Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

ΡΑΨ.  ι   Ἀλκίνου ἀπόλογοι. Κυκλώπεια.

ΤΥΦΛΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΟΛΥΦΗΜΟ SPERLONGA ΙΤΑΛΙΑ
Τότε γυρίζει ὁ τρίξυπνος Δυσσέας καὶ τοῦ κρένει·“Ἀλκίνο, πρῶτε βασιλιά, καὶ τῶ λαῶν καμάρι,
καλό 'ναι ἀλήθεια τέτοιονε τραγουδιστὴ ν' ἀκοῦμε, σὰν πού 'ν' ἐτοῦτος, ποὺ θεοῦ λὲς κι ἡ φωνή του μοιάζει. Τὶ πιὸ χαριτωμένη ἐγὼ ζωὴ δὲν ξέρω κι ἄλλη, παρ' ὅταν ὅλος ὁ λαὸς τριγύρω ἀναγαλλιάζη,
καὶ στὰ παλάτια οἱ σύδειπνοι ἀράδα καθισμένοι ἀκοῦνε τὸν τραγουδιστή, μὲ τὰ τραπέζια ὀμπρός τους γεμάτα κρέας καὶ ψωμί, κι ὁ κεραστὴς σὰν παίρνη ἀπ' τὸ κροντήρι τὸ κρασὶ καὶ χύνη στὰ ποτήρια.
Στὸν κόσμο τ' ὀμορφότερο λογιάζω αὐτὸ πὼς εἶναι. Ὅμως τὰ βαριοστέναχτα δεινά μου νὰ ρωτήξης
σοῦ 'ρθε λαχτάρα, πιὸ βαριὰ γιὰ νὰ στενάζω ἀκόμα. Τί πρῶτο νὰ σοῦ δηγηθῶ, καὶ τί στερνό, ποὺ μύρια κακὰ μοῦ δώκανε οἱ θεοὶ ποὺ κατοικοῦν τὰ οὐράνια.
Καὶ πρῶτα τ' ὄνομά μου ἂς πῶ, κι ἐσεῖς νὰ τὸ γνωρίστε, κι ἐγὼ κατόπι, τὸ σκληρὸ τὸ χάρο σὰν ξεφύγω,  νὰ μείνω πάντα φίλος σας, κι ἂς κατοικῶ μακριά σας.
Εἶμ' ὁ Δυσσέας, τοῦ Λαέρτη ὁ γιός, ποὺ ξέρουν ὅλοι οἱ ἀνθρῶποι τοὺς δόλους μου, κι ἡ δόξα μου στὸν οὐρανὸ ἀνεβαίνει.
Καὶ κατοικῶ στὸ λιόλουστο τὸ Θιάκι, ποὺ ἔχει ἀπάνω τὸ Νήριτο, τρανὸ βουνὸ ποὺ σειεῖ ἁψηλὰ τὰ φύλλα, κι ὁλόγυρα πολλὰ νησιὰ τό 'να κοντά 'ναι στ' ἄλλο, ἡ Σάμη καὶ τὸ Δουλιχιό, κι ἡ Ζάκυνθο ἡ δεντράτη. Ἐτούτη χάμου ἁπλώνεταο στὰ πέλαγα τῆς Δύσης, τ' ἄλλα νησιά 'ναι ξέχωρα, στ' ἀνάβλεμμα τοῦ ἥλιου. Πέτρες γεμάτο, μὰ καλὸ λεβέντες γιὰ νὰ βγάζη. Ἄλλο ἀπ' τὴ γῆς μου πιὸ γλυκὸ δὲν ξέρω ἐγὼ στὸν κόσμο.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ (ARMAND ASSANTE) ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ "Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ"  TOY Αντρέι Κοντσαλόφσκι

