Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Ο ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΣΤΗΝ ΠΥΛΟ

ΤΑ ΕΝ ΠΥΛΩ   
Την όμορφη τη λίμνη αφήνοντας, στα ολόχαλκα τα ουράνια
πρόβαλε ο γήλιος, στους αθάνατους το φως του να χαρίσει
και στους θνητούς, στα πολυκάρπιστα της γης χωράφια απάνω·
και τούτοι έφταναν στην καλόχτιστη την Πύλο, του Νηλέα
το κάστρο· εκεί στην ώρα επρόσφερναν θυσίες στον Κοσμοσείστη
το γαλαζόχαιτο κατάμαυρους στο περιγιάλι ταύρους.
σ΄ εννιά σειρές κάθονταν όλοι τους — σειρά και πεντακόσιοι —
κι ομπρός στην καθεμιά τους κοίτουνταν εννιά σφαγμένοι ταύροι.

Κι απάνω που ΄χαν φάει τα σπλάχνα τους και τα μεριά θα καίγαν
στον Ποσειδώνα, εκείνοι ετράβηξαν γραμμή για το λιμάνι,
και τα πανιά μαΐναραν του άρμενου, το άραξαν κι όξω βγήκαν·
κι ως βγήκε απ΄ το άρμενο ο Τηλέμαχος, την Αθηνά ακλουθώντας,
πρώτη η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, το λόγο επήρε κι είπε:
«Τηλέμαχε, η ντροπή τον τόπο της δεν έχει εδώ καθόλου·
για τούτο και το πέλαο διάβηκες, τον κύρη σου να μάθεις
ποιο χώμα εβρέθη και τον σκέπασε και ποια τον βρήκε μοίρα.


Έτσι η θεά δεόταν, μόνη της τα τέλευε όμως όλα.
Κι ως στου Οδυσσέα το γιο παράδωκε τη δίγουβη ώρια κούπα,
με τη σειρά του κι ο Τηλέμαχος στον Ποσειδώνα ευκήθη.
 
 
 
Μα του Οδυσσέα του αρχοντογέννητου τον άξιο γιο κει πέρα
ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας σε καλοτρυπημένη
κλίνη τον κοίμισε, στο αχόλαλο το σκεπαστό του μέσα·
κι έβαλε πλάι του τον Πεισίστρατο τον αντρειανό να πέσει,
που από τους γιους του ακόμα ανύπαντρος καθόταν στο παλάτι·
ατός του στου αψηλού κοιμήθηκε του παλατιού το βάθος,
εκεί που του᾿ στρωνε το ταίρι του και πλάγιαζε μαζί του.
 
 
 
 Ωστόσο τον Τηλέμαχο έλουζε του Νέστορα μια κόρη
όμορφη, κι ήταν η μικρότερη στα χρόνια, η Πολυκάστη.
Κι ως τον απόλουσε, τον άλειψε με μυρωμένο λάδι
κι όμορφή πέρασε στους ώμους του χλαμύδα και χιτώνα,
κι απ΄ το λουτρό θαρρείς αθάνατος επρόβαλε στην όψη,
και τράβηξε κοντά στο Νέστορα το ρήγα να καθίσει.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
ζέψαν τ΄ αλόγατα κι ανέβηκαν στο πλουμισμένο αμάξι,
και βγήκαν όξω απ΄ την αυλόπορτα και το βουερό χαγιάτι.
Δίνει βιτσιά να φύγουν τ΄ άλογα, κι αυτά, γοργά ως πετούσαν,
σε λίγο φτάσαν στον πολύσταρο τον κάμπο και τελεύαν
το δρόμο· μ΄ έτοια ορμή τ΄ αλόγατα τα γρήγορα τους σέρναν
και πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι ισκιώσαν όλοι οι δρόμοι.