Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗ


Ο ΟΜΗΡΟΣ Emile-René Menard, 1885,Smart Museum of Art, University of Chicago
Η Ύπόσχεση ενός Ποιητή,
είναι ο Όρκος ενός Πολεμιστή και ο Δρόμος της καρδιάς του.

Είναι αυτός ο όρκος που αρχίζει από την Εστία, την ιερή φλόγα στο κέντρο του νησιού, στο κέντρο μιας πόλης, μιας πατρίδας, ενός λαού,που αρχίζει από τους μνηστήρες μιας Ελένης και τελειώνει στους μνηστήρες της Πηνελόπης, στο κέντρο ενός στόχου που ενεργοποιεί τον Σκοπό συνδέεται μαζί του.
Η Εστία, “η ιστίη” του Ομήρου, ξ159, τ304, υ231 είναι η θεά του Όρκου, η Πρυτανίς και αναφέρεται τρεις φορές στον όρκο του Οδυσσέα προς τον Εύμαιο, την Πηνελόπη και τον Φιλοίτιο.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΥΜΑΙΟΥ
"τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
"ὦ φίλ᾽, ἐπειδὴ πάμπαν ἀναίνεαι, οὐδ᾽ ἔτι φῇσθα
κεῖνον ἐλεύσεσθαι, θυμὸς δέ τοι αἰὲν ἄπιστος·
ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐκ αὔτως μυθήσομαι, ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ,
ὡς νεῖται Ὀδυσεύς· εὐαγγέλιον δέ μοι ἔστω
αὐτίκ᾽, ἐπεί κεν κεῖνος ἰὼν τὰ ἃ δώμαθ᾽ ἵκηται·
ἕσσαι με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, εἵματα καλά·
πρὶν δέ κε, καὶ μάλα περ κεχρημένος, οὔ τι δεχοίμην.
ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσι
γίγνεται, ὃς πενίῃ εἴκων ἀπατήλια βάζει.
ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν, ξενίη τε τράπεζα,                    ,
ἦ μέν τοι τάδε πάντα τελείεται ὡς ἀγορεύω.
τοῦδ᾽ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεύς.
τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾽ ἱσταμένοιο,
οἴκαδε νοστήσει, καὶ τίσεται ὅς τις ἐκείνου
ἐνθάδ᾽ ἀτιμάζει ἄλοχον καὶ φαίδιμον υἱόν."

"Τότες τοῦ λάλησε ὁ τρανὸς, πολύπαθος Δυσσέας·
“Φίλε, ποὺ ἀρνιέσαι ὁλότελα νὰ πῆς πὼς θὰ ξανάρθη
ἐκεῖνος πάλε, κι ἄπιστος ὁλοένα μένει ὁ νοῦς σου,
ἐγὼ τοῦ βρόντου δὲ μιλῶ, παρὰ σοῦ λέω μὲ ὅρκο,
πὼς ὁ Δυσσέας ἔρχεται· κι ὅσο γιὰ συχαρίκια,
εὐτὺς ποὺ στὰ παλάτια του ὁ ἀφέντης σου πατήση,
μὲ ὥρια χλαμύδα καὶ καλὸ χιτώνα θὰ μὲ ντύσης·
πρὶν ὅμως δὲν τὰ δέχουμαι, πολλὴ κι ἂν τά 'χω ἀνάγκη·
τὶ ὅσο ἐγὼ σιχαίνουμαι τὶς μαῦρες πόρτες τοῦ Ἅδη,
τόσο κι ἐκεῖνον ποὺ ψευτιὲς σοφίζεται ἀπὸ φτώχεια.
Ὁ Δίας νά 'ναι μάρτυρας, τὸ ξενικὸ τραπέζι,
κι ἐτούτη ἡ στιὰ τοῦ θεόλαμπρου Ὀδυσσέα ποὺ μὲ δέχτη,
πὼς ὅλ' αὐτὰ θὰ τελεστοῦν καθὼς ἐγὼ τὰ λέγω.
Μέσα στὸ χρόνο αὐτὸν ἐδῶ θὰ φτάση ὁ Ὀδυσσέας.
Τοῦτος ὁ μήνας ἅμα βγῆ, κι ἅμα πατήση ὁ ἄλλος,
θὰ ρθῆ πάλε στὸ σπίτι του, καὶ θὰ παιδέψη ἐκείνους
ποὺ βρίζουν τὴ γυναίκα του καὶ τὸ χρυσό του γιόκα. ”
ΡΑΨ.Ξ στιχ.  148-164

ΟΔΥΣΣΕΩΣ-ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΟΜΙΛΙΑ

"....ἀλλὰ γόου μὲν παῦσαι, ἐμεῖο δὲ σύνθεο μῦθον·
νημερτέως γάρ τοι μυθήσομαι οὐδ᾽ ἐπικεύσω
ὡς ἤδη Ὀδυσῆος ἐγὼ περὶ νόστου ἄκουσα
ἀγχοῦ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ,
ζωοῦ· αὐτὰρ ἄγει κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλὰ
αἰτίζων ἀνὰ δῆμον. ἀτὰρ ἐρίηρας ἑταίρους
ὤλεσε καὶ νῆα γλαφυρὴν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,
Θρινακίης ἄπο νήσου ἰών· ὀδύσαντο γὰρ αὐτῷ
Ζεύς τε καὶ Ἠέλιος· τοῦ γὰρ βόας ἔκταν ἑταῖροι.
οἱ μὲν πάντες ὄλοντο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ·
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ τρόπιος νεὸς ἔκβαλε κῦμ᾽ ἐπὶ χέρσου,
Φαιήκων ἐς γαῖαν, οἳ ἀγχίθεοι γεγάασιν,
οἳ δή μιν περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο
καί οἱ πολλὰ δόσαν πέμπειν τέ μιν ἤθελον αὐτοὶ
οἴκαδ᾽ ἀπήμαντον. καί κεν πάλαι ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεὺς
ἤην· ἀλλ᾽ ἄρα οἱ τό γε κέρδιον εἴσατο θυμῷ,
χρήματ᾽ ἀγυρτάζειν πολλὴν ἐπὶ γαῖαν ἰόντι·
ὣς περὶ κέρδεα πολλὰ καταθνητῶν ἀνθρώπων
οἶδ᾽ Ὀδυσεύς, οὐδ᾽ ἄν τις ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος.
ὥς μοι Θεσπρωτῶν βασιλεὺς μυθήσατο Φείδων·
ὤμνυε δὲ πρὸς ἔμ᾽ αὐτόν, ἀποσπένδων ἐνὶ οἴκῳ,
νῆα κατειρύσθαι καὶ ἐπαρτέας ἔμμεν ἑταίρους,
οἳ δή μιν πέμψουσι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν.
ἀλλ᾽ ἐμὲ πρὶν ἀπέπεμψε· τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς
ἀνδρῶν Θεσπρωτῶν ἐς Δουλίχιον πολύπυρον.
καί μοι κτήματ᾽ ἔδειξεν, ὅσα ξυναγείρατ᾽ Ὀδυσσεύς·
καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ᾽ ἔτι βόσκοι,"