Μὲ κράτησε κι ἡ Καλυψώ, ἡ θεὰ ἡ χαριτωμένη,  μὲς στὴ σπηλιά της, κι ἄντρας της νὰ γίνω λαχταροῦσε· μὲ κράταε στὰ παλάτια της ἡ Κίρκη, ἡ θεὰ τῆς Αἴας, ἡ δολοπλέχτρα, κι ἄντρας της νὰ γίνω λαχταροῦσε· ὅμως ποτὲς δὲ γύρισαν αὐτὲς τὸ νοῦ μου ἐμένα.
Ἀπὸ πατρίδα καὶ γονιοὺς γλυκότερο δὲν ἔχει τίποτ' ὁ ἄνθρωπος, κι ἂς ζῆ σὲ πλουτισμένο σπίτι
γῆς ξενικιᾶς κι ἀπόμερης, μακριὰ ἀπὸ τοὺς γονιούς του.
Μὰ τώρα τὸ πολύπαθο ταξίδι ἂς ἱστορήσω, ποὺ ὁ μέγας Δίας μοῦ ὅρισε σὰ μίσευα ἀπ' τὴν Τροία.
Ἀπὸ τὸ Ἴλιο ὁ ἄνεμος στοὺς Κίκονες μὲ πῆρε, στὴν Ἴσμαρο· ἐκεῖ χάλασα καὶ πολιτεία κι ἀνθρώπους· κι ὅσες γυναῖκες πήραμε καὶ πλούτια ἀπὸ τὴ χώρα,
σωστὰ τὰ μοιραστήκαμε, τὸ δίκιο νά 'χουν ὅλοι.
Τότες παρακινοῦσα ἐγὼ νὰ φύγουμε μὲ βιάση, μὰ αὐτοί, μεγάλη ἡ τρέλλα τους, δὲ θέλανε ν' ἀκούσουν, μόν' πίναν ἄσμιχτο κρασί, καὶ σφάζανε περίσσια
ἀρνιά, καὶ λοξοπόδαρα στὸ περιγιάλι βόδια.
Πῆγαν ὡς τόσο οἱ Κίκονες καὶ Κίκονες φωνάξαν, ποὺ ἀπὸ στεριᾶς γειτόνευαν καὶ ποὺ ἦταν πιότεροί τους, καὶ πιὸ παλληκαράδες τους, καλοὶ νὰ πολεμοῦνε ἀπάνω ἀπ' ἅρματα, ἢ πεζοί, σὰν τό 'φερνε ἡ ἀνάγκη.
Σὰν τ' ἄνθια ἦρθαν τῆς ἄνοιξης αὐτοί, καὶ σὰν τὰ φύλλα, στὸ χάραμα. Μοῖρα κακή τότ' ἔπεσ' ἀπ' τὸ Δία σ' ἐμᾶς τοὺς δύστυχους, πολλὰ γιὰ νὰ μᾶς φέρη πάθια.
Στῆσαν τὸν πόλεμο ὀμπροστὰ στὰ γλήγορα καράβια, καὶ πέφταν κι άπ' τὶς δυὸ μεριὲς τὰ χαλκωτὰ κοντάρια.
Πρωῒ ὅσο ἦταν, κι ἔπαιρνε τὸ δρόμο της ἡ μέρα, βαστιόμασταν ἀγνάντια τους, κι ἂς ἦταν πιότεροί μας,
Μὰ στῶ βοδιῶν τὸ λύσιμο σὰν ἦρθε ὁ Ἥλιος, τότες οἱ Κίκονες τοὺς Ἀχαιοὺς πιὰ τσάκισαν καὶ σπρῶξαν. Ἕξη ἀπὸ κάθε πλεούμενο χαλκόποδοι συντρόφοι σκοτώθηκαν. Οἱ ἄλλοι ἐμεῖς γλυτώσαμε ἀπ' τὸ χάρο.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΙΚΟΝΩΝ  Théodore Van Thulden

