Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012


ΟΔΥΣΣΕΑΣ
 
 
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΓΝΑΝΤΕΥΕΙ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΟΥΣ CHATEAU DE COMPIEGNE
 
Λίγα  τα κέρδη για έναν αδρανή βασιλιά,
 γι΄αυτό ακόμη αγωνίζομαι ανάμεσα σε  άγονους βράχους,
παρόμοιος με μια ώριμη γυναίκα , απονέμω και δίνω ελεημοσύνη
Άνισους  νόμους σε  άγρια ​​φυλή,
την αποθησαύριση , τον  ύπνο, και την τροφή , αυτά δεν τα ξέρω.
Δεν μπορώ να ξεκουραστώ από το ταξίδι: Θα πιώ
την ζωή  μέχρι τα κατακάθια : πάντα έχω απολαύσει
σε μεγάλο βαθμό, έχω υποφέρει σε μεγάλο βαθμό, μαζί με  ότι με 
αγάπησε μα και  μόνος ?
Στην ακτή, και όταν γλυστρώντας με παρέσυραν  οι  βροχερές Υάδες
εξοργίζω τη ξεθωριασμένη  θάλασσα: ΕΓΙΝΑ ΕΝΑ ΟΝΟΜΑ
Για πάντα κωπηλατώντας  με μία πεινασμένη καρδιά
Πολλά έχω δει και γνώρισα ? Πόλεις των ανδρών
και τα ήθη, κλίματα, συμβούλια,  κυβερνήσεις,
όχι λιγότερο σημαντικός, απεναντίας τιμήθηκα από όλα αυτά
Και «μεθυσμένος» απόλαυσα την μάχη με τους συμπολεμιστές μου?
μακριά στις ηχηρές πεδιάδες της θυελλώδους   Τροίας .
ΕΙΜΑΙ ΜΕΡΟΣ ΟΛΩΝ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΕΧΩ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙ?
Ωστόσο, όλες οι εμπειρίες είναι μια αψίδα μέσω την οποία διαπερνά κανείς
Λάμπει ο αταξίδευτος κόσμος, του οποίου το περιθώριο εξασθενίζει
Για πάντα και για πάντα, κινούμαι.
Πόσο βαρετό είναι να σταματήσει κανείς , να βάλει ένα τέλος,
να σκουριάζει αγυάλιστος , όχι να λάμπει  χρήσιμος!
Σαν να αναπνέεις είναι η ζωή . Η ζωή συσσωρεύει ζωή
Ήταν όλα για λίγο, μιας και για μένα
μικρή παραμένει: αλλά κάθε ώρα σώζεται
από εκείνη την αιώνια σιωπή, κάτι περισσότερο,
κομιστής νέων πραγμάτων ? Και άθλια ήταν
για περίπου τρεις ήλιους να αποθηκεύω και να συσσωρεύω ο ίδιος,
Και αυτή η γκρίζα λαχτάρα  του πνεύματος  που επιθυμεί
να ακολουθήσει τη γνώση σαν ένα βυθισμένο  αστέρι ,
Πέρα από τα μεγαλύτερα δυνατά όρια της ανθρώπινης σκέψης.
Αυτός είναι ο γιος μου, ο  δικός μου Τηλέμαχος,
στον οποίον  αφήνω το σκήπτρο και το νησί
που τόσο πολύ αγάπησα, διακρίνοντας τον  να εκπληρώσει
αυτή την εργασία, με αργή σύνεση να κάνει ήπιους
τραχείς ανθρώπους, και μέσα από μαλακούς βαθμούς
να τους καθηλώσει   στο χρήσιμο και στο καλό.
Περισσότερο  άμεμπτος  είναι αυτός, στο κέντρο της σφαίρας
του κοινού καθήκοντος , αρκετά καλός για  να μην αποτύχει
Γνωρίστε την λατρεία στους θεούς του  νοικοκυριού μου,
Όταν θα έχω φύγει, αυτός θα έκλπηρώσει το έργο του,  εγώ το δικό μου.
Εκεί βρίσκεται και το λιμάνι? Το σκάφος ξεφυσά το πανί του:
Υπάρχει κατήφεια  στις σκοτεινές μακρυνές θάλασσες. Οι  Ναυτικοί μου,,ψυχές που έχουν κοπιάσει, και σφυρήλατήθηκαν και σκέφτηκαν μαζί μου Αυτό πάντα με ένα ευθυμο  καλωσόρισμα πήρε τον κεραυνό  και την ηλιαχτίδα , και τα αντιπαράθεσε
με τις ελεύθερες   καρδιές,  ελεύθερα  μέτωπα εσείς και εγώ είμαστε γέροι?
Το γήρας είχε ακόμη την τιμή του και το μόχθο του?
Ο θάνατος τα  κλείνει όλα:  αλλά κάτι πρίν το τέλος,
Κάποιο ευγενές έργο  μπορεί ακόμη να γίνει,                                                                 
όχι ανάρμοστοι άνδρες που αγωνίστηκαν με τους Θεούς.
Τα φώτα αρχίζουν να λαμπυρίζουν από τα βράχια:
Η μεγάλη μέρα πέφτει: το αργό φεγγάρι ανεβαίνει:  το  βάθος
στενάζει γύρω  με πολλές φωνές. Ελάτε, φίλοι μου,
«Δεν είναι πολύ αργά για να αναζητήσουμε  ένα καινούργιο κόσμο
στενάζει γύρω  με πολλές φωνές. Ελάτε, φίλοι μου,
«Δεν είναι πολύ αργά για να αναζητήσουμε  ένα καινούργιο κόσμο.
Σπρώξτε μακριά, και κάθεστε καλά για να κατατροπώσουμε
τις βαθειές ρυτίδες  Για το σκοπό μου κρατά
να πλεύσει πέρα από το ηλιοβασίλεμα, και τα λουτρά
όλων των δυτικών αστέριών, μέχρι να πεθάνω.
Μπορεί να είναι αυτοί οι κόλποι που  θα μας πλύνουν :
Μπορεί να αγγίξουμε του «μακάριους νήσους»  ,
Και δούμε τον Μεγάλο Αχιλλέα, τον οποίο γνωρίσαμε.
Αν και μας έχουν δοθεί πολλά , πολλά  ακόμη περιμένουμε? Και αν
Δεν είμαστε τώρα τόσο δυνατοί όσο   τον παλιό καιρό
που κινούσαμε γή και ουρανό ? Αυτό που είμαστε, είμαστε,
ίδιας –ιδιοσυγκρασίας με  τις ηρωικές καρδιές,
γίναμε πιο αδύναμοι  από το χρόνο και τη μοίρα, αλλά με ισχυρή θέληση για να προσπαθήσουμε, να αναζητήσουμε, να βρούμε  και να μην «παραδοθούμε».

ΠΟΙΗΜΑ "ULYSSES"   Alfred, Lord Tennyson 1833

 

 

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

ΡΑΨ.μ Σειρῆνες. Σκύλλα. Χάρυβδις. Βόες Ἡλίου.

O ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ  LEON BELLY  ( Musée Sandelin Saint-Omer )
Τοῦ Ὠκεανοῦ τὰ ρέματα τὸ πλοῖο σὰν ἀφῆκε, κι ἀπάνω ἀπὸ τὰ κύματα τοῦ διάπλατου πελάγου
ἦρθε στῆς Αἴας τὸ νησί, ποὺ κατοικεῖ ἡ Αὐγούλα, καὶ σὲ γλυκοὺς χορότοπους χρυσανατέλνει ὁ Ἥλιος, ἐκεῖ στὸν ἄμμο φτάσαμε κι ἀράξαμε τὸ πλοῖο, καὶ πήγαμε πλαγιάσαμε στὸ περιγιάλι ἀπάνω,
προσμένοντας τὴ λαμπερὴ νὰ γλυκοφέξη Αὐγούλα.
Κι ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα, καὶ στέλνω τοὺς συντρόφους μου στῆς Κίρκης τὰ παλάτια, τὸ λείψανο τοῦ Ἐλπήνορα νὰ πάρουν καὶ νὰ φέρουν.
Κι ἐκεῖ ποὺ αὐτὰ νοιαζόμασταν, δὲν ξέφυγε τῆς Κίρκης πὼς ἀπ' τὸν Ἅδη φτάσαμε, παρὰ ἦρθε στολισμένη κοντά μας· ἤρθανε μαζὶ κι οἱ βάγιες της καὶ φέρναν ψωμὶ καὶ κρέατα πολλὰ μὲ τὸ κρασὶ τὸ μαῦρο. Στάθηκε τότ' ἡ ὁλόλαμπρη θεὰ ὀμπροστά μας κι εἶπε·

“Ἀθεόφοβοι, ποὺ ζωντανοὶ πήγατ' ἐσεῖς στὸν Ἅδη, ποὺ δυὸ θανάτους θά 'χετε, οἱ ἄλλοι ξέρουν ἕναν
ἐλᾶτε τώρα ἐσεῖς ἐδῶ νὰ φᾶτε καὶ νὰ πιῆτε ὁλήμερα· κι ἡ χρυσαυγὴ καθὼς γλυκοχαράξη, κινᾶτε. Ἐγὼ τὸ δρόμο σας θὰ δείξω, καὶ τὰ πάντα θὰ σᾶς μαντέψω, μὴν κακὴ σᾶς πέση ἄξαφνα ὥρα,
καὶ μύρια πάθετε δεινὰ στεριᾶς ἢ καὶ πελάγου.”
Καὶ πρῶτα ταξιδεύοντας θὰ φτάσης στὶς Σειρῆνες, ποὺ ὅλους μαγεύουν τοὺς θνητοὺς ποὺ λάχουνε κοντά τους·
ὅποιος σιμώση ἀπ' ἀγνωσιὰ κι ἀκούση τὴ φωνή τους, ἀπὸ γυναίκα καὶ παιδιὰ χαρὰ νὰ μὴν προσμένη
μήτε πατρίδα πὼς θὰ δῆ, τὶ μὲ γλυκὰ τραγούδια αὐτὲς τόνε μαγεύουνε μὲς ἀπ' τὴ λιβαδιά τους.
Σωρὸς ἐκεῖ τ' ἀνθρωπινὰ τὰ κόκκαλα σαπίζουν γυμνὰ, ποὺ εἶναι τὸ δέρμα τους χυμένο ὁλοτριγύρω.
Προσπέρνα τις, καὶ στούπωνε καλὰ τ' αὐτιὰ τῶν ἄλλων μὲ μελοζύμωτο κερὶ νὰ μὴν μποροῦν ν' ἀκούσουν.

ΟΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ   EDUARD VEITH  1889
Κι ἂν ποθυμήσης ἴδιος σου ν' ἀκούσης, ἂς σὲ δέσουν ὁλόρθο χεροπόδαρα στοῦ καταρτιοῦ τὴ ρίζα,
κι ἂς καλοσφίξουν τῶ σκοινιῶν τὶς ἄκρες στὸ κατάρτι, καὶ τότες χαίροντας θ' ἀκοῦς μακρόθε τὶς Σειρῆνες. Μὰ ἀνίσως καὶ παρακαλῆς τοὺς ἄλλους νὰ σὲ λύσουν, ἐκεῖνοι ἀκόμα πιὸ σφιχτὰ νὰ δένουν τὰ σκοινιά σου.
Καὶ τὸ καράβι σου ἀπ' ἐκεῖ σὰ σώση νὰ περάση, δὲ σοῦ ὁρμηνεύω πιὰ ἀπὸ ποῦ τὸ δρόμο σου νὰ πάρης ἀτὸς σου κρῖνε· ἐγὼ τοὺς δυὸ θὰ σοῦ ἐξηγήσω δρόμους.
Ἀπὸ τὴ μιὰ εἶναι κρεμαστὲς οἱ πέτρες ποὺ ὁλοένα μὲ κύματα ἡ γλαυκόματη τὶς δέρνει ἡ Ἀμφιτρίτη·
αὐτὲς Πλανούμενες τὶς λὲν οἱ θεοἱ οἱ μακαρισμένοι.
Κι οὐδὲ πουλὶ τὶς προσπερνάει, καὶ μήτε οἱ περιστέρες τὴν ἀμβροσία ποὺ φέρνουνε στὸ Δία τὸν πατέρα, μόνε κι αὐτὲς κάθε φορὰ τὶς παίρνει ἡ γλιστροπέτρα· μὰ στέλνει κι ἄλλην ὁ θεός, λειψές νὰ μὴν τὶς ἔχη.
Θνητοῦ καράβι ἐκείθενε δὲν ἔφυγε, κι ἂν ἦρθε, μόνε καραβοσάνιδα καὶ ἀνθρώπινά κουφάρια
κυλιοῦνται ἀπὸ τὰ κύματα κι ἀπ' τῆς φωτιᾶς τὴ λύσσα.
Ἕνα μονάχο διάβηκε τῆς θάλασσας καράβι, ἡ κοσμολάλητη ἡ Ἀργώ, γυρνώντας ἀπ' τοῦ Αἰήτη-
κι αὐτὴ σὲ βράχους θά 'σπανε τρανούς, χωρὶς τὸ χέρι τῆς Ἥρας, ποὺ λυπήθηκε τὸν Ἰάσονα ἀπ' ἀγάπη.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ βράχοι οἱ δυὸ, ποὺ ὁ ἕνας ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανοὺς, κι ἡ σουβλερὴ κορφή του τοὺς ἀγγίζει μαύρη τὸν ζώνει συννεφιά, ποὺ πάντα 'ναι ἁπλωμένη,
μηδὲ λαμπρύνει ἡ ξαστεριὰ ποτὲς τὸ μέτωπό του, μὰ ἂς εἶναι θερισμοῦ καιρός, ἂς εἶναι χινοπώρι.
Ν' ἀνέβη ἐκεῖ ἢ νὰ κατεβῆ θνητὸς δὲ θὰ μποροῦσε ποτὲς κανένας, κι εἴκοσι χέρια καὶ πόδια ἂν εἶχε·
γιατ' εἶναι ὁ βράχος γλιστερός, σὰν πέτρα λιστρωμένη Καὶ σπήλιο ἀνοίγει σκοτεινὸ μὲς στὴν καρδιὰ τοῦ βράχου, στὴ Δύση, καὶ πρὸς στὸ Ἔρεβος· καὶ κατακεῖ τὴν πλώρη τοῦ καραβιοῦ θὰ στρέψετε, περίλαμπρε Ὀδυσσέα,
Μηδὲ πιδέξιος τοξευτὴς μέσ' ἀπὸ τὸ καράβι ρίχνοντας τὴ σαγίτα του δὲ θά 'φτανε στὸ σπήλιο.
Κεῖ μέσα ἡ Σκύλλα κατοικεῖ καὶ φοβερὰ γαυγίζει· ἔχει φωνούλα σκυλακιοῦ νιογέννητου, κι ὡς τόσο
εἶναι κακότροπο θεριό, κι οὔτε θνητὸς κανένας, κι οὔτε θεὸς θὰ χαίρονταν θωρώντας το ἀντικρύ του.
Ἔχει καὶ πόδια δώδεκα, ποὺ ξέκρεμα εἶναι ὅλα, κι ἕξι θεόμακρους λαιμούς, καὶ στὸν καθένα ἀπάνω
κεφάλι στέκει τρομερὸ μὲ τρεῖς ἀράδες δόντια, πυκνὰ καὶ σφιχτοκάρφωτα καὶ θάνατο γεμάτα.
Μὲς στὸ βαθὺ τὸ σπήλιο της ὡς τὰ μισὰ χωμένη, ἀπὸ τὸ μαῦρο βάραθρο τ' ἄγρια κεφάλια βγάζει,
Τὸν ἄλλο χαμηλότερο, Ὀδυσσέα, θὰ δῆς τὸ βράχο· κοντά 'ναι οἱ δυό τους, θά 'φτανε ἡ σαγίτα σου νὰ ρίξης.
Μεγάλος εἶναι ὀρνιὸς ἐκεῖ, μυριόφυλλος, καὶ κάτου ἡ θεία ἡ Χάρυβδη ρουφάει τὸ μελανὸ τὸ κῦμα.
Τὴ μέρα τρεῖς φορὲς ξερνάει, καὶ τρεῖς φορὲς ρουφάει·νὰ μὴ σοῦ τύχη καὶ βρεθῆς τὴν ὥρα ποὺ ρουφήξη, τὶ δὲ θὰ σὲ ξεγλύτωνε μηδὲ τοῦ κόσμου ὁ σείστης.