"....Μὰ πάψε πιὰ τὰ κλάματα, τὸ τὶ θὰ πῶ ν' ἀκούσης·
τὶ θὰ μιλήσω ἀληθινά, καὶ δὲ θὰ σοῦ τὸ κρύψω,
πὼς ἄκουσα τὸ γυρισμὸ τοῦ θεϊκοῦ Ὀδυσσέα,
ποὺ ζῆ κοντὰ στῶν Θεσπρωτῶν τὴ γῆς τὴν καρποφόρα,
καὶ φέρνει θησαυρὸ πολὺ ποὺ σύναξε ἀπ' τὸν τόπο.
Ὅμως τοὺς φίλους ἔχασε συντρόφους μὲ τὸ πλοῖο
μέσα στ' ἀχνὸ τὸ πέλαγος, ἀπὸ τῆς Θρινακίας
σὰν ξεκινοῦσε τὸ νησί· τὶ Ἥλιος μαζὶ καὶ Δίας
χολώσανε, σὰν ἔμαθαν πὼς ὅλοι του οἱ συντρόφοι
τοῦ Ἥλιου τὰ βόδια σκότωσαν. Χαθῆκαν τότες ὅλοι
στῆς ἀγριεμένης θάλασσας τὰ κύματα· μὰ ἐκεῖνον,
πὰς στὴν καρίνα ποὺ ἔμεινε, τὸν πέταξε τὸ κῦμα
ὄξω στὴ γῆς τῶ Φαιάκωνε, τῶν θεογεννημένων,
ποὺ σὰν θεὸ τὸν τίμησαν, καὶ δῶρα τοῦ χαρίσαν,
καὶ νὰ τὸν στείλουν ἤθελαν ἀπείραγο στὸ Θιάκι.
Κι ὁ Ὀδυσσέας ἀπὸ καιρὸ θά 'ταν ἐδῶ φτασμένος,
μὰ πιὸ συφέρο θάρρεψε καὶ σ' ἄλλες νὰ γυρίση
χῶρες πολλές, καὶ θησαυρὸ μεγάλο νὰ μαζέψη·
τόσες γνωρίζει πονηριὲς καὶ τρόπους νὰ κερδίζη,
κι ἄλλος θνητὸς δὲ δύνεται νὰ παραβγῆ μαζί του.
Αὐτὰ μοῦ τά 'πε ὁ Φείδωνας τῶν Θεσπρωτῶν ὁ ρήγας
καὶ μὲς στὸ σπίτι στάζοντας μοῦ ὁρκίστη πὼς τὸ πλοῖο
ἦταν ριγμένο κι ἕτοιμοι στεκόνταν οἱ συντρόφοι
στὴ γῆς νὰ τόνε φέρουνε τῆς ποθητῆς πατρίδας.
Ἐμένα ὅμως πρωτόστειλε, γιατ' ἔτυχε καράβι
θεσπρωτικὸ νὰ ξεκινάη στὸ καρπερὸ Δουλίχι.
Καὶ μοῦ 'δειξε ὅσους θησαυροὺς εἶχε ὁ Δυσσέας συνάξει,
ποὺ σῶναν καὶ τὴ δέκατη νὰ θρέψουνε γενιά του·..."
ΡΑΨ.τ 268-294

.."ὣς ὁ μὲν οὕτως ἐστὶ σόος καὶ ἐλεύσεται ἤδη
ἄγχι μάλ᾽, οὐδ᾽ ἔτι τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης
δηρὸν ἀπεσσεῖται· ἔμπης δέ τοι ὅρκια δώσω.
ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα, θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος,
ἱστίη τ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω·
ἦ μέν τοι τάδε πάντα τελείεται ὡς ἀγορεύω.
τοῦδ᾽ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεύς,
τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾽ ἱσταμένοιο."
"...Καὶ νά, λοιπόν, ποὺ εἶναι καλά, καὶ θά 'ρθη ὅπου κι ἂν εἶναι, 300
καὶ δὲν ἀργεῖ τοὺς φίλους του νὰ δῆ καὶ τὴν πατρίδα.
Ὅρκο μεγάλο τώρα ἐδῶ σοῦ κάνω κι ἄκουσέ τον.
Ὁ Δίας νά 'ναι μάρτυρας, τῶν θεῶν ὁ πρωτοστάτης,
κι ἐτούτη ἡ στιὰ τοῦ θεόλαμπρου Ὀδυσσέα, ποὺ ἦρθα τώρα,
πὼς ὅλ' αὐτὰ θὰ τελεστοῦν καθὼς ἐγὼ τὰ λέγω.
Μέσα στὸ χρόνο αὐτὸν ἐδῶ θὰ φτάση ὁ Ὀδυσσέας,
τοῦτος ὁ μήνας ἅμα βγῆ, κι ἅμα πατήση ὁ ἄλλος.”
 ΡΑΨ.τ στιχ.300-306

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑ ΦΙΛΟΙΤΙΟΥ
"τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
"βουκόλ᾽, ἐπεὶ οὔτε κακῷ οὔτ᾽ ἄφρονι φωτὶ ἔοικας,
γιγνώσκω δὲ καὶ αὐτὸς ὅ τοι πινυτὴ φρένας ἵκει,
τοὔνεκά τοι ἐρέω καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι·
ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν ξενίη τε τράπεζα
ἱστίη τ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω,
ἦ σέθεν ἐνθάδ᾽ ἐόντος ἐλεύσεται οἴκαδ᾽ Ὀδυσσεύς·
σοῖσιν δ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἐπόψεαι, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα,
κτεινομένους μνηστῆρας, οἳ ἐνθάδε κοιρανέουσιν."

Τότε ὁ Δυσσέας ὁ τρίξυπνος τοῦ ἀπολογήθη κι εἶπε·
“Βοσκέ, ποὺ μήτε ἀσύστατος μήτε κακὸς δὲ μοιάζεις,
βλέπω κι ἐγὼ τὰ φρένα σου πὼς τὰ φωτίζει ἡ γνώση,
κι ὅρκο σοῦ κάνω φοβερό, σ' ἐκεῖνο ποὺ σοῦ κρένω·
ὁ Δίας νά 'ναι μάρτυρας, τὸ ξενικὸ τραπέζι,
κι ἐτούτη ἡ στιὰ τοῦ θεόλαμπρου Δυσσέα ποὺ μὲ δέχτη,
ἀκόμα ἐδῶ θένα 'σαι ἐσύ, καὶ θὰ γυρίση ἐκεῖνος·
καὶ μὲ τὰ μάτια σου θὰ δῆς, ἂν θέλης, τοὺς μνησττῆρες,
ποὺ τώρα ἐδῶ σᾶς τυραννοῦν, νὰ πέφτουν σκοτωμένοι.”

Έτσι σε μια νύχτα, μετά την πιο μεγάλη νύχτα όλα θα καταρρεύσουν
και θα ξημερώσει μια άλλη ημέρα.
Ο Όμηρος έχει συνδέσει την Νέμεση με τον Σκοπό και ο Οδυσσέας
την ενεργοποιεί λόγω της αψογοσύνης του.
Η κρίσιμη μάζα, την κρίσιμη νύχτα και η Επιλογή,
δικαιώνει αυτή την Απόφαση της Δίκης των Μνηστήρων και των Δούλων τους και γυρίζει τον Τροχό της Νέμεσης.

"Ὅμως ζερβά τους φάνη
ἁψηλοπέταχτος ἀιτὸς κρατώντας περιστέρα."
ΡΑΨ.υ στιχ. 226-234

Άψογα θα ονειρευτούμε το Όνειρο μας, και Άψογα θα το πραγματοποιήσουμε σαν Άψογοι πολεμιστές, Όλοι μας Ενωμένοι.



Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ

Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΠΟΛΙΟΡΚΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ ΑΦΟΙ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ

Ποιοι είναι οι μνηστήρες; Σίγουρα βλέπουμε ότι είναι πολλοί.ΟΙ μνηστήρες πολυάριθμοι είναι κατά αρχάς εσωτερική υπόθεση.
Είναι τα ελαττώματα του ανθρώπου,
Οι ελλείψεις και οι υπερβολές του, τα θανάσιμα αμαρτήματα και είναι παραπάνω από 7.
Οκνηρία, αλαζονεία εγωκεντρισμός, φιλοτομαρισμός, φιλαυτία, απληστία, φθόνος ανταγωνισμός αντί άμιλλα, μικροψυχία, λαιμαργία λαγνεία, φλυαρία κατάχρηση εξουσίας, επίδειξη ,ζήλια δειλία, αυτοοίκτος.
Είναι όλα αυτά που ο Οδυσσέας σκοτώνει στην πορεία του και οι σύντροφοι του αφανίζονται σκοτώνονται και αυτοί εξ αιτίας της Νέμεσης που προκαλούν.
Είναι οι «σύντροφοι» του για ένα διάστημα μέχρι να μείνει μόνος με τον Εαυτό του.
Είναι η έλλειψη μέτρου, συνείδησης, αυτογνωσίας και τα όρια που δεν υπερασπίζονται και δεν διευρύνουν όταν χρειάζονται καταφεύγοντας στην υπερβολή και χάνοντας το πλοίο της αυτογνωσίας.
Μένοντας και ξεμένοντας σε κάποιο σταθμό.
Είναι αυτή ακριβώς η έλλειψη αψογοσύνης που τους εμποδίζει να συνδεθούν με τον Σκοπό και εξαφανίζονται βουλιάζοντας στα μανιασμένα κύματα του Ποσειδώνα της ομίχλης της αυταπάτης και της ψευδαίσθησης.