Κι ἔστειλ' ἀπάνω μας Βοριὰ ὁ Δίας ὁ συννεφάρης, κι ἄγρια φουρτούνα· σκέπασε τὴ γῆς καὶ τὰ πελάγη μὲ νέφια, καὶ κατέβηκε σκοτάδι ἀπ' τὰ οὐράνια.
Καὶ τὰ καράβια καταμπρὸς χουμίζαν, καὶ τοῦ ἀνέμου ἡ μάνητα ἦρθε κι ἔσκισε κομμάτια τὰ πανιά μας.
Καὶ κάτου ἐμεῖς τὰ ρίξαμε, χαμὸς νὰ μὴ μᾶς ἔρθη, καὶ στὴ στεριὰ μὲ τὰ κουπιὰ γοργὰ τραβήξαμε ὄξω.
Ἐκεῖ παραμονεύαμε δυὸ νύχτες καὶ δυὸ μέρες, καὶ τὴν καρδιὰ μᾶς ἔτρωγε τὸ βάσανο κι ὁ κόπος.
Τὴν τρίτη σὰ μᾶς ἔφερε τὴ μέρα ἡ Χρυσαυγούλα, κατάρτια στήνουμε, λευκὰ πανιὰ τραβᾶμε ἀπάνω,
καθόμαστε, κι ὁ ἄνεμος μαζὶ μὲ τούς ποδότες βάλαν τὰ πλοῖα στὸ δρόμο τους. Καὶ τότες θ' ἀξιωνόμουν στὸν τόπο μου ἄβλαβος νὰ ρθῶ, μὰ τὸ Μαλέα γυρνώντας  κῦμα καὶ ρέμα καὶ Βοριᾶς μᾶς βγάζουνε ἀπ' τὸ δρόμο, καὶ πέρ' ἀπὸ τὰ Κύθηρα στὰ πέλαα μᾶς πετᾶνε. Μέρες ἐννιὰ μᾶς ἔδερναν οἱ φοβεροὶ οἱ ἀνέμοι μὲς στὰ ψαράτα πέλαγα· στὶς δέκα στὰ λημέρια τῶ Λωτοφάγων ἤρθαμε, ποὺ θρέφουνται μὲ τ' ἄνθια.
Πήγανε τότες, ζύγωσαν τοὺς Λωτοφάγους ἄντρες, καὶ στοὺς συντρόφους μας αὐτοὶ κακὸ δὲ μελετοῦσαν κανένα, μόν' τοὺς ἔδωκαν λωτὸ ν' ἀπογευτοῦνε.
Κι ὅποιος στὸ στόμα του ἔβαζε λωτοῦ καρπὸ μελάτο, δὲν ἤθελε πιὰ μήνυμα νὰ στείλη ἢ νὰ γυρίση,
παρὰ νὰ μείνουν θέλανε στὴ γῆς τῶ Λωτοφάγων, λωτὸ νὰ τρῶνε, γυρισμὸ πατρίδας λησμονώντας.
Κλαίγανε σὰν τοὺς ἔφερα μὲ τὸ στανιὸ στὰ πλοῖα, καὶ στὰ ζυγὰ ἀποκάτωθε τοὺς ἔσυρα δεμένους.
Βαριόκαρδοι τραβᾶμε ἐμπρός, κι ἐρχόμαστε στὰ μέρη ποὺ οὶ δύστροποι κι οἱ ἄνομοι Κύκλωπες κατοικοῦνε· αὐτοὶ ποὺ στοὺς ἀθάνοτους θεοὺς τ' ἀφήνουν ὅλα, καὶ δὲ φυτεύουν, μήτε γῆς ὀργώνουνε ἀπατοί τους, μόν' καθετὶς ἀνέσπαρτο κι ἀνόργωτο φυτρώνει, στάρια, κριθάρια, κλήματα ποὺ δίνουν τὸ κρασί τους τὸ σταφυλάτο, κι ἡ βροχὴ τοῦ Δία τὰ μεγαλώνει.
Βουλὲς δὲν ἔχουν, σύναξες καὶ νόμους δὲ γνωρίζουν, μόνε στῶν ἁψηλῶν βουνῶν τὶς ἄκρες λημεριάζουν, μέσα σὲ σπήλια ὁλόβαθα, καὶ ξέχωρα καθένας κρίνει γυναίκα καὶ παιδιά, καὶ δὲν ψηφάει τοὺς ἄλλους.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΛΩΤΟΦΑΓΩΝ


Théodore Van Thulden, ΟΙ ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ . Paris, Pierre Mariette, 1633

Ἐκεῖ νὰ πιάσουμε ἤρθαμε, καὶ θεὸς μᾶς ὁδηγοῦσε, μέσα σὲ νύχτα σκοτεινή, ποὺ τίποτις δὲ θώρειες·
τὶ καταχνιὰ μᾶς σκέπαζε, καὶ μήτε τὸ φεγγάρι τὰ νέφια δὲν τὸ ἀφήνανε στὸν οὐρανὸ νὰ φέγγη.
Κανένας τότες τὸ νησὶ δὲν μπόρειε νὰ ξανοίξη, καὶ τὰ μακριὰ τὰ κύματα ποὺ πρὸς τὴ γῆς κυλιόνταν
δὲν τά 'δαμε, ὥσπου τὰ καλὰ καράβια σέρναμ' ὄξω.
Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα, καὶ τὸ νησὶ θαμάζοντας γυρνούσαμε νὰ δοῦμε.
Γερτὰ δοξάρια καὶ μακριὰ κοντάρια ἀπ' τὰ καράβια ἀμέσως φέρνουμε, καὶ τρεῖς γενήκαμε παρέες·
χτυπᾶμε, καὶ μᾶς ἔδωσε ὁ θεὸς λαμπρὸ κυνήγι.
Μ' ἀκολουθοῦσαν δώδεκα καράβια· στὸ καθένα ὡς ἐννιὰ γίδια πέσανε· σ' ἐμένα ἀφῆκαν δέκα.
Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα, καὶ συντυχιὰ τοὺς φώναξα, καὶ σ' ὁλουνούς τους εἶπα· “Οἱ ἄλλοι ἐσεῖς νὰ μείνετε, συντρόφοι ἀγαπημένοι· ἐγὼ μὲ τὸ καράβι μου καὶ τοὺς δικούς μου σέρνω, νὰ πάω νὰ μάθω τί λογῆς ἀνθρῶποι ἐκεῖθε ζοῦνε, νά 'ναι ἆραγες ἀδιάντροποι κι ἄγριοι κι ἀδικοπράχτες, ἢ τάχα εἶναι φιλόξενοι, μὲ θεοφοβιὰ στὸ νοῦ τους.”