Κατόπι στὸ καλὸ νησὶ τῆς Θρινακίας θὰ φτάσης.
Βόδια ἐκεῖ βόσκουνε πολλὰ κι ἀρνιὰ παχιὰ τοῦ Ἥλιου, ἑφτὰ κοπὲς βοδιῶν, ἑφτὰ καλῶν ἀρνιῶν κοπάδια, πενήντα καθεμιὰ κοπή, κι αὐτὰ μήτε γεννοῦνε, καὶ μήτε λιγοστεύουνε· καὶ θεὲς τὰ κυβερνᾶνε, δυὸ νύφες ὡριοπλέξουδες, Φαέθουσα, Λαμπετία, τοῦ Ἥλιου τοῦ Ὑπερίονα καὶ τῆς Νεαίρας κόρες.
Ἡ μάνα ποὺ τὶς γέννησε καὶ γλυκοανάθρεψέ τις πὰς στὸ νησὶ τὶς ἔβαλε τῆς Θρινακίας νὰ ζοῦνε,
τὰ γονικά τους πρόβατα καὶ βόδια νὰ φυλάγουν.
[ Αὐτὰ ἂν τ' ἀφήσης ἄβλαβα, καὶ θὲς τὸ γυρισμό σου, ὅσο πολλὰ κι ἂν πάθετε, πάλε στὸ Θιάκι πᾶτε·
μὰ ἂν τὰ πειράξης, πρόσμενε ξολοθρεμὸ στὸ πλοῖο καὶ στοὺς συντρόφους· ἴδιος σου μπορεῖς νὰ ξεγλυτώσης, μὰ ἀργὰ θὰ φτάσης κι ἄσκημα, κι ἀπὸ συντρόφους ἔρμος ].”


Καὶ τὸ κερὶ τὸ ζέσταινε ἡ μεγάλη δύναμη μου, κι ὁ Ἥλιος ὁ Ὑπερίονας μὲ τὶς θερμές του ἀχτίδες·
ἀράδα τότες ἔφραξα τ' αὐτιά τους ὁλωνῶνε, κι ἐκεῖνοι χεροπόδαρα μὲ δέσανε στὸ πλοῖο ὁλόρθο, καὶ καλόσφιξαν τὶς ἄκρες στὸ κατάρτι· καὶ τὸν ἀστραφτερὸ γιαλὸ μὲ τὰ κουπιὰ βαροῦσαν.
Σὰν ἤρθαμε τόσο κοντὰ ποὺ ἀκούγεται ἂν φωνάξης, γοργὰ τραβώντας, τό 'νιωσαν αὐτὲς τοῦ καραβιοῦ μας τὸ διάβα, καὶ μᾶς σύρανε ψιλόφωνο τραγούδι· “Ἔλα, καμάρι τῶν Ἀχαιῶν, πολύμνητε Ὀδυσσέα,τὸ πλοῖο σου κράτα, τὴ γλυκειὰ φωνή μας γιὰ ν' ἀκούσης,
Δὲν πέρασε ἀπ' ἐδῶ κανεὶς μὲ μελανὸ καράβι, χωρὶς ν' ἀκούση ἀπὸ κοντὰ τὸ γλυκολάλημά μας,
παρὰ μισεύει χαίροντας ποὺ ἔμαθε κι ἄλλα ἀκόμα, τὶ ξέρουμε ὅσα τράβηξαν μὲς στὴν πλατειὰ Τρωάδα  καὶ Τρωαδῖτες κι Ἀχαιοί, καθὼς οἱ θεοὶ τὰ ὁρίσαν,  καὶ ξέρουμε ὅσα γίνουνται στὴ γῆς τὴν πολυθρόφα.” Αὐτὰ μᾶς γλυκολάλησαν κι ἐγὼ ὅλο λαχταροῦσα ν' ἀκούσω, καὶ τοὺς ἔγνεφα τοὺς ἄλλους νὰ μὲ λύσουν· μὰ ἐκεῖνοι πέσαν στὸ κουπὶ κι ὀμπρὸς γοργοτραβοῦσαν.

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ VICTOR MOTTEZ ΜΟΥΣΕΙΟ ΝΑΝΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑ

Καὶ τὸ στενὸ περνούσαμε μὲ βόγγο καὶ λαχτάρα· ἐδῶθε ἡ Σκύλλα, κι ἀντικρὺ τῆς Χάρυβδης τὸ τέρας ξαναρουφοῦσε τ' ἁρμυρὰ νερὰ τῆς κυματούσας.
Καὶ σὰν τὰ ξέρναε, σὰ βρασμὸς μὲς στὸ πυρὸ καζάνι γουργούριζε ὅλη ἀνάκατη, κι ἡ ἄχνη ξεπετιόταν
ψηλά, ὡς ἀπάνω στὶς κορφὲς τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου βράχου Κι ἐκεῖ καθὼς κοιτάζαμε, καταστροφὴ φοβώντας, μοῦ ἁρπάζει ἡ Σκύλλα ἀπ' τὸ βαθὺ καράβι ἕξι νομάτους,
στὰ χέρια καὶ στὴ δύναμη τὰ πρῶτα παλληκάρια.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΑΡΥΒΔΗ  Fuseli, Henry 1796 (ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ)

Κι ἐγὼ γυρίζοντας νὰ δῶ τοὺς ἄλλους στὸ καράβι, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τους ἀπάνωθε ἀγναντεύω,
ποὺ σηκωμένοι ἀνάερα χουγιάζανε μὲ πόνο, καὶ μὲ φωνάζανε στερνὴ φορὰ μὲ τ' ὅνομά μου.
Κι ἀπ' τὴ φριχτὴ τὴ Χάρυβδη, τὴ Σκύλλα, καὶ τοὺς βράχους σὰ φύγαμε, στὸ ὁλόχαρο νησί 'ρθαμε τοῦ Ἥλιου, ποὺ οἱ ὥριες πλατυμέτωπες βοσκοῦσαν ἀγελάδες, καὶ πρόβατα μαζὶ παχιὰ ποὺ ὁρίζει ὁ θεὸς περίσσια.
Κι ἦρθε στὸ νοῦ μου ὁ λόγος τοῦ Τειρεσία, τοῦ τυφλοῦ προφήτη ἀπὸ τὴ Θήβα,
μὰ καὶ τῆς Κίρκης, ποὺ πολὺ μοῦ σύσταιναν κι οἱ δυό τους μακριὰ νὰ φεύγω ἀπ' τὸ νησὶ τοῦ Ἥλιου τοῦ φωτοδότη.


Κι ἡ Λαμπετὴ ἡ μακρόπεπλη τρέχει μηνάει στὸν Ἥλιο πὼς τὶς καλές του πήγαμε καὶ σφάξαμε ἀγελάδες.
Κι ἐκεῖνος στοὺς ἀθάνατους φωνάζει χολωμένος· “Δία πατέρα, καὶ θεοὶ μακαριστοὶ κι αἰώνιοι,
τοὺς φίλους γδικιωθῆτε μου τοῦ Ὀδυσσέα, ποὺ πῆγαν καὶ μὄσφαξαν ἀδιάντροπα τὰ βόδια ποὺ χαιρόμουν νὰ τὰ θωρῶ ἀνεβαίνοντας τὸν οὐρανὸ μὲ τ' ἄστρα, καὶ σὰ γυρνοῦσα πρὸς τὴ γῆς ἀπ' τ' οὐρανοῦ τὰ ὕψη.
Κι ἂν πλερωμὴ πρεπούμενη δὲ δώσουνε, θὰ φύγω κάτου στὸν Ἅδη, στοὺς νεκροὺς τὸ φῶς μου νὰ χαρίζω.” Κι ὁ Δίας τοῦ ἀποκρένεται ὁ συννεφομαζώχτης· “Τὸ φῶς σου στοὺς ἀθάνατους χύνε ἐσὺ τώρα, ὦ Ἥλιε, καὶ στοὺς θνητοὺς ποὺ κατοικοῦν τὴ γῆς τὴν τροφοδότρα, καὶ μὲ τ' ἀστροπελέκι μου, στὴ μέση τοῦ πελάγου, θὰ τοὺς τὸ σκίσω ἐγὼ στὰ δυὸ τὸ γοργοκάραβὀ τους.”
Τ' ἄκουσ' αὐτὰ ἀπ' τὴν Καλυψὼ τὴν ὀμορφομαλλοῦσα, ποὺ ἀπ' τὸν Ἑρμῆ τὸ μηνυτὴ μοῦ εἶπε πὼς τά 'χε ἀκούσει.



Τότες ὁ Δίας βρόντηξε, καὶ μὲ τ' ἀστροπελέκι χτυπάει τὸ πλοῖο, κι ὁλόβολο τ' ἀναποδογυρίζει,
γεμάτο θειάφι· πέφτουνε στὴ θάλασσα οἱ συντρόφοι, γύρω στὸ μαυροκάραβο γυρνώντας σὰν κουροῦνες, καὶ χέρι θεοῦ τοὺς ἔκοβε τοῦ γυρισμοῦ τὴ γλύκα.
Ἡ ἄγρια τότες ἔπαψε φουρτούνα τοῦ Πονέντη, κι ἦρθε καὶ φύσηξε Νοτιάς, σὲ πάθια νὰ μὲ ρίξη,
στὴν τρομερὴ τὴ Χάρυβδη καὶ πάλε ν' ἀρμενίσω.
Ὁλονυχτὶς δερνόμουνα, καὶ σάνε φάνη ὁ Ἥλιος στὴ μαύρη Χάρυβδη ἔφτασα καὶ στὸν γκρεμὸ τῆς Σκύλλας.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΧΑΡΥΒΔΗ JAN STYKA

Καθὼς ρουφοῦσε ἡ Χάρυβδη τῆς θάλασσας τὴν ἅρμη, ἐγὼ κατὰ τὸν ἁψηλὸ τοῦ βράχου ὀρνιὸ πετιέμαι, καὶ τὸ κορμί μου κόλλησε σὰ νυχτερίδα ἀπάνω.
Δὲν εἶχα ποῦ τὸ πόδι μου νὰ βάλω νὰ πατήσω, τὶ οἱ ρίζες ἤτανε μακριά, καὶ τὰ τρανὰ κλωνιά του
ἁπλώνονταν ἀνάερα τὴ Χάρυβδη νὰ ἰσκιώσουν.
Ἐκεῖ γερὰ κρατιόμουνα, προσμένοντας τὸ τέρας νὰ μοῦ ξεράση στὰ νερὰ καρίνα καὶ κατάρτι.
Ἀργὰ πολὺ φανήκανε, σὰ μ' ἔφαγε ἡ λαχτάρα·
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΊΖΕΙ ΤΙΣ ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΧΙΖΕΙ ΤΗΝ ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΗ Primatice, Francesco Primaticcio - R.Ruggieri 1550 (το πρωτοτυπο έργο βρίσκεται στο Chantilly  musée Condé

Μέρες ἐννιὰ πλανιόμουνα· τὴ δέκατη τὴ νύχτα στὴν Ὠγυγία μὲ φέρανε οἱ θεοὶ, ποὺ λημεριάζει
ἡ Καλυψὼ ἡ ὡριόμαλλη κι ἡ φοβερὴ θεούλα. Μ' ἀγάπαε καὶ μὲ νοιάζονταν. Τί νὰ τὰ ξαναλέγω ;
Ἐχτὲς μὲς στὸ παλάτι σου κι ἐσὲ καὶ τῆς κυρᾶς σου, σᾶς τὰ διηγήθηκα ὅλ' αὐτά· καὶ δὲ μ' ἀρέσει ἐκεῖνα ποὺ καθαρὰ ἀνιστόρησα, νὰ τὰ διηγέμαι πάλε.
 
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΝΑΥΑΓΕΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΟΥΣ  Henry Fuseli  1794-96
 

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

ΡΑΨ. λ  Νέκυια.