Όλοι αυτοί οι πρώην σύντροφοι και, οι πρώτοι μνηστήρες της Ελένης,
του Οδυσσέα νικημένοι από τον μικρό τύραννο καταλήγουν είτε παρά τω πλευρώ του και σε καμιά καρέκλα δίπλα του με μεγάλη μερίδα εξουσίας προνομίων και απολαβών, αυλοκόλακες δοξολογώντας, θεολογώντας και νεκρολογώντας. Είτε πηγαινοέρχονται χαμερπώς σαν δούλοι του και τον υπηρετούν για κανένα κοκαλάκι από το τραπέζι.
Ποια είναι η κατηγορια;
Για ποιο πράγμα είναι τόσο πολύ ένοχοι;
Τι έχουν διαπράξει οι μνηστήρες, οι δούλες και οι δούλοι ώστε ο Όμηρος
να μη δείξει κανένα έλεος απέναντί τους.
Ποιοι είναι το έγκλημα τους;
Γιατί δεν τους συν-χωρεί;
Γιατί δεν υπάρχει Χώρος για αυτούς σε αυτό το Παλάτι της Γης πιά,
Ούτε για αυτούς τους ανθρώπους ούτε για αυτούς τους θεούς τους.
Γιατί έχουν φάει και έχουν πιει τα πάντα.
Έχουν εξαντλήσει τα πάντα. Έχουν καταβροχθίσει τα πάντα.
Έχουν λεηλατήσει τα πάντα.
Είναι ένοχοι πρώτα ως αναφορά τον εαυτό τους.
Έζησαν ξόδεψαν χαράμισαν μια ζωή μένοντας μακριά από τον Ιερό Εαυτό τους. Χωρίς γνώση,χωρίς στόχο προορισμό,συνείδηση, ομορφιά και κατέληξαν στην λήθη. Αμνήμονες μνήμες στείρες και νεκρές άδεια σαρκία.
Έζησαν χωρίς αλήθεια χωρίς μέτρο χωρίς αυτογνωσία,χωρίς συνείδηση, χωρίς το μηδέν άγαν, άναδρα, άτιμα.
Και όχι μόνο έζησαν έτσι αλλά δημιούργησαν και ένα απαράδεκτο
σύστημα εξουσίας και διαχείρισης των αγαθών ιεραρχίες, ιερατεία αφεντάδων και δούλων πίνοντας τρώγοντας και καταστρέφοντας τα πάντα σε υλικό πνευματικό φυσικά συναισθηματικό νοητικό επίπεδο.
Για αυτό είναι ασυγχώρητοι και δεν έχουν καμιά δικαιολογία.
Πρόδωσαν και προδίδουν πάντα πατρίδες ανθρώπους, φίλους, θεούς και το κυριότερο προδίνουν τον εαυτό τους τον Άνθρωπο αφού προδίδουν την υπόσταση του και τον εμποδίζουν να ολοκληρωθεί να συναντήσει την γυναίκα του την ψυχή του, το παιδί του την καρδιά του και ρημάζουν τον νου του κάθε φορά στην λήθη και την λησμονιά.
Τον πνίγουν σε μανιασμένα κύμματα.

ΕΛΖΙΝ

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

ΟΜΗΡΙΚΟΝ ΣΥΜΠΑΝ

 
 
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΕΤΡΑΕΙ ΤΑ ΑΣΤΡΑ , ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ Camille Flammarion, 1888
 