Leonardo Roperti, Ulisse nella terra di nessuno "Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΓΗ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΑ"

Ἄντρας ἐκεῖ θεόρατος λημέριαζε μονάχος, ποὺ τὰ κοπάδια του ἔβοσκε σὲ ἀπόμακρα, καὶ μ' ἄλλους
δὲν ἔσμιγε, παρὰ ἔπλεχνε ἀδικιὲς στὴ μοναξιά του. Τέρας θεόρατο ἤτανε, καὶ μὲ ἄντρα ψωμοφάγο
δὲν ἔμοιαζε, παρὰ ἔμοιαζε δεντράτο κορφοβούνι, ποὺ μέσα στ' ἁψηλὰ βουνὰ μονάχο ξεχωρίζει.
δώδεκα διαλέγοντας συντρόφους, ἕναν κι ἕναν, ξεκίνησα μὲ ἀσκὶ τραγιοῦ, καλὸ κρασὶ γεμάτο.
Μοῦ τό 'χε δώσει ὁ Μάρωνας, τοῦ Εὐανθέα ὁ γόνος, ἱερέας τοῦ Ἀπόλλωνα, τῆς Ἴσμαρος προστάτη,
ποὺ αὐτόν, γυναίκα καὶ παιδὶ διαφέντεψα ἀπὸ σέβας, τ' εἶχε τοῦ Φοίβου Ἀπόλλωνα τὸ φουντωμένο δάσο λημέρι του· καὶ μοῦ 'φερε μεγάλα δῶρα τότες.
Μοῦ χάρισ' ἑφτὰ τάλαντα χρυσάφι δουλεμένο, κροντήρι, ἀσήμι μοναχό, καὶ δώδεκα λαγῆνες
μοῦ γέμισε ἄσμιχτο κρασί, γλυκὸ πιοτὸ καὶ θεῖο,......
Γλήγορα πᾶμε στὴ σπηλιά, μὰ ἐκεῖ δὲ βρήκαμέ τον, παρὰ ἔβοσκε ἔξω στὶς βοσκὲς τὰ πλούσια του κοπάδια.
Σὰν μπήκαμε, κοιτάζαμε τὸ τί 'χε μὲς στὸ σπήλιο· τὰ τυροβόλια ὁλόγεμα, καὶ μὲς στὶς μάντρες στοίβα τ' ἀρνιὰ καὶ γίδια, ξέχωρα κλεισμένο τὸ κάθε εἶδος, χώρια τὰ πρωτογέννητα, τὰ μεσιανὰ, τὰ τρίτα· καὶ ἀγγειὰ ποὺ τὰ πλημμύριζε τυρόγαλο· καρδάρια καὶ σκάφες, ὅλα διαλεχτά, ποὺ ἄρμεγε γάλα μέσα. ....................
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ ΠΟΛΥΦΗΜΟΥ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΡΟΔΟΠΗΣ  Η ΣΠΗΛΑΙΟ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ