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΟΥ ΑΔΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ  ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ ΡΩΜΗ

Καὶ στὸ γιαλὸ σὰν ἤρθαμε καὶ στὸ γοργὸ καράβι, πρῶτα ἀπ' τὴ γῆς τὰ σύραμε στὴν ὥρια κυματοῦσα,
καὶ τὸ κατάρτι στήσαμε καὶ τὰ πανιά του ἀπάνω, καὶ πήραμε καὶ βάλαμε τὰ πρόβατα· καὶ μέσα κι ἐμεῖς θλιμμένοι μπήκαμε πικρὰ χύνοντας δάκρυα.
Καὶ πίσω ἀπ' τὸ μαυρόπλωρο καράβι στέλνει ἡ Κίρκη ἡ φοβερὴ κι ἡ ὡριόμαλλη κι ἡ ἀνθρωπολαλοῦσα, πρύμο καλὸ καὶ φιλικὸ ποὺ τὰ πανιὰ φουσκῶναν.
Καὶ τ' ἄρμενα σὰ σιάξαμε, καθίσαμε, κι ὁδήγα ὁ ἀγέρας τὸ καράβι μας μαζὶ μὲ τὸν ποδότη.
Μὲ τεντωμένα τὰ πανιὰ ἀρμενίζαμε ὁλημέρα, μὰ ὁ ἥλιος σὰ βασίλεψε κι ἀπόσκιωναν οἱ δρόμοι,
στοῦ τρίσβαθου βρεθήκαμε τοῦ Ὠκεανοῦ τὶς ἄκρες, ἐκεῖ ποὺ τῶν Κιμμεριωτῶν εἶν' ὁ λαὸς κι ἡ χώρα,
ποὺ καταχνιὰ καὶ σύγνεφα γιὰ πάντα τοὺς σκεπάζουν, καὶ τοῦ ἥλιου τοῦ χρυσόλαμπρου δὲν τοὺς θωροῦν οἱ ἀχτίδες, μήτε πρὸς τ' ἀστερόσπαρτα σὰν ἀνεβαίνη οὐράνια,
μήτ' ἀπ' τὰ ὕψη τ' οὐρανοῦ στὴ γῆς σὰν κατεβαίνη, μόνε τοὺς ἄμοιρους φριχτὴ πλακώνει πάντα νύχτα. Ἤρθαμε αὐτοῦ κι ἀράξαμε, καὶ βγάλαμε τ' ἀρνιά μας, καὶ τότες ἀκλουθήσαμε τοῦ Ὠκεανοῦ τὸ ρέμα, ὥσπου στὸ μέρος φτάσαμε ποὺ ἡ Κίρκη εἶχε ὁρμηνέψει.

Ἄρχισαν τῶν πεθαμένων τότες καὶ μαζευόνταν οἱ ψυχὲς ἀπ' τὸ Ἔρεβος τὸ μαῦρο,
νύφες ἀντάμα κι ἄγουροι, τυραννισμένοι γέροι, παρθένες κόρες τρυφερές, νεοθλιμμένες ὅλες, κι ἄντρες πολλοὶ ἀπὸ χάλκινα κοντάρια λαβωμένοι, νεκροὶ ποὺ εἴχανε τ' ἄρματα μὲ τὸ αἷμα τους βαμμένα κι ἐδῶθε ἐκεῖθε ἀρίθμητοι γύρω στὸ λάκκο ἐρχόνταν, μὲ ἀχὸ πολύ, καὶ μ' ἔπιανε χλωμὸς ἐμένα φόβος.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ JAN STYKA

Πρώτη τοῦ Ἐλπήνορα ἡ ψυχὴ μᾶς ἦρθε, τοῦ συντρόφου, τί ἀκόμα μὲς στὴ μαύρη γῆς δὲν ἤτανε θαμμένος, ποὺ ἐμεῖς τὸ σῶμα ἀφήκαμε στῆς Κίρκης τὰ παλάτια, ἄκλαυτο κι ἄθαφτο, γιατὶ μᾶς ἔβιαζε ἄλλος μόχτος. Τὸν εἶδα, καὶ δακρύσανε τὰ μάτια μου ἀπ' τὸν πόνο καὶ φώναξά τον, κι εἶπα του μὲ φτερωμένα λόγια· Ἐλπήνορα, πῶς ἔφτασες μὲς στὰ βαθιὰ σκοτάδια πεζός, κι ἐμένα πρόκαμες, ποὺ μὲ καράβι ἐρχόμουν;” Εἶπα, καὶ βαριοστέναξε κι ἀπολογήθη ἐκεῖνος· “Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα, θεοῦ κατάρα, καὶ πιοτὸ περίσσιο μ' ἀφανίσαν· ἀστόχησα, σὰν πλάγιασα στῆς Κίρκης τὰ παλάτια, κι ἀντὶς ξανὰ ἀπ' τήν ἁψηλὴ νὰ κατεβῶ τὴ σκάλα, ἐγὼ μπροστά μου ὁλόϊσα τράβηξα κι ἀπ' τὴ στέγη κάτου ἔπεσα, κι ὁ σβέρκος μου ἔσπασε ἀπ' τὰ σφοντύλια, κι ἀμέσως στοῦ Ἅδη τοὺς βυθοὺς κατέβηκε ἡ ψυχή μου.

Κι ἦρθε σιμὰ τότε ἡ ψυχὴ τῆς πεθαμένης μάνας, τοῦ ἀντρόψυχου τοῦ Αυτόλυκου ἡ θυγατέρα Ἀντίκλεια, ποὺ τὴν ἀφῆκα ζωντανὴ σὰ μίσευα στὴν Τροία.
Τὴν εἶδα ἐγὼ καὶ δάκρυσα, καὶ πόνεσε ἡ καρδιά μου· ὡς τόσο δὲν τὴν ἄφηνα τὸ αἷμα νὰ ζυγώση,
ὅσο πολὺ κι ἂν θλίβομουν, πρὶ μοῦ μιλήση ὁ μάντης.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΛΕΙΑ JAN STYKA

Καὶ τοῦ Θηβαίου ἦρθε σιμὰ ἡ ψυχὴ τοῦ Τειρεσία, καὶ κράταε τὸ χρυσὸ ραβδί· μὲ γνώρισε, καὶ μοῦ 'πε· “Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα, τί ἀφῆκες, ὦ κακόμοιρε, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου κι ἦρθες νὰ δῆς νεκροὺς κι αὐτὸν ἐδῶ, τὸν ἄχαρο τὸν κόσμο ; Φεύγα ἀπ' τὸ λάκκο, μέριασε τὸ κοφτερὸ σπαθί σου, αἷμα νὰ πιῶ, καὶ νὰ σοῦ πῶ κατόπι τὴν ἀλήθεια.”
Εἶπε, κι ἐγὼ τραβήχτηκα, καὶ στὸ φηκάρι χώνω τ' ἀργυροκάρφωτο σπαθί· κι αἷμα σὰν ἤπιε μαῦρο,
ὁ μέγας μάντης λάλησε κι αὐτὰ τὰ λόγια μοῦ 'πε· “Γλυκειὰ πατρίδα μελετᾶς, θεόλαμπρε Ὀδυσσέα·
ὅμως σὲ μάχεται ὁ θεός· θαρρῶ πὼς δὲν ξεφεύγεις τὸν Κοσμοσείστη, ποὺ θυμὸ γιὰ σένα μέσα του ἔχει, καὶ βράζει ἀπὸ τὴ μάνητα, ποὺ τύφλωσες τὸ γιό του.
Μὰ πάλε ὅσα κι ἂν πάθετε, θὰ φτάσετε ἂν θελήσης,νὰ βασταχτῆς, κι ἐσὺ κι αὐτοὶ οἱ συντρόφοι σου, ἅμα πᾶτε στῆς Θρινακίας τὸ νησὶ μὲ τὸ καλόφτιαστό σου καράβι, πίσω ἀφήνοντας τὰ μενεξιὰ πελάγη· θὰ βρῆτε ἐκεῖ νὰ βόσκουνε τὰ πρόβατα καὶ βόδια τοῦ Ἥλιου, ποὺ ἀποπάνωθε βλέπει κι ἀκούει τὰ πάντα.  Αὐτὰ ἂν ἀφήσης ἄβλαβα, κι ἂν θὲς τὸ γυρισμό σου, ὅσο πολλὰ κι ἂν πάθετε πάλε στὸ Θιάκι πᾶτε· μὰ ἂν τὰ πειράξης, πρόσμενε ξολοθρεμὸ στὸ πλοῖο καὶ στοὺς συντρόφους κι ἴδιος σου ἂ σωθῆς, θὰ κακοφτάσης ἀργά, μὲ δίχως σύντροφο, καὶ μὲ καράβι ξένο. Καὶ θά 'βρης μὲς στὸ σπίτι σου μεγάλα κακοπάθια· ἄντρες ἀπόκοτους θὰ βρῆς νὰ καταλοῦν τὸ βιός σου,
μὲ δῶρα τ' ὥριο ταίρι σου νὰ πάρουν πολεμώντας.
Ὅμως γι' αὐτὰ θὰ γδικιωθῆς, σοῦ λέω ἐγώ, σὰ φτάσης· κι ἀφοῦ μὲς στὰ παλάτια σου χαλάσης τοὺς μνηστῆρες, μὲ ἀπάτη ἢ κι ὁλοφάνερα μὲ κοφτερὸ λεπίδι, θὰ σύρης τότε παίρνοντας τὸ δυνατὸ κουπί σου, νὰ πᾶς στὴ χώρα τῶν ἀντρῶν ποὺ θάλασσα δὲν ξέρουν, καὶ ποὺ φαῒ δὲν συνηθοῦν νὰ τρῶνε ἁλατισμένο, καὶ μήτε κοκκινόπλωρα καράβια αὐτοὶ γνωρίζουν, μήτε τὰ δυνατὰ κουπιά, πού 'ναι φτερὰ τῶν πλοίων.
Νά, καὶ σημάδι ξάστερο, ποὺ δὲ θὰ σοῦ ξεφύγη· σὰν ἀνταμώσης ἄλλονε στὸ δρόμο ταξιδιώτη,
καὶ λέει δικράνι πὼς βαστᾶς στὸν ὥριο σου τὸν ὦμο, τότες τὸ δυνατὸ κουπὶ μπῆξε στὴ γῆς, καὶ κάμε
καλόδεχτες θυσίες ἐκεῖ στὸ ρήγα Ποσειδώνα, κριάρι, ταῦρο σφάζοντας, κι ἀγριόχοιρο βαρβάτο·
καὶ γύρνα στὴν πατρίδα σου ἑκατοβοδιὲς νὰ κάμης ἱερὲς γιὰ τοὺς ἀθάνατους ποὺ ὁρίζουνε τὰ οὐράνια, μὲ τὴ σειρὰ τοῦ καθενοῦ· κι ὁ θάνατος θὰ σοῦ 'ρθηὄξω ἀπὸ θάλασσα, ἀλαφρός, καὶ θὰ σε γλυκοπάρη μὲς στὰ καλὰ γεράματα, ποὺ ὁλόγυρα οἱ λαοί σου θὰ χαίρουνται καλοτυχιά. Σοῦ 'πα ὅλη τὴν ἀλήθεια.”
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ Ο ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ALESSANDRO ALLORI (ENΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ "Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ) TOIXOΓΡΑΦΙΑ 1590   Palazzo Salviati ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ

Εἶδα καὶ τοῦ Ἀμφιτρύωνα τὸ ταίρι, τὴν Ἀλκμήνη, ποὺ ὁ Δίας τὴν ἀγκάλιασε, καὶ γέννησε μαζί του
τὸ λιονταρόψυχο Ἡρακλῆ, τῆς λεβεντιᾶς τὸν πύργο· καὶ τὴ Μεγάρα, τοῦ τρανοῦ τοῦ Κρέοντα θυγατέρα, ποὺ τοῦ Ἀμφιτρύωνα τοῦ γιοῦ του ἀδάμαστου ἦταν ταίρι. Τὴ μάνα εἶδα τοῦ Οἰδίποδα, τὴν ὄμορφη Ἐπικάστη, ποὺ ἀνήξερη ἔκαμε φριχτὴ παρανομιά, καὶ δέχτη τὸ γιό της ἄντρα, ποὺ ἔσφαξε τὸν κύρη καὶ τὴν πῆρε, κι οἱ ἀθάνατοι φανέρωσαν τὴν ἀνομιὰ στὸν κόσμο.
ΑΛΚΜΗΝΗ-ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ-ΗΡΑΚΛΗΣ  ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ House of the Vettii ΠΟΜΠΟΙΙΑ

Τη Χλώρη εἶδα τὴν ὅμορφη ποὺ ἕναν καιρὸ ὁ Νηλέας τὴν πῆρε γιὰ τὰ κάλλη της μ' ἀρίφνητά του δῶρα, κόρη στερνὴ τοῦ Ἀμφίονα, τοῦ γιοῦ τοῦ Ἰάσου, πού ἠταν τοῦ Ὀρχομενοῦ τῶν Μινυῶν ρήγας.

Τη Λήδα ἀγναντεψα ὕστερα, τὸ ταίρι τοῦ Τυνδάρου, ποὺ γέννησε δυὸ ἀντρόψυχα παιδιά, τὸν Κάστορα ἕναν τὸν ἀλογάρη, κι ἄλλονε τὸ μέγα Πολυδεύκη, τὸ γροθομάχο· ζωντανοὺς ἡ γῆς ἡ ψυχοδότρα τοὺς ἔχει, καὶ τοὺς τίμησε στὸν κάτω κόσμο ὁ Δίας· μιὰ μέρα ζωντανεύουνε, καὶ μιά 'ναι πεθαμένοι, καθένας μὲ τὴ μέρα του, καὶ σὰν θεοὶ τιμιοῦνται.
ΛΗΔΑ Gustave Moreau   ΜΟΥΣΕΙΟ Gustave Moreau, ΠΑΡΙΣΙ

Τὴ Φαίδρα εἶδα, τὴν Πρόκριδα, τὴν ὄμορφη Ἀριάδνη, κόρη τοῦ Μίνωα τοῦ φριχτοῦ, ποὺ ἕναν καιρὸ ὁ Θησέας ἀπὸ τὴν Κρήτη στὴν ἱερὴ τὴν πῆρε Ἀθήνα, δίχως νὰ τὴ χαρῆ· τὶ ἡ Ἄρτεμη τὴ σκότωσε στῆς Δίας τ' ἀκρόγιαλα, τὴ μαρτυριὰ τοῦ Διόνυσου ἀγρικώντας.
ΑΡΙΑΔΝΗ FREDERICK WATTS 1890 Fogg Art Museum, Cambridge, Massachusetts, USA
 
Κι ὁ Ἀλκίνος πάλι γύρισε καὶ μίλησέ του κι εἶπε·
“Στὰ μάτια μας δὲ φαίνεσαι πλάνος ἐσύ, Ὀδυσσέα, καὶ δολοπλόκος σὰν πολλούς ποὺ ἡ γῆς ἡ μαύρη θρέφει, σκόρπιους παντοῦ, ποὺ ψέματα πλάθουν, καὶ δὲν τὰ νιώθεις.
Ἐσένα ὁ λόγος σου ὄμορφος καὶ ξάστερος ὁ νοῦς σου, καὶ σὰν τραγουδιστὴς ἐσὺ δηγήθηκες μὲ τέχνη τῶν Ἀργιτῶν τὰ βάσανα μαζὶ μὲ τὰ δικά σου.

