Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

ΡΑΨ.η  Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΑΛΚΙΝΟΟ PELLEGRINO TIBALDI PALAZZO POGGI  BOLOGNA

Ἔτσι ὁ τρανός, πολύπαθος Δυσσέας προσευκόταν, καθὼς τὴν κόρη φέρνανε στὴ χώρα τὰ μουλάρια.

Πέρασε τότε ἡ Ναυσικᾶ στὸ θάλαμο της ἴσια, ὅπου ἡ γριὰ Εὐρυμέδουσα καλὴ φωτιὰ ἄναβέ της,
ἡ συγυρίστρα ποὺ ἄλλοτε ἀπ' τὴν Ἀπείρη πλοῖα, τὴ φέρανε γοργόλαμνα καὶ δῶρο τήνε δῶσαν
τοῦ Ἀλκίνου, πρῶτος βασιλιᾶς σὰν ποὺ ἤταν τῶ Φαιάκων, καὶ σὰ θεὸ τὸν ἄκουγαν· τὴν κόρη εἶχε ἀναθρέψει, αὐτὴ, καὶ τὴ φωτιὰ ἄναβε καὶ τοίμαζε τὸ δεῖπνο.
Τότε ὁ Δυσσέας σηκώθηκε στὴ χώρα νὰ κινήση, κι ἡ Ἀθηνᾶ καλόθελα τοῦ σκόρπισε κατάχνια,
μὴν τὸν ξανοίξη Φαίακας τρανόψυχος, κι ἀρχίση λόγια νὰ βγάζη ἀγγιχτικά, καὶ νὰ ρωτάη ποιός εἶναι.
Κι ὅ,τι ἔκανε στὴν πρόσχαρη τὴ χώρα νὰ πατήση τὸν ἀνταμώνει ἡ Ἀθηνᾶ, ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα, ἀθῶο κορίτσι μοιάζοντας ποὺ στάμνα κουβαλοῦσε. Ὀμπρός του στάθη, κι ὁ τρανὸς τήνε ρωτᾶ Ὀδυσσέας·“Παιδί μου, μπορεῖς νὰ μὲ πᾶς στοῦ Ἀλκίνου τὰ παλάτια, τοῦ ἄντρα, ποὺ εἶναι ὁ βασιλιᾶς ἐτούτων τῶν ἀνθρώπων; Τυραννισμένος ἔρχουμαι καὶ ξένος ἐδῶ πέρα, ἀπὸ λημέρια ἀπόμακρα, κι ἀπ' ,ὅσους κατοικᾶνε τὴ χώρα καὶ τὴ γῆς αὐτὴ κανένα δὲ γνωρίζω.”
Κι ἡ γαλανόματη ἡ θεὰ γυρίζει καὶ τοῦ κρένει·
“Θὰ σοῦ τὰ δείξω, ξένε μου πατέρα, ἐγὼ τὰ σπίτια ποὺ μοῦ ζητᾶς, τ' εἶναι σιμὰ στοῦ ἄξιου τοῦ γονιοῦ μου. Ἔρχου σωπαίνοντας ἐσύ, κι ἐγὼ μπροστὰ πηγαίνω· κανέναν ἄλλον μὴν κοιτᾶς, καὶ μὴ ρωτᾶς κανέναν, γιατὶ τοὺς ξένους τοῦτοι ἐδῶ δὲν τοὺς πολυχωνεύουν, κι ἂν κάποιος ἀπ' ἀλλοῦθε ἐρθῆ, φιλίες δὲν τοῦ ἀνοίγουν, ἔχοντας θάρρος στὰ γοργὰ καράβια τους, ποὺ σκίζουν τὰ πέλαα μὲ τὴ συνεργιὰ τοῦ θεοῦ τοῦ κοσμοσείστη, ποὺ σὰν πουλιὰ γοργοπετοῦν ἢ σὰν τοῦ νοῦ τὴ σκέψη.”
Εἶπε, κι ὀμπρὸς ἡ Ἀθηνᾶ ξεκίνησε μὲ βιάση, καὶ πίσωθε στ' ἀχνάρια της ἀκολουθοῦσε ἐκεῖνος.
Κι οἱ Φαίακες δὲν τὸν ἔνιωσαν οἱ θαλασσακουσμένοι, ὀμπρός τους καθὼς διάβαινε περνώντας ἀπ' τὴ χώρα, τὶ ἡ ὄμορφη καὶ φοβερὴ θεὰ Ἀθηνᾶ τὸν εἶχε ὁλόσκεπο ἀπὸ καταχνιά, ποθώντας τὸ καλό του.