Σήκωσε τότες κι ἔβαλε θυρόπετρα μεγάλη, τόσο βαρειά, ποὺ εἰκοσιδυὸ δὲ θά 'σωναν ἁμάξια
τετράτροχα καῖ δυνατὰ ἀπὸ χάμου νὰ τὴ σύρουν.
Τέτοιο λιθάρι θεόρατο σὰν ἔβαλε στὴ θύρα, κάθισε, γίδες ἄρμεξε μαζὶ καὶ προβατίνες,........
Καὶ τὶς δουλειές του βιαστικὰ σὰν τέλειωσε, τὴ στιά του ἄναψε, καί, ὡς μᾶς ξάνοιξε, φωνάζει· “Ὦ ξένοι, ποιοί εἶστε; καὶ ποῦθε ταξιδέψατε τοὺς πελαγήσους δρόμους;
Τάχα δουλειὰ σᾶς ἔφερε, ἢ ἐδῶ κι ἐκεῖ πλανιέστε στὶς θάλασσες, σὰν πειρατὲς ποὺ τριγυρνοῦν καὶ φέρνουν μὲ τῆς ζωῆς τους κίντυνο ζημιὰ σὲ ξένον κόσμο;”

Εἶπε, κι ἐμᾶς μᾶς ἔκοψε μεμιὰς τὰ ἥπατά μας τὸ μουγκρητό του τὸ βαρὺ κι ἡ ὅψη ἡ γιγαντένια.
Ὅμως τοῦ ἀπολογήθηκα κι αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ εἶπα· “Ἀπὸ τὴν Τροία ἐρχόμαστε, Ἀχαιοὶ ποὺ μύριοι ἀνέμοι μᾶς πέταξαν στῆς θάλασσας τὰ τρίσβαθα τὰ πλάτια.
Πατρίδα θέλαμε, κι ἀλλοῦ μᾶς φέραν ἄλλοι δρόμοι· τέτοιο τοῦ Δία στάθηκε τὸ θέλημα κι ἡ γνώμη.
Καὶ λέμε ἀπ' τοῦ Ἀγαμέμνονα τοῦ γιοῦ τοῦ Ἀτρέα τ' ἀσκέρι πὼς εἴμαστε, ποὺ ἀκούστηκε στὰ πέρατα τοῦ κόσμου μεγάλη χώρα παίρνοντας, πλῆθος λαὸ χαλνώντας.
Κι ἐμεῖς ποὺ ἐδῶ βρεθήκαμε, προσπέφτουμέ σου τώρα, φιλοξενιὰ ἢ καὶ χάρισμα κανένα νὰ μᾶς δώσης, σὰν ποὺ σὲ ξένους συνηθοῦν. Σεβάσου, ὦ δυνατέ μου, καὶ τοὺς θεούς· ἱκέτες σου στεκόμαστε ὀμπροστά σου, Ξένους κι ἱκέτες ἀγαπάει ὁ Δίας νὰ διαφεντεύη ὁ θεὸς τῶν ξένων τῶν ἱερῶν, ποὺ πάει μαζί τους πάντα.”


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ  Peter von Cornelius, 1803
 Ἔτσ' εἶπα, κι αὐτὸς ἄξαφνα μὲ κάκια μοῦ ἀντισκόβει·
“Γιά κλούβιος εἶσαι, ὦ ξένε μου, γιά μοῦ 'ρθες ἀπὸ πέρα, καὶ νὰ ψηφῶ μοῦ λὲς θεοὺς καὶ νὰ τοὺς ἔχω φόβο· τὸ Δία τὸν αἰγιδόσκεπο οἱ Κύκλωπες δὲν ψηφοῦνε, μήτε τοὺς ἄλλους τοὺς θεούς, τ' εἴμαστ' ἀνώτεροί τους.
Δὲ θὰ μὲ κάνη ἡ ὄχτρητα τοῦ Δία νὰ σᾶς ἀφήσω, ἢ ἐσένα ἢ τοὺς συντρόφους σου, σὰ δὲν τὸ θέλω ἀτός μου. Λέγε μου ὡς τόσο, ποῦ ἄραξες τ' ὡριόφτιαστο καράβι;
Αὐτὰ εἶπε δοκιμάζοντας, μὰ δὲ μὲ γέλαε ἐκεῖνος ἐμένα τὸν πολύξερο, καὶ τοῦ ἀπαντῶ μὲ δόλο·
“Ὁ τρανταχτὴς μοῦ τσάκισε τὸ πλοῖο, ὁ Ποσειδώνας, πετώντας το κατάβραχα σὲ κάβο ἐδῶ τῆς γῆς σας· οἱ ἀνέμοι ἀπὸ τὰ πέλαγα τὸ σπρώξανε, μὰ ἐτοῦτοι μαζὶ μ' ἐμένα ξέφυγαν τὸ φοβερὸ τὸ τέλος.”
 Εἶπα, μὰ ἀπὸ τὴν κάκια του μιλιὰ δὲ βγάζει ἐκεῖνος· μόν' χούμηξε, κι ἁπλώνοντας τὰ χέρια στοὺς συντρόφους, ἅρπαξε δυό, καὶ σὰ σκυλιὰ κάτου στὴ γῆς τοὺς ρίχτει.
......................
Σφυρίζοντας ὁ Κύκλωπας ἀνέβαζε στὰ ὄρη τὰ πρόβατα· κι ἐγὼ στὸ νοῦ σκέδιο ὀχτρικὸ ζητοῦσα
νὰ γδικιωθῶ, κι ἡ Ἀθηνᾶ νὰ μοῦ χαρίση δόξα. Καὶ νά, ποιὰ γνώμη φάνηκε καλύτερη στὸ νοῦ μου.
Μεγάλο χλωροκούτσουρο χάμου ἤτανε στὴ μάντρα, ἐλιά, ποὺ ἐκεῖνος τό 'κοψε, σὰν ξεραθῆ νὰ τό 'χη
ραβδί του· καὶ μᾶς φάνηκε, τηρώντας το, μεγάλο ὅσο κατάρτι καραβιοῦ τῶν εἴκοσι κουπιῶνε,
ἀπ' τὰ πλατιὰ τὰ φορτηγὰ ποὺ στὰ πελάγη τρέχουν.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΚΡΑΣΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΥΦΗΜΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ

Νά, πάρε, πιές, ὦ Κύκλωπα, ποὺ τρῶς ἀνθρώπου κρέας, νὰ δῆς πιοτὸ ποὺ φύλαγα κρυμμένο στὸ καράβι σοῦ τό 'φερα γιὰ στάξιμο, ἴσως καὶ δείξης σπλάχνια, καὶ πίσω στείλης με, μὰ ἐσὺ λυσσᾶς καὶ δὲ χορταίνεις.
Καὶ ποιός ἀπ' τοὺς πολλοὺς θνητούς, σκληρέ, θὰ ξαναρχόταν ἐδῶ, κατόπι ἀπ' τ' ἄνομα καμώματά σου ἐδαῦτα;”
Εἶπα, κι ἐκεῖνος μὲ ὄρεξη τὸ παίρνει καὶ τὸ πίνει, καὶ τόσο τὸ γλυκάθηκε, ποὺ δεύτερο γυρεύει·
“Φέρε μου κι ἄλλο πρόθυμα, πές μου καὶ τ' ὄνομά σου, νὰ σὲ φιλέψω δῶρο ἐγώ, ποὺ νὰ τὸ καμαρώνης.
Δίνει κι ἐδῶ στοὺς Κύκλωπες ἡ πλούσια γῆς σταφύλια ζουμὶ γεμάτα, ποὺ ἡ Βροχὴ τοῦ Δία τὰ ὡριμάζει· μὰ εἶναι τῆς ἀμβροσίας αὐτὸ καὶ τοῦ νεχτάρου στάμα.”