Ἐδῶ κι ἐκεῖ ἅμα σκόρπισε ἡ σεβάσμια Περσεφόνη τῶ γυναικῶνε τὶς ψυχές, μοῦ ζύγωσεν ἀγνάντια
καὶ στάθη τοῦ Ἀγαμέμνονα ἡ ψυχή, τοῦ γιοῦ τοῦ Ἀτρέα, βαριοθλιμμένη· γύρω του κι οἱ ἄλλοι ὅσοι μαζί του βρήκανε τέλος θλιβερὸ στοῦ Αἰγίστου τὸ παλάτι.
Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα, μήτε στὰ πλοῖα μὲ ρήμαξε ὁ θεὸς ὁ Ποσειδώνας,
κακὴ φουρτούνα στέλνοντας μ' ἀνάποδους ἀνέμους, μήτε στὴ γῆς μὲ χάλασαν ὀχτροί, παρὰ τή μοῖρα
τοῦ Χάρου μοῦ 'φερε ὁ Αἴγιστος μὲ τὴν καταραμένη γυναίκα μου, καὶ μ' ἔκαψε· μὲ κάλεσε σὲ δεῖπνο,
καὶ μ' ἔσφαξε ὅπως σφάζουνε μὲς στὸ παχνὶ τὸ βόδι.
“Λοιπόν, ποτές σου μαλακὸς μὴν εἶσαι στὴ γυναίκα· κι ὅλα ποὺ ξέρεις μὴν τῆς λὲς, παρὰ μονάχα μέρος, καὶ τ' ἄλλα κράτα της κρυφά. Μὰ ὡς τόσο ἐσύ, Ὀδυσσέα, ἀπ' τὴ γυναίκα σου κακὸ νὰ πάθης μὴ φοβᾶσαι· γιατ' εἶναι ἐκείνη γνωστικιά, κι ἔχει μεγάλες χάρες, ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη, τοῦ Ἰκάριου ἡ θυγατέρα.
Νιόνυφη, ἀλήθεια, τότε ἐμεῖς τὴν εἴχαμε ἀφησμένη, ποὺ βγήκαμε στὸν πόλεμο, κι εἶχε μωρὸ στὴ ρώγα.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ 1968

Καὶ τότε πρόβαλε ἡ ψυχὴ τοῦ Ἀχιλλέα μπροστά μου, κι ὁ Πάτροκλος κι ὁ δοξαστὸς Ἀρχίλοχος μαζί του, κι ὁ Αἴαντας, ποὺ στὸ κορμὶ ἦταν πρῶτος καὶ στὴν ὄψη ἀπὸ τοὺς ἄλλους Δαναούς, ἐξὸν τὸν Ἀχιλλέα.
Καὶ τοῦ γοργόποδου ἡ ψυχὴ γιοῦ τοῦ Πηλέα ποὺ μ' εἶδε, μὲ γνώρισε, καὶ κλαίγοντας αὐτὰ τὰ λόγια μοῦ εἶπε· “Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα, τί κάμωμα πιὸ φοβερὸ θὰ σοφιστῆς ἀκόμα ; Πῶς κότησες νὰ κατεβῆς στὸν Ἅδη ποὺ φωλιάζουν κούφιοι νεκροὶ φαντάσματα θνητῶν ἀποσταμένων ;”
 “Περίλαμπρε Ὀδυσσέα, τὸ θάνατο μὴ μοῦ ζητᾶς μὲ λόγια νὰ γλυκάνης.
Κάλλιο στὴ γῆς νὰ βρίσκομουν, κι ἂς δούλευα σὲ ἀνθρώπου μικροῦ, μὲ δίχως βιὸς πολύ, παρὰ στὸν Ἅδη νὰ εἶμαι, καὶ βασιλέας νὰ λέγουμαι τῶν πεθαμένων ὅλων.
Ὡς τόσο γιὰ τὸν ἄξιο μου τὸ γιὸ δυὸ λόγια πές μου, ἂ βγῆκε αὐτὸς στὸν πόλεμο πρῶτος γιὰ νά 'ναι, ἢ ὄχι.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΘΡΗΝΕΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΚΛΟΥ 1855 NIKOLAI GE

Μονο ἡ ψυχὴ τοῦ Αἴαντα, τοῦ γιοῦ τοῦ Τελαμώνα, στεκότανε παράμερα, μ' ἐμένα χολιασμένη, ποὺ νίκησα στὰ πλοῖα κοντὰ στὴν κρίση ποὺ εἶχε στήσει γιὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ' ἄρματα ἡ σεβαστή του ἡ μάνα,[ κι οἱ Τρωαδῖτες κρίνανε μαζὶ μὲ τὴν Παλλάδα ].
Μακάρι νὰ μὴν κέρδιζα, τότες, τέτοιο βραβεῖο, τὶ ἐκεῖνα τ' ἄρματα ἔχωσαν στὴ γῆς τέτοιο λεβέντη,
τὸν Αἴαντα, ποὺ σ' ὀμορφιὰ καὶ σ' ἔργα ξεπερνοῦσε τοὺς ἄλλους Δαναούς, ἐξὸν τὸ δοξαστὸ Ἀχιλλέα.
Σ' ἐκεῖνον τότες δυὸ γλυκὰ γύρισα κι εἶπα λόγια· “Αἴαντα, τοῦ μεγάλου γιὲ τοῦ Τελαμώνα, ἀλήθεια,
μήτε νεκρὸς δὲ μοῦ ἔμελλες τὸ χόλιασμα ν' ἀφήσης γιὰ τ' ἄρματα ποὺ κέρδισα, τ' ἀναθεματισμένα ;
Εἶπα, κι αὐτὸς ἀπάντηση δὲ μοῦ 'δωκε, μόν' πῆγε Ἔρεβος μὲ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων πεθαμένων.
ΑΙΑΝΤΑΣ      LE GRENIER DE CLIO

Κι εἶδα τὸ Μίνωα, τὸ λαμπρὸ τοῦ Δία τὸ γιό, ποὺ κράτα χρυσὸ ραβδί, καὶ κάθονταν κριτὴς τῶν πεθαμένων· ἄλλοι ὄρθιοι κι ἄλλοι καθιστοὶ μπροστὰ στὸ βασιλέα μὲς στοῦ Ἅδη τοῦ πλατύθυρου κρινόνταν τὰ παλάτια.

Κατόπι τὸν Ὠρίωνα ξάνοιξα τὸ γιγάντιο, στὸν κάμπο τῶν ἀσφόδελων τ' ἀγρίμια νὰ σωριάζη ποὺ ἀπάνω στὰ ἔρημα βουνὰ τά 'χε σκοτώσει ὁ ἴδιος, ράβδα στὰ χέρια ὁλόχαλκη κι ἀνέσπαστη κρατώντας.
Η ΘΕΑ ΑΡΤΕΜΙΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΩΡΙΩΝΑ SEITER DANIEL 1685

Κι ἀκόμα εἶδα τὸν Τάνταλο, βαριὰ τυραννισμένο· ὡς τὸ πηγούνι στέκονταν μὲς στὰ νερὰ τῆς λίμνης,
διψοῦσε, καὶ μήτε σταλιὰ νὰ πάρη δὲ δυνόταν· μόνε, ἅμα ὁ γέρος ἔσκυβε νὰ πιῆ νὰ ξεδιψάση,
κάτου ρουφιόταν τὸ νερὸ κι ἔφευγε, καὶ στὰ πόδια γύρω φαινόταν μαύρη γῆς, ξερόκαυτη ἀπ' τὴ μοῖρα.
Ο ΤΑΝΤΑΛΟΣ  GIOACCHINO ASSERETO 1630-1640

Κι ἀκόμα εἶδα τὸ Σίσυφο φριχτὰ βασανισμένο· κοτρώνα αὐτὸς θεόρατη καὶ μὲ τὰ δυὸ βαστοῦσε, καὶ στυλωμένος ἔσπρωχνε, μὲ πόδια καὶ μὲ χέρια, τὴν πέτρα ἀπάνω στὸ βουνό· κι ὅτι ἔκανε νὰ φτάση,
καὶ νὰ περάση ἀπ' τὴν κορφή, τὸν ἔπαιρνε τὸ βάρος καὶ πρὸς τὸν κάμπο ἀνήλεη κατρακυλοῦσε ἡ πέτρα.
ΣΙΣΥΦΟΣ  TITIEN  1549 Museo del Prado ΜΑΔΡΙΤΗ

Κι εἶδα τὸ δυνατὸ Ἡρακλῆ, καὶ μόνο φάντασμα ἦταν, τὶ ἀτός του ζῆ καὶ χαίρεται μὲ τοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλὐμπου, καὶ τὸν κερνᾶ ἡ ὡριόφτερνη στὰ φαγοπότια του Ἥβη, τοῦ Δία ἡ κόρη τοῦ τρανοῦ καὶ τῆς πανώριας Ἥρας.
Μόλις μ' ἀγνάντεψε κι εὐτὺς μὲ γνώρισε ποιὸς ἤμουν, καὶ κλαίγοντας μοῦ μίλησε μὲ λόγια φτερωμένα· “Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα, κακὴ κι ἐσένα, ὦ δύστυχε, σὲ κατατρέχει μοῖρα, αὐτὴ ποὺ τράβηξα κι ἐγὼ κάτω ἀπ' τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Τοῦ Δία κι ἂν ἤμουνα παιδί, μὰ ἀρίθμητα εἶχα πάθια, γιατ' ἤμουν δοῦλος σὲ ἄνθρωπο πολὺ κατώτερό μου,
καὶ ἀγῶνες μοῦ 'βαζε βαριούς, καὶ μ' ἔστειλε νὰ φέρω τὸ σκύλο κάποτε ἀποδῶ, θαρρώντας πὼς δὲν μπόρειε ἄλλο βαρύτερο ἀπ' αὐτὸν ἀγώνα νὰ μοῦ βάλη. Τὸν πῆρα καὶ τοῦ ἀνέβασα τὸ σκύλο ἀπὸ τὸν Ἅδη· μὰ μὲ βοήθησε ὁ Ἑρμῆς κι ἡ Ἀθηνᾶ ἡ Παλλάδα.”
ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ Ο ΚΕΡΒΕΡΟΣ Peter Paul Rubens ΜΑΔΡΙΤΗ  ΕΘΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Καὶ τοὺς παλιοὺς θ' ἀντάμωνα τοὺς ἄντρες ποὺ ποθοῦσα, [ τῶν θεῶν τὰ δοξαστὰ παιδιὰ, Θησέα καὶ Πειρίθο ], μὰ πλῆθος ἄπειρο οἱ νεκροὶ συνάζονταν, καὶ βγάζαν ἄγριον ἀχό· κι ἐμένα εὐτὺς χλωμὸς μὲ πῆρε φόβος, μὴν ἀπ' τὸν Ἅδη ἡ θεϊκιὰ μοῦ στείλη ἡ Περσεφόνη τῆς τερατόμορφης Γοργῶς τὸ φοβερὸ κεφάλι.
Στὸ πλοῖο τότες κίνησα, καὶ τῶ συντρόφων εἶπα ν' ἀνέβουν, τὰ πρυμόσκοινα νὰ λύσουν κι αὐτοὶ μέσα μπῆκαν, στοὺς πάγκους κάθισαν, καὶ τὸ καράβι πῆρε τοῦ ποταμοῦ τοῦ Ὠκεανοῦ τὸ ρέμα κάτου, πρῶτα
μὲ τὰ κουπιά μας, κι ὕστερα πάλε μὲ πρύμο ἀγέρι.





 

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

ΡΑΨΩΔΙΑ  κ  Τὰ περὶ Αἰόλου καὶ Λαιστρυγόνων καὶ Κίρκης.

ΑΙΟΛΟΣ ALEXANDER  JACOFLEFF

Στῆς Αἰολίας τὸ νησὶ τότε ἤρθαμε, ποῦ ζοῦσε τοῦ Ἱππότη ὁ γιὸς ὁ Αἴολος, τῶν θεῶν ἀγαπημένος·
νησὶ πλεούμενο· χαλκὸς τειχὶ τὸ περιζώνει, γερὸ σὲ ὀρθὰ καὶ γλιστερὰ θεμελιωμένο βράχια.
Καὶ δώδεκα εἶχε αὐτὸς παιδιὰ μὲς στ' ὥριο του παλάτι, ἕξη κοπέλλες, κι ἕξη γιοὺς, τῆς ὥρας παλληκάρια.
Στὶς ἕξη θυγατέρες του δίνει γαμπροὺς τοὺς γιούς του, ποὺ ζοῦνε μὲ τὸν κύρη τους καὶ μὲ τὴν ἄξια μάνα, καὶ μύρια χαίρουνται μαζὶ πιοτὰ καὶ καλοφάγια. Ὁλήμερα γεμάτο ἀχὸ καὶ τσίκνα τὸ παλάτι,
κι ὁλονυχτὶς πλαγιάζουνε μὲ τὰ καλά τους ταίρια, πάνω σὲ μαλακὰ χαλιὰ καὶ σκαλιστὰ κρεβάτια.
Σ' αὐτῶν τὴ χώρα φτάσαμε καὶ τὰ λαμπρὰ παλάτια.
Μήνα μὲ ξενοφίλευαν καὶ καθετὶς ρωτοῦσαν, γιὰ τὸ Ἴλιο, γιὰ τοὺς Ἀχαιοὺς, τὰ πλοῖα, τὸ γυρισμό τους· κι ἐγὼ τοῦ τὰ δηγόμουνα μὲ τὴ σειρά καθένα.
Μὰ σὰν τοῦ ζήτησα κι ἐγὼ νὰ μὲ ξεπροβοδώση, ὄχι δὲν εἶπε, μόν' καλὴ προβόδωση μοῦ κάνει.
Ἔγδαρε βόδι ἐννιάχρονο, καὶ μοῦ 'δωσε τ' ἀσκί του μὲ κάθε ἀνέμου βουητεροῦ φυσήματα γεμάτο·
τὶ ὁ γιὸς τοῦ Κρόνου φύλακα τὸν εἶχε τῶν ἀνέμων, νὰ παύη ἢ νὰ σηκώνη αὐτὸς ὅποιον ἀγέρα θέλει.
Καὶ μ' ἀσημένιο τό 'δεσε μὲς στὸ καράβι νῆμα, ποὺ μήτε λίγο φύσημα ἀπεκεῖ νὰ μὴν ξεφεύγη·
καὶ μοῦ ἔβγαλε τὸ Ζέφυρο γιὰ νὰ καταβοδώση κι ἐμᾶς καῖ τᾶ καράβια μας· μὰ ὁ δρόμος νὰ τελειώση
δὲν ἔμελλε· τὶ ἀπ' ἀγνωσιὰ χαθήκαμε δική μας·
Μέρες ἐννιὰ ἀρμενίζαμε μερονυχτίς· στὶς δέκα ἀρχίζει πιὰ καὶ φαίνουνταν ἡ γῆς ἡ πατρική μου, καὶ τὶς φωτιὲς ξανοίγαμε ποὺ καῖγαν ἀντικρύ μας.
Τότες ἐγὼ γλυκόπεσα στὸν ὕπνο ἀποσταμένος, ποὺ κανενὸς δὲν ἄφηνα τοῦ καραβιοῦ τὴ σκότα,
μόνε ἴδιος μου τὴν κράταγα, πιὸ γλήγορα νὰ 'ρθοῦμε· κι ὅλοι οἱ συντρόφοι μου ἀρχινοῦν κι ἀναμεσά τους κρένουν, πὼς τάχα μάλαμα ἔφερνα κι ἀσημικὸ μαζί μου, τοῦ Αἰόλου τοῦ τρανόκαρδου τοῦ γιοῦ τοῦ Ἱππότη δῶρο.