Καὶ τὸ λιμάνι θάμαζε μὲ τὰ καράβια ἐκεῖνος, τὶς ἀγορὲς ποὺ κάθουνταν οἱ ἡρῶοι, καὶ τὰ μεγάλα τὰ ξυλοσκέπαστα τειχιά, ποὺ θάμα ἦταν μονάχο.
Καὶ στὰ παλάτια τὰ λαμπρὰ τοῦ βασιλιᾶ σὰ φτάσαν, τότες τοῦ κρένει ἡ Ἀθηνᾶ, ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα·
 “Νά τα τὰ σπίτια ποὺ ζητᾶς, ὦ ξένε μου πατέρα· θὰ βρῆς ἐκεῖ τοὺς διόθρεφτους ἀφέντες στὸ τραπέζι· ὡς τόσο κίνα μέσα ἐσὺ, κι ἂς μὴ σὲ πιάνη φόβος· ἄντρας μὲ θαρρετὴ καρδιὰ σὲ κάθε καμωμά του πιὸ ἄξιος πάντα θὰ φανῆ, κι ἂς ἔρχεται ἀπ' ἀλλοῦθε.
Καὶ πρῶτα τὴ βασίλισσα θὰ βρῆς μὲς στὰ παλάτια· τὴ λὲν Ἀρήτη, κι ἔρχεται κι ἐκείνη ἀπὸ τοὺς ἴδιους προγόνους ποὺ γεννήθηκε ὁ βασιλέας Ἀλκίνος.
Πρῶτα ὁ Ναυσίθος ἦρθε, ὁ γιὸς τοῦ σείστη Ποσειδώνα καὶ τῆς Περίβοιας, ποὺ ἤτανε περίσσια ἡ ὀμορφιά της.
Κόρη τοῦ μεγαλόκαρδου Εὐρυμέδοντα στερνή 'ταν ἐκείνη, τῶν περήφανων Γιγάντων βασιλέα.
Τοὺς ἔχασε τοὺς ἄμυαλους, καὶ χάθηκε κι ἐκεῖνος.
Μὲ τὴν Περίβοια πλάγιασε τότες ὁ κοσμοσείστης, καὶ τὸ Ναυσίθο γέννησε, τὸ ρήγα τῶν Φαιάκων.
Δυὸ γιοὺς ἐτοῦτος γέννησε, Ρηξήνορα καὶ Ἀλκίνο.
Καὶ νιόπαντρος καὶ δίχως γιὸ ὁ Ρηξήνορας σὰν ἦταν τὸν ἔκρουσε ὁ Ἀπόλλωνας ὁ ἀργυροδοξαράτος,
καὶ μόνη σπίτι του ἄφησε μιὰ κόρη, τὴν Ἀρήτη· αὐτὴν ὁ Ἀλκίνος ἔκαμε κατόπι σύγκλινή του,
καὶ τὴν τιμοῦσε ὅσο καμιὰ στὸν κόσμο δὲν τιμιέται, ἀπ' ὅσες ζοῦν σὲ χέρια ἀντρὸς στὰ σπιτικά τους τώρα.Θερμὰ τήνε λατρεύουνε, καὶ τ' ἀκριβὰ παιδιά της, κι ἴδιος ὁ Ἀλκίνος, κι ὁ λαός, ποὺ σὰ θεὰ τὴ βλέπει καὶ γκαρδιακὰ τὴ δέχεται στὴ χώρα σὰ διαβαίνη.
Καὶ μήτε λείπει στοχασιὰ ποτὲς ἀπὸ τὸ νοῦ της, μόν' τῶν ἀντρῶν ποὺ συμπονεῖ τὶς διαφορὲς τελειώνει. Καὶ σένα ἂ συμπονέση αὐτή, πάλε θὰ δῆς μιὰ μέρα τοὺς φίλους σου καὶ τοὺς δικούς, καὶ θὰ ξανάρθης πάλε στὸ σπίτι τ' ἁψηλόσκεπο τῆς γονικῆς σου χώρας.”

Ἦρθε στοῦ Ἀλκίνου τ' ἀκουστὰ παλάτια κι ὁ Ὀδυσσέας, κι ὁ νοῦς του σάστιζε πρὶν πάη στὰ χαλκωτὰ κατώφλια· τὶ σὰ φῶς ἥλιου ἢ φεγγαριοῦ στὰ μάτια του φαινόταν τοῦ Ἀλκίνου τοῦ τρανόκαρδου τὸ θεόρατο παλάτι.