“Κύκλωπα, τ' ὄνομά μου θές ; Ἐγὼ σ' τὸ φανερώνω·κι ἐσὺ τὸ δῶρο ποὺ ἔταξες νὰ μὲ φιλέψης τώρα.
Κανένας ὄνομα ἔχω ἐγώ· Κανένα μὲ φωνάζουν κι ἡ μάνα μου κι ὁ κύρης μου, κι οἱ ἄλλοι μου οἱ συντρόφοι.”
  .................
Ἔχωσα τότες τὸ δαυλὸ στὴν ἀναμμένη στάχτη νὰ πυρωθῆ, και γκάρδιωνα μὲ λόγια τοὺς συντρόφους, μὴν τύχη καὶ κανένας τους δειλιάση καὶ δὲν ἔρθη.
Ὅτι ἄρχιζε τὸ λιόξυλο νὰ καίη, χλωρὸ κι ἂν ἦταν, καὶ σπιθοβόλαε κόκκινο, ἀπ' τὴ φωτιὰ τὸ σέρνω.
Ὁλόγυρα στεκόντανε οἱ συντρόφοι μου, καὶ θάρρος μεγάλο κάποιος στὴν ψυχὴ θεὸς μᾶς εἶχε βάλει.
Πῆραν αὐτοὶ τὸ σουβλερὸ τὸ λιόξυλο στὰ χέρια, τὸ μπήξανε στὸ μάτι του, κι ἐγὼ ἀπὸ πάνω τότες
τὸ στριφογύριζα .....
Κι ὁ δυνατὸς Πολύφημος μέσαθε κράζει· “Ὦ φίλοι, μὲ δόλο, ὄχι μὲ δύναμη· Κανένας ὁ φονιάς μου.”
Κι αὐτοὶ τοῦ ἀπολογήθηκαν μὲ λόγια φτερωμένα·
“Κανένας σὰ δὲ σ' ἄγγιξε καὶ μόνος σου σὰν εἶσαι, κακὸ ποὺ ὁ Δίας ὁ τρανὸς σοῦ στέλνει, δὲν ξεφεύγεις. Μόν' κάλεσε τὸν κύρη σου, τὸ ρήγα Ποσειδώνα.”
Εἴπανε, κι ἔφυγαν κι ἐγὼ στὰ μέσα μου χαιρόμουν, ποὺ τ' ὄνομα τοὺς γέλασε, κι ἡ περισσή μου γνώση. τὰ κάθε τριὰ ἀρνιὰ κι ἕνα ἄντρα κουβαλοῦσαν.
Πιάνω κι ἐγὼ τὸ πιὸ λαμπρὸ κριάρι ἀπὸ τὴ ράχη, καὶ στὴν κοιλιά του χαμηλὰ τὴ μαλλιαρὴ κρεμιέμαι, ἀπ' τ' ὥριο του μαλλὶ σφιχτὰ καὶ δυνατὰ πιασμένος.
 Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΟΥ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ Jakob Jordaens  16 αιωνMuseo Puskin Mosca

Κι ἡ ροδοδάχτυλη ἡ Αὐγὴ σὰ φάνηκε ἀπ' τὰ σκότη, πρὸς τὴ βοσκὴ χουμίξανε τ' ἀρσενικὰ κοπάδι,
κι ἀνάρμεγα βογγούσανε τὰ θηλυκὰ στὶς μάντρες......
Χαρῆκαν σὰ μᾶς εἴδανε τοῦ καραβιοῦ οἱ συντρόφοι, ἐμᾶς ποὺ ξεγλυτώσαμε· τοὺς ἄλλους τοῦς θρηνοῦσαν.
Κι εὐτὺς ἐγὼ τοὺς ἔγνεψα ν' ἀφήσουνε τὶς κλάψες, καὶ πρόσταξα τὰ ὡριόμαλλα τ' ἀρνιὰ μεμιὰς νὰ ρίξουν στὸ πλοῖο, καὶ πρὸς τ' ἁρμυρὰ τὰ πέλαα νὰ τραβήξουν.
Καὶ μέσα εὐτὺς μπῆκαν αὐτοί, καθίσανε στοὺς πάγκους, καὶ τὸν ἀστραφτερὸ γιαλὸ μὲ τὰ κουπιὰ βαροῦσαν.
Σὰν ἤμασταν ὅσο μακριὰ μπόρειε ἡ φωνὴ νὰ φτάση, τότες ἐγὼ τοῦ Κύκλωπα πειραχτικὰ φωνάζω·
“Δὲ σοῦ 'ταν, Κύκλωπα, γραφτό, δειλοῦ θνητοῦ συντρόφους νὰ φᾶς μὲς στὴ βαθειὰ σπηλιὰ μὲ τόση ἀγριωσύνη.Μόνε γραφτό 'ταν τὰ ἔργα σου τὰ μαῦρα νὰ σὲ βροῦνε, ποὺ δὲ φοβήθηκες, σκληρέ, στὴ στέγη σου τοὺς ξένους νὰ φᾶς, κι ὁ Δίας κι οἱ θεοὶ σοῦ τὰ πλερῶσαν τώρα.”
Εἶπα, κι ἐκείνου χόλιασε περσότερο ἡ ψυχή του, καὶ ξεκολνώντας τὴν κορφὴ τρανοῦ βουνοῦ, τὴν παίρνει κι ὀμπρὸς στὸ μελανόπλωρο καράβι τὴν τινάζει·
Ο ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ     

Giulio Romano, 1526-1528 PALAZZO DI TE MANTUA SALA ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

                                                                                    

 