Αυτό το Σύμπαν,  το μοιράστηκαν με κλήρο, τα τρία παιδιά του Κρόνου, ο Δίας, ο Ποσειδώνας κι ο Άδης. Στον Δία έλαχε ο πλατύς ουρανός με τον αιθέρα και τα σύννεφα, στον Ποσειδώνα η σταχτιά θάλασσα και στον Άδη το μαύρο σκοτάδι. Η Γη έμεινε κοινή και για τους τρεις , καθώς και ο Όλυμπος, όπως  μας λέει ο Ποσειδώνας, αγανακτισμένος απ’ την αυταρχικότητα του αδελφού του, του Δία, όταν η Ίριδα του φέρνει τη διαταγή του, να πάψει να βοηθάει τους Αχαιούς και να γυρίσει πίσω στους θεούς ή στη θάλασσα:
«Ωχού, τα λόγια του όλο ξέπαρση, κι ας είν’ τρανός, που θέλει,
μια κι είμαστε ίσοι, ν’ αφεντεύει με μεβιάς, αθέλητά μου.
τρεις αδερφοί απ’ τον Κρόνο που ‘μαστε, παιδιά της Ρέας κι οι τρεις μας πρώτος ο Δίας, κι εγώ, και των νεκρών ο ρήγας, ο Άδης, τρίτος,
σε τρία τον κόσμο τον μοιράσαμε, καθένας το δικό του•
και κλήρο ως ρίξαμε, στη θάλασσα την αφρισμένη πέφτει,
να μένω εγώ για πάντα, κι έλαχε στον Άδη το σκοτάδι,
και πήρε ο Δίας τα ουράνια τ’ άσωστα με σύγνεφα κι αιθέρα•
όμως η Γη κι ο μέγας Όλυμπος είναι μαζί ολονώ μας».
ΙΛΙΑΔΑ(Ο 185-193,)
 Ο Δίας σαν πρώτος και μεγαλύτερος, σαν πρωτότοκος (Ο 204), αλλά κι ο πιο δυνατός απ’ όλους, είναι βασιλιάς  θεών και θνητών και  όλοι πρέπει να υπακούν στις διαταγές του, όπως Δια-μηνύει  η Ίριδα στον Ποσειδώνα, σαν αγανάκτησε με τη διαταγή που του έφερε απ’ τον Δία (Ο 2ΟΙ-20).
ΓΗ
Αυτή λοιπόν η Γη, με τις θάλασσες και τα ποτάμια της, τα ψηλόκορφα και δασωμένα βουνά της και τους πλατιούς κάμπους της, είναι το κέντρο του Ομηρικού Σύμπαντος και θρέφει  κάθε ζωντανή ύπαρξη. Πάνω της γεννιούνται και πεθαίνουν οι άνθρωποι. Η Γη, η πολυθρόφα, είναι προορισμένη για τον άνθρωπο, το πιο δυστυχισμένο πλάσμα, όπως,τον ονομάζει ο Δίας .«Πλάσμα κανένα από τον άνθρωπο πιο δύστυχο δεν είναι
άλλο στη γης, απ’ όσα πάνω της σαλεύουν κι ανασαίνουν».(Ρ 446-447
Αυτή λοιπόν η Γη, με τον τρανό Όλυμπο, που τον κατοικούν οι ουράνιοι θεοί, είναι το κέντρο σ’ αυτό το στερεό και θολωτό τους Σύμπαν,που τριγυρίζεται από παντού από ένα μεγάλο κυκλικό ποτάμι, τον Ωκεανό. Αυτό το μυθικό ποτάμι είναι ξεχωριστό από τις θάλασσες και διαγράφει τα σύνορα του γήινου κόσμου. Είναι τα πέρατα της Γης (Ξ 200-201). Αυτό το ποτάμι. ο Ωκεανός, δεν έχει ούτε πηγές ούτε εκβολές, είναι «αψόρροο», δηλ. κυκλορέματο. Το ρέμα του ξαναγυρίζει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, σε μιαν αδιάκοπη κι αιώνια ροή, τεράστιο, βροντοκυλώντας αφρισμένο (Σ 399-403. Υ 65).
Ο Ωκεανός είναι ο πρόγονος των θεών, το αρχικό δημιουργικό στοιχείο, που απ’ αυτό βαστούν τα πάντα (Ξ 201, 245).
 Από τον  Ωκεανό με την  γυναίκα του  την Τηθή (Ξ 201, 302).
«ός περ γένεσις πάντεσσι τέτυκται» (Ξ 246), γεννήθηκαν όχι μόνον οι θεοί, μα και όλα τ’ άλλα, οι θάλασσες και τα ποτάμια, οι πηγές και τα πηγάδια:
«…………………..ο Ωκεανός ο τρανοδύναμος, ο βαθιορεματάρης,
όθε αναβρύζει κάθε θάλασσα, κάθε ποτάμι, κάθε
πηγή και κάθε κεφαλόβρυσο, κάθε βαθύ πηγάδι».
(Φ 195-197 
Ο Ουρανός Πάνω απ’ τον στρογγυλό δίσκο της γης,στηρίζεται κι ο Ουρανός σαν ένας τεράστιος θόλος με τα πολλά του αστέρια, και σ’ αυτής της γης τα τρίσβαθα βρίσκεται ο Άδης, και πέρα και κάτω απ’ αυτήν, όσο απέχει ο ουρανός προς τα πάνω, βρίσκονται τα φοβερά Τάρταρα.
Στηρίζεται στη Γη με τις μυθικές ψηλές κολώνες, που τις κρατάει και τις φυλάει ο Άτλαντας, και είναι αυτές οι κολώνες που χωρίζουν τη Γη από τον Ουρανό (Α 53-54) και κρατάνε την ισορροπία του κόσμου.
Ο Ουρανός  στα έπη αναφέρεται σαν χάλκινος (Ρ 425), πολύχαλκος (Ε 504, Γ 2), μα και σιδερένιος (Ο 329, Ρ 565).
 Ο ουρανός βρίσκεται γι’ αυτούς ψηλά, πολύ ψηλά και μακριά πάνω απ’ τη γη, και είναι πλατύς και άφταστος. Εξω απο τα τείχη της Τροίας στην μάχη ο ορυμαγδός των  Αχαιών και των Τρώων  έφτανε ως τον χάλκινο ουρανό:
«Κι ως τούτοι εμάχουνταν κι ο σάλαγος ο σιδερένιος πάνω
στα χάλκινα τα ουράνια ανέβαινε μέσα απ’ τον άδειο αιθέρα»
(Ρ 424-425 )
Αυτό το διάστημα, ανάμεσα γη και ουρανού το γεμίζει προς τα κάτω, προς τη γη, το πυκνό στρώμα του αέρα, ο «ηήρ» (Ξ 288) και πάνω απ’ αυτό και προς τον ουρανό, ο καθαρός και διάφανος «αιθήρ», το ελαφρό στρώμα του αέρα. Πέρα απ’ αυτό είναι ο πολύχαλκος ουρανός (Β 458, Π 364, Τ 351).
Στο διάστημα, ανάμεσα Ουρανού  και Γης, τρέχουν οι άνεμοι και τα σύννεφα. Μ’ αυτά ο φοβερός ο Δίας σκεπάζει τον ουρανό, φέρνει τις μπόρες και τις ατέλειωτες βροχές και ρίχνει τους κεραυνούς και τις αστραπές του (Π 364-365, Μ 25-26, Ε 303, Ψ 330 κ.ά.)
Ο ουρανός δεν είναι ένας γυμνός θόλος, είναι γεμάτος ζωή και κίνηση, τη ζωή και την κίνηση των αστεριών που τον στολίζουν, γι’ αυτό και τον λένε «αστερόεντα», δηλ. γεμάτο αστέρια (Ζ 108, Ο 371, Ι 527 κ.ά.).
 Πάνω σ’ αυτόν τον ουράνιο θόλο κάνει τη διαδρομή του ο ήλιος, φέρνοντας το χαρούμενο και ζωογόνο φως του στους αθάνατους και τους θνητούς, διώχνοντας τα ζοφερά σκοτάδια. Ο ήλιος βγαίνει, για τους Ομηρικούς Έλληνες, απ’ τον Ωκεανό ή τη λίμνη που βρίσκεται πλάι σ’ αυτόν, ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό, φτάνει στο κέντρο του και αρχίζει να κατεβαίνει, μέχρι που βυθίζεται πάλι στα νερά του Ωκεανού, σέρνοντας τη μαύρη νύχτα στην τροφοδότρα γη (Η 421-423, Θ 485-486, Γ 1-3, Τ 433-434). 
Ο ήλιος είναι που χρησίμεψε πρώτος για να καθορίζουν οι άνθρωποι εκείνοι τα σημεία του ορίζοντα και να προσδιορίζουν, κατά κάποιο τρόπο, τη θέση που βρίσκονται. Ο Οδυσσέας σαν βρέθηκε με τους συντρόφους του στην Αία, το νησί της Κίρκης, προσπαθεί να προσανατολιστεί και λέει στους συντρόφους του:
«Πού ‘ναι η αυγή δεν ξέρουμε, και πού ‘ναι το σκοτάδι,
και πού βουτάει κάτω απ’ τη γης ο φωτιστής ο Ήλιος
και πάλε πού σηκώνεται».
(κ 190-192)ΟΔΥΣΣΕΙΑ
 Ο Θεοκλύμενος οραματίζεται μια έκλειψη του ήλιου σαν προμήνυμα του σκοτωμού των μνηστήρων:
«ίσκιους πλημμύρισε κι η αυλόπορτα, κι η αυλή πλημμύρισε ίσκιους,
που ξεκινούν στα μαύρα Τρίσκοτα να κατεβούν, κι ο γήλιος
από τα ουράνια εχάθη, κι άπλωσε βαριά κατάχνια ολούθε».
(υ 355-357)ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Το φεγγάρι και οι φάσεις του παρατηρήθηκαν πολύ σύντομα, όπως παρατηρήθηκαν και άλλα αστέρια και αστερισμοί και οι παρατηρήσεις τους αυτές χρησιμοποιήθηκαν πρακτικά στις γεωργικές τους δουλειές, στη ναυσιπλοΐα τους, στην καταμέτρηση του χρόνου και τη διάκριση των εποχών, τη διαίρεση της διάρκειας του χρόνου, της νύχτας και της μέρας, του μήνα και του έτους.
Έτσι ήξεραν την Άρκτο, τον αστερισμό που ονόμαζαν και Άμαξα, και είχαν παρατηρήσει πως κατεβαίνει στον Ωκεανό, δηλ. πως δεν έχει δύση (Ζ 489, Ε 274-275).
 Αυτή ήταν σημάδι για τα ταξίδια των ναυτικών.
 Η Καλυψώ συμβουλεύει τον Οδυσσέα, αρμενίζοντας να φροντίζει να έχει πάντα τον αστερισμό αυτό προς το αριστερό του χέρι . Τους ήταν γνωστές οι Υάδες και οι Πλειάδες (Σ 486), ο Βοώτης (Βοσκός), το λαμπρό αστέρι που αργεί να βασιλέψει (Ε 272), ο Ωρίωνας, καθώς και ο Σείριος, το λαμπερό τ’ αστέρι που το λένε και σκυλί του Ωρίωνα, που το είχαν κακό σημάδι γιατί εμφανιζόταν στην πιο ζεστή εποχή και έφερνε πυρετό στους δυστυχισμένους ανθρώπους (Χ 26-31).
"Ύπνος δεν έπεσε στα βλέφαρά του, αλλά κοιτούσε συνεχώς την Πούλια,τον Bουκόλο που δύει αργά, την Άρκτο που τη λεν κι Aμάξι·δεν φεύγει από τη θέση της γυρίζοντας, μόνο παραμονεύει τον Ωρίωνα, και μόνη αυτή δεν λέει να πέσει στα λουτρά του Ωκεανού.H Kαλυψώ η θεόμορφη τον είχε ορμηνέψει,αυτό το αστέρι πάντοτε να το ’χει ποντοπορώντας στο ζερβό του χέρι.Kαι ποντοπόρησε μέρες δεκαεφτά· στη δέκατη όγδοηπήραν να φαίνονται, στο μέρος του νησιού που πρόβλεψε,βαθύσκιωτα της Φαιακίδας τα βουνάέμοιαζαν σαν ασπίδα, στο πέλαγο το αχνό αφημένη."ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΡΑΨ.Ε 300-310
