Σελίδες

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

ΣΤΗΝ ΡΩΓΜΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ






ΠΑΡΑΘΥΡΑ TOY ΧΡΟΝΟY  BY ANUBIS


ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΡΑΨ.Ρ 492-552
"Μα εμένα ο Αντίνος χτύπησε για την κοιλιά την έρμη,
που στους θνητούς πολλά δεινά φέρνει η καταραμένη.
Όμως κατάρες και θεούς για τους φτωχούς αν έχει,
πριν απ’ το γάμο ο θάνατος ας πάρει τον Αντίνο».
Τότε έτσι και του Ευπείθη ο γιος τ’ απάντησε ο Αντίνος·
«Ήσυχα, ξένε, κάθισε να τρως ή σ’ άλλους πάνε,
μήπως οι νιοι μ’ αυτά που λες σε σύρουν απ’ τα πόδια,
κι όξω βρεθείς κατάδρομα και το κορμί σου γδάρουν».
Έτσι είπε κι όλοι θύμωσαν βαριά με τον Αντίνο,
κι έτσι ένας φαντασμένος νιος το λόγο πήρε κι είπε·
«Καλό δεν ήταν το φτωχό ζητιάνο να χτυπήσεις.
Γιατί μπορεί κάποιος θεός απ’ τους ουράνιους να ᾽ναι.
Συχνά οι αθάνατοι θεοί μ’ ανθρώπους ξένους μοιάζουν,
κι αλλάζουν άπειρες μορφές και τριγυρνούν τις χώρες
και βλέπουν όλα τ’ άδικα και τους καλούς τους νόμους».
Έτσι είπαν, μα δεν πρόσεχε στα λόγια των μνηστήρων.
Το χτύπημα ο Τηλέμαχος κατάκαρδα το πήρε,
όμως δεν έσταξε στη γης το δάκρυ του απ’ τα μάτια
κι άλαλος, μέσα βράζοντας, κουνούσε το κεφάλι.
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη, σαν έφτασε στ’ αυτιά της
πως το ζητιάνο χτύπησαν, έτσι στις δούλες είπε·
«Έτσι κι εσένα, ο λαμπερός να σε χτυπήσει ο Φοίβος».
Τότε έτσι κι η κελάρισσα της είπε η Ευρυνόμη·
«Αν πιάσουν οι κατάρες μας, τότε απ’ αυτούς κανένας
να ιδεί τη ροδοδάχτυλη Αυγή δε θα προφτάσει».
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη της μίλησε έτσι πάλε·
«Όλοι είναι οχτροί, γερόντισσα, αφού κακό μας θέλουν,
μα κι ο Αντίνος πιο πολύ που μαύρο χάρο μοιάζει.
Ήρθε ένας ξένος δύστυχος στο σπίτι, κι απ’ ανάγκη
γυρίζει και ψωμοζητεί, κι όλοι οι λοιποί του δώσαν,
κι αυτός στην άκρη με σκαμνί τον χτύπησε στον ώμο».

Αυτά μιλούσε ανάμεσα στις δούλες καθισμένη
μες στον οντά της. Κι έτρωγε ο θεϊκός Δυσσέας.
Κοντά της το χοιροβοσκό προσκάλεσε και του ‘πε˙
«Καλέ μου Εύμαιε, πήγαινε τον ξένο να μου φέρεις
εδώ να τον καλοδεχτώ και να τον αρωτήσω,
κάπου για τον αδάμαστο Δυσσέα αν έχει μάθει
ή κι αν τον είδε. Μ’ άνθρωπο κοσμοφερμένο μοιάζει».
Τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, της είπε με δυο λόγια·
«Να σώπαιναν προς χάρη σου, βασίλισσα, οι μνηστήρες
θα σου αναγάλλιαζε η καρδιά όσα μιλά ν’ ακούσεις.
Τον είχα στο καλύβι μου τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Σε μένα πρώτο πρόσπεσε φευγάτος απ’ το πλοίο,
μα δεν τα πρόφτασε να πει τα πάθια που τον βρήκαν.
Κι ως βλέπεις τον τραγουδιστή, που απ’ το θεό έχει χάρη
να τραγουδά τα ποθητά τραγούδια στους ανθρώπους,
κι όλοι όσοι ακούν που τραγουδά, στα μάτια τον κοιτάζουν,
έτσι κι αυτός με λίγωνε σαν ήταν στο καλύβι.
Κι έλεγε φίλος πατρικός πως ήταν του Δυσσέα
και πως στην Κρήτη κατοικεί του Μίνου την πατρίδα,
κι έφτασε εκείθε τώρα εδώ με βάσανα κυλώντας
και λέει κοντά πως άκουσε για το θεϊκό Δυσσέα,
σαν έφτασε στων Θεσπρωτών την καρπερή πατρίδα,
πως ζει και φέρνει θησαυρούς στο σπίτι του μεγάλους».
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη τ’ απάντησε έτσι κι είπε·
«Πήγαινε πες του να’ ρθει εδώ για να τα πει μπροστά μου.
Κι εκείνοι ας παίζουν ή μπροστά στις πόρτες καθισμένοι
ή μες στο σπίτι αφού καημούς δεν έχουν μες στα στήθια.
Γιατί όλο μένει απείραχτο στο σπίτι τους το βιος τους,
το στάρι, το γλυκό κρασί, να τα ᾽χουν οι δικοί τους,
κι εδώ όλη μέρα κάθονται στο σπίτι μου και τρώνε
δαμάλια σφάζοντας κι αρνιά και γίδες όλο πάχος
και πίνουν το λαμπρό κρασί χωρίς να το χορταίνουν,
κι έτσι όλα σβήνουν άπονα, γιατί δε βρίσκεται άντρας
σαν το Δυσσέα την οργή να διώξει αυτή απ’ το σπίτι.
Κι αν έρθει εκείνος μια φορά στην πατρική του χώρα,
θα τους πλερώσει τ’ άδικα στην ώρα με το γιο του».
Έτσι είπε, κι ο Τηλέμαχος φτερνίστηκε με κρότο
που όλο το σπίτι αντήχησε. Γέλασε η Πηνελόπη,
κι έτσι είπε ευτύς στον Εύμαιο με πεταχτά της λόγια·

«Τρέχα, τον ξένο φώναξε και φέρ’ τόνε μπροστά μου.
Δεν είδες πως φτερνίστηκε στα λόγια που είπα ο γιος μου;
Δηλοί πως χάρος άσφαλτος θα λάχει τους μνηστήρες,
όλους σειρά κι απ’ το γραφτό κανείς δε θα γλιτώσει.
Κι ένα άλλο τώρα θα σου πω και να μου το θυμάσαι·
Αν καταλάβω πως αυτός όλα τα λέει αλήθεια,
θα τόνε ντύσω μ’ όμορφη χλαμύδα και χιτώνα».
Έτσι είπε, κι ο χοιροβοσκός έτρεξε ευτύς και πήγε
κι εκεί μπροστά του στάθηκε κι έτσι δυο λόγια του ‘πε·
«Ξένε πατέρα, η φρόνιμη σε θέλει η Πηνελόπη."
ΜΕΤ/ΣΗ ΣΙΔΕΡΗ