 Ο ΑΙΟΛΟΣ ΔΙΝΕΙ  ΤΟ ΑΣΚΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΕΡΗΔΕΣ ΣΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ   Isaac Moillon  ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΣΣΕ   LA VILLE DU MANS FRANCE
...........
“Πῶς ἦρθες ; τί κακοτυχιὰ σὲ βρῆκε, ὦ Ὀδυσσέα ; Πρόθυμα ἐμεῖς σὲ στείλαμε στῆς γῆς σου τὰ λημέρια, καὶ στὰ παλάτια, κι ὅπου ἀλλοῦ λαχτάραγε ἡ καρδιά σου.” Εἶπαν κι ἐγὼ ἀποκρίθηκα μὲ τὴν ψυχὴ θλιμμένη·
“Κακοὶ συντρόφοι μ' ἔβλαψαν, κι ὕπνος σκληρὸς ἀντάμα· μὰ ἐσεῖς ποὺ δύναμη ἔχετε, γλυτῶστε μας, ὦ φίλοι.”Μὲ τέτοια λόγια μαλακὰ τοὺς μίλησα, μὰ ἐκεῖνοι ἄλαλοι μείνανε ὅλοι τους, κι ἀπάντησε ὁ πατέρας·  “Γκρεμίσου, κακορίζικε, μεμιὰς ἀπ' τὸ νησί μου· καλὸ δὲν τό 'χω νὰ δεχτῶ καὶ νὰ ξεπροβοδώσω ἄνθρωπο ποὺ οἱ μακαριστοὶ θεοὶ τὸν κατατρέχουν. Γκρεμίσου, τὶ θεῶν ὀργὴ σ' ἔχει ὡς ἐδῶ σταλμένο,”  Εἶπε, καὶ μ' ἔδιωξε ἀπ' ἐκεῖ κι ἐγὼ βαριοθλιβόμουν.
Καὶ βγήκαμε ἀρμενίζοντας μὲ τὴν καρδιὰ καημένη. Καὶ μὲ σκιαγμένο οἱ ἄντρες νοῦ βαριὰ λαμνοκοποῦσαν, τοῦ κάκου, τὶ δὲ φαίνονταν τοῦ γυρισμοῦ ἡ ἐλπίδα.
Ἓξ μέρες ἀρμενίζαμε νύχτα καὶ μέρα τὸ ἴδιο, στὶς ἑφτὰ μέρες φτάνουμε στῆς Λάμος τ' ὥριο κάστρο,
στὴν ἁψηλὴ Τηλέπυλο, τῶ Λαιστρυγόνων χώρα, ποὺ βοσκὸς μπαίνει καὶ βοσκὸ ποὺ βγαίνει συντυχαίνει.
ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΕΣ JAN STYKA

Κόρη ἀνταμώνουν ποὺ ἔπαιρνε νερὸ ἀπ' τὴ χώρα ἀπόξω, τοῦ Λαιστρυγόνα βασιλιᾶ τὴ ζουλεμένη κόρη.
Στὴν Ἀρτακία κατέβαινε, τὴν κρουσταλλένια βρύση, πού φέρνανε ἀπ' ἐκεῖ νερὸ στὴ χώρα· αὐτοῦ σταθῆκαν, τῆς μίλησαν, καὶ ρώτηξαν ποιὸς νά 'τανε τοῦ τόπου ὁ βασιλιάς, καὶ τάχα ποιούς ὅριζε αὐτὸς ἀνθρώπους.
Κι ἐκείνη εὐτὺς τοὺς ἔδειξε τὰ σπίτια τοῦ γονιοῦ της. Καὶ βρῆκαν τὴ γυναίκα του μὲς στὰ τρανὰ παλάτια, σὰν κορφοβούνι θεόρατη, κι ἡ ὄψη της τρομάρα.
Φωνάζει αὐτὴ ἀπ' τὴν ἀγορὰ μεμιὰς τὸν Ἀντιφάτη, τὸν ἄντρα της, κι αὐτὸς φριχτὸ ξολοθρεμὸ ποθώντας, ἁρπάζει κάνει δεῖπνο του τὸν ἕν' ἀπ' τοὺς συντρόφους.
Οἱ ἄλλοι οἱ δυὸ πετάχτηκαν καὶ δρόμο στὰ καράβια. Τότες ἐκεῖνος χούγιαξε στὴ χώρα, κι οἱ ἀντρειωμένοι οἱ Λαιστρυγόνες χούμιξαν ὁλοῦθε σὰν ἀκοῦσαν, ἀρίθμητοι, καὶ μοιάζανε Γίγαντες, κι ὄχι ἀνθρῶποι.
Πέτρες, ἑνὸς ἀντρὸς φορτιὸ τὴν καθεμιά, τινάζαν ἀπὸ τὰ βράχια, κι ἔφερναν ἀχὸ στὰ πλοῖα μεγάλο,τὶ οἱ ναῦτες ξολοθρεύονταν καὶ τὰ καράβια σπάζαν. Σὰν ψάρια τοὺς καμάκιζαν κι ἄθλιο φαγὶ τοὺς κάναν
.
ΟΙ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΥΝ ΤΑ ΠΛΟΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ  ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ ΡΩΜΗ

Καὶ πλέγαμε βαριόψυχοι, ποὺ ἂν κι ἤμαστε σωσμένοι τόσους συντρόφους χάσαμε καλοὺς κι ἀγαπημένους. Στὴν Αἴα τότες ἤρθαμε, νησὶ ποὺ κατοικοῦσε ἡ Κίρκη, ἡ ὡριόμαλλη θεά, κι ἡ ἀνθρωπολαλοῦσα, τοῦ Αἰήτη τοῦ κακόβουλου ἡ φοβερή αὐταδέρφη.
Γονιοί τους καὶ τῶν δυονῶν ὁ φωτιστής ὁ Ἥλιος κι ἡ Πέρση, ποὺ τοῦ Ὠκεανοῦ παινιόταν θυγατέρα.

Βγήκαμε τότες μείναμε δυὸ μέρες καὶ δυὸ νύχτες, τὶ ὁ ἀποσταμὸς τὴν ἔτρωγε κι ὁ πόνος τὴν καρδιά μας. Τὴν τρίτη σὰ μᾶς ἔφερε τὴ μέρα ἡ χρυσαυγούλα, πῆρα τὸ κοφτερὸ σπαθὶ καὶ τὸ κοντάρι τότες,
κι ἀπ' τὸ καράβι κίνησα κι ἀνέβηκα τ' ἁψήλου, ἴσως κι ἀνθρώπων ἔργα ἰδῶ κι ἀκούσω τὴ λαλιά τους.
Σὲ βράχου στάθηκα κορφή, κι ἀγνάντια μου τηρώντας, ἀπ' τὴν ἁπλόχωρη τὴ γῆς καπνὸ θωρῶ καὶ βγαίνει, μέσ' ἀπ' τὰ δάση τὰ πυκνά, στῆς Κίρκης τὰ παλάτια.
Τότ' ἐγὼ χώρισα σὲ δυὸ παρέες τοὺς συντρόφους, καὶ δυὸ τούς ἔβαλ' ἀρχηγούς· ἐγὼ στὴ μιὰ παρέα,
καὶ τὸ θεόμοιαστο ὅρισα Εὐρύλοχο στὴν ἄλλη.
Μέσα σὲ κράνος χάλκινο τινάξαμε τοὺς κλήρους, κι ὁ κλῆρος τοῦ τρανόψυχου τοῦ Εὐρύλοχου πετιέται.
Κίνησε αὐτὸς μὲ εἰκοσιδυὸ συντρόφους, ποὺ ὅλοι κλαῖγαν, κι ἐμεῖς ποὺ πίσω μείναμε θρηνούσαμε τὸ ἴδιο.
Στῆς ὡριοπλέξουδης θεᾶς τὰ ξώθυρα καθίζουν, κι ἀκοῦν τὴν Κίρκη μέσαθε ποὺ γλυκοτραγουδοῦσε,
μεγάλο φαίνοντας πανὶ κι ἀχάλαστο, σὰν πού 'ναι τῶν θεῶν τὰ ἔργα τὰ ψιλὰ καὶ τὰ λαμπρὰ καὶ τὰ ὥρια, Τότ' ὁ Πολίτης ὁ ἀρχηγός, ποὺ ἀπ' ὅλους τοὺς συντρόφους  μοῦ 'τανε φίλος πιὸ πιστός, γυρίζει καὶ τοὺς κρένει·
“Παιδιά, πανὶ ἐκεῖ φαίνοντας κάποια θεὰ ἢ γυναίκα μὲ γλύκα τραγουδάει πολλή, κι ἀχολογάει ὁ πύργος. Ἂς τῆς φωνάξουμε.” Κι αὐτοὶ τῆς φώναξαν ν' ἀκούση.

Καὶ σὰν τοὺς κέρασε, κι αὐτοὶ σὰν ἤπιαν, τότ' ἐκείνη χτυπώντας τους μὲ τὸ ραβδὶ τοὺς κλεῖ στὶς χοιρομάντρες· κι ἄξαφνα χοίρου κάνουνε φωνή, κορμί, κεφάλι καὶ τρίχες, καὶ μονάχα ὁ νοῦς τοὺς ἔμενε σὰν πρῶτα. Ἐκεῖ κλεισμένοι κλαίγανε, καὶ γιὰ νὰ φᾶνε ἡ Κίρκη τοὺς ἔρριχνε πρινόκαρπους, ἀκράνια, βαλανίδια, ποὺ οἱ χοῖροι οἱ χαμοκύλητοι νὰ τρῶνε συνηθᾶνε.
Η ΚΙΡΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑΣ Briton-Rivière ILLUSTRATION 1892
Τότες ὁ Εὐρύλοχος γυρνάει στὸ μελανὸ καράβι, νὰ πῆ τὴν ἔρμη συφορὰ ποὺ βρῆκε τοὺς συντρόφους.
Μὰ ὁ πόνος τὸν συνέπνιγε, καὶ λόγο δὲ δυνόταν νὰ βγάλη, παρὰ γέμιζαν τὰ μάτια του ἀπὸ δάκρυα,
κι ὁ νοῦς του ἄλλο δὲν ἤξερε παρὰ τὸ μοιρολόγι.

Εἶπα, κι ἀπ' τὸ καράβι εὐτὺς κι ἀπ' τὸ γιαλὸ ἀνεβαίνω. Κι ὅτι ἔμπαινα μὲς στὸ ἱερὸ λαγκάδι, καὶ νὰ φτάσω στοὺς τρανοὺς πύργους κόντευα τῆς μάγισσας τῆς Κίρκης, πηγαίνοντας μ' ἀντάμωσε ὁ Ἑρμῆς ὁ χρυσοράβδης, μοιάζοντας νέο ποὺ ἀρχίζανε τὰ γένεια του νὰ δρώνουν, ποὺ τότες δὰ καὶ φαίνεται χαριτωμένη ἡ νιότη. Κι ἐκεῖνος μὲ χερόπιασε, καὶ φώναξέ με κι εἶπε· “Τί πάλε μέσα στὰ βουνὰ μόνος γυρνᾶς, καημένε, τοῦ τόπου ἀνήξερος; Ἐκεῖ, μὲς στοὺς βαθιοὺς κρυψῶνες,
τῆς Κίρκης, οἱ συντρόφοι σου σὰ χοῖροι εἶναι κλεισμένοι.
Μὰ δὲ θὰ ξαναβγῆς, θαρρῶ, παρὰ κι ἐσὺ θὰ μείνης.
Ἐγὼ ὅμως θέλω ἀπὸ κακὸ νὰ σὲ γλυτώσω τέτοιο. Νά· ἔμπα μ' ἐτοῦτο τὸ καλὸ βοτάνι στὰ παλάτια
τῆς Κίρκης, κι ἀπὸ τὴν κακὴ θὰ σὲ φυλάη τὴν ὥρα.
Ὅλες τὶς μαῦρες τέχνες της θὰ σοῦ τὶς πῶ ἐγὼ τώρα. Χυλὸ θὰ φτιάξη, καὶ κακὸ βοτάνι θὰ τοῦ σμίξη,
μὰ τὸ καλὸ βοτάνι ποὺ σοῦ δίνω, δὲ θ' ἀφήση νὰ πιάσουνε τὰ μάγια της· τώρ' ἂς σοῦ πῶ καὶ τ' ἄλλα.
 
 
CASTIGLIONE, Giovanni Benedetto Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΚΙΡΚΗ Museo Poldi Pezzoli ΜΙΛΑΝΟ

Ἅμα ἔρθη ἡ Κίρκη μὲ μακρὺ ραβδὶ νὰ σὲ βαρέση, ἀπ' τὸ πλευρό σου τράβα ἐσὺ τὸ κοφτερὸ σπαθί σου, καὶ ρίξου της σὰ νὰ ζητᾶς μ' αὐτὸ νὰ τὴ σπαράξης,
Θὰ φοβηθῆ, καὶ θὰ σοῦ πῆ μαζί της νὰ πλαγιάσης.
Τότες ἐσὺ μὴν ἀρνηθῆς μὲ τὴ θεὰ νὰ σμίξης, κι ἔτσι νὰ σὲ καλονοιαστῆ, νὰ λύση καὶ τοὺς ἄλλους.
Μὰ πρῶτα ἂς κάμη τῶν θεῶν τὸν ὅρκο τὸ μεγάλο, πὼς δὲ θὰ βάλη ἄλλο κακὸ στὸ νοῦ της, νὰ μὴν τύχη κι ἄμα σὲ δῆ γυμνό, ἀντρειὰ καὶ δύναμη σοῦ πάρη.”

Εἶπε, καὶ τράβηξε ἀπ' τὴ γῆς ὁ Ἀργοφονιὰς βοτάνι καὶ δίνοντάς το μοῦ 'δειξε τὸ κάθε φυσικό του.
Ἡ ρίζα του κατάμαυρη, τὸ λούλουδο σὰ γάλα, μῶλυ τὸ λὲν οἱ ἀθάνατοι, καὶ δὲν τὸ ξερριζώνει
ἄνθρωπος εὔκολα· οἱ θεοὶ μποροῦν ὅμως τὰ πάντα.