Ο Ήφαιστος, στον πρώτο κύκλο της ασπίδας του Αχιλλέα, απεικόνισε τον ουρανό με τ’ άστρα, τη γη και τις θάλασσες, που τόσο όμορφα τα περιγράφει ο ποιητής, δίνοντας μια ζωντανή εικόνα του κόσμου όπως τον φαντάζονταν:
«Βάζει τη γης, βάζει τη θάλασσα, βάζει τα ουράνια απάνω,
βάζει τον ήλιο τον ακούραστο, τ’ ολόγιομο φεγγάρι,
κι όλα τ’ αστέρια ως στεφανώνουνε τον ουρανό τρογύρα•
Το Αλετροπόδι, τα Βροχάστερα, την ώρια Πούλια βάζει
και το Χορευτόν Εφταπάρθενο, που τόνε λεν κι Αμάξι,
κι αυτού γυρνάει παραμονεύοντας το Αλετροπόδι πάντα,
και μόνον αυτός λουτρό δε χαίρεται στον Ωκεανό ποτέ του».
(Σ 483-489 .)
Η Μεγάλη Άρκτος είναι αειφανής αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου και ο Ομηρος την ονομάζει και Άμαξα.
Ακολουθώντας την διαδρομή του ήλιου προσδιόριζαν τα σημεία του ορίζοντα. Την Ανατολή, το σημείο που βγαίνει ο ήλιος την αυγή, την προσδιόριζαν με τη φράση «πρός ηώ τ’ ηέλιόν τε» (Μ 239), δηλ. Προς την αυγή και τον ήλιο. Τη Δύση, με το προς «ζόφον ηερόεντα» (Μ 240), δηλ. προς το μαύρο σκοτάδι.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο Όμηρος αναφέρει μόνο αυτά τα δυο σημεία του ορίζοντα.
Τον βοριά και τον νότο τα αναφέρει σαν προσωποποιημένες θεότητες, τους Aέρηδες, και κυρίως τον Εύρο, τον Νότο, τον σφοδρό Ζέφυρο και τον Βοριά τον αιθερογέννητο (Ε 295-296).
Με την παρατήρηση των αστεριών και ιδιαίτερα του φεγγαριού καθόρισαν τον χρόνο. Βασικά, με τη φαινομενική κίνηση του ήλιου, προσδιόρισαν, σαν μονάδες μέτρησης του χρόνου χωριστές, την ημέρα και τη νύχτα. Από την ολοκλήρωση των φάσεων του φεγγαριού, καθόρισαν τον μήνα, σα μεγαλύτερη μονάδα μέτρησης του χρόνου, και από την επανάληψη των εποχών σε τακτά διαστήματα, το έτος.
Το «έτος» και το «ενιαυτός» είναι λέξεις που προσδιορίζουν στα έπη τη χρονιά με τις τέσσερις εποχές. Η λέξη «χρόνος» σήμαινε γενικά το χρονικό διάστημα, μικρό ή μεγάλο. Τον χρόνο τον αντιλαμβάνονταν με την έννοια της χρονικής διάρκειας των φαινομένων και των γεγονότων. Φαίνεται ότι, κατά τις αντιλήψεις τους, ο Δίας ήταν αυτός που όριζε τον χρόνο (Μ 399).
«Ενιαυτός» στα έπη είναι βασικά μια περίοδος χρόνου σχετικά μεγάλη. «‘Αλλ’ ότε δή έτος ήλθε περιπλομένων ενιαυτών» (Α 16), δηλ. όταν στο πέρασμα του χρόνου ήρθε ο καιρός. Αλλά «ενιαυτός» σημαίνει και το έτος, όπως σχεδόν και σήμερα. Ο Τηλέμαχος μπορεί να περιμένει ακόμα έναν «ενιαυτόν», δηλ. ακόμα ένα έτος (Α 288). Εννέα χρόνια είχαν ήδη περάσει από τότε που οι Αχαιοί αποβιβάστηκαν στην Τροία (Β 134). Στα έπη χρησιμοποιείται και το «έτος» για τον προσδιορισμό μιας χρονιάς με τις εποχές της (Α 691, Ω 765, Β 89, Η 261, Τ 222).
Οι εποχές στα έπη ονομάζονται «ώραι» (Β 107, Κ 469, Λ 295, Ξ 294) και καθεμιά διατυπώνεται με το «ώρη» και τον ειδικότερο προσδιορισμό της εποχής του έτους. Έτσι τον ερχομό της άνοιξης, τον αναφέρουν με το «έαρος επιγίγνεται ώρη» (Ζ 148) ή και με το «ώρη έν ειαρινή» (Β 471, Π 643, Σ 367). Το καλοκαίρι το ονομάζουν «θέρος» ή «έν θέρει» (Χ 151. Μ 76). «Χείμα» (Ξ 407) είναι ο κρύος χειμωνιάτικος καιρός. Στο ευτυχισμένο νησί του Αλκίνοου, τη Σχερία:
«Καρπός δε χάνεται, μια που ‘δεσε. κι ουδέ τους απολείπει
χειμώνα καλοκαίρι, αδιάκοπα».
(Η 117-118. )
Το φθινόπωρο αναφέρεται στα ομηρικά έπη σαν εποχή της «οπώρας», που αρχίζει με την εμφάνιση του Σείριου (Χ 26-27) αργά, στο τέλος, του καλοκαιριού (Ε 5), όταν ο «οπωρινός Βορέης ξεραίνει γρήγορα ένα φρεσκοποτισμένο περιβόλι» (Φ 346-347). Ο γερο-Λαέρτης, θλιμμένος για τον Οδυσσέα, που τον θεωρεί χαμένο, έχει αποτραβηχτεί στο εξοχικό του:
«Σαν χειμωνιάζει, μέσα κλείνεται και πέφτει με τους δούλους
στη γης, στο τζάκι πλάι, παλιόρουχα φορώντας• και σα μπαίνει,
το καλοκαίρι ως το χινόπωρο το καρπερό, πλαγιάζει
όπου τυχόν βρεθεί στο χτήμα του, στων αμπελιών τους όχτους».
(λ 190-193 )
Εκτός από τις εποχές, το έτος το διάκριναν σε μήνες, σε ημέρες, και της ημέρας τα τμήματα σε ώρες, όπως θα λέγαμε σήμερα, μα όχι με τη σημερινή έννοια της ώρας του 24ώρου, αλλά με την έννοια του χρονικού σημείου της ημέρας κατά το οποίο συνέβαινε, συνήθως και κατά κανόνα, κάτι κατά τις τότε συνήθειές τους. Στα έτη δεν αναφέρονται ούτε ονόματα μηνών, ούτε ονόματα ημερών. Τον μήνα τον διάκριναν, σύμφωνα με τις φάσεις του φεγγαριού, σε πρώτο και σε δεύτερο μέρος. Το πρώτος μέρος το προσδιόριζαν με την έκφραση «μηνός ισταμένοιο», το δε δεύτερο με την έκφραση «μηνός φθίνοντος». Ο Οδυσσέας, ον ζητιάνος, λέει στον Εύμαιο πως ο αφέντης του θα φτάσει γρήγορα:
«όταν ο μήνας κλείσει αυτός κι όταν αρχίσει ο άλλος».
(ξ 162 )
Το μήνα πάλι τον διαιρούσαν σε ημέρες και νύχτες τόσες, όσες φαίνεται ότι διαρκούσε το φεγγάρι, χωρίς οι ημέρες να προσδιορίζονται ειδικότερα, με την έκφραση «μήνες τε καί ημέραι» (ξ 293, λ 294). Ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του είχαν ένα ολόκληρο χρόνο στο νησί της Κίρκης, διηγείται δε πως κάποτε οι συντρόφοι του του αξίωσαν να φύγουν:
«Μα απά στο γύρισμα, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου,
κι οι μήνες έτρεχαν και διάβαιναν μια μια οι περίσσιες μέρες,
όξω με φώναξαν και μου ‘λεγαν οι γκαρδιακοί συντρόφοι».
(κ 409-411 .)
Μα άσχετα με τις όμορφες αυτές και ποιητικές εκφράσεις προσδιορισμού του χρόνου της ημέρας, τα διάφορα τμήματα της ημέρας τα προσδιόριζαν με βάση την πορεία του ήλιου. «’Ηώς» το πρωινό, «δείλη» το δειλινό και «μέσον ήμαρ» το μεσημέρι.
Ο Αχιλλέας λέει στον Λυκάονα πως:
«Θα φτάσει κάποια αυγή για σούρουπο, για μεσημέρι, σύντας
και τη δικιά μου μες στον πόλεμο ζωή θα πάρει κάποιος».
(Φ 111-112 μετ. Καζ.-Κακρ.)
Το πρωινό προσδιορίζεται και με την εμφάνιση της αυγούλας της πουρνογέννητης και ροδοδάχτυλης ,το μεσημέρι, την ώρα που ο ήλιος ανέβηκε στη μέση τ’ ουρανού και το  βράδυ, όταν ο ήλιος βασίλεψε και ήρθε το σκοτάδι .
Μέθοδο χρονολόγησης, ιδιαίτερα για μεγάλα χρονικά διαστήματα, δεν φαίνεται να είχαν άλλη από τη «γενεήν», τη γενιά, με την οποία προσδιόριζαν προγόνους και απογόνους (Ζ 145 κ.π., Η 128, Ο 141), καθώς και την ηλικία του ανθρώπου , χωρίς να έχουν μια σταθερή αφετηρία για τη μέτρηση του χρόνου και τη χρονική τοποθέτηση των διάφορων γεγονότων πριν και μετά απ’ αυτήν. Τη διάρκεια του χρόνου «αιών» την συνδύαζαν με την ανθρώπινη ζωή, έτσι που το «αιών» σημαίνει στα έπη τη διάρκεια της ζωής, τον βίο (Τ 27, Χ 4 58, Ε 160 κ.ά.). Την αιωνιότητα της ζωής την ένιωθαν σαν την ανανέωση της μιας γενεάς από την άλλη (Ζ 146 κ.π., Φ 463-466).
Ο ουρανός λοιπόν και τ’ αστέρια του είναι δεμένα με τη γη και τη ζωή του ομηρικού ανθρώπου. Εκεί μένουν οι θεοί του και από κει στέλνουν στον άνθρωπο τη βροχή που γονιμοποιεί τη γη την καρποφόρα, μα στέλνουν και τις θύελλες, τις πλημμύρες και τις συμφορές. Στον ουρανό ψηλά στρώνουν τα χέρια τους και προσεύχονται παρακαλώντας τους θεούς τους και με τ’ αστέρια ρυθμίζουν τη ζωή τους και τις δουλειές τους, το όργωμα, το σπάρσιμο, το θέρο,τ’ αλώνισμα και τον τρύγο. Μ’ αυτά κανόνιζαν τα θαλασσινά ταξίδια τους, τις γιορτές και τις χαρές τους. Ο ουρανός είναι που τους έστελνε τα σημάδια των θεών που καθόριζαν τη μοίρα τους.
 "ΟΜΗΡΙΚΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ"