 Στὴ θάλασσα ὅμως διάστημα σὰ βγήκαμε ἄλλο τόσο, ἐγὼ ἄλλη μιὰ τοῦ φώναξα τοῦ Κύκλωπα, ἂν κι οἱ ἄλλοι μὲ λόγια παρακαλεστὰ μὲ μπόδιζαν καὶ κρέναν· “Τέτοιον ἀγριάνθρωπο τί θές, καημένε, κι ἐρεθίζεις ;
Εἶπαν, μὰ ἐγὼ ὁ τρανόψυχος δὲν ἤθελα ν' ἀκούσω, μόν' ἄλλη μιὰ τοῦ φώναξα μὲ χολιασμένα σπλάχνα· “Κύκλωπα, ἂν ἄνθρωπος θνητὸς κανένας σὲ ρωτήξη πῶς ἔτυχε τὸ μάτι σου κακοτυφλιὰ νὰ πάθη, τό 'χει τυφλώσει νὰ τοὺς πῆς ὁ κουρσευτὴς Δυσσέας, τοῦ Λαέρτη ὁ γιός, ποὺ βρίσκεται στὸ Θιάκι ἡ κατοικιά του.”
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΟΡΟΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΥΚΛΩΠΑ Joseph Mallord William Turner  1829 National Gallery, London, England

Αὐτὰ εἶπα, καὶ μουγκρίζοντας ἀπολογήθη ἐκεῖνος·
“Ἀλλοίς, γιὰ δὲς πῶς τὰ παλιὰ μαντέματα μοῦ βγῆκαν,
Ἦταν ἐδῶ προφήτης μας παράξιος καὶ μεγάλος, ὁ Τήλεμος τοῦ Εὐρύμου ὁ γιός, στὴ μαντοσύνη πρῶτος, ποὺ γέρασε μαντεύοντας στὴ χώρα τῶν Κυκλώπων αὐτὰ ὅλα ἐκειὸς μοῦ τά 'λεγε πὼς θὰ γενοῦν μιὰ μέρα, καὶ πὼς θὰ χάσω ἐγὼ τὸ φῶς ἀπ' τοῦ Ὀδυσσέα τὰ χέρια.
Μὰ πάντα ἐγὼ φαντάζομουν κάποιον τρανὸ λεβέντη, πὼς θά 'ρθη ἐδῶ μὲ δύναμη μεγάλη ἀρματωμένος.
κι ἐγὼ ἀποκρίθηκα· “Μακάρι νὰ δυνόμουν νὰ σὲ στερήσω ἀπὸ ψυχὴ κι ἀπὸ ζωή, καὶ μέσα
στὰ μαῦρα λημεριάσματα νὰ σὲ γκρεμίσω τοῦ Ἅδη, νὰ μὴν μπορῆ τὸ μάτι σου ν' ἀνοίξη μήτε ὁ Σείστης.”Εἶπα, κι αὐτὸς δεήθηκε στὸ μέγα Ποσειδώνα, ἁπλώνοντας τὰ χέρια του στὰ ὁλόαστρα τὰ οὐράνια· “Ὦ Ποσειδώνα, βασταχτὴ τῆς γῆς, καὶ μαυροχήτη, συνάκουσέ με, ἂν σοῦ εἶμαι γιός, καὶ κύρης μου ἂν παινιέσαι· κάμε ὁ Δυσσέας ὁ κουρσευτὴς νὰ μὴ γυρίση πίσω,
[ τοῦ Λαέρτη ὁ γιός, ποὺ βρίσκεται στὸ Θιάκι ἡ κατοικιά του ],
Κι ἂν εἶν' τῆς μοίρας του γραφτὸ νὰ δῆ τοὺς ποθητούς του, τὸ σπίτι τὸ καλόχτιστο καὶ τὴν πατρίδα ἐκεῖνος, ἂς κακοφτάση ἀργὰ, χωρὶς κανένα σύντροφό του, μὲ ξένο πλοῖο, καὶ συφορὲς νὰ βρῆ στὸ σπιτικό του,”
Εἶπε, καὶ τὸν συνάκουσε ὁ θεὸς ὁ μαυροχήτης.
Καὶ τότες πιὸ θεόρατη ξανασηκώνει πέτρα, στριφογυρνάει την, καὶ μὲ ὁρμὴ τὴ ρίχτει γιγαντένια,
καὶ πίσω ἀπ' τὸ μαυρόπλωρο καράβι τὴν τινάζει,.....

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ Arnold Böcklin,  1858 (ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ)

Καὶ πλέγαμε βαριόψυχοι, ποὺ ἂν κι ἤμασταν σωσμένοι, τόσους συντρόφους χάσαμε καλοὺς κι ἀγαπημένους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου