότες αὐτὸ σοφίστηκε ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα· φάντασμα φτιάνει ποὺ ἔμοιαζε ἡ μορφή του μὲ γυναίκα,
τοῦ Ἰκάριου τοῦ τρανόψυχου τὴ θυγατέρα Ἰφτίμη, ποὺ ὁ Εὔμηλος ἀπ' τὶς Φερὲς τὴν εἶχε σύγκλινή του.
“Κοιμᾶσαι, Πηνελόπη μου, μὲ τὴν καρδιὰ θλιμμένη;Δὲ θὲν ἐσὺ νὰ δέρνεσαι οἱ θεοὶ ποὺ καλοζοῦνε,
καὶ νὰ καρδιοπονᾶς· θᾶ ρθῆ στὸ Θιάκι πάλε ὁ γιός σου, τὶ φταίξιμο δὲν ἔκαμε στοὺς θεοὺς ποτὲς ἐκεῖνος.”
Στὸ πλοῖο ὡς τόσο ἀνέβηκαν, καὶ σῦραν οἱ μνηστῆρες στὰ πέλαα, τοῦ Τηλέμαχου τὸ τέλος μελετώντας.
Κι εἶναι στῆς θάλασσας ἐκεῖ τὴ μέση πετρονήσι, ποὺ πέφτει ἀνάμεσα Θιακιοῦ καὶ τῆς ξερῆς τῆς Σάμης, ὄχι μεγάλο, ἡ Ἀστερή, μὲ βολικὰ λιμάνια, καὶ δυὸ μπασιές, ποὺ οἱ Ἀχαιοὶ τοῦ στήσανε καρτέρι
Ο ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ (Alan Stenson) ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ "ΟΔΥΣΣΕΙΑ' ΤΟΥ Αντρέι Κοντσαλόφσκι και Κόππολα 1997