Ο ΕΡΜΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ  Alessandro Allori 1580
Ἀλήθεια ὁ πολυσόφιστος ἐσὺ Ὀδυσσέας θά 'σαι, ποὺ ὁ χρυσοράβδης πάντα Ἑρμῆς μοῦ τό 'λεγε πὼς θά 'ρθη, ἀπὸ τὴν Τροία γυρίζοντας μὲ τὸ γοργὸ καράβι.
Μὲς στὸ φηκάρι τὸ σπαθὶ ξανάβαλέ μου, κι ἔλα νὰ πᾶμε στὸ κρεβάτι μου μαζὶ ν' ἀγκαλιαστοῦμε, καὶ στῆς ἀγάπης τὰ φιλιὰ νὰ βροῦμε μπιστοσύνη.”
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΙΡΚΗ PELLEGRINO TIBALDI  1554 PALAZZI POGGI BOLOGNA


Στάθηκε ὀμπρός μου ἡ τρίχαρη θεὰ καὶ μοῦ 'πε τότες·
“Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα, μὴν κλαῖτε καὶ μὴ δέρνεστε· κι ἐγὼ τὸ ξέρω πόσα
μέσα στὶς ἄγριες θάλασσες παθήματα σας ἦρθαν, καὶ πόσα βάσανα στὴ γῆς ἀπὸ ἄδικους ἀνθρώπους.
Ἐλᾶτε τώρα στὸ φαῒ καὶ στὸ κρασὶ καθίστε, ὥσπου νὰ ψυχοπιάσουνε τὰ σπλάχνα σας, καὶ νά 'στε
σὰν τότες ποὺ τ' ἀφήσατε τὸ πετρωτό σας Θιάκι, κι ὄχι σὰν τώρα μισεροὶ καὶ παραπονεμένοι,
ποὺ ὅλο θυμᾶστε τ' ἄπειρα φριχτὰ πλανέματά σας, κι ὁ νοῦς σας ἀπὸ τὰ πολλὰ δεινὰ χαρὰ δὲν ξέρει.”

Αὐτά εἰπε, κι ἡ λεβέντικη, τὴν ἄκουσε ἡ ψυχή μας.
Καὶ μείναμε γλεντίζοντας ὁλάκερο ἕνα χρόνο μὲ τὰ περίσσια κρέατα καὶ τὸ γλυκὸ κρασί της.
Μὰ ὁ χρόνος σάνε γύρισε μὲ τῶ μηνῶν τὸ διάβα, κι οἱ μέρες μεγαλώνανε, τότε οἱ καλοὶ συντρόφοι
μὲ πήρανε παράμερα καὶ μίλησαν καὶ μοῦ 'παν·“Καιρὸς πιὰ τὴν πατρίδα μας νὰ θυμηθῆς, καημένε,
γραφτό σου ἂν εἶναι νὰ σωθῆς καὶ ν' ἀξιωθῆς νᾶ φτάσης στὸ σπίτι σου τ' ὡριόχτιστο, στὴν πατρική σου χώρα.”

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ Wilhelm Shumbert van Ehrenberg 1668

 
Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα, δὲ θέλω πιὰ νὰ μένετε μὲ τὸ στανιὸ κοντά μου.
Ὅμως κι ἕν' ἄλλο πρῶτα ἐσεῖς θὰ κάμετε ταξίδι·  στῆς Περσεφόνης τῆς σκληρῆς καὶ στοῦ Ἅδη τὰ λημέρια θὰ πᾶτε, τὰ μελλούμενα ν' ἀκοῦστε ἀπ' τὸ Θηβαῖο τὸν Τειρεσία, τὸν τυφλὸ μάντη ποὺ ὁ νοῦς του ἀκόμα κρατιέται, τὶ κι ἂν πέθανε, τὴ γνώση ἡ Περσεφόνη τοῦ φύλαξε, καὶ δὲ γυρνάει σὰν ἴσκιος μὲ τοὺς ἄλλους.”
Αὐτὰ σὰν εἶπε, ἐμένανε ραγίστηκε ἡ καρδιά μου· καὶ στὸ κλινάρι κάθισα καὶ τό 'ριξα στὸ κλάμα,
καὶ μήτε ζωὴ μήτε ἥλιου φῶς δὲν ἤθελε ἡ ψυχή μου,
Μὰ σὰ χαμοκυλίστηκα καὶ χόρτασα τὸ κλάμα, πάλε τῆς ξαναμίλησα καὶ ρώτηξά την κι εἶπα·
 “Καὶ ποιὸς τὸ δρόμο αὑτὸ θὰ ρθῆ καὶ θὰ μᾶς δείξη, ὦ Κίρκη ;
Δὲν πῆγε μὲ πλεούμενο κανεὶς στὸν Ἅδη ἀκόμα.” Αὐτὰ εἶπα, κι ἡ πανέμορφη θεὰ μοῦ ἀπολογιέται·
“Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα, γιὰ ὁδηγητὴ μὴ νοιάζεσαι τοῦ μαύρου καραβιοῦ σου· στῆσ' τὸ κατάρτι, τέντωσε τ' ἄσπρα πανιά, καὶ κάθου·
θὰ σοῦ φυσήξη μιὰ ὁ Βοριᾶς, κι ἐκεῖ τὸ πλοῖο θὰ φέρη,
Μὰ τὸ βαθὺ καθὼς διαβῆς Ὠκεανὸ καὶ φτάσης στὸν ἄγριον ὄχτο καὶ στ' ἀχνὰ τῆς Περσεφόνης δάσια,
μὲ τὶς ἰτιὲς τὶς ἄκαρπες καὶ τὶς ψηλὲς τὶς λεῦκες,  ἄραξ' ἐκεῖ τὸ πλοῖο σου στοῦ Ὠκεανοῦ τὴν ἄκρη,
καὶ στοῦ Ἅδη κίνησε νὰ πᾶς τ' ἀραχνιασμένο σπίτι,
Ἐκεῖ ὁ Πυριφλεγέθοντας στοῦ Ἀχέροντα τὸ ρέμα κυλιέται μὲ τὸν Κωκυτὸ ποὺ πέφτει ἀπὸ τὴ Στύγα,
κι ὁ βράχος ποὺ βαρύβροντα τὰ δυὸ ποτάμια σμίγουν. Σὰ φτάσης, ὦ ἥρωα, κοντὰ στὸν τόπο ποὺ ἱστορῶ σου, σκάψε ὡς μιὰ πήχη λάκκο ἐκεῖ τοῦ μάκρου καὶ τοῦ πλάτου
καὶ χῦσε ὁλόγυρα σταλιὲς στοὺς πεθαμένους ὅλους, πρῶτα μελόνερο, ὕστερα γλυκὸ κρασί, καὶ τρίτο
πάλε νερό· καὶ μὲ λευκὸ πασπάλιζέ τα ἀλεύρι·  καὶ λέγοντας πολλὲς εὐκὲς στ' ἀδύναμα κεφάλια
των πεθαμένων, τάξε τους πὼς ἅμα ἐρθῆς στὸ Θιάκι στείρα δαμάλα διαλεχτὴ στὸν πύργο σου θὰ σφάξης, καὶ πὼς θ' ἀνάψης τους πυρὰ γεμάτη ὡραῖα δῶρα, καὶ χώρια ἀρνὶ κατάμαυρο τοῦ Τειρεσία θὰ κόψης,

Αὐτὰ εἶπε, κι ἡ χρυσόθρονη σὰν πρόβαλε ἡ Αὐγούλα, μὲ πῆρε καὶ μὲ φόρεσε χιτώνα καὶ χλαμύδα·
κι ἴδια της φόρεμα ἔβαλε περίλαμπρο, μεγάλο, ψιλόφαντο καὶ λιμπιστό· κατόπι ὡριὸ ζουνάρι
ὁλόχρυσο στὴ μέση της, καὶ σκέπη στὸ κεφάλι,
Μὰ κι ἀποκεῖθε ἀπείραχτους δὲν πῆρα τοὺς συντρόφους· κάποιος, ὁ Ἐλπήνορας, μικρός, κι ὄχι ἄντρας στοὺς πολέμους, μήτε καὶ στὰ μυαλὰ γερός, παράμερα ἀπ' τοὺς ἄλλους εἶχε πλαγιάσει στὴ σκεπὴ τῶν παλατιῶν τῆς Κίρκης, δροσιὰ νὰ βρῆ μὲ τοῦ κρασιοῦ τὸ βάρος ζαλισμένος. Μὰ ἀκούγοντας τὸ σάλαγο ποὺ φεύγανε οἱ συντρόφοι, πετιέται ἀπάνω· ἀστόχησε νὰ κατεβῆ ἀπ' τὴ σκάλα ξανὰ τὴν ἁψηλή, κι ὀμπρὸς ἴσια τραβώντας πέφτει ἀπὸ τὴ στέγη· ὁ σβέρκος του ἔσπασε ἀπ' τὰ σφοντύλια, κι ἀμέσως στοῦ Ἅδη τοὺς βυθοὺς κατέβηκε ἡ ψυχή του.



Σὰν ἤρθαμε στ' ἀκρόγιαλο καὶ στὸ γοργὸ καράβι, βαριοθλιμμένοι, καὶ πικρὰ χύνοντας δάκρυα ἀκόμα, 
στὸ μαυροκάραβο ἔρχεται καὶ κριάρι δένει ἡ Κίρκη, μὲ προβατίνα ὁλόμαυρη, κι ἀγνώριστη διαβαίνει. Καὶ ποιός ἀγνάντεψε θεὸ χωρὶς αὐτὸς νὰ θέλη, γιά κατεδῶθε ξεκινάει, γιά κατακεῖθε φεύγει;
ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ  Edward Burne-Jones
 

 

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

ΡΑΨ.  ι   Ἀλκίνου ἀπόλογοι. Κυκλώπεια.

ΤΥΦΛΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΟΛΥΦΗΜΟ SPERLONGA ΙΤΑΛΙΑ
Τότε γυρίζει ὁ τρίξυπνος Δυσσέας καὶ τοῦ κρένει·“Ἀλκίνο, πρῶτε βασιλιά, καὶ τῶ λαῶν καμάρι,
καλό 'ναι ἀλήθεια τέτοιονε τραγουδιστὴ ν' ἀκοῦμε, σὰν πού 'ν' ἐτοῦτος, ποὺ θεοῦ λὲς κι ἡ φωνή του μοιάζει. Τὶ πιὸ χαριτωμένη ἐγὼ ζωὴ δὲν ξέρω κι ἄλλη, παρ' ὅταν ὅλος ὁ λαὸς τριγύρω ἀναγαλλιάζη,
καὶ στὰ παλάτια οἱ σύδειπνοι ἀράδα καθισμένοι ἀκοῦνε τὸν τραγουδιστή, μὲ τὰ τραπέζια ὀμπρός τους γεμάτα κρέας καὶ ψωμί, κι ὁ κεραστὴς σὰν παίρνη ἀπ' τὸ κροντήρι τὸ κρασὶ καὶ χύνη στὰ ποτήρια.
Στὸν κόσμο τ' ὀμορφότερο λογιάζω αὐτὸ πὼς εἶναι. Ὅμως τὰ βαριοστέναχτα δεινά μου νὰ ρωτήξης
σοῦ 'ρθε λαχτάρα, πιὸ βαριὰ γιὰ νὰ στενάζω ἀκόμα. Τί πρῶτο νὰ σοῦ δηγηθῶ, καὶ τί στερνό, ποὺ μύρια κακὰ μοῦ δώκανε οἱ θεοὶ ποὺ κατοικοῦν τὰ οὐράνια.
Καὶ πρῶτα τ' ὄνομά μου ἂς πῶ, κι ἐσεῖς νὰ τὸ γνωρίστε, κι ἐγὼ κατόπι, τὸ σκληρὸ τὸ χάρο σὰν ξεφύγω,  νὰ μείνω πάντα φίλος σας, κι ἂς κατοικῶ μακριά σας.
Εἶμ' ὁ Δυσσέας, τοῦ Λαέρτη ὁ γιός, ποὺ ξέρουν ὅλοι οἱ ἀνθρῶποι τοὺς δόλους μου, κι ἡ δόξα μου στὸν οὐρανὸ ἀνεβαίνει.
Καὶ κατοικῶ στὸ λιόλουστο τὸ Θιάκι, ποὺ ἔχει ἀπάνω τὸ Νήριτο, τρανὸ βουνὸ ποὺ σειεῖ ἁψηλὰ τὰ φύλλα, κι ὁλόγυρα πολλὰ νησιὰ τό 'να κοντά 'ναι στ' ἄλλο, ἡ Σάμη καὶ τὸ Δουλιχιό, κι ἡ Ζάκυνθο ἡ δεντράτη. Ἐτούτη χάμου ἁπλώνεταο στὰ πέλαγα τῆς Δύσης, τ' ἄλλα νησιά 'ναι ξέχωρα, στ' ἀνάβλεμμα τοῦ ἥλιου. Πέτρες γεμάτο, μὰ καλὸ λεβέντες γιὰ νὰ βγάζη. Ἄλλο ἀπ' τὴ γῆς μου πιὸ γλυκὸ δὲν ξέρω ἐγὼ στὸν κόσμο.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ (ARMAND ASSANTE) ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ "Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ"  TOY Αντρέι Κοντσαλόφσκι