Χαλκένιοι τοῖχοι στέκονταν ἀπ' τὸ κατώφλι ὡς μέσα στὰ βάθια, καὶ ζωνόντανε μὲ λαζουρὶ στεφάνι·
θύρες χρυσὲς σφαλνούσανε τὸ στεριωμένο χτίριο, μὲ παραστάτες ἀργυροὺς στὸ χαλκωτὸ κατώφλι, μὲ ἀνώφλι, ὁλάργυρο κι αὐτό, καὶ μὲ χρυσὴ κρικελα.
Εἶχε καὶ δυὸ ἀργυρόχρυσους ἀπ' τὰ δυὸ πλάγια σκύλους, ποὺ ὁ Ἤφαιστος τοὺς ἔφτιαξε μὲ τὴ σοφή του τέχνη, τὸν πύργο νὰ φυλάγουνε τοῦ Ἀλκίνου τοῦ μεγάλου, ἀθάνατοι κι ἀγέραστοι γιὰ πάντα καὶ γιὰ πάντα. Θρονιὰ στὸν τοῖχο ἀραδιαστὰ κι ἀπὸ τὰ δυὸ τὰ πλάγια, ἀπ' τὸ κατώφλι ὡς τὰ βαθιά, μὲ ντύματα ἀποπάνω, ἔργα ψιλὰ καλόγνεστα τῶν γυναικῶν, βαλμένα.
Σ' ἐκεῖνα ἀπάνω οἱ προεστοὶ καθόνταν τῶ Φαιάκων, καὶ τρώγανε καὶ πίνανε, τὶ εἶχαν πολλὰ ὀμπροστά τους. Σὲ στυλοβάτες δουλευτοὺς χρυσὰ ἀγοράκια στέκαν, καὶ κράταγαν στὰ χέρια τους λαμπάδες ἀναμμένες, ποὺ φέγγανε τῶ σύδειπνων τὴ νύχτα στὰ παλάτια.
Πενήντα μὲς στοὺς πύργους του γυναῖκες εἶχε ἐργάτρες· ἄλλες τους στὸ χερόμυλο ξανθὸ σιτάρι ἀλέθουν, ἄλλες τους φαίνουνε πανὶ καὶ κλώθουν καθισμένες, σὰ φύλλα λεύκας ἁψηλῆς σαλεύοντας· καὶ τόσο κρουστόφαντα εἶναι τὰ λινὰ ποὺ τρέχει ὁγρὸ τὸ λάδι.
Τὶ ὅσο περνοῦν οἱ Φαίακες στὸν κόσμο ὅλους τοὺς ἄλλους σὲ καραβιοῦ κυβέρνημα, τόσο πιδέξες εἶναι στὸ φάδι κι οἱ γυναῖκες τους, ποὺ ἡ Ἀθηνᾶ νὰ φτιάνουν ὥρια δουλειὰ τὶς ἔμαθε, καὶ νοῦ λαμπρὸ ἔδωσέ τους. Παρόξω ἀπ' τὴν αὐλὴ, σιμὰ στὴ θύρα, ἔχει περβόλι, τεσσάρω ζευγαριῶν παντοῦ καλοφραγμένο γύρω, ποὺ δέντρα πλῆθος φαίνουνται ἁψηλὰ καὶ φουντωμένα ἐκεῖ ἀπιδιές, ροδιές, μηλιές μὲ τὰ λαμπρὰ τὰ μῆλα, συκιὲς γλυκόκαρπες κι ἐλιὲς γερὲς καὶ φουντωμένες.
Δὲ λείπει ὁλοχρονὶς καρπός, χειμώνα καλοκαίρι· τὶ ἄλλα τ' ἀγέρι τὸ γλυκὸ γεννάει κι ἄλλα ὡριμάζει. Μεστώνει ἀπίδι, κι ἄλλο ἀνθεῖ, καὶ μῆλο πὰς στὸ μῆλο, πὰς στὸ σταφύλι ἄλλο τσαμπί, καὶ σῦκο πὰς στὸ σῦκο,
Βρίσκεται φυτεμένο ἐκεῖ καὶ πλούσιο ἀμπελοκήπι, μὲ ἁλώνι μέσα λιακωτὸ σὲ γῆς καλοστρωμένη,
ποὺ ἀπὸ τὸν ἥλιο δέρνεται· σταφύλια ἀλλοῦ τρυγιοῦνται, ἀλλοῦ πατιοῦνται· παραμπρὸς κρεμιένται οἱ ἀγουρίδες στὸ ξάνθισμά τους· παρακεῖ νὰ βάφουν ἀρχινᾶνε.