 

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Δούρειος Ίππος

Wooden horse - 2004

The Trojan Horse stands inside the city of Troy in Warner Bros. 2004 movie "Troy".

 Wooden Horse - 1993
Wooden Horse - slightly adapted from Alan Lee 1993




 Wooden Horse - 1530
Medieval Fench illumination dating c.1530

 Wooden Horse - 1495
Drawing from Recueil des histoires de Troie, a medieval French manuscript about the Trojan War by Raoul Le Fèvre from 1495. In the Bibliotheque Nationale, Paris.

 Wooden Horse - 675 BC
Large amphora dating c.675 BC showing scenes from the Sack of Troy including the earliest depiction of the Wooden Horse episode in art or literature. In the Mykonos Archaeological Museum

 Wooden Horse - 1956
1956 illustration by Alice and Martin Provensen.
 Wooden Horse - 1986
Slightly adapted from Peter Connolly , 1986

 Wooden Horse - 1997
Illustration by Victor Ambrus, 1997.

 Odysseus
Alan Lee, 1995

 Demodocus the blind bard -
 Christina Balit - 2006

 Laocoon
Painting by André Durand, c.1970.



Μάχες στην Τροία



Μυρμιδόνες




Σκαιαί Πύλαι


Τα πλοία




Ο στρατός των Αχαιών




Η μάχη


Ο Ζευς κριτής



Αθηνά Joe Bergeron


Μενέλαος Πάρις Αφροδίτη



The Reconciliation of Helen and Paris
after his Defeat by Menelaus".
Painted by Richard Westall c.1805, in
Tate Britain, London.
 Greek boats on the beach

Scene from Warner Brothers' movie "Troy".


Greek boats on the beach - the palisade
Scene from Warner Brothers' movie "Troy".

 Greek boats on the beach - the Greek camp
Scene from Warner Brothers' movie "Troy".

Ο Πάτροκλος στα τείχη Peter Connolly, 1986

Αχιλλέας Θέτις  Alan Lee, 1993

Achilles Drags the body of Hector in front of Troy

 Peter Connolly, 1986


Funeral of Patroclus - detail - by J-L.David
Painted 1778; in the National Gallery Ireland.


Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Η ΤΟΞΟΒΟΛΙΑ ΣΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ

 ΤΟ ΤΟΞΟ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ!!!
Paul Germain για την παρασταση του έργου "Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ" γραμμένο απο τον Gary Graves,βασισμένο στην 'ΟΔΥΣΣΕΙΑ" ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

 
"Τότες στὸ νοῦ της ἔβαλε ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα
τῆς Πηνελόπης, τῆς καλῆς τοῦ Ἰκάριου θυγατέρας,
τόξο καὶ σίδερα σταχτιὰ νὰ βάλη στοὺς μνηστῆρες
ἀγώνα καὶ σφαγῆς ἀρχὴ μὲς στοῦ Ὀδυσσέα τοὺς πύργους
Τὴ σκάλα τοῦ θαλάμου της τὴν ἁψηλὴ κατέβη,
πῆρε ὥ...ριο γυριστὸ κλειδὶ στὸ μαλακό της χέρι,
χαλκένιο καὶ μὲ φιλντισὶ χερούλι ταιριασμένο.
Ὡς στὸ στερνὸ τὸ θάλαμο πηγαίνει μὲ τὶς βάγιες,
ποὺ κοίτουνταν οἱ θησαυροὶ τοῦ βασιλέα κρυμμένοι,
χαλκός, χρυσάφι, σίδερο περίτεχνα ἐργασμένο.
Εἶχε καὶ πισοτέντωτο δοξάρι καὶ φαρέτρα,
ποὺ μέσα της ἦταν πολλὲς στεναχτερὲς σαγίτες.
Ἀπὸ τή Λακεδαίμονα τά 'χε ὁ Δυσσέας φερμένα,
 
τ
οῦ ὁμοιόθεου τοῦ Ἴφιτοου τοῦ  Εὐρύτου δῶρα."ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΡΑΨ.φ 
Ο Όμηρος αναφέρεται στην  Τοξοβολία  και στους τοξότες  και τους κατανομάζει.
 Από τους Τρώες, ως Τοξότης αναφέρεται ο Έλενος, ένας από τους πενήντα γιούς του Πριάμου καθώς και ο αρχηγός των Ιδαίων
ο Πάνδαρος.

Από τους Έλληνες αναφέρονται οι ΚΡΗΤΕΣ υπό τον ΜΗΡΙΟΝΗ, οι ΛΟΚΡΟΙ υπό τον
ΤΕΥΚΡΟ του Οιλέως και οι Νοτιοθεσσαλοί υπό τον ΦΙΛΟΚΤΗΤΗ.
O Τεύκρος, γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα και της Ησιόνης, ετεροθαλής αδερφός του Αίαντα, πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο και θεωρείτο ως ο καλύτερος τοξότης των Ελλήνων. Πληγώθηκε από τον Έκτορα, αλλά σώθηκε από τον Αίαντα.
Δύο αναφορές Τοξοβολίας γίνονται στα Ομηρικά έπη, η μία στην Ιλιάδα ( Ψ
859-883 ) όταν ο Αχιλλέας οργάνωσε αγώνες στην μνήμη του φίλου του Πατρόκλου ( με νικητή τον Μηριόνη επί του Τεύκρου ) και η άλλη στην Οδύσσεια ( φ 72-423 ) όταν ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ αντιμετώπισε τους μνηστήρες της ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ επιστρέφοντας στο σπίτι του.