Μὲ κράτησε κι ἡ Καλυψώ, ἡ θεὰ ἡ χαριτωμένη,  μὲς στὴ σπηλιά της, κι ἄντρας της νὰ γίνω λαχταροῦσε· μὲ κράταε στὰ παλάτια της ἡ Κίρκη, ἡ θεὰ τῆς Αἴας, ἡ δολοπλέχτρα, κι ἄντρας της νὰ γίνω λαχταροῦσε· ὅμως ποτὲς δὲ γύρισαν αὐτὲς τὸ νοῦ μου ἐμένα.
Ἀπὸ πατρίδα καὶ γονιοὺς γλυκότερο δὲν ἔχει τίποτ' ὁ ἄνθρωπος, κι ἂς ζῆ σὲ πλουτισμένο σπίτι
γῆς ξενικιᾶς κι ἀπόμερης, μακριὰ ἀπὸ τοὺς γονιούς του.
Μὰ τώρα τὸ πολύπαθο ταξίδι ἂς ἱστορήσω, ποὺ ὁ μέγας Δίας μοῦ ὅρισε σὰ μίσευα ἀπ' τὴν Τροία.
Ἀπὸ τὸ Ἴλιο ὁ ἄνεμος στοὺς Κίκονες μὲ πῆρε, στὴν Ἴσμαρο· ἐκεῖ χάλασα καὶ πολιτεία κι ἀνθρώπους· κι ὅσες γυναῖκες πήραμε καὶ πλούτια ἀπὸ τὴ χώρα,
σωστὰ τὰ μοιραστήκαμε, τὸ δίκιο νά 'χουν ὅλοι.
Τότες παρακινοῦσα ἐγὼ νὰ φύγουμε μὲ βιάση, μὰ αὐτοί, μεγάλη ἡ τρέλλα τους, δὲ θέλανε ν' ἀκούσουν, μόν' πίναν ἄσμιχτο κρασί, καὶ σφάζανε περίσσια
ἀρνιά, καὶ λοξοπόδαρα στὸ περιγιάλι βόδια.
Πῆγαν ὡς τόσο οἱ Κίκονες καὶ Κίκονες φωνάξαν, ποὺ ἀπὸ στεριᾶς γειτόνευαν καὶ ποὺ ἦταν πιότεροί τους, καὶ πιὸ παλληκαράδες τους, καλοὶ νὰ πολεμοῦνε ἀπάνω ἀπ' ἅρματα, ἢ πεζοί, σὰν τό 'φερνε ἡ ἀνάγκη.
Σὰν τ' ἄνθια ἦρθαν τῆς ἄνοιξης αὐτοί, καὶ σὰν τὰ φύλλα, στὸ χάραμα. Μοῖρα κακή τότ' ἔπεσ' ἀπ' τὸ Δία σ' ἐμᾶς τοὺς δύστυχους, πολλὰ γιὰ νὰ μᾶς φέρη πάθια.
Στῆσαν τὸν πόλεμο ὀμπροστὰ στὰ γλήγορα καράβια, καὶ πέφταν κι άπ' τὶς δυὸ μεριὲς τὰ χαλκωτὰ κοντάρια.
Πρωῒ ὅσο ἦταν, κι ἔπαιρνε τὸ δρόμο της ἡ μέρα, βαστιόμασταν ἀγνάντια τους, κι ἂς ἦταν πιότεροί μας,
Μὰ στῶ βοδιῶν τὸ λύσιμο σὰν ἦρθε ὁ Ἥλιος, τότες οἱ Κίκονες τοὺς Ἀχαιοὺς πιὰ τσάκισαν καὶ σπρῶξαν. Ἕξη ἀπὸ κάθε πλεούμενο χαλκόποδοι συντρόφοι σκοτώθηκαν. Οἱ ἄλλοι ἐμεῖς γλυτώσαμε ἀπ' τὸ χάρο.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΙΚΟΝΩΝ  Théodore Van Thulden

Κι ἔστειλ' ἀπάνω μας Βοριὰ ὁ Δίας ὁ συννεφάρης, κι ἄγρια φουρτούνα· σκέπασε τὴ γῆς καὶ τὰ πελάγη μὲ νέφια, καὶ κατέβηκε σκοτάδι ἀπ' τὰ οὐράνια.
Καὶ τὰ καράβια καταμπρὸς χουμίζαν, καὶ τοῦ ἀνέμου ἡ μάνητα ἦρθε κι ἔσκισε κομμάτια τὰ πανιά μας.
Καὶ κάτου ἐμεῖς τὰ ρίξαμε, χαμὸς νὰ μὴ μᾶς ἔρθη, καὶ στὴ στεριὰ μὲ τὰ κουπιὰ γοργὰ τραβήξαμε ὄξω.
Ἐκεῖ παραμονεύαμε δυὸ νύχτες καὶ δυὸ μέρες, καὶ τὴν καρδιὰ μᾶς ἔτρωγε τὸ βάσανο κι ὁ κόπος.
Τὴν τρίτη σὰ μᾶς ἔφερε τὴ μέρα ἡ Χρυσαυγούλα, κατάρτια στήνουμε, λευκὰ πανιὰ τραβᾶμε ἀπάνω,
καθόμαστε, κι ὁ ἄνεμος μαζὶ μὲ τούς ποδότες βάλαν τὰ πλοῖα στὸ δρόμο τους. Καὶ τότες θ' ἀξιωνόμουν στὸν τόπο μου ἄβλαβος νὰ ρθῶ, μὰ τὸ Μαλέα γυρνώντας  κῦμα καὶ ρέμα καὶ Βοριᾶς μᾶς βγάζουνε ἀπ' τὸ δρόμο, καὶ πέρ' ἀπὸ τὰ Κύθηρα στὰ πέλαα μᾶς πετᾶνε. Μέρες ἐννιὰ μᾶς ἔδερναν οἱ φοβεροὶ οἱ ἀνέμοι μὲς στὰ ψαράτα πέλαγα· στὶς δέκα στὰ λημέρια τῶ Λωτοφάγων ἤρθαμε, ποὺ θρέφουνται μὲ τ' ἄνθια.
Πήγανε τότες, ζύγωσαν τοὺς Λωτοφάγους ἄντρες, καὶ στοὺς συντρόφους μας αὐτοὶ κακὸ δὲ μελετοῦσαν κανένα, μόν' τοὺς ἔδωκαν λωτὸ ν' ἀπογευτοῦνε.
Κι ὅποιος στὸ στόμα του ἔβαζε λωτοῦ καρπὸ μελάτο, δὲν ἤθελε πιὰ μήνυμα νὰ στείλη ἢ νὰ γυρίση,
παρὰ νὰ μείνουν θέλανε στὴ γῆς τῶ Λωτοφάγων, λωτὸ νὰ τρῶνε, γυρισμὸ πατρίδας λησμονώντας.
Κλαίγανε σὰν τοὺς ἔφερα μὲ τὸ στανιὸ στὰ πλοῖα, καὶ στὰ ζυγὰ ἀποκάτωθε τοὺς ἔσυρα δεμένους.
Βαριόκαρδοι τραβᾶμε ἐμπρός, κι ἐρχόμαστε στὰ μέρη ποὺ οὶ δύστροποι κι οἱ ἄνομοι Κύκλωπες κατοικοῦνε· αὐτοὶ ποὺ στοὺς ἀθάνοτους θεοὺς τ' ἀφήνουν ὅλα, καὶ δὲ φυτεύουν, μήτε γῆς ὀργώνουνε ἀπατοί τους, μόν' καθετὶς ἀνέσπαρτο κι ἀνόργωτο φυτρώνει, στάρια, κριθάρια, κλήματα ποὺ δίνουν τὸ κρασί τους τὸ σταφυλάτο, κι ἡ βροχὴ τοῦ Δία τὰ μεγαλώνει.
Βουλὲς δὲν ἔχουν, σύναξες καὶ νόμους δὲ γνωρίζουν, μόνε στῶν ἁψηλῶν βουνῶν τὶς ἄκρες λημεριάζουν, μέσα σὲ σπήλια ὁλόβαθα, καὶ ξέχωρα καθένας κρίνει γυναίκα καὶ παιδιά, καὶ δὲν ψηφάει τοὺς ἄλλους.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΛΩΤΟΦΑΓΩΝ


Théodore Van Thulden, ΟΙ ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ . Paris, Pierre Mariette, 1633

Ἐκεῖ νὰ πιάσουμε ἤρθαμε, καὶ θεὸς μᾶς ὁδηγοῦσε, μέσα σὲ νύχτα σκοτεινή, ποὺ τίποτις δὲ θώρειες·
τὶ καταχνιὰ μᾶς σκέπαζε, καὶ μήτε τὸ φεγγάρι τὰ νέφια δὲν τὸ ἀφήνανε στὸν οὐρανὸ νὰ φέγγη.
Κανένας τότες τὸ νησὶ δὲν μπόρειε νὰ ξανοίξη, καὶ τὰ μακριὰ τὰ κύματα ποὺ πρὸς τὴ γῆς κυλιόνταν
δὲν τά 'δαμε, ὥσπου τὰ καλὰ καράβια σέρναμ' ὄξω.
Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα, καὶ τὸ νησὶ θαμάζοντας γυρνούσαμε νὰ δοῦμε.
Γερτὰ δοξάρια καὶ μακριὰ κοντάρια ἀπ' τὰ καράβια ἀμέσως φέρνουμε, καὶ τρεῖς γενήκαμε παρέες·
χτυπᾶμε, καὶ μᾶς ἔδωσε ὁ θεὸς λαμπρὸ κυνήγι.
Μ' ἀκολουθοῦσαν δώδεκα καράβια· στὸ καθένα ὡς ἐννιὰ γίδια πέσανε· σ' ἐμένα ἀφῆκαν δέκα.
Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα, καὶ συντυχιὰ τοὺς φώναξα, καὶ σ' ὁλουνούς τους εἶπα· “Οἱ ἄλλοι ἐσεῖς νὰ μείνετε, συντρόφοι ἀγαπημένοι· ἐγὼ μὲ τὸ καράβι μου καὶ τοὺς δικούς μου σέρνω, νὰ πάω νὰ μάθω τί λογῆς ἀνθρῶποι ἐκεῖθε ζοῦνε, νά 'ναι ἆραγες ἀδιάντροποι κι ἄγριοι κι ἀδικοπράχτες, ἢ τάχα εἶναι φιλόξενοι, μὲ θεοφοβιὰ στὸ νοῦ τους.”

Leonardo Roperti, Ulisse nella terra di nessuno "Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΓΗ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΑ"

Ἄντρας ἐκεῖ θεόρατος λημέριαζε μονάχος, ποὺ τὰ κοπάδια του ἔβοσκε σὲ ἀπόμακρα, καὶ μ' ἄλλους
δὲν ἔσμιγε, παρὰ ἔπλεχνε ἀδικιὲς στὴ μοναξιά του. Τέρας θεόρατο ἤτανε, καὶ μὲ ἄντρα ψωμοφάγο
δὲν ἔμοιαζε, παρὰ ἔμοιαζε δεντράτο κορφοβούνι, ποὺ μέσα στ' ἁψηλὰ βουνὰ μονάχο ξεχωρίζει.
δώδεκα διαλέγοντας συντρόφους, ἕναν κι ἕναν, ξεκίνησα μὲ ἀσκὶ τραγιοῦ, καλὸ κρασὶ γεμάτο.
Μοῦ τό 'χε δώσει ὁ Μάρωνας, τοῦ Εὐανθέα ὁ γόνος, ἱερέας τοῦ Ἀπόλλωνα, τῆς Ἴσμαρος προστάτη,
ποὺ αὐτόν, γυναίκα καὶ παιδὶ διαφέντεψα ἀπὸ σέβας, τ' εἶχε τοῦ Φοίβου Ἀπόλλωνα τὸ φουντωμένο δάσο λημέρι του· καὶ μοῦ 'φερε μεγάλα δῶρα τότες.
Μοῦ χάρισ' ἑφτὰ τάλαντα χρυσάφι δουλεμένο, κροντήρι, ἀσήμι μοναχό, καὶ δώδεκα λαγῆνες
μοῦ γέμισε ἄσμιχτο κρασί, γλυκὸ πιοτὸ καὶ θεῖο,......
Γλήγορα πᾶμε στὴ σπηλιά, μὰ ἐκεῖ δὲ βρήκαμέ τον, παρὰ ἔβοσκε ἔξω στὶς βοσκὲς τὰ πλούσια του κοπάδια.
Σὰν μπήκαμε, κοιτάζαμε τὸ τί 'χε μὲς στὸ σπήλιο· τὰ τυροβόλια ὁλόγεμα, καὶ μὲς στὶς μάντρες στοίβα τ' ἀρνιὰ καὶ γίδια, ξέχωρα κλεισμένο τὸ κάθε εἶδος, χώρια τὰ πρωτογέννητα, τὰ μεσιανὰ, τὰ τρίτα· καὶ ἀγγειὰ ποὺ τὰ πλημμύριζε τυρόγαλο· καρδάρια καὶ σκάφες, ὅλα διαλεχτά, ποὺ ἄρμεγε γάλα μέσα. ....................
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ ΠΟΛΥΦΗΜΟΥ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΡΟΔΟΠΗΣ  Η ΣΠΗΛΑΙΟ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ

Σήκωσε τότες κι ἔβαλε θυρόπετρα μεγάλη, τόσο βαρειά, ποὺ εἰκοσιδυὸ δὲ θά 'σωναν ἁμάξια
τετράτροχα καῖ δυνατὰ ἀπὸ χάμου νὰ τὴ σύρουν.
Τέτοιο λιθάρι θεόρατο σὰν ἔβαλε στὴ θύρα, κάθισε, γίδες ἄρμεξε μαζὶ καὶ προβατίνες,........
Καὶ τὶς δουλειές του βιαστικὰ σὰν τέλειωσε, τὴ στιά του ἄναψε, καί, ὡς μᾶς ξάνοιξε, φωνάζει· “Ὦ ξένοι, ποιοί εἶστε; καὶ ποῦθε ταξιδέψατε τοὺς πελαγήσους δρόμους;
Τάχα δουλειὰ σᾶς ἔφερε, ἢ ἐδῶ κι ἐκεῖ πλανιέστε στὶς θάλασσες, σὰν πειρατὲς ποὺ τριγυρνοῦν καὶ φέρνουν μὲ τῆς ζωῆς τους κίντυνο ζημιὰ σὲ ξένον κόσμο;”

Εἶπε, κι ἐμᾶς μᾶς ἔκοψε μεμιὰς τὰ ἥπατά μας τὸ μουγκρητό του τὸ βαρὺ κι ἡ ὅψη ἡ γιγαντένια.
Ὅμως τοῦ ἀπολογήθηκα κι αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ εἶπα· “Ἀπὸ τὴν Τροία ἐρχόμαστε, Ἀχαιοὶ ποὺ μύριοι ἀνέμοι μᾶς πέταξαν στῆς θάλασσας τὰ τρίσβαθα τὰ πλάτια.
Πατρίδα θέλαμε, κι ἀλλοῦ μᾶς φέραν ἄλλοι δρόμοι· τέτοιο τοῦ Δία στάθηκε τὸ θέλημα κι ἡ γνώμη.
Καὶ λέμε ἀπ' τοῦ Ἀγαμέμνονα τοῦ γιοῦ τοῦ Ἀτρέα τ' ἀσκέρι πὼς εἴμαστε, ποὺ ἀκούστηκε στὰ πέρατα τοῦ κόσμου μεγάλη χώρα παίρνοντας, πλῆθος λαὸ χαλνώντας.
Κι ἐμεῖς ποὺ ἐδῶ βρεθήκαμε, προσπέφτουμέ σου τώρα, φιλοξενιὰ ἢ καὶ χάρισμα κανένα νὰ μᾶς δώσης, σὰν ποὺ σὲ ξένους συνηθοῦν. Σεβάσου, ὦ δυνατέ μου, καὶ τοὺς θεούς· ἱκέτες σου στεκόμαστε ὀμπροστά σου, Ξένους κι ἱκέτες ἀγαπάει ὁ Δίας νὰ διαφεντεύη ὁ θεὸς τῶν ξένων τῶν ἱερῶν, ποὺ πάει μαζί τους πάντα.”


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ  Peter von Cornelius, 1803
 Ἔτσ' εἶπα, κι αὐτὸς ἄξαφνα μὲ κάκια μοῦ ἀντισκόβει·
“Γιά κλούβιος εἶσαι, ὦ ξένε μου, γιά μοῦ 'ρθες ἀπὸ πέρα, καὶ νὰ ψηφῶ μοῦ λὲς θεοὺς καὶ νὰ τοὺς ἔχω φόβο· τὸ Δία τὸν αἰγιδόσκεπο οἱ Κύκλωπες δὲν ψηφοῦνε, μήτε τοὺς ἄλλους τοὺς θεούς, τ' εἴμαστ' ἀνώτεροί τους.
Δὲ θὰ μὲ κάνη ἡ ὄχτρητα τοῦ Δία νὰ σᾶς ἀφήσω, ἢ ἐσένα ἢ τοὺς συντρόφους σου, σὰ δὲν τὸ θέλω ἀτός μου. Λέγε μου ὡς τόσο, ποῦ ἄραξες τ' ὡριόφτιαστο καράβι;
Αὐτὰ εἶπε δοκιμάζοντας, μὰ δὲ μὲ γέλαε ἐκεῖνος ἐμένα τὸν πολύξερο, καὶ τοῦ ἀπαντῶ μὲ δόλο·
“Ὁ τρανταχτὴς μοῦ τσάκισε τὸ πλοῖο, ὁ Ποσειδώνας, πετώντας το κατάβραχα σὲ κάβο ἐδῶ τῆς γῆς σας· οἱ ἀνέμοι ἀπὸ τὰ πέλαγα τὸ σπρώξανε, μὰ ἐτοῦτοι μαζὶ μ' ἐμένα ξέφυγαν τὸ φοβερὸ τὸ τέλος.”
 Εἶπα, μὰ ἀπὸ τὴν κάκια του μιλιὰ δὲ βγάζει ἐκεῖνος· μόν' χούμηξε, κι ἁπλώνοντας τὰ χέρια στοὺς συντρόφους, ἅρπαξε δυό, καὶ σὰ σκυλιὰ κάτου στὴ γῆς τοὺς ρίχτει.
......................
Σφυρίζοντας ὁ Κύκλωπας ἀνέβαζε στὰ ὄρη τὰ πρόβατα· κι ἐγὼ στὸ νοῦ σκέδιο ὀχτρικὸ ζητοῦσα
νὰ γδικιωθῶ, κι ἡ Ἀθηνᾶ νὰ μοῦ χαρίση δόξα. Καὶ νά, ποιὰ γνώμη φάνηκε καλύτερη στὸ νοῦ μου.
Μεγάλο χλωροκούτσουρο χάμου ἤτανε στὴ μάντρα, ἐλιά, ποὺ ἐκεῖνος τό 'κοψε, σὰν ξεραθῆ νὰ τό 'χη
ραβδί του· καὶ μᾶς φάνηκε, τηρώντας το, μεγάλο ὅσο κατάρτι καραβιοῦ τῶν εἴκοσι κουπιῶνε,
ἀπ' τὰ πλατιὰ τὰ φορτηγὰ ποὺ στὰ πελάγη τρέχουν.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΚΡΑΣΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΥΦΗΜΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ

Νά, πάρε, πιές, ὦ Κύκλωπα, ποὺ τρῶς ἀνθρώπου κρέας, νὰ δῆς πιοτὸ ποὺ φύλαγα κρυμμένο στὸ καράβι σοῦ τό 'φερα γιὰ στάξιμο, ἴσως καὶ δείξης σπλάχνια, καὶ πίσω στείλης με, μὰ ἐσὺ λυσσᾶς καὶ δὲ χορταίνεις.
Καὶ ποιός ἀπ' τοὺς πολλοὺς θνητούς, σκληρέ, θὰ ξαναρχόταν ἐδῶ, κατόπι ἀπ' τ' ἄνομα καμώματά σου ἐδαῦτα;”
Εἶπα, κι ἐκεῖνος μὲ ὄρεξη τὸ παίρνει καὶ τὸ πίνει, καὶ τόσο τὸ γλυκάθηκε, ποὺ δεύτερο γυρεύει·
“Φέρε μου κι ἄλλο πρόθυμα, πές μου καὶ τ' ὄνομά σου, νὰ σὲ φιλέψω δῶρο ἐγώ, ποὺ νὰ τὸ καμαρώνης.
Δίνει κι ἐδῶ στοὺς Κύκλωπες ἡ πλούσια γῆς σταφύλια ζουμὶ γεμάτα, ποὺ ἡ Βροχὴ τοῦ Δία τὰ ὡριμάζει· μὰ εἶναι τῆς ἀμβροσίας αὐτὸ καὶ τοῦ νεχτάρου στάμα.”

“Κύκλωπα, τ' ὄνομά μου θές ; Ἐγὼ σ' τὸ φανερώνω·κι ἐσὺ τὸ δῶρο ποὺ ἔταξες νὰ μὲ φιλέψης τώρα.
Κανένας ὄνομα ἔχω ἐγώ· Κανένα μὲ φωνάζουν κι ἡ μάνα μου κι ὁ κύρης μου, κι οἱ ἄλλοι μου οἱ συντρόφοι.”
  .................
Ἔχωσα τότες τὸ δαυλὸ στὴν ἀναμμένη στάχτη νὰ πυρωθῆ, και γκάρδιωνα μὲ λόγια τοὺς συντρόφους, μὴν τύχη καὶ κανένας τους δειλιάση καὶ δὲν ἔρθη.
Ὅτι ἄρχιζε τὸ λιόξυλο νὰ καίη, χλωρὸ κι ἂν ἦταν, καὶ σπιθοβόλαε κόκκινο, ἀπ' τὴ φωτιὰ τὸ σέρνω.
Ὁλόγυρα στεκόντανε οἱ συντρόφοι μου, καὶ θάρρος μεγάλο κάποιος στὴν ψυχὴ θεὸς μᾶς εἶχε βάλει.
Πῆραν αὐτοὶ τὸ σουβλερὸ τὸ λιόξυλο στὰ χέρια, τὸ μπήξανε στὸ μάτι του, κι ἐγὼ ἀπὸ πάνω τότες
τὸ στριφογύριζα .....
Κι ὁ δυνατὸς Πολύφημος μέσαθε κράζει· “Ὦ φίλοι, μὲ δόλο, ὄχι μὲ δύναμη· Κανένας ὁ φονιάς μου.”
Κι αὐτοὶ τοῦ ἀπολογήθηκαν μὲ λόγια φτερωμένα·
“Κανένας σὰ δὲ σ' ἄγγιξε καὶ μόνος σου σὰν εἶσαι, κακὸ ποὺ ὁ Δίας ὁ τρανὸς σοῦ στέλνει, δὲν ξεφεύγεις. Μόν' κάλεσε τὸν κύρη σου, τὸ ρήγα Ποσειδώνα.”
Εἴπανε, κι ἔφυγαν κι ἐγὼ στὰ μέσα μου χαιρόμουν, ποὺ τ' ὄνομα τοὺς γέλασε, κι ἡ περισσή μου γνώση. τὰ κάθε τριὰ ἀρνιὰ κι ἕνα ἄντρα κουβαλοῦσαν.
Πιάνω κι ἐγὼ τὸ πιὸ λαμπρὸ κριάρι ἀπὸ τὴ ράχη, καὶ στὴν κοιλιά του χαμηλὰ τὴ μαλλιαρὴ κρεμιέμαι, ἀπ' τ' ὥριο του μαλλὶ σφιχτὰ καὶ δυνατὰ πιασμένος.
 Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΟΥ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ Jakob Jordaens  16 αιωνMuseo Puskin Mosca

Κι ἡ ροδοδάχτυλη ἡ Αὐγὴ σὰ φάνηκε ἀπ' τὰ σκότη, πρὸς τὴ βοσκὴ χουμίξανε τ' ἀρσενικὰ κοπάδι,
κι ἀνάρμεγα βογγούσανε τὰ θηλυκὰ στὶς μάντρες......
Χαρῆκαν σὰ μᾶς εἴδανε τοῦ καραβιοῦ οἱ συντρόφοι, ἐμᾶς ποὺ ξεγλυτώσαμε· τοὺς ἄλλους τοῦς θρηνοῦσαν.
Κι εὐτὺς ἐγὼ τοὺς ἔγνεψα ν' ἀφήσουνε τὶς κλάψες, καὶ πρόσταξα τὰ ὡριόμαλλα τ' ἀρνιὰ μεμιὰς νὰ ρίξουν στὸ πλοῖο, καὶ πρὸς τ' ἁρμυρὰ τὰ πέλαα νὰ τραβήξουν.
Καὶ μέσα εὐτὺς μπῆκαν αὐτοί, καθίσανε στοὺς πάγκους, καὶ τὸν ἀστραφτερὸ γιαλὸ μὲ τὰ κουπιὰ βαροῦσαν.
Σὰν ἤμασταν ὅσο μακριὰ μπόρειε ἡ φωνὴ νὰ φτάση, τότες ἐγὼ τοῦ Κύκλωπα πειραχτικὰ φωνάζω·
“Δὲ σοῦ 'ταν, Κύκλωπα, γραφτό, δειλοῦ θνητοῦ συντρόφους νὰ φᾶς μὲς στὴ βαθειὰ σπηλιὰ μὲ τόση ἀγριωσύνη.Μόνε γραφτό 'ταν τὰ ἔργα σου τὰ μαῦρα νὰ σὲ βροῦνε, ποὺ δὲ φοβήθηκες, σκληρέ, στὴ στέγη σου τοὺς ξένους νὰ φᾶς, κι ὁ Δίας κι οἱ θεοὶ σοῦ τὰ πλερῶσαν τώρα.”
Εἶπα, κι ἐκείνου χόλιασε περσότερο ἡ ψυχή του, καὶ ξεκολνώντας τὴν κορφὴ τρανοῦ βουνοῦ, τὴν παίρνει κι ὀμπρὸς στὸ μελανόπλωρο καράβι τὴν τινάζει·
Ο ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ     

Giulio Romano, 1526-1528 PALAZZO DI TE MANTUA SALA ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

                                                                                    

 

 Στὴ θάλασσα ὅμως διάστημα σὰ βγήκαμε ἄλλο τόσο, ἐγὼ ἄλλη μιὰ τοῦ φώναξα τοῦ Κύκλωπα, ἂν κι οἱ ἄλλοι μὲ λόγια παρακαλεστὰ μὲ μπόδιζαν καὶ κρέναν· “Τέτοιον ἀγριάνθρωπο τί θές, καημένε, κι ἐρεθίζεις ;
Εἶπαν, μὰ ἐγὼ ὁ τρανόψυχος δὲν ἤθελα ν' ἀκούσω, μόν' ἄλλη μιὰ τοῦ φώναξα μὲ χολιασμένα σπλάχνα· “Κύκλωπα, ἂν ἄνθρωπος θνητὸς κανένας σὲ ρωτήξη πῶς ἔτυχε τὸ μάτι σου κακοτυφλιὰ νὰ πάθη, τό 'χει τυφλώσει νὰ τοὺς πῆς ὁ κουρσευτὴς Δυσσέας, τοῦ Λαέρτη ὁ γιός, ποὺ βρίσκεται στὸ Θιάκι ἡ κατοικιά του.”
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΟΡΟΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΥΚΛΩΠΑ Joseph Mallord William Turner  1829 National Gallery, London, England

Αὐτὰ εἶπα, καὶ μουγκρίζοντας ἀπολογήθη ἐκεῖνος·
“Ἀλλοίς, γιὰ δὲς πῶς τὰ παλιὰ μαντέματα μοῦ βγῆκαν,
Ἦταν ἐδῶ προφήτης μας παράξιος καὶ μεγάλος, ὁ Τήλεμος τοῦ Εὐρύμου ὁ γιός, στὴ μαντοσύνη πρῶτος, ποὺ γέρασε μαντεύοντας στὴ χώρα τῶν Κυκλώπων αὐτὰ ὅλα ἐκειὸς μοῦ τά 'λεγε πὼς θὰ γενοῦν μιὰ μέρα, καὶ πὼς θὰ χάσω ἐγὼ τὸ φῶς ἀπ' τοῦ Ὀδυσσέα τὰ χέρια.
Μὰ πάντα ἐγὼ φαντάζομουν κάποιον τρανὸ λεβέντη, πὼς θά 'ρθη ἐδῶ μὲ δύναμη μεγάλη ἀρματωμένος.
κι ἐγὼ ἀποκρίθηκα· “Μακάρι νὰ δυνόμουν νὰ σὲ στερήσω ἀπὸ ψυχὴ κι ἀπὸ ζωή, καὶ μέσα
στὰ μαῦρα λημεριάσματα νὰ σὲ γκρεμίσω τοῦ Ἅδη, νὰ μὴν μπορῆ τὸ μάτι σου ν' ἀνοίξη μήτε ὁ Σείστης.”Εἶπα, κι αὐτὸς δεήθηκε στὸ μέγα Ποσειδώνα, ἁπλώνοντας τὰ χέρια του στὰ ὁλόαστρα τὰ οὐράνια· “Ὦ Ποσειδώνα, βασταχτὴ τῆς γῆς, καὶ μαυροχήτη, συνάκουσέ με, ἂν σοῦ εἶμαι γιός, καὶ κύρης μου ἂν παινιέσαι· κάμε ὁ Δυσσέας ὁ κουρσευτὴς νὰ μὴ γυρίση πίσω,
[ τοῦ Λαέρτη ὁ γιός, ποὺ βρίσκεται στὸ Θιάκι ἡ κατοικιά του ],
Κι ἂν εἶν' τῆς μοίρας του γραφτὸ νὰ δῆ τοὺς ποθητούς του, τὸ σπίτι τὸ καλόχτιστο καὶ τὴν πατρίδα ἐκεῖνος, ἂς κακοφτάση ἀργὰ, χωρὶς κανένα σύντροφό του, μὲ ξένο πλοῖο, καὶ συφορὲς νὰ βρῆ στὸ σπιτικό του,”
Εἶπε, καὶ τὸν συνάκουσε ὁ θεὸς ὁ μαυροχήτης.
Καὶ τότες πιὸ θεόρατη ξανασηκώνει πέτρα, στριφογυρνάει την, καὶ μὲ ὁρμὴ τὴ ρίχτει γιγαντένια,
καὶ πίσω ἀπ' τὸ μαυρόπλωρο καράβι τὴν τινάζει,.....

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ Arnold Böcklin,  1858 (ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ)

Καὶ πλέγαμε βαριόψυχοι, ποὺ ἂν κι ἤμασταν σωσμένοι, τόσους συντρόφους χάσαμε καλοὺς κι ἀγαπημένους.