Ἔχει κι ὡριόπλουμες βραγιὲς στοῦ περβολιοῦ τὶς ἄκρες, κάθε λογῆς, ποὺ ὁλοχρονὶς σφαντάζουνε στὸ μάτι· καὶ βρύσες δυό· σκορπιέται ἡ μιὰ μὲς σ' ὅλο τὸ περβόλι, κι ἡ ἄλλη κάτω ἀπ' τῆς αὐλῆς διαβαίνει τὸ κατώφλι, πρὸς τὸ παλάτι, κι ἔπαιρναν κεῖθε νερὸ οἱ πολῖτες.
Τέτοια οἱ θεοὶ χαρίζανε λαμπρὰ τοῦ Ἀλκίνου δῶρα,

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΑΛΚΙΝΟΟΥ Giovanni-Battista-Castello ,1524-1567
Στάθηκ' ἐκεῖ ὁ πολύπαθος, ὁ μέγας Ὀδυσσέας κοιτώντας. Καὶ σὰ θάμασε τὸ καθετὶς στὸ νοῦ του, ἀπ' τὸ κατώφλι πέρασε καὶ μπῆκε στὸ παλάτι.
Καὶ βρῆκε αὐτοῦ τοὺς προεστοὺς κι ἀρχόντους τῶν Φαιάκων, ποὺ μὲ ποτήρια στάζανε τοῦ Ἑρμῆ τοῦ ἀγρυπνομάτη, τὶ ἐκείνου χῦναν τὶς στερνὲς σταλιὲς πριχοῦ πλαγιάσουν.
Περνάει ὀμπρός τους ὁ τρανός, πολύπαθος Δυσσέας, σὲ ἀνιὰ ποὺ τοῦ περέχυνε ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ κρυμμένος, ὥσπου ἦρθε στὴν Ἀρήτη ὀμπρὸς καὶ στὸν ἀφέντη Ἀλκίνο.
Ἀγγίζει τῆς βασίλισσας τὰ γόνατα ὁ Δυσσέας,κι ἡ καταχνιὰ ἡ θεόσταλτη σκορπιέται πίσωθέ του.
Ἄνθρωπο βλέπουν τότε αὐτοί, καὶ σὰ βουβοὶ ἀπομνήσκουν μὲ θαυμασμὸ κοιτώντας τον· κι αὐτὸς παρακαλεῖ τους·
“Ἀρήτη, τοῦ Ρηξήνορα τοῦ ἰσόθεου θυγατέρα, στὸν ἄντρα σου ὁ πολύπαθος προσπέφτω καὶ σ' ἐσένα, κι αὐτοὺς ἐδῶ τοὺς σύνδειπνους, ποὺ οἱ θεοὶ νὰ τοὺς χαρίζουν χρυσὴ ζωή, καὶ στὰ παιδιὰ ν' ἀφήσουνε τὰ πλούτια τῶν πύργων τους, κι ὅ,τι τιμὲς τοὺς ἔχει δώσει ὁ κόσμος.
Στεῖλτε καὶ μένα γλήγορα νὰ φτάσω στὴν πατρίδα, ποὺ τόσους χρόνους δέρνουμαι μακριὰ ἀπὸ τοὺς δικούς μου.” Εἶπε, καὶ χάμου κάθισε, πὰς στῆς γωνιᾶς τὴ στάχτη πρὸς τὴ φωτιά· καὶ σύχαζαν οἱ ἄλλοι σωπασμένοι.
Τ' ἀκούγει αὐτὰ καὶ παίρνει εὐτὺς ἀπὸ τὸ χέρι ὁ Ἀλκίνος τὸ βαθιοστόχαστο Ὀδυσσέα τὸν πολυσοφισμένο, κι ἀπ' τὴ γωνιὰ πὰς σὲ θρονὶ λαμπρὸ τόνε καθίζει, ἀφοῦ τὸ γιό του σήκωσε, τὸν ἀκριβὸ Λαοδάμα, ποὺ ὅντας του μυριαγάπητος καθότανε σιμά του.
Καὶ μπρίκι γιὰ τὸ νίψιμο τοῦ φέρνει τότε ἡ βάγια, ὥριο, χρυσό, καὶ χύνει του στὴν ἀργυρή λεγένη,
καὶ τότες στρώνει ἀντίκρυ του γυαλιστερὸ τραπέζι.