ΤΟΞΟΝ -ΒΙΟΣ
Το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ "ΒΙΟΣ" , κατά τον Όμηρο ) αποτελείτο από δύο ακραία καμπύλα μέρη "κέρατα" και ένα κεντρικός “πήχυς” , που τα συνδέει,που αποτελούσε και την λαβή . Η χορδή του κατασκευαζόταν από νεύρο ή ιμάντα βοδινό “νευ...ρά βοεία” η οποία στο μεν ένα άκρο της ήταν σταθερά στερεωμένη ενώ στο άλλο, όποτε επρόκειτο να τοξευθεί βέλος, στερεώνονταν σε ένα είδος αγκίστρου “κορώνη” ή “χρυσέη” όπως ο Όμηρος την αναφέρει. ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ.
Ο ΟΜΗΡΟΣ στην ΙΛΙΑΔΑ χρησιμοποιεί για το τόξο τα επίθετα “καμπύλον” ( ραψ. Γ 17 ), “κυκλοτερές” ( ραψ.Δ 124 ),
“αγγύλον” ( ραψ.Ε 209 ), “παλίντονον” ( ραψ.Θ 266 ), ενώ την προετοιμασία για βολή την εκφράζει ως “τόξου πήχυν ανέλκειν” ( ραψ. Λ 375 ) και “τανυομένης της νευράς συνεκάμπτετο το τόξον εις σχήμα ημικυκλίου” ( ραψ. Δ 123-124 ).
Για το τέντωμα της χορδής χρησιμοποιεί τις φράσεις “τόξα
τιταίνειν” ( ραψ.Ε 97 και Θ 266 ) και “τόξον έλκειν” ( ραψ. Λ 582 ) .

Όταν το τόξο δεν εχρησιμοποιείτο εφέρετο σε τοξοθήκη η οποία ωνομάζετο “γορητός” ( Ομ. Οδ. Φ 54 ) συνώνυμον της “φαρέτρας” όπου εφυλάσσοντο τα βέλη.
Τέτοιες τοξοθήκες αναπαριστώνται στα γλυπτά της Περσεπόλεως με εξαιρετική λεπτομέρεια. Έναν τέτοιο ‘γορυτό’ βλέπουμε ανάγλυφο και στο Μουσείο Pio-Clementino.
 Η φαρέτρα ήταν μία σκύτινη θήκη στην οποία εφυλάσσοντο μόνον βέλη, συνήθως 10-15. Οι Έλληνες την κρεμούσαν στην πλάτη με το στόμιό της προς τον  δεξιό ώμο μέσω ενός ιμάντα τον οποίο καλούσαν “τελαμώνα”, ενώ, οι βάρβαροι την κρεμούσαν
στην ζώνη προς την αριστερή οσφύ ( Ηρδ. Β 141, Ζ 61 ).

Συχνά η φαρέτρα έκλεινε με σκέπασμα “πώμα”, Ομ. Ιλ. Δ 116, Οδ. Θ 3,14 ) και κάποιες από αυτές άνοιγαν και από τα δύο άκρα τους “αμφηρεφείς” .
Το ΒΕΛΟΣ αποτελείτο από την “αιχμή”, τον “ξυστό”, την “πτέρυγα” και την "γλυφίδα", μήκους 50 έως 60 εκ. Η αιχμή ήταν χάλκινη , “χαλκήρη” την αποκαλεί ο Όμηρος στην Ιλιάδα, Ε 662 ) . Υπήρχε η συνήθεια της “βαφής” των αιχμών με δηλητήριο και ο Οδυσσέας πηγαίνει στους Θεσπρωτούς για να προμηθευθεί αυτό το “ανδροφόνο φάρμακο” ( Ομήρου Οδύσσεια α, στιχ. 261-263) .
 
Σε ό,τι αφορά στην στάση τοξεύσεως μας δίνει πληροφορίες τμήμα γλυπτού από το
σύμπλεγμα του Ναού της Αίγινας το οποίο φυλάσσεται στο Μόναχο. Η στάση αυτή, ημιγονυπετής, υπαγορεύονταν από τις ανάγκες προφυλάξεως του βάλλοντος και τον περιορισμό της εκθέσεώς του στις εχθρικές βολές.

 
"......ο πολύβουλος στο μεταξύ Οδυσσέας,το μέγα του δοξάρι ως φούχτωσε και το 'δε ολούθε γύρα,
σαν τραγουδάρης, που᾿ ναι η τέχνη του να παίζει την κιθάρα
και δένει από τις δυο τις άκρες της αρνιού στριμμένη κόρδα
και στο καινούργιο της την τάνυσε στριφτάρι δίχως κόπο,
όμοια ο Οδυσσέας ετάνυσε εύκολα το μέγα του δοξάρι'
μετά την κόρδα του δοκίμασε με το δεξιό του χέρι,
κι εκείνη αχό γλυκόν ανάδωκε, σα να 'ταν χελιδόνα.
Αγκούσα τους μνηστήρες πλάκωσε και χλώμιασε η θωριά τους'
κι ο Δίας βαριά ψηλάθε βρόντηξε, για τους θνητούς σημάδι'
κι ο αρχοντογέννητος, πολύπαθος το χάρηκε Οδυσσέας,

που ο γιος του Κρόνου του δολόπλοκου σημάδι του 'χε στείλει,
και τη σαγίτα αρπάει, που δίπλα του βρισκόταν στο τραπέζι
γυμνή᾿ τι οι επίλοιπες απόμεναν στο σαϊτολόγο ακόμα —
κι αυτές σε λίγο θα τις ένιωθαν οι Αργίτες στο κορμί τους'
κι ως το δοξάρι του μεσόπιασε, χορδή κι αγκίδια σέρνει,

κι απ᾿ το θρονί του, σημαδεύοντας γραμμή μπροστά, τη ρίχνει
καθούμενος᾿ κι ουτ᾿ ένα ξέσφαλε πελέκι, από την πρώτη
τρύπα περνώντας, η χαλκόβαρη σαγίτα, μον᾿ τα διάβη
μιαν άκρη ως άλλη᾿ ....." ΡΑΨ. φ, στιχ 404-424



 
 

Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

ΙΛΙΑΔΑ Η ΑΜΦΙΣΗΜΙΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ


ΙΛΙΑΔΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ 6 αιων. ΜΕ.Ε ΜΙΛΑΝΟ ΑΜΒΡΟΣΙΑΝΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ


Η Ιλιάδα είναι ένα ποίημα πολεμικό.

Ίσως αυτό να μας απογοητεύει και κινδυνεύουμε να πάρουμε μια στάση ανωτερότητας απέναντι σε αυτές τις διαθέσεις που είναι άλλης εποχής. Αυτό είναι δυνατόν να συμβαίνει πολύ περισσότερο αφού ο Όμηρος περιγράφει με ζωηρό ενδιαφέρον και βαθύ ρεαλισμό τα εύστοχα χτυπήματα, τις πληγές, τα δόντια που ξεφεύγουν από τις σιαγώνες, τα σπλάχνα που σκορπίζονται και, όταν κοπεί το κεφάλι, τον μυελό που ξεχύνεται από τους σπονδύλους. Με τις περιγραφές του μας κάνει επίσης να ακούμε -χαρά για το νικητή- τον γδούπο των σωμάτων που πέφτουν και χτυπούν βαριά στο χώμα.

Τόση ειλικρίνεια μας δυσαρεστεί, είναι επόμενο. Είναι όμως βέβαιο ότι η ευαισθησία μας έχει απαλλαγεί από τη ροπή προς τη βία; Υπάρχει η βιαιότητα των νέων, των πολέμων χωρίς οίκτο. Υπάρχει ο τύπος και η τηλεόραση που μας δίνουν σε όλη τη διάρκεια της ημέρας εικόνες φρίκης. Ίσως εκείνο που έχει αλλάξει βρίσκεται μάλλον αλλού: δεν υπάρχει πια η ατομική αναμέτρηση, η δόξα της μονομαχίας και η έπαρση που ακολουθεί. Γιατί στην πραγματικότητα, ο Όμηρος μισούσε τον πόλεμο. Όπως τον μισούσαν και οι τραγικοί. Το λέει και το ξαναλέει. Τα επίθετα που τον χαρακτηρίζουν μιλούν για πένθος και οδύνη. Ο πόλεμος είναι «φρικτός». Ακόμα και ο Άρης, ο θεός που τον ενσαρκώνει, είναι η μάστιγα των ανθρώπων. Ο Δίας δεν τον αγαπά: «μην κάθεσαι κοντά μου και κλαψουρίζεις, αλλοπρόσαλλε! Είσαι για μένα ο πιο μισητός από όλους τους θεούς που μένουν στον Όλυμπο, γιατί πάντα σου αρέσουν τα μαλώματα και οι πόλεμοι και οι μάχες». Επίσης και η Πάλη, η φοβερή του σύντροφος, κάνει να αντηχεί παντού εκείνο που ο Όμηρος ονομάζει «βόγγο των αντρών».

Δεν λείπει, άλλωστε, ποτέ ο οίκτος ούτε η νοσταλγία για τον καιρό της ειρήνης. Από την αρχή του ποιήματος, ο Όμηρος μιλάει για τους νεκρούς τους πολέμου και για τους ήρωες που έγιναν βορά των σκύλων και των αρπακτικών πουλιών. Όταν ένας πολεμιστής πέφτει, αναφέρεται συχνότατα η οικογένειά του που δεν θα τον ξαναδεί. Αλλού, οι δύσμοιροι που υποκύπτουν στη βία παρομοιάζονται με το περιστέρι, με το ελαφάκι, με την ελαφίνα. Και οι νεκροί: είναι η κατάληξη αυτών των μαχών -μαρτυρία οι στίχοι με τους οποίους τελειώνει η Δ ραψωδία, που περιγράφει οικτρά αυτά τα σώματα- γιατί πολλοί από τους Αχαιούς και τους Τρώες την ημέρα εκείνη βρίσκονταν ξαπλωμένοι μπρούμυτα μέσα στις σκόνες, ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο πόνος και το πένθος είναι κάθε στιγμή μπροστά μας. Και πολύ συχνά, στο κορύφωμα της δράσης, βλέπουμε να διαπερνά η νοσταλγία για την εποχή της ειρήνης, - όπως, για παράδειγμα όταν, κατά την καταδίωξη που θα λήξει με το θάνατο του Έκτορα, ο ποιητής μιλάει με βαθιά νοσταλγία: εκεί κοντά βρίσκονταν γούρνες για πλύσιμο, πλατιές, όμορφες, πέτρινες, όπου έπλυναν τα αστραφτερά τους ρούχα οι γυναίκες των Τρώων και οι όμορφές τους κόρες πρωτύτερα, τότε που ήταν ειρήνη, πριν έρθουν οι γιοι των Αχαιών.

, όπως θα έλεγε η Simone Weill, και ποίημα οίκτου, όπως προσπάθησα να δείξω εγώ. Και το ένα και το άλλο προχωρούν μαζί. [...]
Είναι χωρίς αμφιβολία, μια περίπτωση σπάνια στη λογοτεχνία. Και μας συγκινεί η αντίθεση με τη σύγχρονη αντίληψη.

Ο πόλεμος λοιπόν έχει δύο όψεις στον Όμηρο. Είναι ωραίος. Είναι φοβερός. Κυρίως είναι και τα δυο συγχρόνως. Γιατί συχνά μιλάμε για την αμφισημία του ομηρικού πολέμου. Πράγματι, τα δυο χαρακτηριστικά συμπληρώνονται μεταξύ τους, και τα δύο εξίσου έκδηλα, σε μια φυσική αλληλουχία, χωρίς να έχουμε τη δυνατότητα να αισθανθούμε πόσο φανερή είναι.

Πρέπει όμως να προσθέσουμε κάτι και να κρατήσουμε ένα χαρακτηριστικό στη μνήμη μας: Όλα τα έπη των άλλων πολιτισμών είναι ποιήματα πολεμικά που περιγράφουν ηρωικές μάχες και φονικά κατορθώματα. Η Ιλιάδα, από αυτήν την άποψη, είναι μέσα σε αυτόν τον κανόνα. Διακρίνεται όμως συγκεκριμένα από το στοιχείο του οίκτου και της ανθρωπιάς που συνυπάρχει πάντα με τα άλλα. Η σύγκριση χρησιμεύει εδώ για να αποκαλυφθεί κάτι πιο σημαντικό.

Η Ιλιάδα είναι ένα ποίημα για τον πόλεμο,
Jacqueline de Romilly "ΕΚΤΟΡΑΣ"

 

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

ΟΙ ΑΣΠΙΔΕΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ


ΠΕΡΣΙΚΗ ΑΣΠΙΔΑ
Μετά την μάχη του Γρανικού έστειλε στην Αθήνα στον Παρθενώνα , σαν ανάθημα στο ιερό της Αθηνάς, κι η προστάτιδα θεά των Μακεδόνων 300 ΑΣΠΙΔΕΣ ,  Αρριανός κάνει λόγο για πανοπλίες, δηλ. ΤΡΟΠΑΙΑ,
με την επιγραφή :Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες, πλην Λακεδαιμονίων, από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων.”
" Μακεδόνων δὲ τῶν μὲν ἑταίρων ἀμφὶ τοὺς εἴκοσι καὶ πέντε ἐν τῇ πρώτῃ προσβολῇ ἀπέθανον· καὶ τούτων χαλκαῖ εἰκόνες ἐν Δίῳ ἑστᾶσιν, Ἀλεξάνδρου κελεύσαντος Λύσιππον ποιῆσαι, ὅσπερ καὶ Ἀλέξανδρον μόνος προκριθεὶς ἐποίει· τῶν δὲ ἄλλων ἱππέων ὑπὲρ τοὺς ἑξήκοντα, πεζοὶ δὲ ἐς τοὺς τριάκοντα. [5] Καὶ τούτους τῇ ὑστεραίᾳ ἔθαψεν Ἀλέξανδρος ξὺν τοῖς ὅπλοις τε καὶ ἄλλῳ κόσμῳ· γονεῦσι δὲ αὐτῶν καὶ παισὶ τῶν τε κατὰ τὴν χώραν ἀτέλειαν ἔδωκε καὶ ὅσαι ἄλλαι ἢ τῷ σώματι λειτουργίαι ἢ κατὰ τὰς κτήσεις ἑκάστων εἰσφοραί. Καὶ τῶν τετρωμένων δὲ πολλὴν πρόνοιαν ἔσχεν, ἐπελθών τε αὐτὸς ἑκάστους καὶ τὰ τραύματα ἰδὼν καὶ ὅπως τις ἐτρώθη ἐρόμενος καὶ ὅ τι πράττων εἰπεῖν τε καὶ ἀλαζονεύσασθαί οἱ παρασχών. [6] Ὁ δὲ καὶ τῶν Περσῶν τοὺς ἡγεμόνας ἔθαψεν· ἔθαψε δὲ καὶ τοὺς μισθοφόρους Ἕλληνας, οἳ ξὺν τοῖς πολεμίοις στρατεύοντες ἀπέθανον· ὅσους δὲ αὐτῶν αἰχμαλώτους ἔλαβε, τούτους δὲ δήσας ἐν πέδαις εἰς Μακεδονίαν ἀπέπεμψεν ἐργάζεσθαι, ὅτι παρὰ τὰ κοινῇ δόξαντα τοῖς Ἕλλησιν Ἕλληνες ὄντες ἐναντία τῇ Ἑλλάδι ὑπὲρ τῶν βαρβάρων ἐμάχοντο. [7] Ἀποπέμπει δὲ καὶ εἰς Ἀθήνας τριακοσίας πανοπλίας Περσικὰς ἀνάθημα εἶναι τῇ Ἀθηνᾷ ἐν πόλει· καὶ ἐπίγραμμα ἐπιγραφῆναι ἐκέλευσε τόδε· Ἀλέξανδρος Φιλίππου καὶ οἱ Ἕλληνες πλὴν Λακεδαιμονίων ἀπὸ τῶν βαρβάρων τῶν τὴν Ἀσίαν κατοικούντων."

Το γεγονός ενέπνευσε τον Καβάφη:
«Στα 200 π.Χ. »
«Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων».
Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή.
«Πλην Λακεδαιμονίων», μα φυσικά.
Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται για να τους οδηγούν
και να τους προστάζουν σαν πολυτίμους υπηρέτας.
Άλλωστε μία πανελλήνια εκστρατεία
χωρίς Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.
Α βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».
Είναι κι αυτή μια στάσις.
Νοιώθεται.
Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό και στην Ισσό
μετά και στην τελειωτική μάχη,
όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κι εσαρώθη.
Κι απ’ την θαυμασία πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη, την περιλάλητη,
την δοξασμένη ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη, βγήκαμ’ εμείς
Ελληνικός καινούργιος κόσμος μέγας.
Εμείς οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,
οι Σελευκείς, κι’ οι πολυάριθμοι υπόλοιποι
Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας,
κι οι εν Μηδία, κι οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την κοινή Ελληνική λαλιά
ως μέσα στη Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς.
Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα! »