Τότε ὁ Δυσσέας ὁ τρίξυπνος γυρίζει καὶ τοῦ κρένει·
“Μὴν τὴ μαλώσης, ὦ ἥρωα, τὴν ἄφταιγή σου κόρη· μοῦ 'λεγε αὐτὴ κατόπι της νὰ ρθῶ μὲ τὶς γυναῖκες, μὰ ἐγὼ ἀπὸ φόβο καὶ ντροπὴ δὲν ἤθελα νὰ σμίξω, νὰ μῆ μᾶς δῆς, κι ἀπὸ θυμὸ ἄξαφνα ὁ νοῦς σου ἀνάψη· γιατὶ εὔκολα ὀργιζόμαστε στὴ γῆς έμεῖς οἱ ἀνθρώποι.”
Κι ὁ Ἀλκίνος πάλε γύρισε καὶ λάλησέ του κι εἶπε·
“Ἐμένα, ὦ ξένε, ἀνώφελα ἡ ψυχή μου δὲ χολώνει στὰ στήθια μου· κάλλιο ὅλα μας μὲ μέτρο νά 'ναι πάντα. Μακάρι ὁ Δίας κι ἡ Ἀθηνᾶ κι ὁ Ἀπόλλωνας νὰ δώσουν σὰν τέτοιος πού 'σαι στή μορφή, κι ὁμόγνωμος μ' ἐμένα, νὰ πάρής καὶ τὴν κόρη μου καὶ νὰ λεχτῆς γαμπρός μου κι ἐδῶ νὰ ζῆς· θὰ σοῦ 'δινα καὶ χρήματα καὶ σπίτι, ἂν ἔμνησκες αὐτόθελα· μὰ ἂν ὄχι, δὲ σὲ βιάζει κανένας ἀπ' τοὺς Φαίακες· νὰ μὴν τὸ δώση ὁ Δίας.
Ξέρε πὼς αὔριο συνοδειὰ θὰ βάλω νὰ σὲ πάρουν· θὰ κοίτεσαι πηγαίνοντας καὶ θὰ γλυκοκοιμᾶσαι,
κι αὐτοὶ τ' ἀτάραγα νερὰ θὰ σκίζουν ὡς νὰ φτάσης στὴ γῆς σου καὶ στὰ σπίτια σου, κι ὅπου ἀγαπᾶς, μὰ ἂς εἶναι ἀκόμα πιὸ μακρύτερα τὸ μέρος κι ἀπ' τὴν Εὔβοια, ποὺ λὲν στὴν ἄκρη βρίσκεται τοῦ κόσμου ὅσοι τὴν εἶδαν ἀπ' τοὺς δικούς μας, τὸν ξανθὸ Ραδάμανθη σὰν πῆραν, νὰ πάη νὰ δῆ τὸν Τιτυὸ ποὺ γιὸς εἶναι τῆς Γαίας.
Ἐκεῖ τότε ἦρθαν ὅλοι τους, καὶ δίχως κόπο φτάσαν μονημερίς, καὶ γύρισαν πίσω στὴ γῆς τους πάλε.
Καὶ θένα δῆς τί πλοῖα λαμπρὰ καὶ τί λεβέντες ἔχω, ποὺ ἀνατινάζουν τοὺς ἀφροὺς μὲ τοῦ κουπιοῦ τὴν πλάτη.”
Σ' αὐτὰ τὰ λόγια χάρηκε ὁ πολύπαθος Δυσσέας, καὶ τότες προσευκήθηκε κι εἶπε· “Πατέρα Δία,
μακάρι καθετὶς νὰ βγῆ ποὺ λάλησε ὁ Ἀλκίνος· ἔτσι, στήν τροφοδότρα γῆς ἄσβηστη δόξα νά 'χη,
κι ἐγὼ νὰ τύχω γυρισμὸ στὴν πατρική μου χώρα.”
Τότε ὁ πολυβασάνιστος, ὁ θεῖος Ὀδυσσέας
κοιμήθηκε στὸ τορνευτὸ τῆς αἴθουσας κρεβάτι·στοῦ παλατιοῦ τ' ἀπόβαθα πλαγιάζει κι ὁ Ἀλκίνος,
καὶ δίπλα του ἡ βασίλισσα τοῦ σιάζει τὰ στρωσίδια.
ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΠΑΛΑΙΣΤΩΝ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ ΣΤΟ ΑΧΙΛΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ






 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου